ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 337
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 70/2007)
17 Μαρτίου, 2010
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ST. GEORGE (G.B.W.) LTD
Εφεσείοντες-Ενάγοντες
v.
EΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων
Στέλλα Λεμονάρη για Α. Λεμονάρη για τους εφεσείοντες.
Αγάθη Μακρή για τους εφεσίβλητους.
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες-ενάγοντες αξίωσαν από τους εφεσίβλητους-εναγόμενους το ποσό των £4.108 για ορισμένη περίοδο και περαιτέρω £30 μηνιαίως από 1.5.03, ως συμφωνηθέντα ή εύλογα δικαιώματα/τέλη φύλαξης/αποθήκευσης τεσσάρων μεταχειρισμένων αυτοκινήτων στη Γενική Αποθήκη Αποταμίευσης στα Λατσιά. Οι εφεσίβλητοι δεν αμφισβήτησαν την αποθήκευση ή τα ποσά. Αρνήθηκαν την αξίωση με τον ισχυρισμó πως εν γνώσει των εφεσειόντων, ενεργούσαν ως αντιπρόσωποι της Hirranico Imports Exports Ltd. Τα αυτοκίνητα, που ήταν πέντε αρχικώς, εισάχθηκαν στο πλαίσιο ενέγγυας πίστωσης υπέρ της πιο πάνω εταιρείας και υπόλογοι έναντι των εφεσειόντων ήταν εκείνη η εταιρεία και όχι οι ίδιοι.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, δέχθηκε την εκδοχή των εφεσιβλήτων και απέρριψε την αγωγή. Ασκήθηκε η παρούσα έφεση και μόνο θέμα της είναι, ακριβώς, η ιδιότητα υπό την οποία οι εφεσίβλητοι έδωσαν προς τους εφεσείοντες την εντολή της αποθήκευσης. Σ' αυτό το πλαίσιο συζητήθηκε η εκτίμηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ενώ ο τελωνειακός λειτουργός (ΜΕ1) και ο τότε υπάλληλος των εφεσιβλήτων (ΜΥ1) είπαν την αλήθεια, ο διευθυντής των εφεσειόντων ήταν αναξιόπιστος για λόγους που εξηγήθηκαν. Κυρίως, όμως, συζητήθηκε η σημασία των διαφόρων εγγράφων που κατατέθηκαν και που ήταν κοινώς παραδεκτό αποδεικτικό υλικό. Σε αντίθεση με αντίγραφο επιστολής, το πρωτότυπο της οποίας οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι παρέδωσαν στους εφεσίβλητους. Διατυπώθηκαν συναφώς οκτώ λόγοι έφεσης.
Βρίσκεται στη βάση της αιτιολόγησης της πρωτόδικης απόφασης η γραπτή εντολή αποθήκευσης που έδωσαν οι εφεσίβλητοι στους εφεσείοντες, ημερομηνίας 3.4.97 (τεκμήριο 1). Τους ζήτησαν να αποθηκεύσουν πέντε αυτοκίνητα στο όνομά τους αλλά με τις ακόλουθες ρητές διευκρινίσεις. Η αποθήκευση θα γινόταν για λογαριασμό (for account) της Ηirranico Imports Exports Ltd και οι ίδιοι, οι εφεσίβλητοι δηλαδή, δεν ανελάμβαναν ευθύνη για ενοίκιο αποθήκευσης, τα τέλη παράδοσης και οποιαδήποτε άλλα έξοδα. Αυτά θα εισπράττονταν από τον τελικό παραλήπτη των αυτοκινήτων ή τον κατονομασθέντα πελάτη τους[1]. Οι εφεσίβλητοι είχαν αναφερθεί σ' αυτή την επιστολή με την παράγραφο 5(β) της υπεράσπισής τους, με τον παράλληλο ισχυρισμό πως οι εφεσείοντες αποδέκτηκαν ή ουδέποτε αμφισβήτησαν τον πιο πάνω όρο και είναι ενδιαφέρον να δούμε ποια ήταν η αντίδραση των εφεσειόντων, ως προς αυτό. Με την απάντησή τους στην υπεράσπιση αρνήθηκαν την παράγραφο 5(β) στο σύνολό της και υποστήριξαν πως ήταν ρητή η εντολή των εφεσιβλήτων, των υπαλλήλων ή των εξουσιοδοτημένων αντιπροσώπων τους «όπως τα εν λόγω εμπορεύματα αποθηκευθούν στο όνομα των εναγομένων». Και, ακριβώς, ήταν η μαρτυρία του διευθυντή των εφεσειόντων πως, κατά την παράδοση των αυτοκινήτων στις 7.4.97, ο εκτελωνιστής Π. Θεοφάνους του ανέφερε πως ενεργούσε για τους εφεσίβλητους οι οποίοι θα ήταν, όπως εξήγησε, υπεύθυνοι. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αυτό τον ισχυρισμό του διευθυντή των εφεσειόντων όπως και άλλο στον οποίο θα αναφερθούμε μετά και δεν έχουμε δει στους λόγους έφεσής τους αναφορά στο επί τούτου σκεπτικό. Δεν ήταν λογικό ή πειστικό να εμφανίζεται ο εκτελωνιστής να προβαίνει σε δηλώσεις αντίθετες προς το ρητό περιεχόμενο του τεκμηρίου 1 όπως ο ίδιος το παρέδωσε στους εφεσείοντες. Βέβαια οι εφεσείοντες υποστηρίζουν πως δεν προκύπτει από το τεκμήριο 1 η αντιπροσωπευτική ιδιότητα των εφεσιβλήτων. Οι λέξεις «για λογαριασμό» δεν σημαίνουν κάτι τέτοιο. Ούτε και η «άρνηση ευθύνης» στο τέλος του εγγράφου, απαλλάσσει τους εφεσίβλητους από τις υποχρεώσεις που προέκυπταν από την εντολή αποθήκευσης που έδωσαν. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με αυτές τις εισηγήσεις. Το τεκμήριο 1 είναι σαφές και δεν διακρίνουμε σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την επενέργειά του.
Υπάρχει όμως και μια προέκταση. Ενώ οι εφεσείοντες προβάλλουν αυτή την εκδοχή, δηλαδή πως από το τεκμήριο 1 δεν προέκυπτε αντιπροσωπευτική ιδιότητα αλλά κατ' ευθείαν ευθύνη των εφεσιβλήτων, υποστηρίζουν ταυτόχρονα πως αρνήθηκαν να υπογράψουν τη δακτυλογραφημένη δήλωση στο τέλος του τεκμηρίου 1 πως συμφωνούν με το περιεχόμενό του. Επρόκειτο, λέγουν, για μονομερή όρο που δεν έγινε δεκτός και δεν τους δέσμευε. Όχι δε μόνο αυτό. Ο διευθυντής των εφεσειόντων παρουσίασε αντίγραφο επιστολής που ισχυρίστηκε ότι παρέδωσε «δια χειρός» στους εφεσίβλητους με την οποία γνωστοποιούσε λήψη του τεκμηρίου 1 και τους πληροφορούσε πως, αφού τα εμπορεύματα θα αποθηκεύονταν στο όνομά τους, την ευθύνη για την πληρωμή των αποθηκευτικών θα την έφεραν εκείνοι, (τεκμήριο 9). Το αντίγραφο φέρει ημερομηνία 7.4.97 που είναι η ημέρα παράδοσης, αλλά κατά το διευθυντή των εφεσειόντων, δεν παραδόθηκε εκείνη την ημέρα. Παραδόθηκε μετά, στις 9.4.97, όταν παρέδωσε και το πιστοποιητικό κατάθεσης (τεκμήριο 2), στο οποίο θα επανέλθουμε. Σε αυτό το στάδιο επισημαίνουμε το γεγονός ότι οι εφεσείοντες προωθούν από τη μια τη θέση πως το τεκμήριο 1, ορθά ερμηνευόμενο δεν απάλλασσε τους εφεσίβλητους αλλά, αντίθετα, τους καθιστούσε υπεύθυνους και από την άλλη πως ενόψει του περιεχομένου του, το οποίο δεν δέχονταν, παρέδωσαν το τεκμήριο 9. Το οποίο, όπως είδαμε, δεν επικαλέστηκαν με την Απάντησή τους στην Υπεράσπιση. Δεν θέλουμε να πούμε ότι εγείρεται κάποιας μορφής δικογραφικό κώλυμα αλλά σημειώνουμε το γεγονός πως η θέση τους συναρτήθηκε προς τη ρητή εντολή η οποία, υποτίθεται, τους δόθηκε εξ αρχής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ως αναληθή τη μαρτυρία του διευθυντή των εφεσειόντων πως παρέδωσε το τεκμήριο 9 και δέχτηκε εκείνη του υπαλλήλου των εφεσιβλήτων. Όπως κατέληξε, δεν παραδόθηκε τέτοια επιστολή και επισημαίνεται το γεγονός πως ενώ υποτίθεται αυτή ακολούθησε το τεκμήριο 1, δεν έφερε ημερομηνία και υπογραφή παραλαβής της, οι δε εφεσίβλητοι σταθερά στη συνέχεια προφορικά αλλά και με την απάντησή τους στην επιστολή του δικηγόρου των εφεσειόντων, αρνούνταν ευθύνη.
