ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 1 ΑΑΔ 1071

30 Οκτωβρίου, 2008

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΟΡΝΑΡΙΤΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΤΑΜΕΙΟΥ ΣΥΝΤΑΞΕΩΣ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 187/2006)

 

Δικηγόροι ― Ταμείο Συντάξεως Δικηγόρων ― Άρνηση καταβολής μηνιαίας σύνταξης και εφ' άπαξ ποσού από το Ταμείο Συντάξεως Δικηγόρων, σε δικηγόρο, ο οποίος αποχώρησε από το δικηγορικό επάγγελμα, επειδή δεν αποδείχθηκε ότι αυτός ασκούσε αποκλειστικά το δικηγορικό επάγγελμα μέσα στην έννοια του όρου «ασκείν τη δικηγορία» στην ερμηνευτική διάταξη του Άρθρου 2(1) του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ.2 ― Άρθρο 12Α και Άρθρο 22 των περί Δικηγόρων (Συντάξεις και Χορηγήματα) Κανονισμών του 1966 - 2001 ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης κατ' έφεση.

Λέξεις και Φράσεις ― «Δικηγόρος ο οποίος ασκεί το επάγγελμα» στο Άρθρο 2(1) του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ.2

Λέξεις και Φράσεις ― «Ασκείν τη δικηγορία» στην ερμηνευτική διάταξη του Άρθρου 2(1) του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ.2.

Το Ταμείο Συντάξεως Δικηγόρων («το Ταμείο») απέρριψε την αίτηση του εφεσείοντος ημερομηνίας 27.2.2002 για καταβολή μηνιαίας σύνταξης και εφ' άπαξ ποσού λόγω της αποχώρησής του από το δικηγορικό επάγγελμα, με το σκεπτικό ότι ο αιτητής - εφεσείων, παρ' όλο που τυπικά αποκτούσε και ήταν κάτοχος ετήσιας άδειας ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος και κατέβαλλε στο Ταμείο τις προβλεπόμενες από τους Κανονισμούς μηνιαίες εσφορές, εν τούτοις τα τελευταία 15 έως 20 χρόνια δεν ασκούσε ή δεν προσφερόταν έτοιμος να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου.

Η πιο πάνω απόφαση λήφθηκε επειδή υπήρχε πληροφορία πως ο αιτητής από πολλών ετών, καθίδρυσε ωκεανογραφικό μουσείο ή κάποιου άλλου είδους μουσείο στην Αγία Νάπα και ασχολείτο συστηματικά και επί πλήρους προσωπικής βάσεως με τέτοιο τρόπο, που εμποδιζόταν να προσφέρεται έτοιμος όλα αυτά τα χρόνια να ασκήσει ή /και να ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου.

Ο εφεσείων καταχώρησε αγωγή εναντίον του Ταμείου με την οποία ζητούσε:

1.  Δήλωση του Δικαστηρίου ότι τυγχάνει συνταξιούχος δικηγόρος.

2.  Δήλωση του Δικαστηρίου ότι δικαιούται συντάξεως ασκήσεως δικηγορικού επαγγέλματος σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Δικηγόρων Νόμου και Κανονισμών από 1.3.2002.

3.  Διάταγμα του Δικαστηρίου όπως οι εναγόμενοι του καταβάλουν:

(α) ποσό £ 11.899,73

(β) ποσό £ 620,16 μηνιαίως από 1.3.2002 ως σύνταξη

(γ) Έξοδα

(δ) Νόμιμο τόκο.

Ο εφεσείων υποστήριξε πως καθ' όλο το πιο πάνω διάστημα, διατηρούσε δικό του δικηγορικό γραφείο στη Λευκωσία και ήταν έτοιμος να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου. Εργοδοτούσε υπαλλήλους, πλήρωνε εισφορές κοινωνικών ασφαλίσεων, τηλέφωνα κ.λ.π., ασχολείτο με δικαστηριακές υποθέσεις, εγγραφές εμπορικών σημάτων, διαχειρίσεις περιουσιών και θέματα εταιρικού δικαίου. Αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, σε υπόθεση που χειρίστηκε ενώπιον Κυπριακού Δικαστηρίου.

Η θέση του Ταμείου ήταν ότι, σύμφωνα με πληροφορίες και την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα», ο εφεσείων ασχολείτο με άλλες ασχολίες και όχι με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος κατά τον χρόνο που ενδιαφέρει.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού χαρακτήρισε τη μαρτυρία του εφεσείοντος ως γενική και αόριστη σε ό,τι αφορά το σημαντικό για την υπόθεση θέμα, δηλαδή το κατά πόσο τα τελευταία 15 - 20 χρόνια προσφερόταν έτοιμος να ασκήσει και / ή ασκούσε αποκλειστικά το δικηγορικό επάγγελμα, απέρριψε την αγωγή.

Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και επιδιώκεται ο παραμερισμός της.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Σύμφωνα με το Άρθρο 2(1) του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ.2, ο δικηγόρος, για να θεωρείται ότι ασκεί το επάγγελμα πρέπει να έχει ως κύριο επάγγελμα την άσκηση της δικηγορίας. Ο δικηγόρος πρέπει επίσης να προσφέρεται έτοιμος προς το κοινό επί πλήρους βάσεως ενασχόλησης να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου. Είναι φανερό ότι ο νόμος θέτει δύο προϋποθέσεις η συνύπαρξη των οποίων αποδεικνύει την ιδιότητα του δικηγόρου ο οποίος ασκεί το επάγγελμα.

2.  Σχετικό με το εξεταζόμενο θέμα είναι το Άρθρο 12Α των περί Δικηγόρων (Συντάξεις και Χορηγήματα) Κανονισμών του1966 - 2001 και το Άρθρο 22 των πιο πάνω κανονισμών.

3.  Το Ταμείο είχε νομική υποχρέωση, προτού αποφασίσει οριστικά επί της αιτήσεως, να ενεργήσει με τον τρόπο που ενήργησε και να καλέσει τον εφεσείοντα να προσκομίσει αξιόπιστα στοιχεία προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο πληρούσε τις εκ του νόμου προϋποθέσεις για να δικαιούται στην καταβολή σύνταξης και συνταξιοδοτικών ωφελημάτων.

4.  Οι γενικόλογες αναφορές ότι καθόλο τον κρίσιμο χρόνο εμφανιζόταν στα δικαστήρια και ήταν πάντοτε έτοιμος να ασκήσει το δικηγορικό επάγγελμα, ορθά κρίθηκε ότι δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις του νόμου προς απόδειξη της ιδιότητας του δικηγόρου ο οποίος ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα. Η αδιαμφισβήτητη μαρτυρία ότι ο εφεσείων διατηρούσε γραφείο με γραμματειακό προσωπικό, στελεχωμένο ενίοτε με δικηγόρους, δεν αποδεικνύει το ζητούμενο ότι δηλαδή, ο εφεσείων όντως προσφερόταν έτοιμος προς το κοινό να ασκήσει το δικηγορικό επάγγελμα πάνω σε βάση πλήρους ενασχόλησης.

5.  Ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει ότι το Ταμείο ερμήνευσε λανθασμένα το νόμο και τους κανονισμούς ή άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια. Η αξίωσή του θα είχε επιτυχή έκβαση εάν προσκόμιζε πειστική μαρτυρία η οποία θα παρείχε στο Δικαστήριο το έρεισμα για τη συναγωγή συμπερασμάτων αντίθετο προς ό,τι  το Ταμείο αποφάσισε.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου Ταμείου.

 

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Ραφαήλ κ.ά. v. Ταμείου Συντάξεως Δικηγόρων (2000) 4 Α.Α.Δ. 1212.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Δημητριάδου, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 302/04), ημερομ. 28.12.05.

Λ. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Ανδρέου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Στις 27.2.2002, ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση στο εφεσίβλητο Ταμείο Συντάξεως Δικηγόρων («το Ταμείο») για καταβολή μηνιαίας σύνταξης και εφ' άπαξ ποσού από το Ταμείο λόγω της αποχώρησης του από το δικηγορικό επάγγελμα. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου σε συνεδρία που πραγματοποιήθηκε στις 10.7.2002 εξέτασε την αίτηση και ομόφωνα αποφάσισε τη διεξαγωγή έρευνας για το κατά πόσο ο εφεσείων « .. προσφερόταν έτοιμος να ασκήσει ή/και ασκούσε το επάγγελμα σε όλη τη διάρκεια που ήταν κάτοχος ετήσιας άδειας ασκήσεως του επαγγέλματος.».

Η πιο πάνω απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου λήφθηκε επειδή υπήρχε, καθώς αναφέρθηκε, πληροφορία «. σε γνώση μελών του Δ.Σ. του Ταμείου, πως ο αιτητής, παρ΄ όλο που τυπικά αποκτούσε και ήταν κάτοχος ετήσιας άδειας ασκήσεως του επαγγέλματος του δικηγόρου και κατέβαλλε στο Ταμείο, τις προβλεπόμενες από τους Κανονισμούς μηνιαίες εισφορές, εν τούτοις τα τελευταία 15 έως 20 χρόνια, κάθε άλλο παρά ασκούσε ή προσφερόταν έτοιμος να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου.».

Η προαναφερόμενη πληροφορία συνίστατο στο ότι ο εφεσείων, «. από πολλών ετών (15 έως 20 ή και περισσότερων), καθίδρυσε ωκεανογραφικό μουσείο ή κάποιου είδους μουσείο στην Αγία Νάπα και, ασχολείται με τη λειτουργία, συντήρηση και ανάπτυξή του, συστηματικά και επί πλήρους προσωπικής βάσεως κατά τέτοιο τρόπο, που εμποδιζόταν όλα αυτά τα χρόνια, να προσφέρεται έτοιμος ν' ασκήσει ή/και να ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου.».

Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου εξουσιοδότησε επίσης τον Γραμματέα/Ταμία του Ταμείου να ζητήσει με σχετική επιστολή του προς τον εφεσείοντα όπως ο τελευταίος «. επιβεβαιώσει ή διαψεύσει τις αναφέρομενες πιο πάνω πληροφορίες.».

Ο Γραμματέας/Ταμίας του Ταμείου με επιστολή του ημερ. 19.7.2007 πληροφόρησε τον εφεσείοντα ότι απασχόλησε το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου πληροφορία ότι «. κατά τα τελευταία 15 έως 20 έτη και πλέον, δεν προσφέρεσθο έτοιμος να ασκήσετε ή/και δεν ασκούσατε το επάγγελμα του δικηγόρου, καθ΄ ότι κατά την ρηθείσαν περίοδον ο εργάσιμος χρόνος σας εδαπανάτο και/ή δαπανάται εις άλλας δραστηριότητας - εντός και εκτός Κύπρου - ασχέτους με την προσφοράν σας δι' άσκησιν και/ή άσκησιν δικηγορίας, ως κυρίου επαγγέλματος σας.».

Ως εκ των ανωτέρω και επί σκοπού διακρίβωσης της πραγματικότητας αναφορικώς με την ως είρηται πληροφορίαν, το συμβούλιο ανέβαλε την εξέτασιν του αιτήματος σας ώστε, αφ' ενός να προβεί το ίδιον εις περαιτέρω έρευναν και αφ΄ ετέρου, όπως τύχη της εκ μέρους σας εγγράφου επιβεβαιώσεως ή διαψεύσεως αυτής.».

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα με επιστολή του ημερ. 21.8.2002 προς το Ταμείο, μεταξύ άλλων, αναφέρει:

«2. Απλή εξέταση των γεγονότων θα επέτρεπε στο Ταμείο να διαπιστώσει ότι:

2.1. Διέθετε δικηγορικό γραφείο στην Κωστή Παλαμά 20 (πρώτος όροφος) στη Λευκωσία μέχρι το 1999 και μετά στη Λεωφ. Ομήρου 20 (4ος όροφος) μέχρι την υποβολή της αίτησης του.

2.2. Εργοδοτούσε δικηγορικούς υπαλλήλους και είχε συνεργάτες δικηγόρους (ένας των οποίων Δικαστής σήμερα, υπήρξε ας υπενθυμίσω για χρόνια συνεργάτης στο γραφείο του).

2.3. Απλώς αναφέρω την αγωγή 7060/92 του Επαρχ. Δικαστηρίου Λεμεσού όπου ο Συνάδελφος Γ. Τορναρίτης παρευρέθηκε και συμμετείχε σαν δικηγόρος διαδίκου σε πολυήμερες ακροάσεις κατά τον Οκτώβριο του 1998.

2.4. Είναι γεγονός ότι μετακινείτο και στο εξωτερικό για να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε πελάτες του από το εξωτερικό και την Κύπρο κύρια σ' ό,τι αφορά την εγγραφή εταιρειών και εμπορικών σημάτων.

Με την αφυπηρέτηση του οι εν λόγω εταιρείες και τα εμπορικά σήματα μεταφέρθηκαν στο Δικηγορικό γραφείο του υιού του Ν.Γ. Τορναρίτη κατά την επιθυμία των πελατών.»

Ο εφεσείων, σε μεταγενέστερη επιστολή του ημερ. 7.11.02 προς το Ταμείο και με αναφορά σε προηγούμενη τηλεφωνική του συνομιλία με το γραμματέα του Ταμείου κ. Γ. Κάιζερ αναφέρει:

«Αγαπητέ Συνάδελφε,

Αναφέρομαι στην τηλεφωνική μας συνομιλία την Τετάρτη 6/11/02, όπως σου έχω αναφέρει τηλεφωνικώς εξακολουθούσα να ασκώ την Δικηγορία και ήμουν έτοιμος να προσφέρω τις υπηρεσίες μου μέχρι και την ημέρα που υπέβαλα αίτηση συντάξεως στο Ταμείο μας.

Στο Δικηγορικό μου Γραφείο εργοδοτούντο ως Δικηγορικοί Υπάλληλοι οι: Μιχάλης Χαραλάμπους (Δικηγορικός Υπάλληλος, Τηλ. 99-627348) και η Σωτηρούλα Χρυσοστόμου (Γραμματέας, Τηλ. 22-487711). Οι πιο πάνω είναι στην διάθεση του Ταμείου να μαρτυρήσουν του λόγου το αληθές.

Επιπλέον κύριε συνάδελφε οφείλω να αναφερθώ και στις «πληροφορίες» που μου έχεις μεταφέρει ότι δηλαδή εργάζομαι στο Ίδρυμα Θαλάσσιας Ζωής και να σου αναφέρω ότι: Το εν λόγω Ίδρυμα συστάθηκε το 1996 με σκοπό την δημιουργία Μουσείων Θαλάσσιας Ζωής και Περιβάλλοντος. Προσωπικά είμαι Πρόεδρος του εν λόγω Ιδρύματος χωρίς απολύτως κανένα Οικονομικό όφελος.

Πρέπει επίσης αγαπητέ συνάδελφε να σου αναφέρω ότι κατά το έτος 1986 έχω προσβληθεί από ανίατη ασθένεια (καρκίνο στις φωνητικές χορδές) και πράγματι το πιο πάνω περιόρισε στο ελάχιστο τις εμφανίσεις μου στα Δικαστήρια της Δημοκρατίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έπαψα οποιαδήποτε στιγμή να είμαι μαχόμενος Δικηγόρος. Σημειώστε ότι ο τελευταίος Δικηγόρος που εργοδότησα κ. Νίκος Γιαπανάς έπαψε να εργάζεται στο γραφείο μου το 1992. Από τότε και μέχρι της στιγμής της αίτησης προς το Ταμείο ήμουν ο μόνος Δικηγόρος στο Δικηγορικό Γραφείο Γεώργιου Τορναρίτη.

Δεν δέχομαι την θεωρία ότι ασκούσα την δικηγορία δια αντιπροσώπου, αυτό μπορούν να το πιστοποιήσουν οι δεκάδες πελάτες του Γραφείου μου που μέχρι πρότινος εδέχοντο τις προσωπικές μου υπηρεσίες.

Προς τούτο σας παραθέτω ενδεικτικά ονόματα Νομικών και φυσικών προσώπων με τα οποία αν θέλετε μπορείτε να έρθετε σε άμεση επικοινωνία:

1.  ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΑΤΜΟΠΛΟΟΙΑ ΛΤΔ,            κ. Ανδρέας Ποταμιάνος

2.  POTAMIANOS IONIAN LINES LTD,           κ. Ανδρέας Ποταμιάνος

3.  LAXIA SHIPPING CO. LTD,        κ. Γιώργος Λιβανός

4.  SAN GEORGE MARITIME LTD,     κ. Γιώργος Λιβανός

5.  H.H. ROBINS (Εμπορικά Σήματα),  Mr. H. Roim

6.  HELLAS TRANSPORTS,            κ. Δ. Παπαρούνης

7.  TRIVIA SHIPPING CO. LTD,       κ. Δ. Παπαρούνης

8.  TIANAR SHIPPING CO. LTD,     κ. Δ. Παπαρούνης

9.  IKEA FRANCHISE & PROJECT

     MARKETING LTD,                        Mr. Knvd Rosendal

10.                                 ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΧΑΝΔΡΗ,              Πολυήμερη ακρόαση στο                     Δικαστήριο Λ/σου,                                                                  Οκτώβριος 1998

11.                                                         VOKOLIDA SHIPPING CO. LTD,       κ. Ι. Καρέλας

12.                                                         EXPORT CREDIT CARANTEE DEPARTMENT (LONDON)

Τέλος αγαπητέ Συνάδελφε θα ήθελα να σας αναφέρω ότι είμαι στη διάθεση σας για οποιαδήποτε διευκρινιστική ερώτηση.»

Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου, σε συνεδρία που πραγματοποιήθηκε στις 22.11.2002, εξέτασε το θέμα της αίτησης του εφεσείοντα για συνταξιοδότηση κλπ. και ομόφωνα αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος. Ο εφεσείων καταχώρησε αγωγή εναντίον του Ταμείου με την οποία ζήτησε τις πιο κάτω θεραπείες:

«Α) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι ο ενάγων τυγχάνει συνταξιούχος δικηγόρος σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί συντάξεων δικηγόρων Νόμων και Κανονισμών.

 Β)  Δήλωση του Δικαστηρίου ότι ο ενάγων είναι δικαιούχος συντάξεως λόγω ασκήσεως δικηγορικού επαγγέλματος σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί δικηγόρων Νόμων και κανονισμών από 1/3/2002.

 Γ)  Διάταγμα του δικαστηρίου όπως οι εναγόμενοι καταβάλουν τα ακόλουθα ποσά.

α) Ποσό £11.899,73 ως εν παραγράφω 9 λεπτομερώς αναφέρεται.

β)         Ποσό £620,16 μηνιαίως από της 1/03/2002 ως σύνταξη ως εν παράγραφο 9 λεπτομερώς αναφέρεται.

γ)  Έξοδα.

δ) Νόμιμον Τόκον.»

Οι διάδικοι διατήρησαν αναλλοίωτες τις θέσεις τους και στη δίκη. Ο εφεσείων επανέλαβε ότι καθόλο το πιο πάνω χρονικό διάστημα, διατηρούσε δικό του δικηγορικό γραφείο στη Λευκωσία και ήταν έτοιμος να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου. Εργοδοτούσε υπαλλήλους, πλήρωνε εισφορές κοινωνικών ασφαλίσεων, τηλέφωνα κλπ. Ο τελευταίος δικηγόρος που εργοδοτήθηκε στο γραφείο του έφυγε περί το 1992 - 1993. Ασχολείτο με δικαστηριακές υποθέσεις, εγγραφές εμπορικών σημάτων, διαχειρίσεις περιουσιών, παροχή νομικών συμβουλών καθώς και με θέματα εταιρικού δικαίου. Παρουσίασε κατάλογο με τα ονόματα δώδεκα πελατών του στους οποίους παρείχε νομικές συμβουλές και υπηρεσίες. Αναφέρθηκε σε υπόθεση του 1998 για την οποία εμφανίστηκε για τουλάχιστο δέκα ημέρες μαζί με το δικηγόρο κ. Λ. Κληρίδη και με αντίδικο το δικηγόρο κ. Λ. Παπαφιλίππου ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Περί το 1984, ως δικηγόρος των Carreras, πήγε μαζί με άλλους δικηγόρους στην Αγγλία για θέματα που αφορούσαν τις καπνοβιομηχανίες της Κύπρου. Περί το 1986 έδωσε νομική συμβουλή σε αγγλικό κυβερνητικό τμήμα σχετικά με την υπογραφή των συμβολαίων αγοράς των αεροπλάνων airbus από τις κυπριακές αερογραμμές. Ενίοτε ταξίδευε στο εξωτερικό για υποθέσεις του γραφείου του. Το 1986 παρέμεινε στο εξωτερικό για μεγάλο χρονικό διάστημα για σκοπούς θεραπείας σοβαρής ασθένειας. Μετά τη διάλυση του γραφείου, το αρχείο υποθέσεων που τηρούσε καταστράφηκε. Απαντώντας σε εισήγηση (θα λέγαμε επιχείρημα) ότι η παράλειψή του να προσκομίσει στο δικαστήριο συγκεκριμένα και πειστικά στοιχεία προς απόδειξη του ισχυρισμού ότι ασκούσε δικηγορία κατά τον κρίσιμο χρόνο, ενισχύει τη θέση του Ταμείου, ο εφεσείων επικαλέστηκε το επαγγελματικό απόρρητο και την εμπιστευτικότητα της σχέσης δικηγόρου πελάτη.

Πάνω στις ίδιες γραμμές κινήθηκε και η μαρτυρία του κ. Μ. Χαραλάμπους ο οποίος εργαζόταν ως υπάλληλος στο δικηγορικό γραφείο του εφεσείοντα από το 1961 μέχρι το 1999. Στο ίδιο γραφείο εργάζονταν ακόμη δύο-τρεις γραμματείς όμως, τα τελευταία χρόνια παρέμεινε μόνο μια γραμματέας την οποία και κατονόμασε. Στο γραφείο εργοδοτήθηκαν κατά καιρούς δικηγόροι και μαθήτευσαν ασκούμενοι δικηγόροι. Ο εφεσείων ερχόταν καθημερινά στο γραφείο εκτός αν απουσίαζε στο εξωτερικό. Οι φάκελοι των υποθέσεων ήταν πολλοί και όταν έφυγε ο εφεσείων από το γραφείο και πήγε στο γραφείο του γιού του περί το 2000-2001, οι φάκελοι μεταφέρθηκαν σε αποθήκη κοντά στο Χίλτον και μετά καταστράφηκαν με φωτιά στον Κοτσιάτη επειδή οι ιδιοκτήτες της αποθήκης ήθελαν το υποστατικό τους.

Από πλευράς Ταμείου, κατέθεσε ο κ. Γ. Κάιζερ, δικηγόρος, ταμίας και γραμματέας του Ταμείου. Ο κ. Κάιζερ εξήγησε τη διαδικασία που ακολουθεί το Ταμείο κατά την εξέταση αιτήσεων για συνταξιοδότηση δικηγόρων και αναφέρθηκε στο ιστορικό της εξέτασης της αίτησης του εφεσείοντα όπως το έχουμε ήδη παραθέσει. Ο κ. Κάιζερ δέχθηκε ότι καθόλο τον ουσιώδη χρόνο ο εφεσείων διατηρούσε δικηγορικό γραφείο στη Λευκωσία και ότι εργοδοτούσε δικηγόρους και υπαλλήλους. Ωστόσο, επέμεινε ότι ο εφεσείων δεν προσφερόταν έτοιμος να ασκήσει το δικηγορικό επάγγελμα κατά τον χρόνο που ενδιαφέρει. Ο κ. Κάιζερ υπέδειξε ότι ο εφεσείων παρέλειψε να προσκομίσει στο Ταμείο έστω και ελάχιστα στοιχεία προς τεκμηρίωση ότι ήταν έτοιμος να ασκήσει το δικηγορικό επάγγελμα. Σύμφωνα με πληροφορίες και την «περιρρέουσα» όπως είπε ατμόσφαιρα, η θέση του Ταμείου είναι ότι ο εφεσείων ασχολείτο με άλλες ασχολίες και όχι με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος.

Η μαρτυρία του εφεσείοντα προδήλως δεν έπεισε το δικαστήριο. Η ευπαίδετη πρωτόδικος δικαστής, σημειώνει ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα χαρακτηριζόταν από μια γενικολογία και αοριστία σε ό,τι αφορά το σημαντικό για την υπόθεση θέμα, δηλαδή το κατά πόσο τα τελευταία 15 - 20 χρόνια προσφερόταν έτοιμος να ασκήσει και/ή ασκούσε αποκλειστικά το δικηγορικό επάγγελμα. Σχετικά με τη μαρτυρία του κ. Κάιζερ η πρωτόδικος δικαστής αναφέρει ότι τη χαρακτήριζε σαφήνεια και θετικότητα.

Η πρωτόδικος δικαστής αφού προσδιόρισε τα παραδεκτά γεγονότα και διατύπωσε τα ευρήματα της επί των γεγονότων, αναφέρθηκε στις σχετικές πρόνοιες του περί Δικηγόρων Νόμου και των κανονισμών για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει την υπόθεσή του στο βαθμό που απαιτείται και απέρριψε την αγωγή.

Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και επιδιώκεται ο παραμερισμός της.

Το Άρθρο 2(1) του περί Δικηγόρων Νόμου Κεφ. 2 προνοεί,

« «δικηγόρος ο οποίος ασκεί το επάγγελμα» σημαίνει δικηγόρο ο οποίος αποκτά το δικαίωμα άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του Άρθρου 11 και ο οποίος έχοντας ως κύριο επάγγελμα την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, προσφέρεται ως έτοιμος να το ασκήσει, και περιλαμβάνει Νομικό Λειτουργό ο οποίος είναι δικηγόρος.»

Σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη για να θεωρείται δικηγόρος ότι ασκεί το επάγγελμα πρέπει να έχει ως κύριο επάγγελμα την άσκηση της δικηγορίας. Η ερμηνεία του όρου «ασκείν τη δικηγορία» δίδεται αναλυτικά στην ερμηνευτική διάταξη του Άρθρου 2(1) του ιδίου νόμου. Ο δικηγόρος πρέπει επίσης να προσφέρεται έτοιμος προς το κοινό, επί πλήρους βάσεως ενασχόλησης να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου. Είναι φανερό ότι ο νόμος θέτει δύο προϋποθέσεις η συνύπαρξη των οποίων αποδεικνύει την  ιδιότητα του δικηγόρου ο οποίος ασκεί το επάγγελμα.

O Kαν. 12Α των περί Δικηγόρων (Συντάξεις και Χορηγήματα) Κανονισμών του 1966 - 2001 προνοεί τα ακόλουθα:

«12.Α.-(1) Κάτοχος ετήσιας άδειας άσκησης του επαγγέλματος που βρίσκεται συνέχεια πάνω από τρεις μήνες ή σχεδόν για όλη τη διάρκεια του έτους για το οποίο του εκδόθηκε η ετήσια άδεια στο εξωτερικό και ως δεδομένο της τέτοιας απουσίας του δεν προσφέρεται έτοιμος να ασκήσει το επάγγελμα του και κάθε κάτοχος τέτοιας άδειας που άλλως πως στη διάρκεια ή μέρος του έτους για το οποίο του εκδόθηκε η τέτοια άδεια δεν προσφέρεται έτοιμος να ασκήσει το επάγγελμα του, χωρίς να απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις του εισφορέα, χάνει το δικαίωμα να συνυπολογιστεί ως συντάξιμη γι' αυτόν περίοδος η τέτοια περίοδος παραμονής του στο εξωτερικό ή ανάλογα η περίοδος εκείνη που, αν και βρισκόταν στην Κύπρο, δεν προσφερόταν έτοιμος να ασκήσει το επάγγελμα.

Νοείται ότι οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται και σε σχέση με εισφορέα που δε συμπλήρωσε τη διετή περίοδο από την πρώτη εγγραφή του στο Μητρώο Δικηγόρων.

(2) Εισφορέας που εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις της παραγράφου (1) του παρόντος Κανονισμού απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις του εισφορέα, αν, χωρίς χρονοτριβή και οπωσδήποτε όχι αργότερα από τρεις μήνες από τη συμπλήρωση του αντίστοιχου για την περίπτωση του γεγονότος, πληροφορήσει σχετικά με έγγραφη ειδοποίηση το Συμβούλιο του Ταμείου για τον ακριβή χρόνο και λόγο της απουσίας του στο εξωτερικό ή ανάλογα για τη χρονική περίοδο στη διάρκεια της οποίας δεν προσφερόταν έτοιμος να ασκήσει το επάγγελμα.

Νοείται ότι το Συμβούλιο δύναται να απαιτήσει τέτοια αποδεικτικά στοιχεία που δυνατόν να θεωρήσει σκόπιμο για την επιβεβαίωση των ισχυρισμών του εισφορέα εκείνου ο οποίος ζητά την απαλλαγή.»

O Kαν. 22 των πιο πάνω Kανονισμών προνοεί,

«Το Συμβούλιο δύναται να απαιτήση τοιαύτα αποδεικτικά στοιχεία οία δυνατόν να θεωρήση σκόπιμα περί του ότι οιονδήποτε πρόσωπον το οποίον αξιοί ότι δικαιούται εις σύνταξιν ή εκ μέρους του οποίου διατυπούται τοιαύτη αξίωσης, ευρίσκεται εν ζωή και δικαιούται εις σύνταξιν, δύναται δε να αρνηθή την καταβολήν οιασδήποτε συντάξεως μέχρις ότου παρασχεθώσι τοιαύτα αποδεικτικά στοιχεία ικανοποιούντα το Συμβούλιο.»

Το διοικητικό συμβούλιο του Ταμείου, ως οι διαχειριστές της περιουσίας του Ταμείου και το αρμόδιο εκ του νόμου όργανο για την εξέταση των αιτήσεων των μελών του για συνταξιοδότηση κλπ, ορθά αποφάσισε, κάτω από τις δοσμένες περιστάσεις, να διερευνήσει περαιτέρω το βάσιμο του αιτήματος του εφεσείοντα. Το Ταμείο είχε νομική υποχρέωση, προτού αποφασίσει οριστικά επί της αιτήσεως, να ενεργήσει με τον τρόπο που ενήργησε και να καλέσει τον εφεσείοντα να προσκομίσει αξιόπιστα στοιχεία προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο πληρούσε τις εκ του νόμου προϋποθέσεις για να δικαιούται στην καταβολή σύνταξης και συνταξιοδοτικών ωφελημάτων.

Με την απόφαση του Ταμείου για απόρριψη του αιτήματος προέκυψε η διαφορά για την επίλυση της οποίας ο εφεσείων καταχώρησε την αγωγή ενώπιον του επαρχιακού δικαστηρίου. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η νομιμότητα των αποφάσεων του Ταμείου δεν υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Βλ. Ραφαήλ κ.ά. ν. Ταμείου Συντάξεως Δικηγόρων (2000) 4 Α.Α.Δ. 1212.

Παραθέσαμε εκτενώς τα γεγονότα που αφορούσαν στη διαδικασία εξέτασης  της αίτησης του εφεσείοντα ενώπιον του Ταμείου αφενός για να γίνει καλύτερα κατανοητή η υπόθεση στο σύνολό της και αφετέρου για να καταδειχθεί η αλληλουχία και ο συσχετισμός των γεγονότων με τη διαδικασία στο επαρχιακό δικαστήριο.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα ήταν γενικόλογη και αόριστη. Ο εφεσείων, ο οποίος είχε το βάρος απόδειξης, όφειλε να προσκομίσει ικανοποιητικά και αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία για να αποδείξει, στο βαθμό που απαιτείται σε αστικές υποθέσεις, ότι έχει βάσιμη αξίωση. Οι γενικόλογες αναφορές ότι καθόλο τον κρίσιμο χρόνο εμφανιζόταν στα δικαστήρια και ήταν πάντοτε έτοιμος να ασκήσει το δικηγορικό επάγγελμα, ορθά κρίθηκε ότι δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις του νόμου προς απόδειξη της ιδιότητας του δικηγόρου ο οποίος ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα. Η αδιαμφισβήτητη μαρτυρία ότι ο εφεσείων διατηρούσε γραφείο με γραμματειακό προσωπικό, στελεχωμένο ενίοτε με δικηγόρους, δεν αποδεικνύει το ζητούμενο ότι δηλαδή, ο εφεσείων όντως προσφερόταν έτοιμος προς το κοινό να ασκήσει το δικηγορικό επάγγελμα πάνω σε βάση πλήρους ενασχόλησης.

Ο εφεσείων σαφώς απέτυχε να αποδείξει ότι το Ταμείο ερμήνευσε λανθασμένα το νόμο και τους κανονισμούς ή  ότι άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια. Η αξίωση του εφεσείοντα θα μπορούσε να επιτύχει μόνο αν προσκομιζόταν πειστική μαρτυρία η οποία θα παρείχε στο δικαστήριο το έρεισμα για τη συναγωγή συμπερασμάτων αντίθετο προς ό,τι το Ταμείο αποφάσισε, κατάληξη που θα συνεπαγόταν έκδοση απόφασης υπέρ του εφεσείοντα ως η απαίτηση εφόσον τα ποσά δεν αμφισβητούνται.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα  υπέρ του εφεσίβλητου Ταμείου.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου Ταμείου.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο