ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 1 ΑΑΔ 1189

10 Δεκεμβρίου, 2008

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ΝΙΚΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ,

Εφεσείων - Εναγόμενος,

 ν.

IRIS DEVELOPMENT CO LTD,

Εφεσιβλήτων - Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 269/2005)

 

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων και κατάληξη σε ευρήματα ― Συνιστά κατ' εξοχήν έργο του εκδικάζοντος πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Ευχέρεια για παραμερισμό ή ανατροπή των ευρημάτων αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου παρέχεται μόνο όταν αυτά κρίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία.

Απόδειξη ― Δικόγραφα ― Απλή δικογράφηση ισχυρισμών ― Δεν αρκεί για την απόδειξή τους χωρίς την προσκόμιση μαρτυρίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο τερματισμός του πωλητηρίου εγγράφου του διαμερίσματος που αγόρασε ο εφεσείων - εναγόμενος (ο εφεσείων) από τους εφεσίβλητους - ενάγοντες (οι εφεσίβλητοι) ήταν νόμιμος, αφού ο πρώτος δεν πλήρωσε κανένα ποσό για την εξόφλησή του εκτός της προκαταβολής. Το Δικαστήριο εξέδωσε διατάγματα με τα οποία διετάσσετο ο εφεσείων να παραδώσει την κατοχή του πιο πάνω διαμερίσματος στους εφεσίβλητους, και ταυτόχρονα να του απαγορεύεται να συνεχίσει να επεμβαίνει στο διαμέρισμα, να καταβάλλει ΛΚ240 το μήνα από 2.8.99 μέχρις ότου παραδώσει το διαμέρισμα στους εφεσίβλητους και όπως με την παράδοση του διαμερίσματος οι εφεσίβλητοι επιστρέψουν στον εφεσείοντα το ποσό των ΛΚ1000 που είχε δώσει ως προκαταβολή.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση και υποστήριξε ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν υποστηρίζονταν από αξιόπιστη μαρτυρία. Υποστήριξε περαιτέρω ότι η μαρτυρία μόνο του Μ.Ε.1. Μ. Μιχαηλίδη, διευθυντή των εφεσιβλήτων, δεν ήταν αρκετή, και ότι το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε όλους τους δικογραφημένους ισχυρισμούς αφού, μεταξύ άλλων, δεν αποφάσισε την ανταπαίτησή του ως αυτοτελή και ανεξάρτητη αγωγή.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά παρατήρησε ότι η μαρτυρία του Μ.Ε.1. ήταν αναντίλεκτη αφού (α) αυτός δεν αντεξετάστηκε και (β) από πλευράς του εφεσείοντος δε δόθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία ούτως ώστε το πρωτόδικο δικαστήριο να έχει να επιλέξει ποιά ήταν η αληθής εκδοχή. Επομένως ορθά δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων.

2.  Από τη στιγμή που η μαρτυρία του Μ.Ε.1. κρίθηκε αξιόπιστη, τα όσα κατέθεσε αυτός, σε συνδυασμό με τα τεκμήρια που ήσαν ενώπιον του Δικαστηρίου, καθιστούν την τελική κατάληξη του Δικαστηρίου ορθή.

3.  Η απλή δικογράφηση κάποιων ισχυρισμών από τον εφεσείοντα, χωρίς την προσκόμιση μαρτυρίας, δεν αρκεί για την απόδειξή τους, εκτός εάν οι ισχυρισμοί αυτοί είναι παραδεκτοί, κάτι που δεν συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση.

4.  Από τη στιγμή που η απόφαση του Δικαστηρίου να θεωρήσει ότι ήταν νόμιμος ο τερματισμός της συμφωνίας από τους εφεσίβλητους κρίθηκε ορθή, τότε αυτομάτως κρίνεται και η τύχη της ανταπαίτησης που ζητούσε το αντίθετο, ότι δηλαδή η συμφωνία συνέχιζε να ισχύει. Ούτε και υπήρχε οτιδήποτε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που να τεκμηρίωνε την ανταπαίτηση ούτως ώστε να μπορεί το Ανώτατο Δικαστήριο να επιτρέψει αυτή.

Η έφεση απορρίφθηκε με €1.700 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. εναντίον του εφεσείοντος.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Μιχαηλίδου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3450/00), ημερομ. 9.6.05.

Μ. Ξ. Ιωάννου με Α. Γιαλελή, για τον Εφεσείοντα - Εναγόμενο.

Δ. Χριστοδούλου για Α. Παπαχαραλάμπους, για τους Εφεσίβλητους - Ενάγοντες.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι/ενάγοντες είναι εργοληπτική εταιρεία και μεταξύ άλλων ασχολούνται και με την απόκτηση και αξιοποίηση γης. Κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ιδιοκτήτες ενός κτήματος στο οποίο ανέλαβαν να ανεγείρουν το κτιριακό συγκρότημα γνωστό ως Veronica Court No.3.  Στις 2/2/79 οι διάδικοι υπέγραψαν πωλητήριο έγγραφο με το οποίο οι εφεσίβλητοι πώλησαν στον εφεσείοντα, ο οποίος είναι στενός συγγενής (ανηψιός) του Διευθυντή των εναγόντων Μάκη Μιχαηλίδη, ένα διαμέρισμα (το υπ' αρ. 15) στην εν λόγω πολυκατοικία έναντι του ποσού των Λ.Κ. 12,250 σύμφωνα με τους όρους που φαίνονται στον όρο 12 της συμφωνίας.  Η παράδοση, που συμφωνήθηκε ότι θα γινόταν περί τις 30/12/80, τελικά έγινε στις 31/12/1981.  Η μεταβίβαση θα γινόταν όταν θα αποπερατώνετο η πολυκατοικία «τη αποπληρωμή του τιμήματος πωλήσεως και την υπό του Κτηματολογίου έκδοση χωριστού τίτλου».

Ο εφεσείων κατέβαλε την προκαταβολή των ΛΚ1,000 και σύμφωνα με τους εφεσίβλητους, μετά την έκδοση του τίτλου που έγινε στις 15/11/94 εκάλεσαν επανειλημμένα τον εφεσείοντα να εξοφλήσει το υπόλοιπο, όπως συμφωνήθηκε με έτερη συμφωνία ημερ. 1/4/79 και να του μεταβιβασθεί το διαμέρισμα, αλλά αυτός παρέλειψε να συμμορφωθεί. Έτσι, με επιστολή του δικηγόρου τους ημερ. 3/5/99 κάλεσαν τον εφεσείοντα να καταβάλει το οφειλόμενο υπόλοιπο μέχρι 31/5/99, διαφορετικά θα καταγγείλουν το πωλητήριο έγγραφο, αλλά αυτός και πάλιν δε συμμορφώθηκε.  Γι' αυτό με νέα επιστολή του δικηγόρου τους ημερ. 2/8/99 τερμάτισαν το πωλητήριο έγγραφο, αλλά παρά τον τερματισμό, ο εφεσείων συνέχισε να διαμένει στο διαμέρισμα.  Οι εφεσίβλητοι ήγειραν τότε την αγωγή 3450/2000 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με την οποία ζήτησαν δήλωση του δικαστηρίου ότι το πωλητήριο έγγραφο είναι άκυρο λόγω παράβασής του από τον εφεσείοντα, αποζημιώσεις για παράβαση της συμφωνίας και ενδιάμεσα κέρδη ΛΚ240 το μήνα από 1/1/82 μέχρι παράδοσης του υποστατικού.  Ο εφεσείων, με την έκθεση υπεράσπισης του, αρνήθηκε την απαίτηση και αντίθετα ήγειρε και ανταπαίτηση (α) για δήλωση του δικαστηρίου ότι το πωλητήριο έγγραφο συνέχισε να είναι έγκυρο, (β) διάταγμα για ειδική εκτέλεση, δηλαδή για μεταβίβαση του διαμερίσματος στο όνομα του και (γ) Λ.Κ. 34,639 για παρασχεθείσες υπηρεσίες, πλέον τόκους.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού εξέτασε την ενώπιον του μαρτυρία που προερχόταν από τον Μ.Ε.1 Μάκη Μιχαηλίδη διευθυντή της ενάγουσας εταιρείας (εφεσιβλήτων), η οποία μαρτυρία υποστηριζόταν και από τα ενώπιον του δικαστηρίου τεκμήρια, και στην απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας από πλευράς του εφεσείοντα, κατάληξε ότι ο τερματισμός του πωλητηρίου εγγράφου ήταν νόμιμος.  Ως αποτέλεσμα εξέδωσε διατάγματα με τα οποία διατάσσετο ο εφεσείων να παραδώσει την κατοχή του διαμερίσματος στους εφεσίβλητους και ταυτόχρονα να του απαγορεύεται να συνεχίσει να επεμβαίνει στο διαμέρισμα, πλέον ΛΚ240 το μήνα από 2/8/99 μέχρι παράδοσης του διαμερίσματος στους εφεσίβλητους και όπως με την παράδοση του διαμερίσματος οι εφεσίβλητοι επιστρέψουν στον εφεσείοντα το ποσό των ΛΚ1000 που είχε δώσει ως προκαταβολή. 

Ο εφεσείων με την παρούσα έφεση, που βασίζεται σε 3 λόγους, προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.  Ισχυρίζεται ουσιαστικά ότι εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η συμφωνία τερματίστηκε νόμιμα και ότι εσφαλμένα διατάχθηκε να καταβάλει το ποσό ΛΚ240 το μήνα μέχρι την παράδοση του διαμερίσματος, για το λόγο ότι τα ευρήματα αυτά δεν υποστηρίζονταν από αξιόπιστη μαρτυρία.  Υποστήριξε περαιτέρω ότι η μαρτυρία ενός μόνο μάρτυρα δεν ήταν αρκετή, και ότι το δικαστήριο δεν αξιολόγησε όλους τους δικογραφημένους ισχυρισμούς αφού, μεταξύ άλλων, δεν αποφάσισε την ανταπαίτηση του ως αυτοτελή και ανεξάρτητη αγωγή.

Εξετάσαμε με προσοχή τα όσα προώθησε η πλευρά του εφεσείοντα και για τους λόγους που εξηγούμε στη συνέχεια κρίνουμε ότι η έφεση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.

Αρχίζοντας από τον ισχυρισμό ότι εσφαλμένα κρίθηκε αξιόπιστος ο διευθυντής της εφεσίβλητης εταιρείας, είναι φανερό ότι αυτός δεν ευσταθεί.  Είναι γνωστές οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων αφού θεωρείται πως η κρίση επ' αυτών των θεμάτων εναπόκειται πρωτίστως στο εκδικάζον πρωτόδικα δικαστήριο που έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε οτιδήποτε περισσότερο παρά να εξετάσουμε την αιτιολογία των ευρημάτων του δικαστηρίου και να αποφασίσουμε αν η κατάληξη του να δεχθεί ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων ήταν, υπό τις περιστάσεις, δικαιολογημένη.

Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά παρατήρησε ότι η μαρτυρία του Μ.Ε.1 ήταν αναντίλεκτη αφού (α) αυτός δεν αντεξετάστηκε και (β) από πλευράς του εφεσείοντα δε δόθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία ούτως ώστε το πρωτόδικο δικαστήριο να έχει να επιλέξει ποιά ήταν η αληθής εκδοχή.  Επομένως ορθά δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων. 

Αναφορικά με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης κρίνουμε ότι από τη στιγμή που η μαρτυρία του Μ.Ε.1 κρίθηκε αξιόπιστη, τα όσα ο μάρτυρας αυτός κατάθεσε, σε συνδυασμό με τα τεκμήρια που ήταν ενώπιον του δικαστηρίου, καθιστούν την τελική κατάληξη του δικαστηρίου ορθή.  Η υπόθεση δεν είναι τέτοιας φύσης που, είτε με βάση το νόμο, είτε με βάση την πρακτική, να χρειάζεται ενισχυτική μαρτυρία.  Επαναλαμβάνουμε ότι από πλευράς του εφεσείοντα δεν προωθήθηκε οποιαδήποτε από τις θέσεις του στην υπεράσπιση και ανταπαίτηση. Η απλή δικογράφηση κάποιων ισχυρισμών δεν είναι αρκετή για την απόδειξη τους η οποία πρέπει να γίνεται με την προσκόμιση μαρτυρίας, εκτός βέβαια αν οι ισχυρισμοί αυτοί είναι παραδεκτοί, κάτι που δεν συμβαίνει στη δική μας περίπτωση. 

Με το διάγραμμα και την αγόρευση του ο εφεσείων ήγειρε και θέμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αποφάσισε ρητά την ανταπαίτηση.  Καταρχάς τέτοιος λόγος έφεσης δεν υπάρχει και κανονικά δεν πρέπει να εξεταστεί.  Εν πάση όμως περιπτώσει, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έπρεπε κανονικά να αναφέρει ρητά στην απόφαση του και για την τύχη της ανταπαίτησης.  Όμως αυτή η παράλειψη, με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο την όλη υπόθεση.  Από τη στιγμή που η απόφαση του δικαστηρίου να θεωρήσει ότι ήταν νόμιμος ο τερματισμός της συμφωνίας από τους εφεσίβλητους κρίθηκε ορθή, τότε αυτομάτως κρίνεται και η τύχη της ανταπαίτησης που ζητούσε το αντίθετο, ότι δηλαδή η συμφωνία συνέχιζε να ισχύει.  Είναι πρόδηλο ότι η ανταπαίτηση δεν μπορούσε από οποιασδήποτε άποψης να έχει επιτυχή κατάληξη, έστω και αν το πρωτόδικο δικαστήριο δεν το είπε ρητά στην απόφαση του.  Περαιτέρω δεν υπήρχε οτιδήποτε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου που να υποστήριζε την ανταπαίτηση ούτως ώστε να μπορεί το παρόν δικαστήριο να επιτρέψει αυτή. Για παράδειγμα δε φαίνεται να είχε συμμορφωθεί ο εφεσείων με τις πρόνοιες του περί Πωλήσεως Γης  (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 232 (ως έχει τροποποιηθεί), που αποτελεί προϋπόθεση προτού ένα δικαστήριο ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια αν θα διατάξει ή όχι την ειδική εκτέλεση μιας σύμβασης για πώληση ακινήτου.  Κρίνουμε ότι η παρούσα δεν είναι κατάλληλη περίπτωση για να διατάξουμε επανεκδίκαση της ανταπαίτησης απλώς και μόνο διότι το πρωτόδικο δικαστήριο παράλειψε να διατυπώσει ρητά το αποτέλεσμα, αφού, από την ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρία, αυτή ήταν σαφώς ανυπόστατη.  Επομένως αποφασίζουμε στο παρόν στάδιο ότι η ανταπαίτηση θεωρείται ως απορριφθείσα και υπό τις περιστάσεις χωρίς έξοδα.

Ενόψει των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €1,700 έξοδα πλέον ΦΠΑ εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ των εφεσιβλήτων.

H έφεση απορρίπτεται με €1,700 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. εναντίον του εφεσείοντος.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο