ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 156
11 Φεβρουαρίου, 2010
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
PAMBIS FELLAS SPORTS LTD,
Εφεσείοντες,
v.
KARYATIS CENTRE LTD,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 305/2006)
Αστικά αδικήματα ― Ζημιά η οποία προκαλείται από τη διαφυγή επικίνδυνου πράγματος ― Άρθρο 52 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 ― Εισαγωγή στην Κυπριακή νομοθεσία της γνωστής αρχής του Αγγλικού Κοινοδικαίου στην υπόθεση Rylands v. Fletcher [1868] LR3 HL 330 ― Σε ποίες περιπτώσεις υπάρχει δυνατότητα να τύχει εφαρμογής η αρχή της Rylands v. Fletcher (ανωτέρω).
Ακίνητη ιδιοκτησία ― Κοινόκτητη και κοινόχρηστη ιδιοκτησία ― Ευθύνη για συντήρηση, επισκευή κλπ. της κοινόκτητης ιδιοκτησίας ― Βαρύνει τις διαχειριστικές επιτροπές.
Αμέλεια ― Αρχή res ipsa loquitur ― Προϋποθέσεις εφαρμογής της ― Άρθρο 55 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 ― Η εφαρμογή της αρχής res ipsa loquitur δεν συνάδει με την προσκόμιση μαρτυρίας για την απόδειξη της αμέλειας του εναγόμενου.
Οι εφεσείοντες υπέστησαν ζημιά στα εμπορεύματα που ήταν υποθηκευμένα στο κατάστημά τους από δύο περιστατικά διαφυγής νερού από το ένα εκ των δύο ντεποζίτων νερού που βρίσκονταν στον υπόγειο χώρο στάθμευσης του κτιριακού συγκροτήματος ΚΑΡΥΑΤΙΔΕΣ, όπου και το κατάστημα των εφεσειόντων.
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν αγωγή αξιώνοντας το ύψος της ζημιάς το οποίο υπολόγισαν στις Λ.Κ.6.889,50 και καταλογίζοντας ευθύνη στους εφεσίβλητους, ως ιδιοκτητών ή κατόχων των υποστατικών που βρίσκονται στο προαναφερθέν κτιριακό συγκρότημα, η οποία, κατ' ισχυρισμό, προέκυψε από το ότι τοποθέτησαν τα προαναφερθέντα ντεπόζιτα του νερού λίγα μέτρα από το υπόγειο του καταστήματος που κατείχαν ως ενοικιαστές. Υποστήριξαν επίσης ότι οι εφεσίβλητοι και/ή οι υπάλληλοι ή αντιπρόσωποί τους ήταν ένοχοι αμέλειας κατά τη χρήση του ντεποζίτου.
Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι τα ντεπόζιτα ήταν κοινόχρηστα και κοινόκτητα από όλους τους κατόχους υποστατικών του συγκροτήματος συμπεριλαμβανομένων των εφεσειόντων από, περίπου το έτος 1996, κατά το οποίο παρέδωσαν την κατοχή των πωληθέντων υποστατικών στους διάφορους αγοραστές.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα προαναφερθέντα ντεπόζιτα ήταν κοινόκτητα και κοινόχρηστα. Το Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι όντως προκλήθηκε ζημιά στα εμπορεύματα των εφεσειόντων και ότι η διαφυγή του νερού από το ντεπόζιτο οφειλόταν στη λανθασμένη τοποθέτηση και κακή λειτουργία του φλοτέρ, με αποτέλεσμα να μη ελέγχεται η ροή του νερού και να προκαλείται υπερχείλιση. Οι εφεσίβλητοι ήταν και αυτοί κάτοχοι και χρήστες των ντεποζίτων πλην όμως δεν αποδείχθηκε ότι είχαν ευθύνη για τη συντήρησή τους. Η δε πληρωμή από τους εφεσίβλητους κάποιου άγνωστου για το Δικαστήριο λογαριασμού της Υδατοπρομήθειας, δεν καταδείκνυε και την απόλυτη ιδιοκτησία και κατοχή τους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας για σκοπούς πληρότητας της απόφασης και το θέμα των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων, απέρριψε τις αντίστοιχες αξιώσεις των εφεσειόντων, αιτιολογώντας προς τούτο την απόφασή του.
Το ζήτημα της ευθύνης για την πρόκληση του ζημιογόνου γεγονότος εξετάστηκε και υπό το πρίσμα των προνοιών του Άρθρου 52 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν έχει προσαχθεί μαρτυρία στη βάση της οποίας θα μπορούσε να καθοριστεί το πρόσωπο ή τα πρόσωπα τα οποία ενδεχομένως είχαν την ευθύνη συντήρησης της κοινόχρηστης και κοινόκτητης ιδιοκτησίας. Ούτε και μαρτυρία η οποία να καθορίζει με σαφήνεια την ύπαρξη ή όχι διαχειριστικής επιτροπής, στην οποία με βάση τις πρόνοιες του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, Άρθρα 38ΣΤ και επόμενα, να αποτίθεται η ευθύνη για τη συντήρηση, επισκευή κλπ. της εν λόγω κοινόκτητης ιδιοκτησίας. Η μαρτυρία σε σχέση με την ύπαρξη διαχειριστικής επιτροπής δεν ήταν σαφής και συγκεκριμένη και δεν επέτρεπε στο Δικαστήριο να καταλήξει σε οποιοδήποτε σχετικό συμπέρασμα με τη δέουσα βεβαιότητα.
2. Δεν υπήρχε μαρτυρία περί ενστάσεως των εφεσειόντων για τη διατήρηση και λειτουργία των ντεποζίτων στο συγκεκριμένο χώρο. Οι εφεσίβλητοι έπαυσαν να είναι οι αποκλειστικοί κάτοχοι ή ιδιοκτήτες των ντεποζίτων από τότε που αυτά περιήλθαν στην κατοχή των αγοραστών και των κατόχων των διαφόρων υποστατικών του συγκροτήματος οι οποίοι προμηθεύονταν νερό για τις ανάγκες τους από τα εν λόγω ντεπόζιτα. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις οι εφεσείοντες και οι εφεσίβλητοι βρίσκονταν στην ίδια νομική κατάσταση μαζί με τους υπόλοιπους χρήστες των ντεποζίτων. Ενόψει τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά δεν καταλόγισε ευθύνη στους εφεσίβλητους για την πρόκληση του ζημιογόνου γεγονότος, εφόσον οι τελευταίοι δεν ήσαν αποκλειστικοί ιδιοκτήτες ή κάτοχοι των ντεποζίτων.
3. Το Άρθρο 52 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, εισήγαγε στην Κυπριακή νομοθεσία τη γνωστή αρχή του Αγγλικού Κοινοδικαίου Rylands v. Fletcher [1868] LR 3 HL 330, η οποία επίσης αφορούσε ζημιά από διαφυγή νερού. Εν τούτοις, επανειλημμένα διευκρινίστηκε αργότερα στη νομολογία ότι η αποθήκευση νερού σε ακίνητο προς εξυπηρέτηση συνήθων οικιακών αναγκών, δεν ενέπιπτε κάτω από την αρχή της υπόθεσης Rylands v. Fletcher. Επίσης η αρχή της Rylands v. Fletcher δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση κατά την οποία τόσο ο ενάγων όσο και ο εναγόμενος κατέχουν μέρος του ίδιου κτιρίου, όπως π.χ. δύο ξεχωριστά διαμερίσματα και νερό διαφεύγει από το μέρος του κτιρίου που κατέχει ο ένας προκαλώντας ζημιά στον άλλο. Σ' αυτές τις περιπτώσεις δεν ισχύει η πιο πάνω αρχή και θα πρέπει να αποδειχθεί αμέλεια εκ μέρους του εναγομένου.
4. Αρνητικοί παράγοντες για την εφαρμογή της προαναφερθείσας αρχής δημιουργούνται: (α) όπου η διαφυγή και πρόκληση της ζημιάς οφείλεται σε πράγμα το οποίο έφερε ή φύλαττε στο ακίνητο ο εναγόμενος με τη γνώση και συγκατάθεση του ενάγοντος, και (β) όπου και οι δύο διάδικοι είχαν το όφελος χρησιμοποίησης του νερού που διέφυγε.
Τα πιο πάνω στοιχεία φαίνεται ότι συνυπήρχαν στην εξεταζόμενη περίπτωση.
5. Δεν έχει αποδειχθεί από την προσαχθείσα μαρτυρία ότι οι εφεσίβλητοι είχαν την ευθύνη υπό οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα για τον έλεγχο, συντήρηση ή επισκευή των ντεποζίτων.
Η έφεση απορρίφθηκε με €2.000 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Fletcher v. Rylands [1866] LR 1 Exch 265,
Rylands v. Fletcher [1868] LR 3 HL 330,
Rickards v. Lothanian [1913] A.C. 280,
Smeaton v. Ilford Corporation [1954] 3 All E.R. 922,
Kiddle v. City Business Properties Ltd [1942] 2 All E.R. 216,
Α. Prosser & Son Ltd v. Levy a.o. [1955] 3 All E.R. 576.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λοΐζου, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 4218/00), ημερομ. 4.9.2006.
Φ. Χατζηχάννας, για Α. Παπαχαραλάμπους, για τους Εφεσείοντες.
Α. Ντορζής, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες αξίωσαν από τους εφεσίβλητους γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για ζημιά που έχουν υποστεί λόγω καταστροφής εμπορευμάτων που ήταν αποθηκευμένα στην υπόγεια αποθήκη του καταστήματος τους στη λεωφόρο Σταυρού αρ. 82Δ στο Στρόβολο.
Αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι στις 2.6.1998 και 9.6.1998 συνέβησαν αντιστοίχως δύο περιστατικά διαφυγής νερού από το ένα εκ των δύο ντεποζίτων νερού που βρίσκονταν στον υπόγειο χώρο στάθμευσης του κτιριακού συγκροτήματος ΚΑΡΥΑΤΙΔΕΣ, όπου και το κατάστημα των εφεσειόντων, λίγα μόνο μέτρα από το υπόγειο του εν λόγω καταστήματος. Ποσότητα του νερού που διέφυγε, εισέρρευσε στο υπόγειο του καταστήματος των εφεσειόντων το οποίο πλημμύρισε. Από το νερό καταστράφηκαν τα εμπορεύματα που ήταν εκεί αποθηκευμένα. Το ύψος της ζημιάς υπολογίστηκε από τους εφεσείοντες στις Λ.Κ.6.889,50 ποσό το οποίο απαίτησαν με την αγωγή τους.
Η εκδοχή των εφεσειόντων είναι ότι οι εφεσίβλητοι, ως ιδιοκτήτες ή κάτοχοι των υποστατικών που βρίσκονται στο κτιριακό συγκρότημα ΚΑΡΥΑΤΙΔΕΣ τοποθέτησαν τα προαναφερόμενα ντεπόζιτα του νερού λίγα μέτρα από το υπόγειο του καταστήματος που είχαν στην κατοχή τους ως ενοικιαστές. Οι εφεσίβλητοι και/ή οι υπάλληλοι ή και οι αντιπρόσωποι τους είναι ένοχοι αμέλειας κατά τη χρήση του ντεποζίτου.
Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν ότι ήταν οι ιδιοκτήτες του ντεποζίτου από το οποίο διέφυγε το νερό και ότι ήταν οι υπεύθυνοι για τη συντήρηση ή την επισκευή του. Ισχυρίστηκαν ότι κατά ή περί το 1996 παρέδωσαν στους διάφορους αγοραστές την κατοχή των πωληθέντων υποστατικών του συγκροτήματος ΚΑΡΥΑΤΙΔΕΣ και από τότε έπαυσαν να έχουν οποιαδήποτε ευθύνη αναφορικά με τη χρήση και συντήρηση των ντεποζίτων. Η θέση τους επί του προκειμένου είναι ότι τα ντεπόζιτα ήταν κοινόχρηστα και κοινόκτητα από όλους τους κατόχους υποστατικών του συγκροτήματος ΚΑΡΥΑΤΙΔΕΣ συμπεριλαμβανομένων και των εφεσειόντων.
Οι εφεσείοντες παρουσίασαν μαρτυρία ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο συνεχίζονταν οι οικοδομικές εργασίες σε ορισμένα σημεία του κτιριακού συγκροτήματος και ότι οι εφεσίβλητοι πλήρωναν στην Υδατοπρομήθεια το νερό που συγκεντρωνόταν στα ντεπόζιτα και χρησιμοποιούσαν οι ένοικοι του συγκροτήματος για τις οικιακές ανάγκες τους. Ο λογαριασμός για την παροχή νερού στο ντεπόζιτο από το οποίο έγινε η διαφυγή του νερού εκδιδόταν από το Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας στο όνομα «ΚΑΡΥΑΤΙΔΕΣ». Διαπιστώθηκε ότι το φλοτέρ του ντεποζίτου ήταν μαγκωμένο και με αρκετή κλίση προς τη μια πλευρά αντί σε κατακόρυφη θέση ως έπρεπε, με αποτέλεσμα το νερό του ντεποζίτου να μην μπορεί να πιέζει τη μπάλα προς τα πάνω για να σταματά τη ροή του νερού προς το ντεπόζιτο. Η κατάσταση του φλοτέρ αποτέλεσε και την αιτία της υπερχείλισης του ντεποζίτου και της διαφυγής του νερού που πλημμύρισε το υπόγειο του καταστήματος.
Καθόσον αφορά το θέμα της ζημιάς, οι εφεσείοντες προσκόμισαν μαρτυρία σύμφωνα με την οποία παραδόθηκαν περί το τέλος Μαΐου, αρχές Ιουνίου 1998 εμπορεύματα στην πωλήτρια του καταστήματος για τα οποία υπήρχαν τιμολόγια. Στις 8.2.1999 έγινε καταγραφή των εμπορευμάτων που καταστράφηκαν από το νερό. Η εν λόγω καταγραφή έγινε με αναφορά στα προαναφερόμενα τιμολόγια και με βάση τις καθορισμένες τιμές πώλησης των εμπορευμάτων. Το ύψος της ζημιάς υπολογίστηκε στις Λ.Κ.6.889,50. Η κα Φελλά (Μ.Ε.2), διαχειρίστρια των εφεσειόντων, ανέφερε ότι κατά την καταμέτρηση της ζημιάς έπαιρνε σημειώσεις τις οποίες ωστόσο δεν παρουσίασε στο δικαστήριο. Αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι καταμετρήθηκαν τα εμπορεύματα που βρίσκονταν στην αποθήκη στις 2.6.1998 και 9.6.1998. Η καταμέτρηση περιορίστηκε μόνο στα εμπορεύματα που είχαν υποστεί ζημιά από το νερό.
Ο διευθυντής των εφεσιβλήτων κ. Χρ. Νικολαΐδης (Μ.Υ.1), ανέφερε ότι πήγε στο μέρος όπου συνέβηκε το πρώτο περιστατικό με τον εργοδηγό του και αφού έκλεισε το νερό κάλεσαν υδραυλικό. Ο υδραυλικός διαπίστωσε ότι το φλοτέρ ήταν μαγκωμένο από πετραδάκια που είχαν συσσωρευτεί. Ο υδραυλικός καθάρισε το φλοτέρ και το επανατοποθέτησε στη θέση του. Όταν συνέβηκε το δεύτερο περιστατικό ο υδραυλικός ξανακαθάρισε το φλοτέρ. Στην οροφή της οικοδομής υπάρχουν ντεπόζιτα νερού από τα οποία προμηθεύονται νερό, χωριστά ο καθένας, οι ένοικοι της πολυκατοικίας. Το νερό στα εν λόγω ντεπόζιτα διοχετεύεται με αυτοματοποιημένο σύστημα απευθείας από το ντεπόζιτο από το οποίο έγινε η διαφυγή του νερού. Για την κατανάλωση του νερού το Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας εκδίδει λογαριασμούς για κάθε υδρομετρητή χωριστά, η δε προμήθεια νερού στα κεντρικά ντεπόζιτα, καταγράφεται από χωριστό υδρομετρητή και η όποια διαφορά στην κατανάλωση επιμερίζεται κατ' αναλογία της χρήσεως του νερού στον κάθε υδρομετρητή χωριστά. Οι ένοικοι είναι υπεύθυνοι, ο καθένας χωριστά, για την πληρωμή του δικού του λογαριασμού. Ο λογαριασμός για την κατανάλωση του νερού εκδιδόταν από το Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας στο όνομα των εφεσιβλήτων οι οποίοι τον παρέδιδαν στη διαχειριστική επιτροπή για πληρωμή.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία διαπίστωσε ότι τα προαναφερόμενα ντεπόζιτα ήταν κοινόκτητα και κοινόχρηστα. Δεν υπήρχε απευθείας ξεχωριστή παροχή νερού για το κάθε κατάστημα ή διαμέρισμα και ότι όλοι οι ένοικοι του συγκροτήματος προμηθεύονταν νερό από τα εν λόγω ντεπόζιτα. Αποτέλεσε εύρημα του δικαστηρίου ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο πλημμύρισε το υπόγειο του καταστήματος των εφεσειόντων και από το νερό, προκλήθηκε ζημιά στα εμπορεύματα των εφεσειόντων. Η διαφυγή του νερού από το ντεπόζιτο οφειλόταν στη λανθασμένη τοποθέτηση του φλοτέρ και συνακόλουθα στην κακή λειτουργία του με αποτέλεσμα να μην ελέγχεται η ροή του νερού στο ντεπόζιτο και να προκαλείται υπερχείλιση. Οι εφεσίβλητοι οι οποίοι ήταν και οι κατασκευαστές του συγκροτήματος ΚΑΡΥΑΤΙΔΕΣ ήταν και αυτοί κάτοχοι και χρήστες των ντεποζίτων πλην όμως δεν αποδείχθηκε ότι είχαν την ευθύνη για τη συντήρησή τους. Σχετικό επί του προκειμένου είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την εκκαλούμενη απόφαση:
«Το θέμα της κοινόκτητης/κοινόχρηστης ιδιοκτησίας όλων των ιδιοκτητών καθορίζεται σύμφωνα με τον περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας Νόμο, Κεφ. 224, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 6(I)/93. Συνεπώς με δεδομένο, ως είναι εύρημα μου, ότι η Εναγομένη είναι συνιδιοκτήτρια και συγκάτοχος των ντεποζίτων του συγκροτήματος, δεν μπορεί να έχει ευθύνη απέναντι στην Ενάγουσα για οποιοδήποτε πρόβλημα διαρροής του νερού, διότι δεν έχει αποδειχθεί ότι το πρόβλημα ή η διαρροή του νερού από το ντεπόζιτο προκλήθηκε κατόπιν δικής της αμέλειας, ενέργειας ή παράλειψης. Το θέμα της ύπαρξης ή μη διαχειριστικής επιτροπής για το κτιριακό συγκρότημα είναι κατά τη γνώμη μου άνευ σημασίας. Ούτε και η πληρωμή από την Εναγομένη κάποιου άγνωστου για το Δικαστήριο λογαριασμού της Υδατοπρομήθειας καταδεικνύει και την απόλυτη ιδιοκτησία και κατοχή της Εναγομένης.»
Το 1998 δεν είχε εκδοθεί πιστοποιητικό έγκρισης της οικοδομής ούτε και ξεχωριστοί τίτλοι ιδιοκτησίας των μονάδων. Το πρωτόδικο δικαστήριο, παρά τα πιο πάνω συμπεράσματα αναφορικά με το θέμα της ευθύνης, εξέτασε για σκοπούς πληρότητας της απόφασης και το θέμα των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων και απέρριψε τις αντίστοιχες αξιώσεις των εφεσειόντων για τους λόγους που εξηγούνται στην εκκαλούμενη απόφαση.
Με την υπό κρίση έφεση, αμφισβητείται η διαπίστωση ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν αμέλεια των εφεσιβλήτων και ότι οι τελευταίοι δεν ήταν υπεύθυνοι για τη διαφυγή του νερού από το ντεπόζιτο. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι υπήρχε μεταξύ των διαδίκων ειδική σχέση ενοικιαστή και κατόχου. Εξετάσαμε το θέμα και η διαπίστωσή μας είναι ότι η μαρτυρία δεν υποστηρίζει την ύπαρξη τέτοιας σχέσης. Οι εφεσείοντες ενοικίαζαν το κατάστημα από τρίτους ενώ αυτό που προκύπτει από τη μαρτυρία είναι ότι όλοι οι κάτοχοι των υποστατικών του κτιριακού συγκροτήματος προμηθεύονταν νερό από τα συγκεκριμένα ντεπόζιτα μέσω ξεχωριστών ντεποζίτων και πλήρωναν αντιστοίχως τους λογαριασμούς που εξέδιδε το Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας. Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τόσο οι εφεσείοντες όσο και οι εφεσίβλητοι, κατείχαν από κοινού τα δύο ντεπόζιτα και τα χρησιμοποιούσαν για τις δικές τους ανάγκες.
Το ζήτημα της ευθύνης για την πρόκληση του ζημιογόνου γεγονότος εξετάστηκε και υπό το πρίσμα των προνοιών του Αρθρου 52 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, το οποίο προβλέπει:
«52. Σε αγωγή που εγείρεται σε σχέση με ζημιά, κατά την οποία αποδεικνύεται-
(α) ότι η ζημιά προκλήθηκε από οποιοδήποτε επικίνδυνο πράγμα ή φωτιά ή ζώο, ή λόγω της διαφυγής οποιουδήποτε πράγματος, διαφυγή του οποίου ενδέχεται να προκαλέσει ζημιά, και
(β) ότι ο εναγόμενος ήταν ο ιδιοκτήτης ή είχεν την ευθύνη του πράγματος ή ήταν ο κάτοχος της ιδιοκτησίας από την οποία έγινε η διαφυγή του εν λόγω πράγματος,
ο εναγόμενος φέρει το βάρος της απόδειξης του ότι δεν υφίσταται αμέλεια για την οποία αυτός ευθύνεται σε σχέση με το επικίνδυνο αυτό πράγμα ή τη διαφυγή του πράγματος αυτού.»
Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει μαρτυρία στη βάση της οποίας θα μπορούσε να καθοριστεί το πρόσωπο ή τα πρόσωπα τα οποία είχαν ενδεχομένως την ευθύνη για τη συντήρηση της κοινόχρηστης και κοινόκτητης ιδιοκτησίας. Δεν υπάρχει μαρτυρία η οποία να καθορίζει με σαφήνεια κατά πόσο υπήρχε ή όχι διαχειριστική επιτροπή στην οποία με βάση τις πρόνοιες του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου Κεφ. 224, Αρθρα 38ΣΤ και επόμενα, να αποτίθεται η ευθύνη για τη συντήρηση, επισκευή κλπ. της εν λόγω κοινόκτητης ιδιοκτησίας. Ωστόσο, δεν έχει διαφύγει της προσοχής μας ότι έγινε κάποια αναφορά περί διαχειριστικής επιτροπής. Η μαρτυρία επί του προκειμένου είναι γενικόλογη και ασαφής γεγονός το οποίο δεν επέτρεπε στο δικαστήριο να καταλήξει σε οποιοδήποτε σχετικό συμπέρασμα με τη δέουσα βεβαιότητα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τόσο οι εφεσείοντες όσο και οι εφεσίβλητοι ήταν μεταξύ των κατόχων των κοινόχρηστων ντεποζίτων από τα οποία όλοι οι κάτοχοι των υποστατικών του συγκροτήματος προμηθεύονταν νερό επί πληρωμή για τις ανάγκες τους. Ορθή θεωρούμε και τη διαπίστωση ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ότι οι εφεσείοντες πρόβαλαν ένσταση για τη διατήρηση και λειτουργία των ντεποζίτων στο συγκεκριμένο χώρο. Συνάγεται ότι οι εφεσίβλητοι έπαυσαν να είναι οι αποκλειστικοί κάτοχοι ή ιδιοκτήτες των ντεποζίτων από τότε που αυτά περιήλθαν στην κατοχή των αγοραστών και των κατόχων των διαφόρων υποστατικών του συγκροτήματος οι οποίοι, καθώς έχει ειπωθεί, προμηθεύονταν νερό για τις ανάγκες τους από τα εν λόγω ντεπόζιτα. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, οι εφεσείοντες και οι εφεσίβλητοι βρίσκονταν στην ίδια νομική κατάσταση και μαζί με αυτούς και όλοι οι υπόλοιποι χρήστες των ντεποζίτων. Ενόψει τούτου, το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά έκρινε πως δεν μπορούσε να καταλογιστεί ευθύνη στους εφεσίβλητους για την πρόκληση του ζημιογόνου γεγονότος εφόσον οι τελευταίοι δεν ήταν αποκλειστικοί ιδιοκτήτες ή κάτοχοι των ντεποζίτων, όπως οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν στην έκθεση απαιτήσεως.
Εν πάση όμως περιπτώσει, θα προσθέταμε και τα εξής:
Το Αρθρο 52 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, εισήγαγε στην Κυπριακή νομοθεσία τη γνωστή αρχή του Αγγλικού Κοινοδικαίου που είχε αρχικά διακηρυχθεί στην υπόθεση Fletcher v. Rylands [1866] LR 1 Exch 265 ως εξής:
«We think that the true rule of law is that the person who for his own purposes brings on his lands and collects and keeps there anything likely to do mischief if it escapes, must keep it in at his peril, and if he does not do so, is prima facie answerable for all the damage which is the natural consequence of its escape.»
Παρόλον ότι η ίδια η υπόθεση Fletcher v. Rylands ή Rylands v. Fletcher [1868] LR 3 HL 330, όπως επικυρώθηκε στο House of Lords, αφορούσε ζημιά από διαφυγή νερού, εν τούτοις, επανειλημμένα διευκρινίστηκε αργότερα στη νομολογία ότι η αποθήκευση νερού σε ακίνητο προς εξυπηρέτηση συνήθων οικιακών αναγκών, δεν ενέπιπτε κάτω από την αρχή της υπόθεσης Rylands v. Fletcher. (Rickards v. Lothanian [1913] A.C. 280, Smeaton v. Ilford Corporation [1954] 3 All E.R. 922). Επίσης, εκτός εφαρμογής της αρχής στην υπόθεση Rylands v. Fletcher, τυγχάνει και η περίπτωση κατά την οποία τόσο ο ενάγων όσο και ο εναγόμενος κατέχουν μέρος του ίδιου κτιρίου, όπως π.χ. δύο ξεχωριστά διαμερίσματα και νερό διαφεύγει από το μέρος του κτιρίου που κατέχει ο ένας προκαλώντας ζημιά στον άλλο. Σ' αυτές τις περιπτώσεις δεν ισχύει η πιο πάνω αρχή και θα πρέπει να αποδειχθεί αμέλεια εκ μέρους του εναγομένου. (Kiddle v. City Business Properties Ltd [1942] 2 All E.R. 216). Περαιτέρω, έχει επίσης καθιερωθεί νομολογιακά, ότι η προαναφερθείσα αρχή δεν έχει εφαρμογή εκεί όπου η διαφυγή και πρόκληση ζημιάς οφείλεται σε πράγμα το οποίο έφερε ή φύλαττε στο ακίνητο ο εναγόμενος με τη γνώση και συγκατάθεση του ενάγοντα. (Α. Prosser & Son Ltd v. Levy and Others [1955] 3 All E.R. 576). Ακόμα, το γεγονός ότι και οι δύο διάδικοι είχαν το όφελος χρησιμοποίησης του νερού από το χώρο όπου διέφυγε, είναι αρνητικό σημείο για τον ενάγοντα. (Kiddle v. City Business v. Properties Ltd (ανωτέρω).
Τα πιο πάνω στοιχεία καταδεικνύεται ότι συνυπήρχαν στην υπό εξέταση περίπτωση, αφού το νερό φυλαγόταν για σκοπούς συνήθους οικιακής χρήσης και διέρρευσε από ένα μέρος του κτιρίου σε άλλο και αφού ο αποθηκευτικός εκείνος χώρος νερού χρησιμοποιείτο για κοινό όφελος από όλους τους διαμένοντες στο κτίριο.
Απομένει προς εξέταση το ζήτημα κατά πόσο οι εφεσίβλητοι είχαν την ευθύνη υπό οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα για τον έλεγχο, συντήρηση ή επισκευή των ντεποζίτων. Η μαρτυρία η οποία έχει προσαχθεί δεν υποστηρίζει στο βαθμό που απαιτείται σε αστικές υποθέσεις ένα τέτοιο συμπέρασμα. Το γεγονός ότι ο λογαριασμός του νερού ερχόταν στο όνομα ΚΑΡΥΑΤΙΔΕΣ ορθά κρίθηκε ότι δεν αποτελούσε καθοριστικό στοιχείο για καταλογισμό ευθύνης. Το πληρωτέο ποσό του λογαριασμού επιμεριζόταν στους κατόχους των υποστατικών του συγκροτήματος αναλόγως της αντίστοιχης κατανάλωσης. Δεν εξυπακούεται ότι οι περιστάσεις που μόλις προαναφέραμε καθιστούσαν τους εφεσίβλητους υπεύθυνους για τον έλεγχο, συντήρηση κλπ. των ντεποζίτων ούτε βέβαια ότι ευθύνονται για το περιστατικό.
Το παράπονο των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εφάρμοσε το νομικό απόφθευγμα res ipsa loquitur, που διαζευκτικά επικαλέστηκαν, για να καταλογίσει ευθύνη στους εφεσίβλητους είναι παντελώς αβάσιμο. Το συγκεκριμένο απόφθεγμα (maxim) εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου ο ενάγων στερείται γνώσης ή μέσων γνώσης για το πώς προκλήθηκε το ζημιογόνο γεγονός ενώ ταυτόχρονα τα γεγονότα (το πράγμα) μιλούν από μόνα τους για το πώς προκλήθηκε η ζημιά, παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα στο δικαστήριο να καθορίσει την ευθύνη. Στην προκείμενη περίπτωση, οι εφεσείοντες παρουσίασαν μαρτυρία που στόχευε στην απόδειξη του συγκεκριμένου επίδικου θέματος και συνεπώς δεν παρεχόταν καμιά δυνατότητα διαζευκτικής επίκλησης του res ipsa loquitur.
Το παράπονο των εφεσειόντων ότι η μαρτυρία δεν έχει καταγραφεί ορθά από το δικαστήριο δεν συνιστά βάσιμο λόγο έφεσης. Το ζήτημα αυτό έπρεπε να είχε επιλυθεί προηγουμένως κατ' εφαρμογή της προβλεπόμενης από τους διαδικαστικούς κανονισμούς διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου. Καθόσον αφορά το παράπονο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το τεκμήριο 3 με τη δικαιολογία ότι αυτό είναι άσχετο με τα επίδικα θέματα, θεωρούμε ότι το δικαστήριο ορθά εκτίμησε τα πράγματα αφού πρόκειται για επιστολή ασφαλιστικής εταιρείας προς τους εφεσίβλητους το περιεχόμενο της οποίας διαλαμβάνει απόψεις της εν λόγω εταιρείας για το περιστατικό τις οποίες ωστόσο, δεν κλήθηκε για να τις εκθέσει στο δικαστήριο.
Ενόψει της κατάληξής μας αναφορικά με το ζήτημα της ευθύνης, θεωρούμε ότι παρέλκει η εξέταση του λόγου έφεσης που αφορά στο θέμα των αποζημιώσεων.
Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και σε βάρος των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.