ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 1232
25 Σεπτεμβρίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
1. ΧΡΙΣΤΟΘΕΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΑΥΡΟΥΔΗ,
2. ΕΛΕΝΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΑΥΡΟΥΔΗ,
Εφεσείουσες,
v.
VERDIAN VALERIK,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 16/2007)
Αστικά αδικήματα ― Απάτη ― Απόκτηση κτήματος με δόλιο τρόπο ― Η αγοράστρια του κτήματος δεν ήταν καλή τη πίστει αγοράστρια έναντι ανταλλάγματος, αφού ενήργησε γνωρίζοντας ότι το τίμημα πώλησης δεν κατεβλήθη στον ενάγοντα ιδιοκτήτη του κτήματος και αποδέχτηκε τη μεταβίβαση τούτου επ' ονόματί της με σκοπό να το οικειοποιηθεί ― Επιδίκαση αποζημιώσεων στον ενάγοντα ― Κατά πόσο έπρεπε να είχε διαταχθεί η εγγραφή του ακινήτου επ' ονόματι του ενάγοντος.
Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Παράλειψη, χωρίς εξήγηση, κλήσης μάρτυρα ο οποίος εύλογα αναμένετο ότι θα έπρεπε να κληθεί ― Ποιά σημασία προσδίδει το Δικαστήριο σε τέτοια παράλειψη.
Έξοδα ― Διαταγή εξόδων γνωστή ως "Bullock Order" ― Tυγχάνει εφαρμογής εκεί όπου ο ενάγων βρίσκεται σε αμφιβολία ως προς το ποιος από δύο ή περισσότερους ενεχόμενους σε ένα συμβάν είναι ένοχος επίδειξης αμέλειας έναντί του και δεν έχει τη δυνατότητα με λογική προσπάθεια να εξακριβώσει τα γεγονότα που σχετίζονται με την αμέλεια.
Δεδικασμένο (Res judicata) ― Αρχή του "res inter alios acta (ή judicata) alter nocere non debet" ― Τι πρεσβεύει η εν λόγω αρχή.
Δικαστική απόφαση ― Απόφαση in personam ― Κατά πόσο συνιστά μαρτυρία της αλήθειας ή της απόφασης ή του υπόβαθρού της, μεταξύ τρίτων ή μεταξύ διαδίκου και τρίτου.
Στις 11.2.1994 οι εναγόμενοι 3 πώλησαν μια οικία στην περιοχή Αγίας Φύλας Λεμεσού προς κάποιο Sergei Kossoian έναντι τιμήματος £90.000 το οποίο εξόφλησε. Στις 7.11.1998 ο Sergei Kossoian και οι εναγόμενοι 3 πώλησαν την εν λόγω οικία στον εφεσίβλητο - ενάγοντα. Οι εναγόμενοι 3 υπέγραψαν τη συμφωνία ως πωλητές γιατί ήταν οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες του κτήματος και είχαν με την συμφωνία της 11.2.1994 πωλήσει το κτήμα τους στον πιο πάνω Sergei Kossoian, ο οποίος είχε δικαίωμα να το μεταπωλήσει.
Με άλλη συμφωνία ημερομηνίας 14.5.1999 ο εφεσίβλητος πώλησε την οικία στην εφεσείουσα 1 έναντι του ποσού των $210.000. Η τελευταία του κατέβαλε το ποσό των $21.000 και ανέλαβε την υποχρέωση καταβολής του υπολοίπου κατά τη μεταβίβαση.
Τόσο η συμφωνία ημερομηνίας 11.2.1994 όσο και αυτή της 7.11.1998 ήταν κατατεθειμένες στο Κτηματολόγιο Λεμεσού. Ο εφεσίβλητος στις 18.11.1999 διά αντιπροσώπου του υπέγραψε ακύρωση της συμφωνίας μεταβίβασης ημερομηνίας 7.11.1998. Τελικά το ακίνητο μεταβιβάστηκε από τους εναγόμενους 3 επ' ονόματι της εφεσείουσας 2, θυγατέρας της εφεσείουσας 1, χωρίς ο εφεσίβλητος να εισπράξει το υπόλοιπο του τιμήματος πώλησης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, ενώ απέρριψε τη μαρτυρία του Μ.Υ.1, δικηγόρου, ο οποίος εκπροσωπούσε και ενεργούσε σύμφωνα με τις οδηγίες των εφεσειουσών 1 και 2 και ο οποίος κρίθηκε από το Δικαστήριο ως άτομο που είχε συμφέρον στην υπόθεση. Το Δικαστήριο δεν διέταξε όμως την εγγραφή του ακινήτου επ' ονόματι του εφεσίβλητου, αφού το ακίνητο βαρυνόταν με δύο υποθήκες και εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειουσών 1 και 2 για ποσό 179.000 Δολαρίων, πλέον τόκους προς 8% από 25.11.1999, μέχρι εξόφλησης.
Οι εφεσείουσες καταχώρησαν έφεση προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους έφεσης:
1. Ο εφεσίβλητος δεν είχε έννομο συμφέρον να εγείρει αγωγή εναντίον τους, αφού η σύμβαση πώλησης που είχε γίνει στις 7.11.1998 κηρύχθηκε άκυρη ως εκτελεσθείσα δολίως, σύμφωνα με διάταγμα που εκδόθηκε στις 6.3.2000 σε αγωγή μεταξύ της εταιρείας Moustakas Shipping Agencies Ltd ως εναγόντων και του Sergei Kossoian ως εναγομένου.
2. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Μ.Υ.1 δεν ήταν αξιόπιστος μάρτυρας, έγινε στη βάση εικασιών, ενώ το συμπέρασμά του δεν στηρίχτηκε σε μαρτυρία.
3. Το Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι δεν δικογραφήθηκε η εκδοχή του Μ.Υ.1 ότι ο Παναγιώτης Μαυρουδής, σύζυγος της εφεσείουσας 1, είναι υπόλογος για την πληρωμή του τιμήματος αγοράς της κατοικίας γιατί αυτός ήταν ο αγοραστής, επιλέγοντας να το εγγράψει πρώτα επ' ονόματι της εφεσείουσας 1 και μεταγενέστερα επ' ονόματι της εφεσείουσας 2.
4. Το Δικαστήριο δεν έπρεπε να διατάξει την επιδίκαση εναντίον τους και των εξόδων των εναγομένων 3.
Ο εφεσίβλητος καταχώρησε αντέφεση υποστηρίζοντας ότι λανθασμένα το Δικαστήριο επιδίκασε αποζημιώσεις αντί να διατάξει την εγγραφή της οικίας επ' ονόματί του.
Αποφασίστηκε ότι:
Α. Έφεση
1. Η έννοια του εννόμου συμφέροντος είναι έννοια του διοικητικού δικαίου και δεν απαντάται στο αστικό δίκαιο, εκτός αν οι εφεσείουσες εννοούν την ύπαρξη αγώγιμου δικαιώματος.
Η δικαστική απόφαση την οποία επικαλούνται οι εφεσείουσες εκδόθηκε στις 6.3.2000 μετά τις προαναφερθείσες συμφωνίες ημερ. 7.11.1998 και 14.5.1999.
Περαιτέρω, είναι γνωστή η αρχή του κοινοδικαίου ότι μία απόφαση in personam δεν συνιστά μαρτυρία της αλήθειας ή της απόφασης ή του υπόβαθρού της, μεταξύ τρίτων ή μεταξύ διαδίκου και τρίτου, εκτός επί θεμάτων δημοσίου και γενικού ενδιαφέροντος.
Σύμφωνα με την αρχή του res inter alios acta (ή judicata) alter nocere non debet, θεωρείται άδικο για κάποιον να επηρεαστεί και πολύ περισσότερο να δεσμευτεί από διαδικασία στην οποία δεν μπορούσε να εγείρει υπεράσπιση, να αντεξετάσει ή να καταχωρήσει έφεση.
