ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 1 ΑΑΔ 1098

15 Σεπτεμβρίου, 2009

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες-Καθ' ων η αίτηση,

v.

  1.       ΜΙΧΑΛΗ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ,

  2.       ΑΝΔΡΕΑ ΑΥΛΩΝΙΤΗ,

  3.       ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ,

  4.       ΑΝΔΡΕΑ ΑΓΓΕΛΙΔΗ,

  5.       ΑΝΔΡΕΑ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ,

  6.       ΑΝΔΡΟΥΛΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ,

  7.       ΜΑΡΙΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,

  8.       ΜΑΡΙΑΣ ΦΡΑΓΚΟΥ,

  9.       ΠΑΝΤΕΛΗ ΧΡΙΣΤΟΦΗ,

10.       ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ,

11.       ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΠΙΤΣΙΛΙΔΟΥ,

12.       ΕΙΡΗΝΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

13.       ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΚΑΡΑΟΛΙΔΗ,

Εφεσιβλήτων-Αιτητών.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 280/2006)

 

Συμβάσεις ― Παράνομη σύμβαση ― Άκυρη σύμβαση ― Σύμβαση εγγύησης ― Όρος σε γραμμάτιο, με βάση τον οποίο παραχωρήθηκε δάνειο στον πρωτοφειλέτη, προνοούσε ότι η αποπληρωμή του οφειλόμενου ποσού θα εγίνετο από τη σύνταξη του πρωτοφειλέτη κατά παράβαση του Άρθρου 6 του περί Συντάξεων Νόμου του 1997 (Ν.97(Ι)/97) όπως τροποποιήθηκε ― Κατά πόσο η σύμβαση εγγύησης με την οποία οι εγγυητές εγγυήθηκαν τον πρωτοφειλέτη, για την αποπληρωμή του οφειλόμενου ποσού και η οποία τελούσε υπό την αίρεση του προαναφερθέντος όρου, ήταν έγκυρη ― Αρνητική η απάντηση στο ερώτημα.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ακύρωσε διαιτητική απόφαση η οποία εκδόθηκε εναντίον των εφεσιβλήτων και υπέρ των εφεσειόντων για το ποσό των £22.750,32 με τόκο 8% από 1.1.04 πλέον £75.00 έξοδα. Το πιο πάνω ποσό αποτελούσε υπόλοιπο δανείου το οποίο παραχωρήθηκε από τους εφεσείοντες προς τον πρωτοφειλέτη και ενόψει του ότι ο πρωτοφειλέτης δεν πλήρωνε κανονικά τις δόσεις του, οι εφεσείοντες παρέπεμψαν το θέμα σε διαιτησία, οπόταν και εκδόθηκε η προαναφερθείσα διαιτητική απόφαση εναντίον των εφεσιβλήτων - εγγυητών οι οποίοι ήσαν δημόσιοι υπάλληλοι και είχαν εγγυηθεί τον πρωτοφειλέτη. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο όρος 8 του Γραμματίου με βάση τον οποίο παραχωρήθηκε το δάνειο στον πρωτοφειλέτη ήταν παράνομος και άκυρος και κατ' επέκταση, ήταν άκυρη και η δοθείσα από τους εφεσίβλητους εγγύηση. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο όρος 8 παραβίαζε τις πρόνοιες του περί Συντάξεων Νόμου του 1997 (Ν.97(Ι)/97) όπως τροποποιήθηκε. Το Δικαστήριο απάλλαξε τους εφεσίβλητους οποιασδήποτε ευθύνης δυνάμει της επίδικης σύμβασης εγγύησης.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση αμφισβητώντας την ορθότητά της σε σχέση - μεταξύ άλλων - το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η κρινόμενη υπόθεση εμπίπτει εντός των προνοιών του Άρθρου 36 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, το εύρημα ότι οι εφεσείοντες γνώριζαν ότι η πρόνοια του όρου 8 δεν μπορούσε να εφαρμοστεί και επίσης ότι η νομολογία και οι αυθεντίες στις οποίες το Δικαστήριο στηρίχθηκε είναι άσχετες με το επίδικο θέμα.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Ο όρος 8 ήταν αντίθετος με το Άρθρο 6 του περί Συντάξεων Νόμου του 1997 (Ν.97(Ι)/97) όπως τροποποιήθηκε. Από το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου είναι σαφές ότι δεν μπορούσε η σύνταξη του πρωτοφειλέτη στην παρούσα υπόθεση να χρησιμοποιηθεί για την αποπληρωμή του δανείου και επομένως η πρόνοια στον όρο 8 του Γραμματίου, στην έκταση που διαλαμβάνει ότι η αποπληρωμή του δανείου θα γινόταν με μηνιαίες δόσεις από τη σύνταξη του πρωτοφειλέτη, ήταν παράνομη. Στην έκταση βέβαια που οι μηνιαίες δόσεις αποκόπτονταν από το μισθό (μηνιαίες απολαβές) του πρωτοφειλέτη, δεν υπήρχε νομικό πρόβλημα.

2. Το γεγονός ότι η αποπληρωμή του δανείου από τη σύνταξη του πρωτοφειλέτη ήταν παράνομη, φαίνεται και από την όλη συμπεριφορά των εφεσειόντων.

3. Εφόσον ο όρος 8 ήταν παράνομος, τότε, σύμφωνα με το Άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, αυτός ήταν άκυρος. Οι περιπτώσεις απαλλαγής ενός εγγυητή που περιγράφονται στα Άρθρα 91, 92, 93 και 97, εφαρμόζονται εκεί που η εγγύηση είναι νόμιμη, αλλά επέρχεται ένα ή περισσότερα γεγονότα των πιο πάνω άρθρων.

4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς έκρινε την παρούσα υπόθεση κατ' εφαρμογήν της αρχής της υπόθεσης Greer v. Kettle [1938] A.C. 156, και κατέληξε στην απόφαση ότι η εγγύηση είχε δοθεί στη βάση συμφωνίας ότι ήταν δυνατή η είσπραξη του δανείου και από τη σύνταξη του πρωτοφειλέτη, πράγμα όμως που λόγω των προνοιών του περί Συντάξεων Νόμου, ήταν αδύνατο να γίνει.

Η έφεση απορρίφθηκε με €2.300 έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Greer v. Kettle [1938] A.C. 156.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Εφραίμ, Ε.Δ.), (Γενική Αίτ. Aρ. 500/04), ημερομ. 31.7.2006.

Γ. Κορφιώτης, για τους Εφεσείοντες-Καθ' ων η αίτηση.

Χρ. Χριστοφίδης, για τους Εφεσίβλητους-Αιτητές.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου, Δ..

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι ήταν όλοι δημόσιοι υπάλληλοι και είχαν εγγυηθεί τον πρωτοφειλέτη, κάποιο Γιαννάκη Αντωνιάδη, για εξασφάλιση δανείου από τη Συνεργατική Οικοδομική Εταιρεία Δημοσίων Υπαλλήλων Λτδ. (πιο κάτω οι εφεσείοντες) το ποσό των £25.000 με τόκο 8% αποπληρωτέο με μηνιαίες δόσεις £300 η καθεμιά. Ενόψει του ότι ο πρωτοφειλέτης δεν πλήρωνε κανονικά τις δόσεις του, οι εφεσείοντες παρέπεμψαν το θέμα στη διαιτησία με βάση τον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο του 1985 (Ν. 22/85 ως έχει τροποποιηθεί). Διαιτητής που διορίστηκε σύμφωνα με τον εν λόγω νόμο, στις 16/6/04 εξέδωσε απόφαση εναντίον των εφεσιβλήτων και υπέρ των εφεσειόντων για το ποσό των £22.750,32 με τόκο 8% από 1/1/04 πλέον £75.00 έξοδα.

Οι εφεσίβλητοι, με αίτησή τους (Γενική Αίτηση Αρ. 500/04) που καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ζήτησαν την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης και το Επαρχιακό Δικαστήριο με απόφασή του ημερ. 31/7/06, έκανε δεκτή την αίτηση και ακύρωσε την προαναφερθείσα διαιτητική απόφαση. Έκρινε, η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής, ότι ο όρος 8 του Γραμματίου με βάση τον οποίο παραχωρήθηκε το δάνειο στον πρωτοφειλέτη και στον οποίο όρο βασίστηκαν οι εφεσίβλητοι για να τον εγγυηθούν, ότι ήταν παράνομος και άκυρος και κατ' επέκταση, ήταν άκυρη και η δοθείσα από τους εφεσίβλητους εγγύηση. Συγκεκριμένα αποφάσισε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ο όρος 8 παραβίαζε τις πρόνοιες του περί Συντάξεων Νόμου του 1997 (Ν. 97(Ι)/97 ως έχει τροποποιηθεί). Αφού έκρινε ότι τα γεγονότα της υπόθεσης προσομοιάζουν με αυτά της υπόθεσης Greer v. Kettle [1938] A.C. 156, κατέληξε ως ακολούθως:

«Καταλήγω ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες οι εγγυητές απαλλάσσονται από οποιαδήποτε ευθύνη δυνάμει της επίδικης σύμβασης εγγύησης. Ακόμα θεωρώ ότι η υπό κρίση περίπτωση εμπίπτει εντός των προνοιών του Αρθρου 36 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, και επιφέρει την ακυρότητα της επίδικης σύμβασης εγγύησης.

Αυτό σφραγίζει και την τύχη της υπό κρίση αίτησης, καθότι από τη στιγμή που η σύμβαση εγγύησης δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση είναι άκυρη, και οι εγγυητές απαλλάσσονται οποιασδήποτε ευθύνης, η οποιαδήποτε μεταγενέστερη διαδικασία δε μπορεί να ευσταθήσει και η απόφαση του Διαιτητή ημ. 16.6.2004 ακυρώνεται.

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης, δεν κρίνεται σκόπιμο να εξετάσω περαιτέρω την νομιμότητα της διαδικασίας που ακολούθησε ο Διαιτητής και/ή τα υπόλοιπα επιχειρήματα του δικηγόρου των αιτητών προς υποστήριξη της αίτησης.

Ως εκ τούτου η απόφαση του Διαιτητή ημ. 16.6.2004 εναντίον των αιτητών ακυρώνεται. Τα έξοδα της αίτησης επιδικάζονται υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ' ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.»

Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες ζητούν την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης. Επικαλούνται πέντε (5) λόγους έφεσης ως ακολούθως:

(α)  ότι ήταν δεκτό από όλους τους εφεσίβλητους ότι υπέγραψαν ως εγγυητές.

(β)   Το εύρημα του δικαστηρίου ότι «η υπό κρίση περίπτωση εμπίπτει εντός των προνοιών του Άρθρου 36 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149» είναι λανθασμένο.

(γ)   Το πρωτόδικο δικαστήριο απάλλαξε τους εγγυητές χωρίς να διαπιστώσει οποιοδήποτε λόγο από τους προβλεπόμενους στη Νομοθεσία (Άρθρα 91,92, 93, 97, 100, 101 και άλλα) για απαλλαγή τους.

(δ)   Η νομολογία και αυθεντίες στις οποίες έχει στηριχθεί το πρωτόδικο δικαστήριο είναι άσχετα με το επίδικο θέμα.

(ε) Τα ευρήματα του δικαστηρίου ότι «η κα Πασχαλίδου ή η Συνεργατική γνώριζε ότι η πρόνοια του όρου 8 δεν μπορούσε να εφαρμοστεί και αντίκειται στην εν λόγω νομοθετική διάταξη», είναι εσφαλμένα.

Από την αιτιολογία των πιο πάνω λόγων έφεσης και τα όσα ανάπτυξαν ενώπιόν μας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων, φαίνεται ότι η όλη υπόθεση εξαρτάται (α) από το κατά πόσο το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο όρος 8 του Γραμματίου ήταν παράνομος είναι ορθό, και αν ναι (β) κατά πόσο η παρανομία αυτή συμπαρασύρει και την εγγύηση.

Ο όρος 8 (που αφορά τον πρωτοφειλέτη) έχει ως ακολούθως:

«8. Συμφωνώ να προμηθεύσω την εταιρεία με ανέκκλητη εξουσιοδότηση για είσπραξη από την Κυβέρνηση ή τον Εργοδότη μου των μηνιαίων απολαβών μου ή της συντάξεως μου μέχρι πλήρους εξοφλήσεως όλων των υποχρεώσεων μου προς την Εταιρεία.»

Οι εφεσίβλητοι (εγγυητές) υπέγραψαν μετά από την πιο κάτω δήλωση, της οποίας προηγείτο ο όρος 8.

«Οι πιο κάτω υπογεγραμμένοι δηλούμε ότι εγγυούμεθα προσωπικώς και αλληλεγγύως μετά του Χρεώστη την αποπληρωμή του παρόντος δανείου με τους πιο πάνω όρους. Οποιαδήποτε καθυστέρηση ή αναστολή πληρωμής των κανονικών δόσεων ή μέρους ή ολόκληρου του δανείου δεν μας απαλλάσσει από την ευθύνη της εγγύησης. Σε περίπτωση που οποιοδήποτε θέμα σχετιζόμενο με το παρόν γραμμάτιο ήθελε παραπεμφθεί για διαιτησία σύμφωνα με τους εκάστοτε ισχύοντες περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμους και θεσμούς, η σχετική απόφαση θα είναι δεσμευτική για ποσό ίσο με την ευθύνη που αναλαμβάνουμε βάσει του παρόντος γραμματίου.»

(Η υπογράμμιση είναι δική μας)

Το πρωτόδικο δικαστήριο, προέβηκε στο ακόλουθο εύρημα, το οποίο δεν αμφισβητείται.

«Επομένως, αποδέχομαι ότι οι αιτητές αποφάσισαν και δέχθηκαν να υπογράψουν ως εγγυητές στο επίδικο γραμμάτιο ενόψει της ύπαρξης του όρου 8 επί αυτού, ο οποίος ουσιαστικά εξασφαλιζε την αποπληρωμή του οφειλόμενου ποσού από τον ίδιο τον πρωτοφειλέτη. Ο όρος 8 ήταν ουσιαστικός για την υπογραφή των αιτητών ως εγγυητών στο επίδικο γραμμάτιο.»

Αναφορικά με το Άρθρο 6 του περί Συντάξεων Νόμου, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με την ερμηνεία του, καθότι, φάνηκε να ήταν κοινό έδαφος ότι ο όρος 8 ήταν αντίθετος με το άρθρο αυτό. Το δικαστήριο ανέφερε σχετικά τα ακόλουθα:

«Αποτελεί κοινό έδαφος ότι η Συνεργατική δεν είχε δικαίωμα να λάβει τη σύνταξη του πρωτοφειλέτη για την αποπληρωμή του επίδικου χρέους και ότι η σχετική πρόνοια του όρου 8 (και κατ' επέκταση και της σύμβασης ημ. 24.9.1998) είναι ανεφάρμοστη και αδύνατη ως παράνομη καθότι αντίκειται στις πρόνοιες του Άρθρου 6 του περί Συντάξεων Νόμου 1997, Ν. 97(Ι)/97

Το προαναφερθέν Αρθρο 6 του περί Συντάξεων Νόμου του 1997 (Ν. 97(Ι)/97 ως έχει τροποποιηθεί) διαλαμβάνει ως εξής:

«Η σύνταξη, το εφάπαξ ποσό, το φιλοδώρημα ή άλλο ωφέλημα, που χορηγείται δυνάμει του Νόμου, δεν μπορεί να εκχωρηθεί ή μεταβιβαστεί και δεν υπόκειται σε κατάσχεση, επίσχεση ή κράτηση για οποιοδήποτε χρέος ή απαίτηση εκτός -

(α) Για χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία της Κύπρου· ή

(β) για ικανοποίηση διατάγματος αρμοδίου Δικαστηρίου για τη διατροφή της συζύγου ή της πρώην συζύγου ή τέτοιου»

Από το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου είναι σαφές ότι δεν μπορούσε η σύνταξη του πρωτοφειλέτη στην παρούσα υπόθεση να χρησιμοποιηθεί για την αποπληρωμή του δανείου και επομένως η πρόνοια στον όρο 8 του Γραμματίου, στην έκταση που διαλαμβάνει ότι η αποπληρωμή του δανείου θα γινόταν με μηνιαίες δόσεις από τη σύνταξη του πρωτοφειλέτη, ήταν παράνομη. Στην έκταση βέβαια που οι μηνιαίες δόσεις αποκόπτονταν από το μισθό (μηνιαίες απολαβές) του πρωτοφειλέτη, δεν υπήρχε νομικό πρόβλημα.

Το γεγονός ότι η αποπληρωμή του δανείου από τη σύνταξη του πρωτοφειλέτη ήταν παράνομη, φαίνεται και από την όλη συμπεριφορά των εφεσειόντων, που σημειώνουμε ότι είναι αυτοί που ετοίμασαν το λεκτικό του Γραμματίου. Ενώ δέχονταν αποκοπές που έκαμνε το Γενικό Λογιστήριο από το μισθό (μηνιαίες απολαβές) του πρωτοφειλέτη, κάτι που έγινε για τελευταία φορά στις 25/10/02, όταν το Γενικό Λογιστήριο αρνήθηκε (λόγω νομικής γνωμάτευσης ότι δεν εδικαιούντο) να προβαίνει σε αποκοπές και από τη σύνταξη, οι εφεσείοντες το δέχθηκαν και στράφηκαν εναντίον των εγγυητών. Αν δεν υπήρχε νομικό πρόβλημα, τότε διερωτάται ένας γιατί δεν επέμεναν οι εφεσείοντες να πληρώνονταν από το Γενικό Λογιστήριο, από τη σύνταξη του πρωτοφειλέτη.

Εφόσον λοιπόν ο όρος 8, στην έκταση που προέβλεπε για αποπληρωμή του δανείου από τη σύνταξη του πρωτοφειλέτη, ήταν παράνομος, τότε, σύμφωνα με το Αρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, αυτός ήταν άκυρος. Θα ήταν δε παρόλογο να είναι άκυρος για τον πρωτοφειλέτη και όχι για τους εγγυητές. Οι περιπτώσεις απαλλαγής ενός εγγυητή που περιγράφονται στο Αρθρο 91 (μεταβολή όρων της πίστωσης χωρίς τη συγκατάθεση των εγγυητών), Αρθρο 92 (νέα σύμβαση πιστωτή και πρωτοφειλέτη για απαλλαγή του πρωτοφειλέτη), Αρθρο 93 (συμβιβασμός μεταξύ πιστωτή και πρωτοφειλέτη ή συμφωνία για μη έγερση αγωγής εναντίον του πρωτοφειλέτη) και Αρθρο 97 (απαλλαγή εγγυητή λόγω πράξης ή παράλειψης πιστωτή που παραβλάπτει τελική ικανοποίηση του εγγυητή), εφαρμόζονται εκεί που η εγγύηση είναι νόμιμη αλλά επέρχεται ένα ή περισσότερα από τα γεγονότα των πιο πάνω άρθρων.

Στην παρούσα υπόθεση εφόσον η περίπτωση επηρεάζεται από παρανομία, όπως πιο πάνω καταλήξαμε, τότε και οι εγγυητές, οι οποίοι, όπως ορθά με βάση την ενώπιον του μαρτυρία δέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, βασίστηκαν στην ύπαρξη του όρου 8 για να εγγυηθούν τον πρωτοφειλέτη, επίσης απαλλάσσονται. Επομένως η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, που εφάρμοσε και τη νομική αρχή της υπόθεσης Greer v. Kettle [1938] A.C. 156, είναι ορθή και η έφεση ανεδαφική. Η εγγύηση είχε δοθεί στη βάση συμφωνίας ότι ήταν δυνατή η είσπραξη του δανείου και από τη σύνταξη του πρωτοφειλέτη, πράγμα όμως που λόγω των προνοιών του περί Συντάξεων Νόμου, ήταν αδύνατο να γίνει.

Η έφεση απορρίπτεται με €2.300 έξοδα (πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει) εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων.

Η έφεση απορρίπτεται με €2.300 έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο