ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 253
19 Mαρτίου, 2009
[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
EUROPEAN DYNAMICS S.A.,
Εφεσείουσα-Εναγόμενη,
v.
G.C.C. COMPUTERS LTD,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 18/2007)
Συμβάσεις ― Σύμβαση για δεδουλευμένες προμήθειες, προμήθειες μελλοντικών παραγγελιών και άλλη εκτελεσθείσα εργασία ― Αγωγή για τη συμφωνηθείσα αμοιβή ― Κατά πόσο η ενάγουσα είχε εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις με αποτέλεσμα να δικαιούται την αμοιβή της.
Η εφεσίβλητη ήγειρε αγωγή κατά της εφεσείουσας αξιώνοντας δεδουλευμένες προμήθειες όπως και προμήθειες επί μελλοντικών παραγγελιών και επίσης για άλλη εκτελεσθείσα εργασία στα πλαίσια συμφωνίας συνεργασίας για αντιπροσώπευση της εφεσείουσας από την εφεσίβλητη αναφορικά με τη συμμετοχή της εφεσείουσας σε διαγωνισμό της Α.ΤΗ.Κ., στον οποίο ήταν τελικά επιτυχής η προσφορά της εφεσείουσας.
Με την υπεράσπισή της η εφεσείουσα ήγειρε προδικαστική ένσταση αμφισβητώντας την ύπαρξη δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων καθ' όσον, όπως προνοείται στη συμφωνία, αρμόδια δικαστήρια είναι τα ελληνικά. Το θέμα αυτό εξετάστηκε προδικαστικά και απορρίφθηκε. Η εφεσείουσα ήγειρε το ίδιο θέμα και κατά την ακρόαση. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι το θέμα δεν μπορούσε να εξεταστεί ξανά, αφού δεν μεσολάβησε οτιδήποτε από την ενδιάμεση απόφασή του που να διαφοροποιούσε τα πράγματα, τοσούτω μάλλον δε, αφού η όλη μαρτυρία έδειχνε ότι τα κυπριακά δικαστήρια ήσαν και τα πλέον κατάλληλα ως εκ της σχέσης των εργασιών με την Κύπρο.
Η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της κατάληξης αυτής του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Παραπονείται επίσης για την αποδοχή της μαρτυρίας της εφεσίβλητης και την απόρριψη της δικής της μαρτυρίας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η δίκη επί της ουσίας διεξήχθη με τη συμμετοχή και της εφεσείουσας ώστε η αποδοχή της άσκησης της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου να είναι πλέον δεδομένη. Μάλιστα δε αφού το θέμα που ήγειρε η εφεσείουσα δεν αφορούσε δικαιοδοσία, αυστηρώς ομιλούντες, αλλά ρήτρα διαιτησίας. Εάν η εφεσείουσα ήθελε να ζητήσει αναστολή της διαδικασίας, θα έπρεπε να καταχωρήσει αίτηση προς τούτο, πράγμα που δεν έπραξε.
2. Η προσπάθεια της εφεσείουσας να καταδείξει ότι δεν υπήρξε σημαντική και επαρκής εμπλοκή της εφεσίβλητης στην προώθηση της προσφοράς της εφεσείουσας προσκρούει στα δεδομένα της υπόθεσης. Μεταξύ των δεδομένων αυτών ήταν και το ότι η εφεσίβλητη είχε πράξει όσα της είχε ζητηθεί να πράξει και η εφεσείουσα ουδέποτε είχε θέσει θέμα μη συμμόρφωσης ή έκπτωσης της εφεσίβλητης από τις συμβατικές υποχρεώσεις της προ της κατάθεσης, προώθησης και κατακύρωσης της προσφοράς.
3. Η υποχρέωση για πληρωμή προμήθειας στην εφεσίβλητη δεν τέθηκε, στην επίδικη συμφωνία, υπό την προϋπόθεση της διατήρησης υπέρ του ευρώ της τότε ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και δολλαρίου, ώστε η εφεσείουσα να απαλλάσσεται της σχετικής συμβατικής της υποχρέωσης, με την ανατροπή της ισοτιμίας αυτής. Εξ άλλου υπήρξε διάσταση επί του θέματος αυτού μεταξύ της μαρτυρίας και της δικογραφικής θέσης της εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίφθηκε με €2.000 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Xριστοδούλου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 6598/01), ημερομ. 30.11.2006.
Λ. Δικωμίτου, για την Εφεσείουσα.
