ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 1 ΑΑΔ 732

12 Ιουνίου, 2008

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Εφεσείοντες,

v.

PELAGOS DISALINATION SERVICES LTD,

Eφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 352/2006)

 

Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Αξιώσεις εργοδοτουμένων για οφειλόμενα υπόλοιπα σε σχέση με τις ετήσιες άδειές τους στηριζόμενες στον περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμο του 1967 (Ν.8/67 όπως τροποποιήθηκε) και τους ομώνυμους Κανονισμούς η εφαρμογή των οποίων στην περίπτωση εξαιρείτο ― Κατά πόσο οι αξιώσεις είχαν οποιαδήποτε πιθανότητα επιτυχίας.

Οι διεκδικήσεις των εφεσειόντων ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών αφορούσαν διάφορα ποσά που ο καθένας από αυτούς θεωρούσε ότι συνιστούσαν οφειλόμενα υπόλοιπα από τους εφεσίβλητους εργοδότες τους σε σχέση με τις ετήσιες άδειές τους. Οι αξιώσεις των εφεσειόντων περιορίστηκαν στο έτος 2004 και μέρος του 2005 και διατυπώθηκαν με αναφορά σε ποσοστό 8% το οποίο προκύπτει από τις διατάξεις των Άρθρων 8 και 9 του περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν.8/67 όπως τροποποιήθηκε) (ο Νόμος) σε συνδυασμό με τις πρόνοιες των επί τούτου ομώνυμων Κανονισμών που ακριβώς θεσπίστηκαν δυνάμει του Άρθρου 9. Σε τέτοια περίπτωση ο εργοδοτούμενος εισπράττει από το Κεντρικό Ταμείο Αδειών ανάλογα. Κατά την επίμαχη περίοδο ίσχυε πιστοποιητικό εξαίρεσης το οποίο εκδόθηκε στη βάση του Άρθρου 11(1) του Νόμου και απολήγει σε πληρωμές από τον εργοδότη προς τον εργοδοτούμενο απευθείας. Οι εφεσείοντες διατηρούσαν την άποψη ότι «οι όροι πληρωμής των αδειών ήταν δυσμενέστεροι με βάση την εξαίρεση».

Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθόρισε ότι το επίδικο θέμα αφορούσε το κατά πόσο κατά την χρονική περίοδο που ίσχυε η εξαίρεση, ο εργοδότης είχε υποχρέωση καταβολής ποσοστού που θα έπρεπε να καταβάλλεται στο Κεντρικό Ταμείο Αδειών, αν δεν υπήρχε η εξαίρεση και περαιτέρω να εκδικάσει προς τους αιτητές ποσά τα οποία θα ελάμβαναν αν πληρώνονταν από το Ταμείο και όχι από τον εργοδότη. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η διαφορά μεταξύ των διαδίκων αφορούσε εργατική διαφορά και επεσήμανε πως, «εφόσον υπήρχε η εξαίρεση δεν αναμένετο να εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Μέρους ΙΙΙ του Νόμου και των Κανονισμών».

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση αμφισβητώντας την ορθότητά της. Διατυπώθηκαν και λόγοι έφεσης ιδίως υπό την αντίληψη πως το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως δεν υπήρχε εργατική διαφορά για την οποία μπορούσε να αναλάβει δικαιοδοσία.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο αρμόδιος Υπουργός ενέκρινε σχέδιο και εξέδωσε πιστοποιητικό εξαίρεσης στη βάση του Άρθρου 11 του Νόμου. Συνεπώς οι εφεσίβλητοι εξαιρούνταν από τις διατάξεις «του παρόντος μέρους» στο οποίο εντάσσονται τα Άρθρα 8 και 9 και οποιωνδήποτε Κανονισμών που εκδίδονται που περιλαμβάνουν το προσδιοριζόμενο ποσοστό. Οι εφεσείοντες, όμως, ενώ δεν αντιμάχονται αυτή την πραγματικότητα, διεκδίκησαν ως οφειλόμενα ποσά όχι κατ' επίκληση του σχεδίου αλλά ως «ποσοστό 8% επί των συνολικών αποδοχών.....».

2.  Το Σχέδιο θα μπορούσε να είναι ευνοϊκότερο κατά άλλους τρόπους και δεν δικαιολογείται αξίωση στηριγμένη στις πρόνοιες του Νόμου, η εφαρμογή των οποίων στην παρούσα περίπτωση ρητά εξαιρείται.

Η έφεση απορρίφθηκε με €1.700 έξοδα περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α. υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Λάρνακας, (Ζαμπακίδου - Μουρτουβάνη, Δ/στής), (Αγωγές Αρ. 533/05, 548/05), ημερομ. 9.10.06.

Χρυσ. Αργυρού με Χρ. Κωνσταντίνου, για τους Εφεσείοντες.

Π. Ιακωβίδης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Οι εφεσείοντες με ξεχωριστές αιτήσεις τους που συνεκδικάστηκαν από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, διεκδίκησαν από τους εφεσίβλητους εργοδότες τους διάφορα ποσά που ο καθένας θεωρούσε ότι συνιστούσαν οφειλόμενα υπόλοιπα σε σχέση με τις ετήσιες άδειές τους.  Οι διεκδικήσεις τους άρχιζαν από το 2001, αλλά με την αναγνώριση πως μέρος τους, για ορισμένα χρόνια, ούτως ή άλλως είχε παραγραφεί, περιορίστηκαν στο έτος 2004 και μέρος του 2005.

Θεσμοθετήθηκαν δυο τρόποι πληρωμής.  Ο πρώτος προκύπτει από τις διατάξεις των Άρθρων 8 και 9 του περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν. 8/67 όπως τροποποιήθηκε) σε συνδυασμό με τις πρόνοιες των επί τούτου ομώνυμων Κανονισμών που ακριβώς θεσπίστηκαν δυνάμει του Άρθρου 9.  Σε εκείνη την περίπτωση, ο εργοδότης καταβάλλει στο Κεντρικό Ταμείο Αδειών ποσοστό «πάνω σε κάθε λίρα που κερδίζεται», ανάλογα με τη διάρκεια της άδειας, εν προκειμένω, 8%.  Οπότε ο εργοδοτούμενος εισπράττει από το Κεντρικό Ταμείο Αδειών ανάλογα. Ο δεύτερος προκύπτει από τις διατάξεις του Άρθρου 11 του Νόμου και απολήγει σε πληρωμές από τον εργοδότη προς τον εργοδοτούμενο απευθείας.  Είναι στις επιπτώσεις από την εφαρμογή αυτού του άρθρου που αφορά η παρούσα υπόθεση και το παραθέτουμε ολόκληρο:

«11.-(1)  O Υπουργός έχει εξουσίαν όπως εγκρίνη, διά πιστοποιητικού εκδοθησομένου κατά την κρίσιν του, σχέδιον εργοδότου δι' αδείας γινόμενον προς υποκατάστασιν των διατάξεων του Μέρους ΙΙ του παρόντος Νόμου εάν κατά την γνώμην του το σχέδιον τούτο είναι κατά την εφαρμογήν του ευεργετικότερον εις τους εργοδοτουμένους ή αι διατάξεις του ειρημένου Μέρους ΙΙ.

(2)  Όταν ο Υπουργός εκδίδη τοιούτον πιστοποιητικόν, ο εργοδότης εξαιρείται των διατάξεων του παρόντος Μέρους και οιωνδήποτε Κανονισμών εκδιδομένων δυνάμει αυτού ως προς τοιαύτην τάξιν ή τάξεις εργοδοτουμένων οίαι ήθελον καθορισθή εν τω πιστοποιητικώ εφόσον τούτο διατελή εν ισχύϊ:

Νοείται ότι -

(α) ο εργοδότης δίδει ένορκον διαβεβαίωσιν εις τον Υπουργόν εις τοιαύτην ημέραν οίαν ο Υπουργός ήθελεν ορίσει, βεβαιούσαν ότι οι υπό του πιστοποιητικού επιβληθέντες όροι ετηρήθησαν κατά το παρελθόν έτος.  Διά το πρώτον έτος της ισχύος του παρόντος Νόμου τοιαύτη ένορκος διαβεβαίωσις δεν είναι αναγκαία·

(β) εργοδότης ο οποίος εφαρμόζει σχέδιον εγκριθέν διά πιστοποιητικού συμμορφούται προς οιασδήποτε απαιτήσεις οιωνδήποτε Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει του παρόντος Νόμου αναφερομένας εις εργοδοτουμένους οι οποίοι αλλάσσουσι τον εργοδότην των.»

Ο Υπουργός ενέκρινε σχέδιο και εξέδωσε πιστοποιητικό κατά τα ανωτέρω.  Συνεπώς οι εφεσίβλητοι εξαιρούνταν από τις διατάξεις «του παρόντος μέρους» στο οποίο εντάσσονται τα Άρθρα 8 και 9 και οποιωνδήποτε Κανονισμών που εκδίδονται που περιλαμβάνουν το προσδιοριζόμενο ποσοστό. Οι εφεσείοντες, όμως, ενώ δεν αντιμάχονται αυτή την πραγματικότητα, διεκδίκησαν ως οφειλόμενα ποσά όχι κατ' επίκληση του σχεδίου αλλά ως «ποσοστό 8% επί των συνολικών αποδοχών ..».  Ορθά, επομένως, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της αντιδικίας όπως την προσδιόριζαν οι γραπτές προτάσεις, καθόρισε το επίδικο θέμα:

«Το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει, με βάση τα ενώπιόν του στοιχεία και εφαρμόζοντας τις πρόνοιες του Νόμου, κατά πόσο, κατά την χρονική περίοδο που ίσχυε η εξαίρεση, ο εργοδότης είχε υποχρέωση καταβολής ποσοστού που θα έπρεπε να καταβάλλεται στο Κεντρικό Ταμείο Αδειών, αν δεν υπήρχε η εξαίρεση και περαιτέρω να επιδικάσει προς τους αιτητές ποσά τα οποία θα ελάμβαναν αν πληρώνονταν από το Ταμείο Αδειών και όχι από τον εργοδότη.»

Εν τούτοις, στη συνέχεια, το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεκτάθηκε σε άλλα θέματα. Σημείωσε πως το Δικαστήριο «καλείται να επέμβει στους όρους της εξαίρεσης που δόθηκε από τον Υπουργό και αν αυτοί οι όροι τηρούνταν ή όχι», για να καταλήξει πως «αυτό αφορούσε αποκλειστικά τον Υπουργό και την εταιρεία» και πως «δεν υπήρξε εργατική διαφορά με την πιο πάνω έννοια για να δώσει στο Δικαστήριο δικαίωμα επέμβασης». Και πως το Δικαστήριο δεν «μπορεί να επιδικάσει οποιαδήποτε ποσά που οι αιτητές αξιώνουν τα οποία δεν έχουν λάβει λόγω του τρόπου πληρωμής τους κατά τη διάρκεια της άδειας τους». Με περαιτέρω παρατηρήσεις αναφορικά με τις δυνατότητες που εκτιμούσε ότι παρέχονταν, εφόσον οι αιτητές διατηρούσαν την άποψη ότι «οι όροι πληρωμής των αδειών ήταν δυσμενέστεροι με βάση την εξαίρεση».

Τα πιο πάνω έδωσαν αφορμή για τη διατύπωση λόγων έφεσης ιδίως υπό την αντίληψη πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως δεν υπήρχε εργατική διαφορά για την οποία μπορούσε να αναλάβει δικαιοδοσία.  Περαιτέρω, με την επισήμανση πως ουδέποτε, όπως αντιλήφθηκε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ζήτησαν επέμβασή του στους όρους της εξαίρεσης που δόθηκε από τον Υπουργό.  Όμως το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποποιήθηκε της δικαιοδοσίας του για την εκδίκαση του επίδικου θέματος, όπως το προσδιόρισαν οι έγγραφες προτάσεις, ως εργατικής διαφοράς που και οι εφεσίβλητοι δέχτηκαν ενώπιόν μας ότι υπήρχε.

Είναι εκτίμηση ως προς την κατ' ουσίαν φύση του που διατύπωνε και, δεν προτιθέμεθα να εκφράσουμε άποψη ως προς τις δυνατότητες που προσφέρονται στην περίπτωση αιτήματος με στήριγμα τη θέση πως οι εργοδότες δεν τηρούσαν το σχέδιο εργοδότη που εγκρίθηκε με πιστοποιητικό εξαίρεσης.  Ούτε και θεωρούμε πως ακόμα και η εσφαλμένη εκτίμηση πως οι αιτητές έβαλλαν κατά του σχεδίου, ως μη ευνοϊκότερου για τους εργοδοτούμενους, διαφοροποιεί ό,τι μας φαίνεται να αποτελεί την ουσία.

Κατά την επίμαχη περίοδο ίσχυε πιστοποιητικό εξαίρεσης και δεν είναι θέματα αυτής της διαδικασίας ο μεταγενέστερος τερματισμός της ισχύος του και ο λόγος γι' αυτό.  Με αυτό ως δεδομένο, τις υποχρεώσεις των εφεσιβλήτων θα μπορούσαμε να τις διαγνώσουμε μόνο με την αντιπαραβολή των πληρωμών που γίνονταν προς τους όρους του σχεδίου που ενέκρινε ο Υπουργός.  Οι εφεσείοντες δεν αναφέρθηκαν καν στο σχέδιο, μάλιστα, όπως διευκρινίστηκε, αυτό ούτε καν κατατέθηκε ως μέρος των πραγματικών δεδομένων και οι αξιώσεις διατυπώθηκαν με αναφορά σε ποσοστό 8% το οποίο, όμως, καθορίζεται από τις πρόνοιες που ρητά, κατά το Νόμο, δεν εφαρμόζονται, πλέον, στην περίπτωση.

Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ενώπιόν μας πως δεν ήταν αναγκαίο να αναφερθούν στις πρόνοιες του σχεδίου.  Κατά το συλλογισμό τους, αφού αυτό εγκρίθηκε από τον Υπουργό, κατ' ανάγκη ήταν ευνοϊκότερο γι' αυτούς.  Οπότε το 8% που διεκδίκησαν ήταν το μικρότερο στο οποίο θα δικαιούνταν.  Για να ενισχύσουν δε το επιχείρημά τους αναφέρθηκαν και στη μαρτυρία της Α. Παφίτου, Προϊσταμένης Επιθεωρητών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αναφορικά με το πώς κατά τη γνώμη της λειτουργεί ο Νόμος.

Τα νομικά ζητήματα επιλύονται από το Δικαστήριο, δεν μπορούμε να συμμεριστούμε αυτές τις σκέψεις και είναι ορθή, η έστω μαζί με τα άλλα, επισήμανση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως, «εφόσον υπήρχε η εξαίρεση δεν αναμένετο να εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Μέρους ΙΙΙ του Νόμου και των Κανονισμών». Το Σχέδιο, όπως ορθά εισηγούνται οι εφεσίβλητοι, θα μπορούσε να είναι ευνοϊκότερο κατά άλλους τρόπους και δεν δικαιολογείται αξίωση στηριγμένη στις πρόνοιες του Νόμου, η εφαρμογή των οποίων στην περίπτωση ρητά εξαιρείται. 

Η έφεση απορρίπτεται με €1.700 έξοδα περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α. υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.

Η έφεση απορρίπτεται με €1.700 έξοδα περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α. υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο