ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 1232
17 Δεκεμβρίου, 2008
[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
1. ΘΑΣΟΣ ΘΩΜΑ,
2. ΕΡΣΗ ΘΩΜΑ,
Εφεσείοντες - Εναγόμενοι,
ν.
ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ,
Εφεσίβλητης - Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 162/2006)
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας σε αγωγή για οφειλόμενο υπόλοιπο τραπεζικού λογαριασμού ― Ήταν ορθή και δεν παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου για ανατροπή των ευρημάτων και διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης τράπεζας (η εφεσίβλητη) και εναντίον των εφεσειόντων για το χρεωστικό υπόλοιπό τους το 2002. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης σε απόδειξη της απαίτησής της, ενώ η μόνη μαρτυρία που προσφέρθηκε εκ μέρους των εφεσειόντων, ενός ελεγκτή - λογιστή, κρίθηκε εγγενώς αδύνατη και αναποτελεσματική αφού δεν περιείχε τα απαραίτητα στοιχεία για να μπορέσει ο μάρτυρας να εξαγάγει τα δικά του συγκεκριμένα συμπεράσματα.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση. Βασικό τους παράπονο είναι ότι κακώς δεν έγινε δεκτή η θέση του μάρτυρά τους σύμφωνα με την οποία το οφειλόμενο υπόλοιπο ήταν πολύ μικρότερο. Το άλλο παράπονό τους είναι ότι έπρεπε να αφαιρεθεί από την οφειλή ποσό το οποίο παρανόμως και αντισυμβατικώς είχε χρεωθεί ως ασφάλιστρα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού ανέφερε ότι και τα δύο παράπονα των εφεσειόντων απαντήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο και είναι χωρίς έρεισμα, απέρριψε την έφεση με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίφθηκε με €1.500 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σάντης, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 11070/02), ημερομ. 29.3.06.
Α. Δανός, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Παρτασίδου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η Εφεσίβλητη τράπεζα ήγειρε αγωγή κατά των Εφεσειόντων απαιτώντας £186.164,35 ως χρεωστικό υπόλοιπο το 2002. Οι πιστώσεις προς τον Εφεσείοντα 1, με την εγγύηση της Εφεσείουσας 2, άρχισαν το 1990 και μέχρι το 1999 αυξήθησαν σταδιακά στις £180.000 με τους ίδιους πάντα όρους. Οι Εφεσείοντες ήγειραν γενικές υπερασπίσεις αρνούμενοι οποιαδήποτε οφειλή και παράλληλα ισχυριζόμενοι ότι το απαιτούμενο ποσό ήταν υπερβολικό και περιείχε παράνομες χρεώσεις.
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής απεδέχθη τη μαρτυρία της Εφεσίβλητης σε απόδειξη της απαίτησής της, έκρινε δε ότι η μόνη μαρτυρία που προσφέρθηκε εκ μέρους των Εφεσειόντων, εκείνη ενός ελεγκτή-λογιστή, ήταν εγγενώς αδύνατη και αναποτελεσματική αφού δεν περιείχε τα απαραίτητα στοιχεία για να μπορούσε ο μάρτυρας να καταλήξει στα δικά του συγκεκριμένα συμπεράσματα. Κατέληξε δε ότι η Εφεσίβλητη εδικαιούτο το απαιτούμενο ποσό πλην £5.940 που αφορούσαν έξοδα μελέτης.
Το βασικό παράπονο των Εφεσειόντων είναι ότι κακώς δεν έγινε δεκτή η θέση του μάρτυρα τους ότι, σύμφωνα με τα έγγραφα που παρουσιάσθηκαν, το υπόλοιπο του λογαριασμού έπρεπε να ήταν μόνο £66.598 αφού μία αναφερόμενη στο λογαριασμό πίστωση £170.568 θα έπρεπε να είχε αφαιρεθεί από το την ημέρα εκείνη δεικνυόμενο υπόλοιπο των £237.166. Το άλλο παράπονο των Εφεσειόντων είναι ότι θα έπρεπε να είχε αφαιρεθεί από την οφειλή ποσό £5.297 το οποίο παρανόμως και αντισυμβατικώς είχε χρεωθεί ως ασφάλιστρα.
Και τα δύο παράπονα απαντήθηκαν από τον ευπαίδευτο πρωτόδικο δικαστή και είναι χωρίς έρεισμα. Ως προς το πρώτο, όπως υπέδειξε, επρόκειτο για λογιστική πράξη που ακολούθησε τον τερματισμό του λογαριασμού προς το σκοπό μεταφοράς των καθυστερημένων υπολοίπων σε λογαριασμό καθυστερήσεων. Να σημειώσουμε μόνο ότι η αναφορά των Εφεσειόντων στα πρακτικά κατά την αντεξέταση προς υποστήριξη της θέσης τους είναι επιλεκτική και παραγνωρίζει τόσο τις υπόλοιπες αναφορές που γίνονται στην ίδια σελίδα όπως και την αναφορά που γίνεται κατά την επανεξέταση που ακολουθεί στην επόμενη σελίδα και οι οποίες βεβαιώνουν ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού κατά το κλείσιμο του ήταν £170.568 μετά από τους σχετικούς συμψηφισμούς.
Ως προς το δεύτερο θέμα, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής υπέδειξε ότι τα ασφάλιστρα χρεώθηκαν κατόπιν εντολής των Εφεσειόντων και ορθώς απαιτούνταν αφού καλύπτονταν από τη σύμβαση. Οι Εφεσείοντες δεν αντιτείνουν άλλως, εξ άλλου δε, όπως παρατηρήθηκε πρωτοδίκως, δεν αμφισβήτησαν ούτε την εντολή ούτε την πληρωμή, παρά μόνο ισχυρίσθηκαν ότι το ποσό αυτό χρεώθηκε παρανόμως καθ΄όσον αποτελούσε συγκαλυμμένη μορφή τόκων πέραν του 9%. Δεν ήταν όμως έτσι αφού το ποσό αυτό αφορούσε πραγματική πληρωμή ασφαλίστρων προνοουμένων στη σύμβαση.
Η έφεση λοιπόν αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Οι Εφεσείοντες θα καταβάλουν €1.500 έξοδα στην Εφεσίβλητη.
Η έφεση απορρίπτεται με €1.500 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.