Π. Αγγελίδης, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η αγωγή της Εφεσίβλητης κατά της Εφεσείουσας από την οποία προέρχεται η έφεση αφορούσε αξίωση για δεδουλευμένες προμήθειες όπως και προμήθειες επί μελλοντικών παραγγελιών (η αξία των οποίων ήταν κοινό έδαφος) καθώς και για άλλη εκτελεσθείσα εργασία, στα πλαίσια συμφωνίας συνεργασίας για αντιπροσώπευση της Εφεσείουσας από την Εφεσίβλητη ως προς τη συμμετοχή της Εφεσείουσας σε διαγωνισμό της ΑΤΗΚ στον οποίο τελικά και ήταν επιτυχής η προσφορά της Εφεσείουσας.
Η Εφεσείουσα με την υπεράσπιση της, πέραν της αμφισβήτησης της απαίτησης επί της ουσίας της, ήγειρε και προδικαστική ένσταση ότι τα κυπριακά δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας καθ' όσον, όπως προνοείται στη συμφωνία, αρμόδια δικαστήρια είναι τα ελληνικά. Με αίτηση της Εφεσείουσας, στην οποία η Εφεσίβλητη έφερε ένσταση, εζητήθη όπως το νομικό σημείο που ηγέρθη ακουσθεί προδικαστικά. Επιλαμβανόμενος της αίτησης, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος την απέρριψε, αποφαινόμενος ότι:
1. Η αίτηση κατεχωρήθη σε πολύ προχωρημένο στάδιο και δη αφού είχε ορισθεί η όλη υπόθεση για ακρόαση.
2. Με την αίτηση δεν εγείρετο θέμα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου ούτε και θέμα μη κατάλληλου forum. Εγείρετο, όμως, θέμα ρήτρας ως προς τη δικαιοδοσία, η δε σχετική ρήτρα προνοούσε ότι η οποιαδήποτε διαφορά θα έπρεπε να παραπεμφθεί σε διαιτησία στην Αθήνα με εφαρμοστέο δίκαιο το ελληνικό. Η ρήτρα αυτή δεν αποστερούσε τα κυπριακά δικαστήρια της δικαιοδοσίας τους.
Κατά την ακρόαση της αγωγής ηγέρθη και πάλι το θέμα της έλλειψης δικαιοδοσίας όπως διατυπώνετο στην υπεράσπιση. Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, παραπέμποντας στην ενδιάμεση απόφασή του, απεφάσισε ότι το θέμα δεν μπορούσε να εξετασθεί δεδομένου ότι, έχοντας ήδη αποφασισθεί, δεν υπήρχε οτιδήποτε που να διαφοροποιούσε τα πράγματα παρά μάλλον η όλη μαρτυρία έδειχνε ότι τα κυπριακά δικαστήρια ήσαν και τα πλέον κατάλληλα ως εκ της σχέσης των εργασιών με την Κύπρο.
Η Εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητά της, κατάληξης αυτής, εισηγούμενη ότι η αίτηση της δεν αφορούσε την ουσία του θέματος παρά μόνο ζητούσε την εκδίκαση του προδικαστικώς. Αυτό είναι ορθό, πρέπει όμως να παρατηρήσουμε ότι η ενδιάμεση απόφαση επεκτάθη και στην ουσία και, εφ' όσον δεν εφεσιβλήθη, παραμένει. Περαιτέρω, η δίκη επί της ουσίας διεξήχθη με τη συμμετοχή και της Εφεσείουσας ώστε η αποδοχή της άσκησης της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου να είναι πλέον δεδομένη. Να παρατηρήσουμε μάλιστα ότι αυτό που απεφάνθη ο ευπαίδευτος Πρόεδρος στην ενδιάμεση απόφαση του ήταν ότι το θέμα δεν αφορούσε «δικαιοδοσία» αυστηρώς ομιλούντες - και τούτο βεβαίως είναι ορθό - αλλά ρήτρα διαιτησίας. Έγκειτο στην Εφεσείουσα να ζητούσε, αν ήθελε, με αίτηση προς τούτο, αναστολή της διαδικασίας λόγω της ρήτρας διαιτησίας, πράγμα που δεν έπραξε.
Επί της ουσίας, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος δέχθηκε κατ' αρχάς ότι οι σχέσεις μεταξύ των μερών διέποντο από δεύτερη συμφωνία η οποία αντικατέστησε την πρώτη και διέφερε από αυτή κατά το ότι προνοούσε κατά τι μειωμένο ποσοστό προμήθειας. Κατά τα λοιπά, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, αποδεχόμενος τη μαρτυρία της Εφεσίβλητης (που ήταν εκείνη του διευθύνοντα συμβούλου της) και μη αποδεχόμενος τη μαρτυρία της Εφεσείουσας (που ήταν εκείνη της αναπληρώτριας διευθύντριας της), απέρριψε και τους δύο λόγους που η Εφεσείουσα είχε προβάλει ως δικαιολογούντες τη μη ύπαρξη υποχρέωσης της για καταβολή της συμφωνηθείσας προμήθειας. Οι λόγοι αυτοί ήσαν, πρώτον, ότι η ίδια η Εφεσίβλητη δεν είχε εκπληρώσει τις δικές της υποχρέωσεις ώστε να εδικαιούτο την προμήθεια και, δεύτερον, ότι τα μέρη συμφώνησαν όπως η πληρωμή προμήθειας θα ήταν υπό την προϋπόθεση της διατήρησης υπέρ του ευρώ της τότε ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και δολλαρίου σε 1:1.064, ώστε με την ακόλουθη ανατροπή της ισοτιμίας αυτής κατά του ευρώ η Εφεσείουσα να απαλλάσσετο της υποχρέωσής της.
Η έφεση εκφράζει παράπονο για την αποδοχή της μαρτυρίας της Εφεσίβλητης και την απόρριψη της μαρτυρίας της Εφεσείουσας. Έχοντας μελετήσει την εκτεταμένη αναλυτική επιχειρηματολογία της Εφεσείουσας στο περίγραμμά της, δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε έρεισμα σε αυτή. Η προσπάθεια της να καταδείξει ότι δεν υπήρξε σημαντική και επαρκής εμπλοκή της Εφεσίβλητης στην προώθηση της προσφοράς της Εφεσείουσας προσκρούει σε δύο δεδομένα. Πρώτον, ότι, όπως υπέδειξε και ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, οι υποχρεώσεις της Εφεσίβλητης αφορούσαν την επιτυχία της προσφοράς της Εφεσείουσας, που ήταν και η προϋπόθεση του δικαιώματος της Εφεσίβλητης σε προμήθεια, η οποία και επιτεύχθηκε με την αποδοχή της και την ανάθεση του έργου στην Εφεσείουσα με συμφωνία η οποία και εκτελέσθηκε. Δεύτερον, η Εφεσίβλητη είχε πράξει όσα της είχε ζητηθεί να πράξει και η Εφεσείουσα, όπως επίσης υπέδειξε και ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, ουδέποτε είχε θέσει θέμα μη συμμόρφωσης ή έκπτωσης της Εφεσίβλητης από τις συμβατικές υποχρεώσεις της προ της κατάθεσης, προώθησης και κατακύρωσης της προσφοράς. Ευλόγως θα ανεμένετο ότι, αν είχε υπάρξει τέτοιο θέμα, θα είχε εγερθεί προ της έγερσης της αγωγής. Κάθε άλλο λοιπόν παρά έχουμε λόγο να παρέμβουμε με την κρίση του δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία.
Και τέλος, ως προς το άλλο θέμα της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Η ίδια η γραπτή συμφωνία δεν παρείχε τέτοια πρόνοια και η επίκληση της υπεράσπισης αυτής από την Εφεσείουσα εβασίζετο σε μια χειρόγραφη σημείωση του διευθύνοντα συμβούλου της (ο οποίος και δεν έδωσε μαρτυρία) και σε κατ' ισχυρισμό τηλεφωνική συνεννόηση μεταξύ των μερών. Όχι μόνο λοιπόν, παρατηρούμε, υπήρχε διάσταση μεταξύ της μαρτυρίας και τη δικογραφικής θέσης της Εφεσείουσας, η οποία ήταν ότι υπήρχε ρητή προς τούτο πρόνοια στη συμφωνία, αλλά και σαφώς επρόκειτο για όρο εκτός του πλαισίου της συμφωνίας, ο οποίος, όπως κατέληξε ο ευπαίδευτος Πρόεδρος στη βάση και της αποδοχής της μαρτυρίας της Εφεσίβλητης και της απόρριψης της μαρτυρίας της Εφεσείουσας, δεν απεδείχθη ότι συνεφωνήθη ως ενσωματωθείς στη συμφωνία και ήταν αντίθετος με τις πρόνοιες της. Ούτε ως προς το θέμα τούτο λοιπόν χωρεί παρέμβαση μας με την κατάληξη του δικαστηρίου.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η Εφεσείουσα θα καταβάλει €2.000 έξοδα στην Εφεσίβλητη.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.