ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 1249
18 Δεκεμβρίου, 2008
[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΛΑΜΠΡΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ,
Εφεσείων - Εναγόμενος,
ν.
1. ΜΑΡΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ,
2. ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ,
3. ΕΛΕΝΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΟΥ,
Εφεσιβλήτων - Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 17/2007)
Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Επιμερισμός ευθύνης ― Οδηγός αυτοκινήτου προσέκρουσε σε διαχωριστικό κιγκλίδωμα αυτοκινητόδρομου κατά τη διάρκεια της νύκτας και ακινητοποιήθηκε ― Οδηγός αυτοκινήτου που ακολουθούσε, δεν το είδε έγκαιρα, με αποτέλεσμα να προσκρούσει σε αυτό ― Επιμερισμός ευθύνης σε ποσοστό 70% στον οδηγό του αυτοκινήτου που προσέκρουσε στο διαχωριστικό κιγκλίδωμα και σε ποσοστό 30% στον οδηγό του άλλου οχήματος ― Κατ' έφεση αποδόθηκε ίση ευθύνη και στους δύο οδηγούς των εμπλεκομένων αυτοκινήτων.
Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων σε υπόθεση εκδίκασης τροχαίου ατυχήματος επί του θέματος της ευθύνης ― Ήταν ορθή και δεν παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου για ανατροπή των σχετικών ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Το αυτοκίνητο του εφεσείοντος προσέκρουσε, κατά τη διάρκεια της νύκτας, στο διαχωριστικό κιγκλίδωμα αυτοκινητόδρομου και ακινητοποιήθηκε. Μετά πάροδο λίγων λεπτών το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου 1, με συνεπιβάτιδες τις εφεσίβλητες 2 και 3, προσέκρουσε στο αυτοκίνητο του εφεσείοντος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο είχε να αποφασίσει μόνο επί του θέματος της ευθύνης, έκρινε ότι και οι δύο οδηγοί είχαν ευθύνη την οποία και επιμέρισε σε ποσοστό 70% για τον εφεσείοντα και σε ποσοστό 30% για τον εφεσίβλητο. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η ευθύνη του εφεσείοντος συνίστατο στην διαπιστωθείσα παράλειψή του να θέσει σε λειτουργία τα φώτα κινδύνου του αυτοκινήτου του μαζί με την επίσης διαπιστωθείσα παράλειψή του να το μετακινήσει, όπως τον είχε προτρέψει άλλος οδηγός που σταμάτησε και πρόσφερε τη βοήθειά του προς τούτο. Η δε ευθύνη του εφεσίβλητου 1, συνίστατο στην παράλειψή του να δει εγκαίρως το αυτοκίνητο του εφεσείοντος.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Το παράπονό του επικεντρώθηκε ακριβώς στα στοιχεία στα οποία το Δικαστήριο βασίστηκε για να του αποδώσει ευθύνη. Βασική του θέση ήταν ότι η δική του ευθύνη ήταν μηδαμινή ή πολύ μικρότερη του 70%. Η εισήγησή του αυτή συμπλέκεται και με τις εισηγήσεις ότι (α) εσφαλμένα κρίθηκε ότι δεν κατέβαλε εύλογες προσπάθειες για μετακίνηση του αυτοκινήτου του, εφ' όσον κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό ούτε και εύλογο υπό τις περιστάσεις και (β) κακώς απερρίφθη η μαρτυρία του και έγινε δεκτή εκείνη του οδηγού που σταμάτησε για να τον βοηθήσει ως προς το αν τα φώτα κινδύνου του αυτοκινήτου του ετέθησαν σε λειτουργία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την παράλειψη του εφεσείοντος να λάβει εύλογα μέτρα για τη μετακίνηση του αυτοκινήτου του. Η επιχείρηση, εν ώρα νυκτός, μετακίνησης του αυτοκινήτου με το αυτοκίνητο του οδηγού που σταμάτησε, στο αριστερό παγκέτο του αυτοκινητόδρομου, όχι μόνο δεν θα ήταν εύλογη αλλά θα ήταν και επικίνδυνη, υπό τις περιστάσεις. Τούτο βεβαίως καθιστά τρωτή την απόφαση του Δικαστηρίου να στηριχθεί στην παράλειψη μετακίνησης του αυτοκινήτου του εφεσείοντος κατά την κατανομή ευθύνης. Υπό τις συνθήκες, η ορθή κατανομή της ευθύνης θα ήταν στη βάση 50% - 50%.
2. Η κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο και η ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία του εφεσείοντος και του οδηγού του αυτοκινήτου που σταμάτησε για να τον βοηθήσει, καθιστούσε εύλογη την κατάληξή του σε σχέση με την αξιοπιστία της μαρτυρίας τους. Παραμένει λοιπόν ακλόνητο και το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν είχε θέσει σε λειτουργία τα φώτα κινδύνου του αυτοκινήτου του.
3. Ο εφεσείων δικαιούται ως θέμα αρχής, μόνο όμως κατά το 50% της επιτυχίας του και μόνο ως προς τα αρχικά έξοδα της δικογράφησης της ανταπαίτησής του στην αγωγή του εφεσίβλητου 1, αφού κατά τα λοιπά η ανταπαίτηση συνεκδικάστηκε με την απαίτηση.
Η έφεση επιτράπηκε με €500 έξοδα υπέρ του εφεσείοντος.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Ταλαρίδου, Ε.Δ.), (Αγωγές Αρ. 2327/03, 2328/03, 2329/03), ημερομ. 24.11.06.
Ντ. Παπαδόπουλος για Παπαφιλίππου, Παπαδόπουλος και Σία, για τον Εφεσείοντα.
Στ. Στυλιανού, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Αυτοκίνητο το οποίο οδηγούσε ο Εφεσείων στον αυτοκινητόδρομο τη νύκτα προσέκρουσε στο διαχωριστικό κιγκλίδωμα και ακινητοποιήθηκε. Μετά από λίγα λεπτά, και ενώ άλλα αυτοκίνητα πέρασαν με ασφάλεια, αυτοκίνητο το οποίο οδηγούσε ο Εφεσίβλητος 1 και στο οποίο επέβαιναν οι Εφεσίβλητες 2 και 3 προσέκρουσε στο αυτοκίνητο του Εφεσείοντα. Οι αγωγές των Εφεσιβλήτων κατά του Εφεσείοντα οι οποίες ακολούθησαν σε σχέση με τις ζημιές τους συνεκδικάσθησαν, με μόνο επίδικο θέμα εκείνο της ευθύνης αφού οι ζημιές των Εφεσιβλήτων όπως και του Εφεσείοντα στην ανταπαίτησή του συμφωνήθησαν στη βάση πλήρους ευθύνης.
Η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής έκρινε ότι και οι δύο οδηγοί είχαν ευθύνη. Την εκδοχή του Εφεσίβλητου 1, ότι ενώ προσπερνούσε φορτηγό το οποίο μόλις προσπέρασε άλλο προπορευόμενο του αυτοκίνητο είδε ξαφνικά μπροστά του το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα στα 8-10 μέτρα, την απέρριψε, καταλήγοντας ότι ο Εφεσίβλητος 1 μπορούσε να είχε δει το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα από 50 μ. όπως είχε δοθεί και ανεξάρτητη μαρτυρία. Η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής απέρριψε και τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα ότι έθεσε σε λειτουργία τα φώτα κινδύνου του αυτοκινήτου του, που ήταν αντίθετος με ανεξάρτητη μαρτυρία. Η παράλειψη του αυτή, μαζί με την επίσης διαπιστωθείσα παράλειψή του να μετακινήσει το αυτοκίνητο του όπως τον είχε προτρέψει άλλος οδηγός που σταμάτησε και πρόσφερε τη βοήθεια του προς τούτο, αποτέλεσαν και τη βάση για τον καταλογισμό ευθύνης στον ίδιο. Ευθύνη όμως απεδόθη και στον Εφεσίβλητο 1 για την παράλειψή του να δει εγκαίρως το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα. Η ευθύνη αυτή, κατά τη γνώμη της ευπαίδευτης πρωτόδικης δικαστή, ήταν πολύ μικρότερη εκείνης του Εφεσείοντα και η κατανομή της ευθύνης καθορίσθηκε σε 70% κατά του Εφεσείοντα και 30% κατά του Εφεσίβλητου 1.
Το παράπονο του Εφεσείοντα τώρα επικεντρώνεται ακριβώς στα στοιχεία στα οποία το Δικαστήριο βασίσθηκε για να του αποδώσει ευθύνη. Βασική θέση του είναι ότι η δική του ευθύνη ήταν μηδαμινή ή τουλάχιστον πολύ μικρότερη του 70% και ότι βαρύνουσα ήταν η ευθύνη του Εφεσίβλητου 1 αφού το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα ήταν ευλόγως αντιληπτό ώστε να αποφεύγετο, όπως και το απέφυγαν άλλοι οδηγοί. Η εισήγηση του αυτή συμπλέκεται με τις δύο άλλες εισηγήσεις του. Πρώτον, ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι δεν κατέβαλε εύλογες προσπάθειες για μετακίνηση του αυτοκινήτου του, εφ΄όσον κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό ούτε και εύλογο υπό τις περιστάσεις. Και δεύτερον, ότι κακώς απερρίφθη η μαρτυρία του και έγινε δεκτή εκείνη του οδηγού που σταμάτησε για να τον βοηθήσει ως προς το αν τα φώτα κινδύνου του αυτοκινήτου του ετέθησαν σε λειτουργία.
Αρχίζουμε από το δεύτερο θέμα το οποίο αφορά ευθέως την αξιοπιστία της μαρτυρίας για να πούμε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για ανατροπή της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία της μαρτυρίας. Έχουμε ανατρέξει στα πρακτικά στα οποία μας ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα και τα οποία καλύπτουν την αντεξέταση του εν λόγω μάρτυρα και δεν συμφωνούμε ότι αυτά, από μόνα τους ή σε συνδυασμό και με την όλη μαρτυρία, αποκαλύπτουν αντινομικότητα στην κρίση του Δικαστηρίου για το αξιόπιστο του μάρτυρα. Η κρίση εκείνη ανήκε στην ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστή και η ενώπιον της μαρτυρία δεν ήταν τέτοια που να καθιστούσε την κατάληξη της άλλως ή εύλογη. Τα ίδια ισχύουν ως προς την κρίση της για την αξιοπιστία του Εφεσείοντα. Παραμένει λοιπόν ακλόνητο και το εύρημα της ότι ο Εφεσείων δεν είχε θέσει σε λειτουργία τα φώτα κινδύνου του αυτοκινήτου του.
Το άλλο θέμα δεν αφορά την αξιοπιστία της μαρτυρίας αλλά την επ΄αυτής κρίση του Δικαστηρίου. Η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής έκρινε ουσιαστικά ότι υπήρχε υποχρέωση εύλογης προσπάθειας για μετακίνηση του αυτοκινήτου και ότι κακώς ο Εφεσείων παρέλειψε να προσπαθήσει να το μετακινήσει, δοθείσας μάλιστα της προς τούτο προσφοράς βοήθειας από τον οδηγό που σταμάτησε. Αυτός θα ήταν και ο μόνος τρόπος άμεσης μετακίνησης αφού, όπως προέκυπτε από τη μαρτυρία, το αυτοκίνητο δεν μπορούσε να οδηγηθεί έχοντας απωλέσει το ένα ελαστικό του. Φρονούμε ότι ο Εφεσείων έχει δίκαιο επί του θέματος αυτού. Η επιχείρηση μετακίνησης του αυτοκινήτου που είχε εισηγηθεί ο οδηγός που σταμάτησε, δηλαδή η ρυμούλκηση του στο αριστερό παγκέτο με το δικό του αυτοκίνητο, όχι μόνο δεν θα ήταν εύλογη αλλά θα ήταν και επικίνδυνη υπό τις περιστάσεις. Αρκεί να αναλογισθεί κανείς την εικόνα, σε αυτοκινητόδρομο εν ώρα νυκτός, ενός κτυπημένου αυτοκινήτου που έχει απωλέσει και το ένα ελαστικό του να ρυμουλκείται από άλλο αυτοκίνητο από την άκρα δεξιά στην άκρα αριστερά πλευρά του δρόμου με ανάλογα μειωμένη ταχύτητα, για να ευχηθεί να μην επικρατεί τέτοια λογική. Εξ άλλου, όπως υποδεικνύει και ο Εφεσίβλητος, και αν ακόμα εγίνετο αποδεκτή η εισήγηση του οδηγού που σταμάτησε, η σύγκρουση δεν φαίνεται να αποφεύγετο αφού αυτή έγινε μόλις ο εν λόγω οδηγός αποχώρησε όταν η προσφορά βοήθειάς του απερρίφθη, ώστε να είναι άκρως αμφίβολο αν θα παρείχετο χρόνος για την ασφαλή μετακίνηση του αυτοκινήτου πριν από τη σύγκρουση.
Έσφαλε λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς την παράλειψη του Εφεσείοντα να λάβει εύλογα μέτρα για μετακίνηση του αυτοκινήτου του. Τούτο καθιστά βεβαίως τρωτή την απόφασή του να στηριχθεί σε τέτοια παράλειψη κατά την κατανομή της ευθύνης. Υπό τις συνθήκες, φρονούμε ότι η ορθή κατανομή της ευθύνης θα ήταν στη βάση 50%-50%. Ο Εφεσείων ευθύνεται κατά το ότι (έστω και αν δεν υπήρχε εύρημα ως προς τα αίτια της σύγκρουσης του στο κιγκλίδωμα) το αυτοκίνητο του συνιστούσε κίνδυνο στο δρόμο και ο ίδιος παρέλειψε να δώσει επαρκή προειδοποίηση για αυτόν. Εξ ίσου σημαντική όμως ήταν και η ευθύνη του Εφεσίβλητου 1 αφού, οδηγώντας στη δεξιά λωρίδα χωρίς, όπως διαπιστώθηκε, να προσπερνά άλλο αυτοκίνητο, παρέλειψε να αντιληφθεί εγκαίρως τον κίνδυνο τον οποίο άλλοι οδηγοί είχαν αποφύγει.
Η έφεση λοιπόν επιτυγχάνει εν μέρει και τα επιδικασθέντα στους Εφεσίβλητους και στον Εφεσείοντα στην ανταπαίτησή του ποσά, όπως και η συνεισφορά του Εφεσίβλητου 1, περιλαμβανομένης της συνεισφοράς του στα έξοδα, διαφοροποιούνται αναλόγως.
Ο Εφεσείων εγείρει και θέμα ως προς τα έξοδα της ανταπαίτησής του στην αγωγή του Εφεσίβλητου 1 για τα οποία δεν έγινε πρόνοια. Φρονούμε ότι δικαιούται ως θέμα αρχής, μόνο όμως κατά το 50% της επιτυχίας του και μόνο ως προς τα αρχικά έξοδα της δικογράφησης της ανταπαίτησης αφού κατά τα λοιπά η ανταπαίτηση συνεκδικάσθηκε με την απαίτηση.
Επιδικάζονται €500 έξοδα της έφεσης υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον των Εφεσιβλήτων.
Η έφεση επιτρέπεται με €500 έξοδα υπέρ του εφεσείοντος.