Το δεύτερο έγγραφο στο οποίο πρωτοδίκως δόθηκε βαρύτητα ήταν το πιστοποιητικό αποθήκευσης που παραδεκτώς εκδόθηκε από τους εφεσείοντες και παραδόθηκε στους εφεσίβλητους. Φέρει ημερομηνία 9.4.97, βεβαιώνει την αποθήκευση των πέντε αυτοκινήτων και, το σημαντικό όπως εκτίμησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, απευθύνεται προς τους εφεσίβλητους αλλά με τη ρητή προσθήκη «για λογαριασμό (a/c)» της Hiranico Imports Exports Ltd, Λευκωσία. Επρόκειτο για ευθεία αναγνώριση της πραγματικής φύσης της συναλλαγής και, συναφώς, υπήρχε και η φορτωτική (τεκμήριο 8) και η διασάφηση (τεκμήριο 14) που επίσης αναδείκνυαν τη σχέση της Hirranico. Απέρριψε δε τη θέση των εφεσειόντων πως η αναφορά «Α/c Hirranico» ήταν ανώδυνη και χωρίς ιδιαίτερο νόημα αφού απλώς παρέπεμπε στον τρόπο διατύπωσης της διασάφησης.
Μαζί με τα πιο πάνω, υπήρχε και η εξέλιξη σε σχέση με το ένα από τα πέντε αυτοκίνητα. Βρέθηκε αγοραστής γι' αυτό και με εντολή των εφεσιβλήτων, ημερομηνίας 22.4.97, οι εφεσείοντες το παρέδωσαν στη Hirranico η οποία και τους κατέβαλε τα αποθηκευτικά (τεκμήριο 3).
Με τους λόγους έφεσης 1 και 2 αμφισβητείται η ορθότητα της απόρριψης της μαρτυρίας του διευθυντή των εφεσειόντων και η απόδοχή της μαρτυρίας του υπαλλήλου των εφεσιβλήτων. Περιλαμβάνεται στην αιτιολογία και στα επιχειρήματα στο περίγραμμα της αγόρευσης τα ήδη αναφερθέντα σε σχέση με τη σημασία του τεκμηρίου 1 αλλά και τα όσα, παράλληλα, υποστηρίχθηκαν σε σχέση με την προβληθείσα άρνηση υπογραφής του. Επίσης, υποστηρίζεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εκτίμησε λανθασμένα τα τεκμήρια που παρουσιάστηκαν και πως, στην πραγματικότητα, αυτά, ειδικά τα τεκμήρια 3, 4 και 5 ενίσχυαν τη μαρτυρία του διευθυντή των εφεσειόντων και διέψευδαν τον υπάλληλο των εφεσιβλήτων. Όπως την ενίσχυε και η αναντίλεκτη μαρτυρία του τελωνειακού υπαλλήλου την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε ως αξιόπιστη. Όμως, δεν είχε εξειδικευθεί τι ακριβώς από τη μαρτυρία του τελωνειακού υπαλλήλου ενίσχυε την εκδοχή του διευθυντή των εφεσειόντων. Τα υπόλοιπα δε, ως προς τα τεκμήρια 3, 4 και 5, δεν έχουν βάση. Με το τεκμήριο 3 οι εφεσίβλητοι δίδουν εντολή για την παράδοση του ενός αυτοκινήτου αλλά προς την Hirranico η οποία το παρέλαβε και πλήρωσε. Και υπενθυμίζουμε πως, εν προκειμένω, το αμφισβητούμενο δεν αφορά στο ότι οι ενέργειες γίνονταν από τους εφεσίβλητους αλλά στην ιδιότητα κάτω από την οποία αυτοί ενεργούσαν. Πράγμα το οποίο φαίνεται να παραγνωρίζει και ο λόγος έφεσης 4. Επαναλαμβάνονται σ' αυτόν τα βασικά επιχειρήματα των εφεσειόντων και επιδιώκεται να καταδειχθεί πως οι εφεσίβλητοι, ως έχοντες τη «νομική κατοχή», ακόμα και την κυριότητα των εμπορευμάτων, έδωσαν την εντολή για την αποθήκευση. Για να εξασφαλίσουν στο τέλος και δικαστική απόφαση κατά της Hirranico για την οφειλή της προς αυτούς δυνάμει της πίστωσης. Το ότι οι εφεσίβλητοι έδωσαν την εντολή είναι μόνο το εναρκτήριο στοιχείο. Είναι τα άλλα που συνθέτουν την επίδικη διαφορά όπως προσδιορίστηκαν και, πάντως, τα περί την κυριότητα των εμπορευμάτων, μάλιστα, κατά το χρόνο της αποθήκευσης, στην οποία επανέρχονται οι εφεσείοντες με το λόγο έφεσης 5, με πρόσθετη αναφορά και στα τεκμήρια 8 και 14, κάθε άλλο παρά τεκμηριώνονται. Επ' αυτού δε, αφιέρωσε και μέρος της απόφασης το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την ανάλυση της νομικής σημασίας της ενέγγυας πίστωσης το οποίο οι εφεσείοντες παρερμήνευσαν αφού, με το λόγο έφεσης 7 εμφανίζουν το πρωτόδικο Δικαστήριο να κατέληξε στο συμπέρασμα πως μεταξύ των διαδίκων συνάφθηκε συμφωνία ενεχυρίασης. Ενώ τέτοια συμφωνία, όπως αναφέρεται σε άλλο σημείο της πρωτόδικης απόφασης, συνάφθηκε μεταξύ της Hirranico και των εφεσιβλήτων. Και αυτός ο ισχυρισμός προβάλλεται κατ' αντίθεση προς τους προηγούμενους ισχυρισμούς για την κυριότητα αφού προσθέτουν στο περίγραμμα πως «η πιο πάνω διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή σε ό,τι αφορά τη φορτωτική και τα άλλα έγγραφα με τα οποία αποδεικνύεται η ιδιοκτησία των επίδικων αυτοκινήτων τα οποία η Hirranico ενεχυρίασε στην Τράπεζα». Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε πως η σχέση ενεχυρίασης συνάφθηκε μεταξύ των εφεσιβλήτων και της Hirranico εξ ου και η αναφορά στις υποθέσεις Fairways L/ssol Ltd v. Δημοκρατίας κ.α. (1992) 4 ΑΑΔ 4221 και Μίκης Μιχαηλίδης Λτδ ν. Διευθ. Τμήματος Τελωνείων (1994) 4 ΑΑΔ 2437. Είναι συναφώς αβάσιμος και ο λόγος έφεσης 8 που εμφανίζει την πρωτόδικη απόφαση να στηρίζεται και στις πιο πάνω υποθέσεις, άσχετες κατά την εισήγηση. Είναι γεγονός πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά την αναφορά τους στις πιο πάνω υποθέσεις, ανέφερε και πως «επομένως, στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει παρακαταθήκη και οι ενάγοντες ουδέποτε ενήργησαν υπό τέτοια ιδιότητα». Με πρόσθετη παραπομπή στην Hamade v. A. Δημητρίου Λτδ κ.α. (1994) 1 ΑΑΔ 443, πράγμα που έδωσε αφορμή για το λόγο έφεσης 6 με τον οποίο συζητούνται τα χαρακτηριστικά της παρακαταθήκης. Δεν νομίζουμε πως εδώ το ζήτημα εξαρτάτο από τέτοιο νομικό χαρακτηρισμό ώστε και λάθος να ήταν να επηρεάζεται το αποτέλεσμα. Η πρωτόδικη απόφαση ήταν σαφής ως προς το ποιο ήταν το επίδικο θέμα και ως προς την κρίση επ' αυτού. Η δεδομένη αποθήκευση έγινε από τους εφεσίβλητους αλλά υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα κατά τρόπο ώστε να μην υπέχουν οι ίδιοι ευθύνη.
Τα τεκμήρια 4 και 5 είναι αιτήματα των εφεσιβλήτων προς το τελωνείο για έγκριση παράτασης για τα τέσσερα αυτοκίνητα που έμειναν στις αποθήκες των εφεσειόντων. Αναφέρεται σ' αυτά πως η τράπεζα ενεργούσε «σαν άμεσα ενδιαφερόμενος των εμπορευμάτων» και, κατά τους εφεσείοντες, αυτά έδειχναν πως δεν ενεργούσαν ως αντιπρόσωποι. Βέβαια σ' αυτά τα τεκμήρια γινόταν και αναφορά στον πελάτη τους, δηλαδή στη Hirranico, αλλά ούτως ή άλλως, δεν μπορούμε να δεχτούμε πως η εμφάνιση των εφεσιβλήτων ως «άμεσα ενδιαφερομένων» που ήταν τέτοιοι κάτω από οποιανδήποτε εκδοχή ενόψει της λειτουργίας τους στο πλαίσιο της ενέγγυας πίστωσης, προωθεί με οποιονδήποτε τρόπο τη θέση των εφεσειόντων επί του επίδικου ζητήματος. Επειδή δε έγινε, με το λόγο έφεσης 3, αναφορά και σε αυθαίρετο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα αυτοκίνητα παρέμειναν στις αποθήκες επειδή δεν εξασφαλιζόταν αγοραστής τους, σημειώνουμε ακριβώς πως στα τεκμήρια 4 και 5, προς υποστήριξη της παράτασης, γινόταν αναφορά στην προσπάθεια για εξεύρεση αγοραστών. Εν πάση περιπτώσει, αυτή η λεπτομέρεια είναι εντελώς ουδέτερη όπως είναι και άλλες στις οποίες αναφέρθηκαν οι εφεσείοντες στο περίγραμμά τους. Έχουμε συναφώς υπόψη μας τα αναφερθέντα σε σχέση με την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως τα τέσσερα αυτοκίνητα, στο τέλος, μεταφέρθηκαν στη Δημόσια Αποθήκη με εντολή των εφεσιβλήτων, στην αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε ένα σημείο της απόφασής του, κατά την αριθμητική περιγραφή της αξίωσης, χωρίς σύνδεση προς το επίδικο ζήτημα, ότι ζητήθηκαν αποθηκευτικά από 3.4.97 ενώ τα αυτοκίνητα παραδόθηκαν στις 7.4.97 και στην αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε υποτιθέμενο ισχυρισμό των εφεσειόντων πως γενικά αποθηκεύθηκαν εμπορεύματα «με την πληρωμή των αποθηκευτικών». Ως προς το τεκμήριο 9 οι εφεσείοντες θεωρούν πως κακώς και με μη πειστική αιτιολογία κρίθηκε πως δεν στάληκε και πως ήταν αναξιόπιστος ο διευθυντής των εφεσειόντων. Ήταν, όπως τονίζουν, αντίγραφο που κατείχαν οι εφεσείοντες σε σχέση με την επισήμανση πως δεν έφερε ημερομηνία και υπογραφή παραλαβής. Ακριβώς, όμως, είναι στο αντίγραφο που θα κρατούσαν οι εφεσείοντες που θα σημειωνόταν κάτι τέτοιο και σημειώνουμε πως, όπως υποδεικνύουν οι εφεσίβλητοι, αυτό το αντίγραφο δεν κατατέθηκε εξ αρχής μαζί με τα άλλα έγγραφα που κατατέθηκαν εκ συμφώνου. Παρουσιάστηκε όταν κατέθετε ο διευθυντής των εφεσειόντων. Και ήταν η θέση τους πως αφού δεν υπήρξε ένσταση στην παρουσίασή του, «το περιεχόμενο του είναι δεσμευτικό για τους διαδίκους». Ασφαλώς δεν θα ήταν νοητό να εξαχθεί τέτοιας μορφής δέσμευση. Αν πράγματι οι εφεσίβλητοι, μη προβάλλοντας ένσταση, δέχονταν το περιεχόμενο του τεκμηρίου 9, δεν θα υπήρχε λόγος για συνέχιση της δίκης. Εν πάση περιπτώσει, αντεξέτασαν το διευθυντή των εφεσειόντων και του υπέβαλαν τη θέση τους πως δεν παρέδωσαν τέτοιο έγγραφο. Αυτά δε χωρίς σε εκείνο το στάδιο έγερσης από τους εφεσείοντες ζητήματος δέσμευσης.
Αφού εξετάσαμε το σύνολο των δεδομένων δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι στοιχειοθετήθηκε λόγος που να δικαιολογεί παρέμβασή μας σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας, τις εκτιμήσεις από τα έγγραφα που κατατέθηκαν και την τελική κρίση πως οι εφεσίβλητοι ως ενεργούντες υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα γνωστή και αποδεκτή από τους εφεσείοντες, δεν υπέχουν οι ίδιοι ευθύνη.
Η έφεση απορρίπτεται με €1.700 έξοδα πλέον ΦΠΑ.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
/μσιαμπαρτά
[1] «The Bank assumes no responsibility for the non payment of store rent, delivery fees and any other expenses which should be collected from the final receiver of the goods, or from our above named customer(s)».