2. Το Δικαστήριο εξήγησε με λεπτομέρεια τους λόγους για τους οποίους χαρακτήρισε τον Μ.Υ.1 ως αναξιόπιστο. Όντως, η μαρτυρία του Μ.Υ.1 κάθε άλλο παρά πειστική ήταν, υπό τις περιστάσεις, και η αντιμετώπισή της από το Δικαστήριο ήταν ορθή.
3. Η σύμβαση πώλησης μεταξύ εφεσίβλητου και εφεσείουσας 1 (τεκμήριο 8) είχε συνταχθεί από τον ίδιο τον Μ.Υ.1 και συνεπώς δεν είναι δυνατόν ο μάρτυρας αυτός να ισχυρίζεται ότι αγοραστής του ακινήτου ήταν ανέκαθεν ο Παναγιώτης Μαυρουδής.
4. Η μη κλήση ως μάρτυρα προσώπου το οποίο εύλογα αναμένετο ότι θα έπρεπε να κληθεί, στην προκείμενη περίπτωση η μη κλήση του Μαυρουδή ως μάρτυρα, μπορεί να ληφθεί υπ' όψιν εναντίον του διαδίκου, είτε για να αποφασιστεί κατά πόσο το Δικαστήριο θα δεχθεί συγκεκριμένη μαρτυρία η οποία έχει πράγματι δοθεί, είτε υπέρ ή εναντίον του διαδίκου, και η οποία μαρτυρία σχετίζεται με θέμα αναφορικά με το πρόσωπο το οποίο δεν κλήθηκε και το οποίο θα μπορούσε να καταθέσει για τη συγκεκριμένη μαρτυρία, είτε για να αποφασίσει το Δικαστήριο κατά πόσο θα καταλήξει σε συμπεράσματα επί των γεγονότων, τα οποία είναι επιτρεπτά λόγω μαρτυρίας η οποία έχει ήδη δοθεί και πάλι αναφορικά με ζητήματα για τα οποία το πρόσωπο που δεν κλήθηκε θα μπορούσε να καταθέσει.
5. Το διάταγμα γνωστό ως "Bullock Order" επιδικάζει τα έξοδα εναγόμενου εναντίον του οποίου ο ενάγων δεν κατόρθωσε να αποδείξει την αξίωσή του, εναντίον των άλλων εναγομένων, αν ήταν λογικό για τον ενάγοντα να καταχωρήσει την αγωγή και εναντίον του. Και αυτή είναι η περίπτωση στην παρούσα υπόθεση.
Β. Αντέφεση
Το Δικαστήριο έκρινε ότι θα έπρεπε να επιδικάσει αποζημιώσεις λόγω του ότι το ακίνητο βαρυνόταν με δύο υποθήκες που είχαν εγγραφεί μετά τη μεταβίβαση του ακινήτου επ' ονόματι της εφεσείουσας 2. Το Δικαστήριο συμφωνούντος και του δικηγόρου του εφεσίβλητου έκρινε αυτή την προσέγγιση ως πιο πρακτική. Ο εφεσίβλητος αποδέκτηκε την καταβολή αποζημιώσεων, μέσω του δικηγόρου του, γι' αυτό και δεν μπορεί να παραπονείται στη συνέχεια για τη μη εγγραφή του ακινήτου επ' ονόματί του.
Η έφεση απορρίφθηκε με €2.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον των εφεσειουσών. Η αντέφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.
Έφεση και Aντέφεση.
Έφεση από τις εφεσείουσες και αντέφεση από τoν εφεσίβλητο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Mαυρονικόλας, A.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 8056/00), ημερομ. 14.11.2006.
Αλ. Α. Φυλακτού, για τις Εφεσείουσες.
Τ. Παντελή για Α. Σοφοκλέους, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστήριου απαγγέλλεται από τον Δικαστή Νικολαΐδη.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος-ενάγων αγόρασε, δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερομηνίας 7.11.1998, από κάποιο Sergei Kossoian και τους εναγόμενους 3, οικία στην τοποθεσία Άγιος Γεώργιος στην Αγία Φύλα Λεμεσού, έναντι τιμήματος £90.000 το οποίο εξόφλησε. Οι εναγόμενοι 3 υπέγραψαν την πιο πάνω συμφωνία ως πωλητές γιατί ήταν οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες του κτήματος και είχαν με προηγούμενη γραπτή συμφωνία πωλήσει το κτήμα τους στον πιο πάνω Sergei Kossoian, ο οποίος είχε δικαίωμα να το μεταπωλήσει.
Με άλλη συμφωνία ημερομηνίας 14.5.1999 ο εφεσίβλητος πώλησε την οικία στην εφεσείουσα 1, έναντι του ποσού των 210.000 Δολλαρίων Ηνωμένων Πολιτειών. Έναντι του τιμήματος πώλησης η εφεσείουσα 1 κατέβαλε στον εφεσίβλητο το ποσό των 21.000 Δολλαρίων και ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει το υπόλοιπο του τιμήματος των 189.000 Δολλαρίων κατά τη μεταβίβαση του κτήματος επ' ονόματί της ή επ' ονόματι τρίτου προσώπου της επιλογής της.
Τόσο η συμφωνία ημερομηνίας 11.2.1994 για πώληση προς τον Sergei Kossoian, όσο και αυτή ημερομηνίας 7.11.1998 για πώληση του ιδίου κτήματος προς τον εφεσίβλητο, ήταν κατατεθημένες στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λεμεσού. Ο εφεσίβλητος στις 18.11.1999 διά αντιπροσώπου του υπέγραψε ακύρωση της συμφωνίας μεταβίβασης ημερομηνίας 7.11.1998. Τελικά το ακίνητο μεταβιβάστηκε από τους εναγόμενους 3 επ' ονόματι της εφεσείουσας 2, θυγατέρας της εφεσείουσας 1, χωρίς ο εφεσίβλητος να εισπράξει το υπόλοιπο του τιμήματος πώλησης.
Το δικαστήριο δέχτηκε ως αληθή τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, απορρίπτοντας τη μαρτυρία του Μ.Υ. 1 δικηγόρου Νεοκλή Νεοκλέους, την οποία έκρινε ως κακής ποιότητας. Το δικαστήριο δέχτηκε ότι ο Μ.Υ.1 είχε συμφέρον στην υπόθεση, ενώ ήταν ο δικηγόρος που εκπροσωπούσε και ενεργούσε σύμφωνα με τους σχεδιασμούς των εφεσειουσών 1 και 2. Το δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσείουσες 1 και 2 παρέστησαν στον εφεσίβλητο μέσω των αντιπροσώπων τους, του Μ.Υ.1 και του πιστοποιούντος υπαλλήλου, ότι θα εισέπραττε τα χρήματα που του οφείλονταν αν υπέγραφε πληρεξούσιο έγγραφο. Βασιζόμενος στην πιο πάνω παράσταση η οποία χαρακτηρίστηκε από το δικαστήριο ως ψευδής, ο εφεσίβλητος ενήργησε. Κατά συνέπεια, συμπεραίνει το δικαστήριο, οι εφεσείουσες 1 και 2 διέπραξαν το αστικό αδίκημα της απάτης και ο ενάγων-εφεσίβλητος δικαιούται σε θεραπεία, αφού η απόκτηση του κτήματος από την εφεσείουσα 2 έγινε με δόλιο τρόπο. Η εφεσείουσα 2, σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν ήταν καλή τη πίστει αγοράστρια έναντι ανταλλάγματος, αφού ενήργησε γνωρίζοντας ότι το τίμημα πώλησης του κτήματος δεν κατεβλήθη στον εφεσίβλητο και αποδέχτηκε τη μεταβίβαση τούτου επ΄ ονόματί της με σκοπό να το οικειοποιηθεί.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού έκρινε ότι δεν ήταν πρακτικό να διατάξει την εγγραφή του ακινήτου επ' ονόματι του εφεσίβλητου, όπως εξάλλου παραδέχτηκε και ο ίδιός του ο δικηγόρος, αφού το ακίνητο βαρυνόταν με δύο υποθήκες, εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειουσών 1 και 2 για ποσό 179.000 Δολλαρίων, πλέον τόκους προς 8% από 25.11.1999, μέχρι εξόφλησης. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση, αλλά και αντέφεση εκ μέρους του εφεσίβλητου.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εφεσείουσες υποστηρίζουν ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε έννομο συμφέρον να εγείρει αγωγή εναντίον τους, αφού σύμφωνα με μαρτυρία, στις 6.3.2000, εκδόθηκε στην αγωγή υπ' αρ. 1668/96 μεταξύ της εταιρείας Moustakas Shipping Agencies Ltd ως εναγόντων και του Sergei Kossoian ως εναγόμενου, διάταγμα σύμφωνα με το οποίο η σύμβαση πώλησης που είχε γίνει στις 7.11.1998 μεταξύ της Moustakas Shipping και του Kossoian για την πώληση της επίδικης κατοικίας είναι άκυρη ως εκτελεσθείσα δολίως.
Κατ' αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι η έννοια του εννόμου συμφέροντος είναι έννοια του διοικητικού δικαίου και δεν απαντάται στο αστικό δίκαιο, εκτός αν οι εφεσείουσες εννοούν την ύπαρξη αγώγιμου δικαιώματος. Δεν έδειξαν με ποιο τρόπο η συγκεκριμένη δικαστική απόφαση επενεργεί επί των σχέσεων των διαδίκων, απλώς υποστήριξαν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπ' όψιν τη σχετική μαρτυρία και ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε έννομο συμφέρον. Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η δικαστική απόφαση την οποία επικαλούνται οι εφεσείουσες, εκδόθηκε στις 6.3.2000, ημερομηνία μεταγενέστερη τόσο της γραπτής συμφωνίας ημερομηνίας 7.11.1998 μεταξύ του εφεσίβλητου και του Kossoian, όσο και της συμφωνίας ημερομηνίας 14.5.1999 με την οποία πωλήθηκε από τον εφεσίβλητο το ακίνητο στην εφεσείουσα 1. Περαιτέρω, είναι γνωστή η αρχή του κοινοδικαίου ότι μία απόφαση in personam δεν συνιστά μαρτυρία της αλήθειας ή της απόφασης ή του υπόβαθρου της, μεταξύ τρίτων ή μεταξύ διαδίκου και τρίτου, εκτός επί θεμάτων δημοσίου και γενικού ενδιαφέροντος (Phipson on Evidence 16η έκδοση, 2005, παράγραφοι 44-76 και 44-77).
Σύμφωνα με την αρχή του res inter alios acta (ή judicata) alter nocere non debet, θεωρείται άδικο για κάποιον να επηρεαστεί και πολύ περισσότερο να δεσμευτεί από διαδικασία στην οποία δεν μπορούσε να εγείρει υπεράσπιση, να αντεξετάσει ή να καταχωρήσει έφεση.
Σύμφωνα με το δεύτερο λόγο έφεσης το δικαστήριο έκρινε την αξιοπιστία του Μ.Υ.1 Νεοκλή Νεοκλέους με εικασίες, ενώ το συμπέρασμά του δεν στηρίχτηκε σε μαρτυρία. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε από τις εφεσείουσες στην επισήμανση του δικαστηρίου ότι οι εφεσείουσες 1 και 2, καθώς και ο σύζυγος της εφεσείουσας 1, ο οποίος είχε λάβει μέρος στην όλη διαδικασία μεταβίβασης του ακινήτου επ' ονόματι της εφεσείουσας 2, δεν κατέθεσαν κατά την ακροαματική διαδικασία, γεγονός που ώθησε το πρωτόδικο δικαστήριο σε συγκεκριμένα συμπεράσματα χωρίς ίχνος αξιολόγησης.
Δεν συμφωνούμε με το λόγο αυτό. Το δικαστήριο δεν έκρινε την αξιοπιστία του Μ.Υ.1 βάσει εικασιών. Αντίθετα, εξήγησε με λεπτομέρεια τους λόγους γιατί τον χαρακτήρισε ως αναξιόπιστο. Το δικαστήριο εξήγησε γιατί έκρινε ότι η συγκεκριμένη μαρτυρία παρουσίαζε πολλές αδυναμίες χαρακτηρίζοντας τις εξηγήσεις που έδωσε ο μάρτυρας ως αφελείς.
Οι εφεσείουσες παραπονούνται περαιτέρω ότι η μαρτυρία του Μ.Υ.1 ήταν πλήρως ευθυγραμμισμένη με την έγγραφη μαρτυρία που προσκομίστηκε και στην οποία διαφαινόταν το νομικά και συμβατικά βάσιμο των ενεργειών των εφεσειουσών.
Δεν συμφωνούμε. Υιοθετούμε την προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου και σημειώνουμε τις υπεκφυγές του Μ.Υ.1 σε ερωτήσεις της φύσης γιατί ο εφεσίβλητος να αποδεχτεί τη μεταβίβαση του κτήματος στην εφεσείουσα 2 χωρίς να έχει εισπράξει προηγουμένως το τίμημα της πώλησης. Βρίσκουμε ότι η μαρτυρία του Μ.Υ.1 κάθε άλλο παρά πειστική ήταν, υπό τις περιστάσεις, και το πρωτόδικο δικαστήριο την αντιμετώπισε ορθά. Χαρακτηριστικά επισημαίνεται ότι η θέση του Μ.Υ.1 ότι εξουσιοδοτήθηκε για να υπογράψει νέο αγοραπωλητήριο έγγραφο μεταξύ των εναγομένων 3 ως πωλητών και της εφεσείουσας 2 ως αγοράστριας από τον Sergei Kossoian, είναι εντελώς παράλογη γιατί δεν είναι δυνατόν άτομο το οποίο δεν είχε κανένα συμφέρον ή δικαίωμα επί του συγκεκριμένου ακινήτου κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία να εξουσιοδοτήσει δήθεν το Μ.Υ.1 να υπογράψει αγοραπωλητήριο έγγραφο ως ανωτέρω.
Οι εφεσείουσες προβάλλουν ακόμα τον ισχυρισμό ότι το δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι δεν δικογραφήθηκε η εκδοχή του Μ.Υ.1 ότι ο Παναγιώτης Μαυρουδής είναι υπόλογος για την πληρωμή του τιμήματος αγοράς της κατοικίας γιατί αυτός ήταν ο αγοραστής, επιλέγοντας να το εγγράψει πρώτα επ' ονόματι της εφεσείουσας 1 και μεταγενέστερα επ' ονόματι της εφεσείουσας 2.
Πράγματι στην έκθεση υπεράσπισης δεν τίθεται ένας τέτοιος ισχυρισμός. Αναφέρεται μόνο ότι ο Μαυρουδής θα κατέβαλλε το υπόλοιπο του τιμήματος. Όμως ο όλος ισχυρισμός καταρρίπτεται από τις ξεκάθαρες πρόνοιες του τεκμηρίου 8, δηλαδή τη σύμβαση πώλησης μεταξύ του εφεσίβλητου και της εφεσείουσας 1, στο οποίο σαφώς η εφεσείουσα 1 φέρεται ως αγοράστρια και ως αναλαμβάνουσα να εξοφλήσει το υπόλοιπο του τιμήματος κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Το τεκμήριο 8 είχε συντάξει ο ίδιος ο Μ.Υ.1 και συνεπώς δεν είναι δυνατόν ο μάρτυρας να ισχυρίζεται ότι αγοραστής του ακινήτου ήταν ανέκαθεν ο κ. Παναγιώτης Μαυρουδής.
Εκτενής αναφορά έγινε και για τα σχόλια για τη μη προσέλευση του κ. Μαυρουδή. Όπου διάδικος χωρίς εξήγηση παραλείπει να καλέσει ως μάρτυρα πρόσωπο το οποίο εύλογα αναμένεται ότι θα έπρεπε να κληθεί (άνκαι το γεγονός της μη κλήσης του δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μαρτυρία για το τι το συγκεκριμένο πρόσωπο δυνατόν να έλεγε αν εκαλείτο ως μάρτυρας), το δικαστήριο μπορεί να συνάγει ότι η μαρτυρία του συγκεκριμένου προσώπου δεν θα ήταν βοηθητική για την υπόθεση του διαδίκου. Η μη κλήση του προσώπου αυτού ως μάρτυρα μπορεί να ληφθεί υπ' όψιν εναντίον του διαδίκου, είτε για να αποφασιστεί κατά πόσο το δικαστήριο θα δεχθεί συγκεκριμένη μαρτυρία η οποία έχει πράγματι δοθεί, είτε υπέρ ή εναντίον του διαδίκου, και η οποία μαρτυρία σχετίζεται με θέμα αναφορικά με το πρόσωπο το οποίο δεν κλήθηκε και το οποίο θα μπορούσε να καταθέσει για τη συγκεκριμένη μαρτυρία, είτε για να αποφασίσει το δικαστήριο κατά πόσο θα καταλήξει σε συμπεράσματα επί των γεγονότων, τα οποία είναι επιτρεπτά λόγω μαρτυρίας η οποία έχει ήδη δοθεί και πάλι αναφορικά με ζητήματα για τα οποία το πρόσωπο που δεν κλήθηκε θα μπορούσε να καταθέσει (Cross & Tapper on Evidence, 8η έκδοση, 1995, σελ.40).
Οι εφεσείουσες παραπονούνται τέλος για την απόφαση να επιδικαστούν εναντίον τους και τα έξοδα των εναγομένων 3.
Και ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί. Ήταν λογικό για τον εφεσίβλητο-ενάγοντα να καταχωρήσει την αγωγή και εναντίον των εναγομένων 3. Όπως είναι γνωστό το διάταγμα γνωστό ως "Bullock Order" επιδικάζει τα έξοδα εναγόμενου εναντίον του οποίου ο ενάγων δεν κατόρθωσε να αποδείξει την αξίωσή του, εναντίον των άλλων εναγομένων, αν ήταν λογικό για τον ενάγοντα να καταχωρήσει την αγωγή και εναντίον του. Και αυτή είναι η περίπτωση στην παρούσα υπόθεση. Ο ενάγων-εφεσίβλητος ήταν πολύ λογικό να περιλάβει και τους εναγόμενους 3 στην αγωγή, αφού ήταν οι αρχικοί πωλητές της οικίας στον Kossoian, οι οποίοι μάλιστα όχι μόνο προσυπόγραψαν και το πωλητήριο έγγραφο μεταξύ του Kossoian και του εφεσίβλητου, αλλά τελικά μεταβίβασαν την οικία στην εφεσείουσα 2.
Ο εφεσίβλητος με αντέφεση υποστηρίζει ότι λανθασμένα το δικαστήριο του επιδίκασε αποζημιώσεις, αντί να διατάξει την εγγραφή της οικίας επ' ονόματί του.
Και η αντέφεση θα πρέπει να απορριφθεί. Το ενδεχόμενο αυτό απασχόλησε το δικαστήριο το οποίο τελικά έκρινε υπέρ της επιδίκασης αποζημιώσεων λόγω του ότι το ακίνητο βαρυνόταν με δύο υποθήκες που είχαν εγγραφεί μετά τη μεταβίβαση του ακινήτου επ' ονόματι της εφεσείουσας 2. Το δικαστήριο, συμφωνούντος και του δικηγόρου του εφεσίβλητου, έκρινε ότι η προσέγγιση των αποζημιώσεων ήταν πιο πρακτική. Αφού ο εφεσίβλητος, μέσω του δικηγόρου του, αποδέχτηκε την καταβολή αποζημιώσεων, δεν μπορεί να παραπονείται στη συνέχεια για τη μη εγγραφή του ακινήτου επ' ονόματί του.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειουσών τα οποία υπολογίζουμε στα €2.500, πλέον Φ.Π.Α..
Η αντέφεση επίσης απορρίπτεται, αλλά υπό τις περιστάσεις, χωρίς έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον των εφεσειουσών. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.