ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 11
15 Ιανουαρίου, 2010
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]
NATIONWIDE SHIPPING INC,
Ενάγουσα,
v.
ΠΛΟΙΟΥ ΑΤΗΕΝΑ (ΠΡΩΗΝ ΑΜΑΖΕ)
ΥΠΟ ΣΗΜΑΙΑ ST. VINCENT AND THE GRENADINES, ΝΗΟΛΟΓΙΟΥ KINGSTOWN,
Εναγομένου.
(Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 33/2009)
Ναυτοδικείο ― Διάταγμα σύλληψης εναγόμενου πλοίου κατόπιν μονομερούς αιτήσεως και ενώ είχε τροχιοδρομηθεί διαιτησία στην Αγγλία σύμφωνα με τη μεταξύ της ενάγουσας εταιρείας και της πλοιοκτήτριας εταιρείας συμφωνία για επίλυση της επίδικης διαφοράς ― Αίτηση υπό εναγόμενου πλοίου για ακύρωση του διατάγματος σύλληψής του, για ισχυριζόμενη έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να το εκδώσει και επίσης για μη πλήρη αποκάλυψη γεγονότων ― Κατά πόσο το Ναυτοδικείο είχε δικαιοδοσία να εκδώσει το διάταγμα σύλληψης υπό τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης ― Αρνητική η απάντηση στο ερώτημα.
Ναυτοδικείο ― Αίτηση ex parte για σύλληψη πλοίου ― Γενικές παρατηρήσεις αναφορικά με την υποχρέωση για αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων ώστε το Δικαστήριο να έχει ενώπιόν του την πλέον καθαρή εικόνα εκ μέρους του αιτητή.
Η ενάγουσα εταιρεία ήγειρε την αγωγή αυτή ζητώντας εναντίον του εναγόμενου πλοίου αποζημιώσεις ύψους €377.797,15 ως οφειλόμενο ποσό για τις υπηρεσίες που προσέφερε στο πλοίο και ιδιαίτερα επισκευές, εξασφαλίζοντας, κατόπιν ex parte αιτήσεως, διάταγμα σύλληψης του πλοίου. Οι ιδιοκτήτες του πλοίου αμφισβήτησαν τη νομιμότητα του εν λόγω διατάγματος υποστηρίζοντας ότι (α) το Δικαστήριο δεν είχε την δυνατότητα να το εκδώσει και (β) δεν υπήρξε από πλευράς της ενάγουσας εταιρείας πλήρης αποκάλυψη γεγονότων.
Στην ένορκη δήλωσή της η ενάγουσα εταιρεία ανέφερε ότι: «Η υπό κρίση αίτηση λειτουργεί υποβοηθητικά και σε αρωγή της διαδικασίας διαιτησίας στο Λονδίνο, η οποία βρίσκεται ακόμα σε αρχικά στάδια.»
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν έχει απασχολήσει προηγουμένως τα Κυπριακά Δικαστήρια παρόμοιο θέμα. Όμως, η αγγλική απόφαση στη The "Vasso" (formerly "Adria" [1984] 1 Lloyd's Law Reports, 235, την οποία επικαλέσθηκε ο συνήγορος των ιδιοκτητών του πλοίου, συνιστά καλή βάση πάνω στην οποία να μπορεί να θεωρηθεί ότι το Ναυτοδικείο δεν διαθέτει την δικαιοδοσία η οποία είχε ζητηθεί να ασκηθεί από την ενάγουσα εταιρεία υπό τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης, εφ' όσον η ενάγουσα εταιρεία επιδιώκει ακριβώς την εξασφάλιση εγγύησης σε σχέση με το αποτέλεσμα της διαδικασίας της διαιτησίας, όπως προβλέπεται στη σύμβαση διαχείρισης μεταξύ της ίδιας και της πλοιοκτήτριας εταιρείας, και η οποία είχε ήδη αρχίσει στο Λονδίνο, βρισκόμενη στα αρχικά της στάδια.
2. Ενόψει των ανωτέρω, το εκδοθέν διάταγμα πρέπει να ακυρωθεί, όπως και η δοθείσα εγγύηση εκ μέρους της πλοιοκτήτριας εταιρείας, με €1.000 έξοδα υπέρ του καθ' ου η αίτηση - εναγόμενου πλοίου.
Εκδόθηκε διάταγμα ακύρωσης του διατάγματος σύλληψης με έξοδα ως ανωτέρω.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
The "Vasso" (formerly "Adria" [1984] 1 Lloyd's Law Reports 235.
Aίτηση.
Χρ. Θεοδώρου, για την Ενάγουσα-Αιτήτρια.
Π. Ιακωβίδης, για το Εναγόμενο Πλοίο-Καθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Την 28.9.2009 η Ενάγουσα εταιρεία καταχώρησε την αγωγή αυτή ζητώντας εναντίον του εναγόμενου πλοίου αποζημιώσεις ανερχόμενες στο ποσό των €377.797,15, ως οφειλόμενο ποσό για υπηρεσίες προσφερθείσες προς το πλοίο και ιδιαίτερα επισκευές. Την ίδια μέρα ζήτησε με αίτηση ex parte διάταγμα σύλληψης του πλοίου και απαγόρευσης του απόπλου του, συνοδεύοντας την αίτηση με σχετική ένορκη δήλωση. Το διάταγμα εξεδόθη, στη συνέχεια δε οι ιδιοκτήτες εμφανιζόμενοι αμφισβήτησαν τη νομιμότητα του διατάγματος και το πράγμα οδηγήθηκε σε ακρόαση στη βάση της αίτησης και της ένστασης η οποία κατεχωρήθη από τους ιδιοκτήτες, συνοδευόμενη επίσης από ένορκη δήλωση.
Δύο είναι τα θέματα που εγείρουν οι ιδιοκτήτες. Το ένα αφορά την όλη δυνατότητα του Δικαστηρίου να εκδώσει το ένταλμα σύλληψης και το άλλο αφορά τη μη πλήρη αποκάλυψη γεγονότων.
Στην ένορκη της δήλωση η Ενάγουσα αναφέρει ευθέως ότι η μη αποπληρωμή του, κατά τον ισχυρισμό της, οφειλόμενου ποσού οδήγησε στον τερματισμό της σύμβασης διαχείρισης μεταξύ της Αιτήτριας και της Πλοιοκτήτριας και παραπέμπει σε διαιτησία όπως προβλέπεται στη σύμβαση διαχείρισης. Αναφέρεται περαιτέρω στην παράγραφο 15 ότι:
«Η υπό κρίση αίτηση λειτουργεί υποβοηθητικά και σε αρωγή της διαδικασίας διαιτησίας στο Λονδίνο, η οποία βρίσκεται ακόμα σε αρχικά στάδια.»
Εξάλλου, στην παράγραφο 19 αναφέρεται ότι:
«Είναι κατεπείγον να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα διότι με την αναχώρηση του πλοίου από το λιμάνι Λάρνακας, θα βρεθεί εκτός δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου και η ικανοποίηση οποιασδήποτε απόφασης τυχόν εκδοθεί στην παρούσα αγωγή ή στην υπόθεση της διαιτησίας θα είναι σχεδόν αδύνατη.»
Πρόδηλο ήταν ευθύς εξ αρχής ότι η αγωγή αυτή δεν είχε σκοπό την προώθηση της απαίτησης της ενάγουσας ενώπιον του Ναυτοδικείου με την έννοια ότι θα δικάζετο εδώ η απαίτηση, εφ' όσον είχε ήδη τροχιοδρομηθεί η διαιτησία στην Αγγλία σύμφωνα με τη μεταξύ των μερών συμφωνία και εφ' όσον η αγωγή κατεχωρήθη ακριβώς προς εξασφάλιση του εντάλματος συλλήψεως του πλοίου ώστε να υπάρξει με αυτό τον τρόπο υποβοήθηση και αρωγή της διαδικασίας διαιτησίας με την εξασφάλιση τυχόν απόφασης που θα εκδίδετο σε αυτή. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους ιδιοκτήτες έχει εισηγηθεί ότι τέτοια δικαιοδοσία δεν υπάρχει στο Ναυτοδικείο και ότι για το λόγο αυτό κακώς εξεδόθη το ένταλμα σύλληψης.
Πρέπει να ομολογήσω ότι το θέμα είναι καινοφανές εφ' όσον δεν έχει απασχολήσει τα Κυπριακά Δικαστήρια προηγουμένως και δεν έχει εντοπιστεί οποιαδήποτε κυπριακή απόφαση επ' αυτού. Ο κ. Ιακωβίδης με έχει όμως αναφέρει σε αγγλική απόφαση επί του θέματος και συγκεκριμένα στη The "Vasso" (formerly "Adria" [1984] 1 Lloyd's Law Reports 235, όπου υπάρχει ευθεία αναφορά στο θέμα αυτό. Στην υπόθεση εκείνη η ένορκη δήλωση δεν απεκάλυψε την ύπαρξη της διαιτησίας και τελικώς εκρίθη ότι η παράλειψη αυτή ήταν αποφασιστικής σημασίας ώστε το Δικαστήριο να έπρεπε να ακυρώσει τη δοθείσα εγγύηση στην αγωγή in rem σε σχέση με τη σύλληψη του πλοίου. Για να οδηγηθεί όμως στην κατάληξη εκείνη, το Δικαστήριο εξέτασε το ευρύτερο θέμα της δικαιοδοσίας του να εκδώσει ένταλμα σύλληψης για την περίπτωση ακριβώς όπου η σύλληψη επιδιώκεται εις υποβοήθηση της διαδικασίας της διαιτησίας. Η κατάληξη του Δικαστηρίου επ' αυτού του θέματος ήταν ότι δεν είχε τέτοια δικαιοδοσία. Στη σελ. 242 αναφέρεται, ιδιαίτερα, ότι:
"However, on the law as it stands at present, the Court' s jurisdiction to arrest a ship in an action in rem should not be exercised for the purpose of providing security for an award which may be made in arbitration proceedings. That is simply because the purpose of the exercise of the jurisdiction is to provide security in respect of the action in rem, and not to provide security in some other proceedings, for example, arbitration proceedings. The time may well come when the law on this point may be changed: see s. 26 of the Civil Jurisdiction and Judgments Act, 1982, which has however not yet been brought into force. But that is not yet the law. It follows that if a plaintiff invokes the jurisdiction of the Court to obtain the arrest of a ship as security for an award in arbitration proceedings, the Court should not issue a warrant of arrest."
Η τοποθέτηση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστούσε obiter εν όψει της κατάληξης του Δικαστηρίου, θεωρώ όμως ότι είναι συνιφασμένη με το όλο σκεπτικό του Δικαστηρίου και, πέραν τούτου, είναι τόσο βέβαια και ευθεία σε συνάρτηση με τις εξουσίες του Ναυτοδικείου, που θα δυσκολευόμουν να μην την ακολουθήσω. Θεωρώ λοιπόν ότι η απόφαση αυτή συντιστά καλή βάση πάνω στην οποία να μπορεί να θεωρηθεί ότι το Ναυτοδικείο δεν διαθέτει τη δικαιοδοσία η οποία έχει ζητηθεί να ασκηθεί από την ενάγουσα υπό τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης που έχουν εξηγηθεί, εφ' όσον η επιδίωξη της ενάγουσας είναι ακριβώς η εξασφάλιση εγγύησης σε σχέση με το αποτέλεσμα της διαδικασίας της διαιτησίας. Θα ήταν άχρηστο, εν όψει της κατάληξής μου αυτής, να ασχοληθώ με το θέμα της μη αποκάλυψης, αν και η μη αποκάλυψη αποτελεί το πρώτο θέμα που εξετάζεται από το Δικαστήριο υπό κανονικές συνθήκες εφ' όσον, αν δεν έχει υπάρξει πλήρης αποκάλυψη, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε οτιδήποτε άλλο αφορά την ουσία της υπόθεσης.
Θα έκανα όμως μερικές γενικές παρατηρήσεις επί του θέματος αυτού, εφ' όσον οι ευπαίδευτοι συνήγοροι έχουν αφιερώσει χρόνο στην εξήγηση του θέματος. Η Ενάγουσα έχει αποκαλύψει στην ένορκη της δήλωση, όπως ήδη ανάφερα, και το γεγονός της διαιτησίας και το γεγονός της ύπαρξης άλλης διαδικασίας στην Ελλάδα μεταξύ της Πλοιοκτήτριας και της Ενάγουσας όπως και διαδικασία μεταξύ της Ενάγουσας εναντίον της Πλοιοκτήτριας. Έχει μάλιστα επισυνάψει και σχετικά τεκμήρια και την ένσταση που καταχώρησε η Πλοιοκτήτρια στη δική της διαδικασία στην Ελλάδα, όπως και την αίτηση που καταχώρησε η Ενάγουσα στη δική της διαδικασία εναντίον της Πλοιοκτήτριας στην Ελλάδα. Η Πλοιοκτήτρια εταιρεία λέει ότι αυτά δεν ήσαν επαρκή, διότι στην ίδια την ένορκη δήλωση δεν γίνεται αναφορά στα πλήρη γεγονότα που συνθέτουν ιδιαίτερα τη διαδικασία της Πλοιοκτήτριας εναντίον της Ενάγουσας και δη το ποσό το οποίο αυτή απαιτεί, που είναι πολύ μεγαλύτερο από το ποσό το οποίο η Ενάγουσα διεκδικεί εναντίον της, όπως επίσης και ότι δεν έγινε αναφορά στο ότι υπήρξαν συγκεκριμένα ενδιάμεσα μέτρα στη διαδικασία της Πλοιοκτήτριας εναντίον της Ενάγουσας τα οποία συνέχισαν να υφίστανται μέχρι την καταχώρηση και της παρούσας αγωγής. Περαιτέρω, ότι υπήρξε αίτημα της Ενάγουσας για μεταρρύθμιση της ενδιάμεσης διαταγής του Ελληνικού Δικαστηρίου το οποίο απερρίφθη. Και γενικότερα, ότι δεν αμφισβητήθηκε το δικαίωμα των Ιδιοκτητών να ζητούν τέτοια ασφαλιστικά μέτρα στην Ελλάδα. Όλα αυτά, σε συνάρτηση και με την αναφορά της Ενάγουσας στην ένορκη δήλωση στην παράγραφο 16 ότι «η εν λόγω αίτηση (της πλοιοκτήτριας) είναι παντελώς ανεδαφική και καταχρηστική και σκοπό έχει να δημιουργήσει αντιπερισπασμό σε σχέση με την αξίωση της Αιτήτριας». Οφείλω να παρατηρήσω ότι η αναφορά σε ανεδαφική και καταχρηστική διαδικασία που έχει σκοπό να δημιουργήσει αντιπερισπασμό, δεν συνάδει με το γεγονός ότι η διαδικασία της Πλοιοκτήτριας άρχισε πριν από τη διαδικασία της Ενάγουσας στην Ελλάδα.
Αν και έχουν λοιπόν δοθεί γεγονότα σε σχέση με τις διαδικασίες εκείνες, εν τούτοις πιστεύω ότι θα έπρεπε να είχε γίνει πληρέστερη αποκάλυψη, χωρίς την οποία η εντύπωση που έχει δημιουργηθεί, ότι δηλαδή η ενάγουσα, τροχιοδρομώντας και τη διαδικασία στο Λονδίνο, έχει τέτοια καλή υπόθεση εναντίον της Πλοιοκτήτριας ώστε η Πλοιοκτήτρια να συμπεριφέρεται μόνο σε αντιπερισπασμό της δικής της απαίτησης, να μην είναι ορθή επί των γεγονότων.
Ο βαθμός στον οποίο τα μη αποκαλυφθέντα γεγονότα θα επηρέαζαν αντικειμενικώς την κρίση του Δικαστηρίου είναι βέβαια άλλο θέμα, όμως πιστεύω ότι τα όσα έχω πει συνάδουν με την ανησυχία μου ότι, εφ' όσον πρόκειται για αίτηση ex parte, θα πρέπει το Δικαστήριο να έχει ενώπιόν του την πιο καθαρή δυνατή εικόνα που θα μπορούσε να έχει εκ μέρους του Αιτητή. Εν πάση περιπτώσει, έχω ήδη εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί το διάταγμα αυτό ως νομικό θέμα και θα καταλήξω λέγοντας ότι το εκδοθέν διάταγμα πρέπει να ακυρωθεί, όπως και η δοθείσα εγγύηση εκ μέρους της Πλοιοκτήτριας εταιρείας, με €1.000 έξοδα υπέρ του Καθ'ου η Αίτηση.
Εκδίδεται διάταγμα ακύρωσης του διατάγματος σύλληψης με έξοδα ως ανωτέρω.