ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 1 ΑΑΔ 560

23 Aπριλίου, 2008

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΑΛΙΑ,

Εφεσείων,

ν.

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΑΘΕΣΕΩΣ ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ (ΣΟΔΑΠ) ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 121/2006)

 

Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Τερματισμός υπηρεσιών εργοδοτουμένου ― Παράνομος τερματισμός ― Επιδίκαση αποζημιώσεων στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης και του Άρθρου 7 του περί της Συμβάσεως περί του Tερματισμού της Απασχόλησης (Κυρωτικού) Νόμου 45/85, ο οποίος έχει κυρώσει τη Διεθνή Σύμβαση του 1982 ― Αποτελεί τη θεραπεία του εργοδοτουμένου, εκτός εάν υπάρχει στο νόμο διαφορετική πρόβλεψη.

Ο διαιτητής, ο οποίος είχε διοριστεί για να διερευνήσει το θέμα που ανεφύη μεταξύ του εφεσείοντος και του εφεσίβλητου ως εκ του τερματισμού των υπηρεσιών του πρώτου, εξέδωσε πόρισμα με το οποίο κρίθηκε πως ο εν λόγω τερματισμός ήταν παράνομος γιατί δεν παρασχέθηκε στον εφεσείοντα η ευκαιρία να ακουστεί πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης, και του επιδίκασε αποζημιώσεις ύψους £20.000. Ο εφεσείων προσέβαλε το πόρισμα του διαιτητή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, υποστηρίζοντας ότι έπρεπε να αποκατασταθεί στη θέση που κατείχε.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το διάβημα του εφεσείοντος κρίνοντας πως δεν διαπιστώθηκε οποιοσδήποτε λόγος για την ακύρωση του σχετικού πορίσματος. Το Δικαστήριο έκρινε πως ήταν ορθή επί τούτου η απόφαση του διαιτητή ότι δεν είχε αρμοδιότητα να ικανοποιήσει το αίτημα του εφεσείοντος για αποκατάστασή του στη θέση που κατείχε.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Ο δικηγόρος του εισηγήθηκε ότι εφόσον, αυτός υπηρετούσε και μάλιστα σε υψηλόβαθμη θέση και κρίθηκε από το διαιτητή πως η απόφαση για τερματισμό των υπηρεσιών του ήταν εξ υπαρχής άκυρη, τούτο σημαίνει πως η σχετική απόφαση ουδέποτε ελήφθη. Άρα ο εφεσείων δικαιούται να αποκατασταθεί στη θέση του. Ο δικηγόρος του εφεσείοντος υπέβαλε επίσης ότι στην Αγγλία, υπάρχει νομολογία η οποία υποστηρίζει τη θέση του, στη βάση του κοινοδικαίου, κάνοντας ειδική αναφορά στην υπόθεση Gunton v. London Borough of Richmond upon Thames [1980] 3 All E.R. 577.

Αποφασίστηκε ότι:

Η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος όχι μόνο δεν υποστηρίζεται αλλά αντίθετα, στην προαναφερθείσα απόφαση, επιβεβαιώνεται η γνωστή αρχή του κοινοδικαίου πως η μόνη θεραπεία για παράνομο τερματισμό υπηρεσιών είναι οι αποζημιώσεις.

Το πόρισμα, επομένως, του διαιτητή είναι κατά νόμο ορθό.

Η έφεση απορρίφθηκε με €2.500 έξοδα, περιλαμβανομένου και του Φ.Π.Α.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Gunton v. London Borough of Richmond upon Thames [1980] 3 All E.R. 577.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Κίτσιος, Α.Ε.Δ.), (Γεν. Αίτ. Αρ. 197/02), ημερομ. 17.2.06.

Αλ. Μαρκίδης, για τον Εφεσείοντα.

Χρ. Μελίδης για Α. Νεοκλέους, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.:  Ο εφεσείων διορίστηκε από την Επιτροπεία  του εφεσίβλητου Συνεργατικού Οργανισμού Διαθέσεως Αμπελουργικών Προϊόντων (ΣΟΔΑΠ) στη θέση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή από 3.2.1997 και μετά στη θέση Γενικού Διευθυντή/Γραμματέα  από 22.2.1997. Ο εφεσίβλητος Οργανισμός είναι Συνεργατική εταιρεία που καθιδρύθηκε και λειτουργεί βάσει του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου Ν.22/85, όπως τροποποιήθηκε. Στις 22.9.1999 ο Πρόεδρος της Επιτροπείας του εφεσίβλητου  πληροφόρησε τον εφεσείοντα πως οι υπηρεσίες του τερματίζονταν σύμφωνα με το Άρθρο 5(στ) του περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου 24/67.  Στην επιστολή αυτή αναφερόταν πως η απόφαση λήφθηκε σε συνεδρία της Επιτροπής που έλαβε χώρα στις 20.9.1999, καταγράφονται δε και οι λόγοι που οδήγησαν στη λήψη της πιο πάνω απόφασης. Ο εφεσείων αμφισβήτησε τη νομιμότητα της απόφασης για τερματισμό των υπηρεσιών του. Με επιστολή δε του δικηγόρου του, ημερ. 5.10.1999, προς τον Έφορο Συνεργατικών Εταιρειών και Συνεργατικής Ανάπτυξης ζήτησε την παραπομπή του θέματος σε διαιτησία βάσει του Άρθρου 52 του Νόμου, θεωρώντας πως είχε προκύψει διαφορά μεταξύ του ιδίου, ως αξιωματούχου, και του εφεσίβλητου, τέτοιας φύσεως που μπορούσε να παραπεμφθεί σε διαιτησία, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Ο Έφορος Συνεργατικών Εταιρειών και Συνεργατικής Ανάπτυξης διόρισε διαιτητή, ο οποίος και επελήφθη του ζητήματος που ανεφύη μεταξύ του εφεσείοντος και του εφεσίβλητου ως εκ του τερματισμού των υπηρεσιών του πρώτου.  Ο εφεσίβλητος αμφισβήτησε ενώπιον του διαιτητή κατά πόσο η απόφαση του ενέπιπτε στην έννοια της διαφοράς που σύμφωνα με το Νόμο μπορεί να παραπεμφθεί σε διαιτησία.  Ο διαιτητής αποφάσισε επί τούτου υπέρ του εφεσείοντος, αιτιολογώντας την κρίση του πως επρόκειτο περί διαφοράς η οποία εμπίπτει στο Άρθρο 52(1)(γ) του Νόμου, εφόσον ανεφύη μεταξύ της «Επιτροπείας ή του Συμβουλίου αυτής και οιουδήποτε αξιωματούχου, αντιπροσώπου ή υπαλλήλου της Επιτροπείας». 

Ο διαιτητής  προχώρησε στην έρευνα του στο τέλος της οποίας εξέδωσε πόρισμα.  Από τα πρακτικά της διαιτησίας διαπιστώνεται η ενδελεχής συζήτηση που έγινε ενώπιον του, η οποία και μεταφέρεται στο μακροσκελές πόρισμα του. Έκρινε πως ο τερματισμός των υπηρεσιών του εφεσείοντος ήταν παράνομος γιατί δεν παρασχέθηκε σ' αυτόν η ευκαιρία να ακουστεί πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης. Στήριξε δε την κρίση του στα γεγονότα της υπόθεσης, όπως ο ίδιος τα διαπίστωσε, και στο Άρθρο 7 του περί της Συμβάσεως περί του Τερματισμού της Απασχόλησης (Κυρωτικού) Νόμου 45/85, ο οποίος έχει κυρώσει τη Διεθνή Σύμβαση του 1982.  Το άρθρο προνοεί τα ακόλουθα:

«Η απασχόληση εργαζομένου δεν πρέπει να τερματίζεται για λόγους σχετιζόμενους με τη συμπεριφορά του ή την εργασία του πριν να του δοθεί η δυνατότητα να υπερασπίσει τον εαυτό του από τις καταγγελίες που έχουν διατυπωθεί σε βάρος του, εκτός αν δεν μπορεί λογικά να αναμένεται από τον εργοδότη να του δώσει αυτή τη δυνατότητα».

Ο διαιτητής προχώρησε και διερεύνησε και τους λόγους τους οποίους πρόβαλε ο εφεσίβλητος για να προβεί στον τερματισμό των υπηρεσιών του εφεσείοντος. Έκρινε δε πως δεν ευσταθούσαν εφόσον οι εφεσίβλητοι, που είχαν και το βάρος της απόδειξης τους, δεν κατόρθωσαν να το αποσείσουν.  Με αυτά ως δεδομένα ο διαιτητής συζήτησε στο πόρισμα του το θέμα των αποζημιώσεων που θα΄πρεπε να  καταβληθούν στον εφεσείοντα, τις οποίες και υπολόγισε σε £20.000.

Ο εφεσείων δεν έμεινε ικανοποιημένος από το πόρισμα του διαιτητή.  Διατείνεται πως ο διαιτητής θα΄πρεπε να απευθυνθεί στον Έφορο Συνεργατικών Εταιρειών και να τον καλέσει να ακυρώσει την απόφαση του εφεσίβλητου, να τερματίσει τις υπηρεσίες του εφεσείοντος, ώστε να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντα που είχε.  Να αποκατασταθεί δηλαδή στη θέση  που κατείχε.  Προσέβαλε ως εκ τούτου το πόρισμα της διαιτησίας στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού. 

Ο πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε το διάβημα του εφεσείοντος, κρίνοντας πως δεν διαπιστώθηκε κανένας από τους λόγους που η νομολογία θέτει για την ακύρωση πορίσματος διαιτησίας. Δεν αποδείχθηκε δηλαδή κακή συμπεριφορά του διαιτητή, κακός χειρισμός της υπόθεσης, παράτυπη διεξαγωγή της διαιτησίας, ή πως η απόφαση του εκδόθηκε παράτυπα.  Για το επίμαχο δε νομικό ζήτημα, της αξίωσης δηλαδή του εφεσείοντος να αποκατασταθεί στη θέση του, ο Δικαστής, εφαρμόζοντας γνωστή και παγιωμένη αρχή του κοινοδικαίου, έκρινε πως ήταν ορθή επί τούτου η απόφαση του Διαιτητή, ότι δηλαδή δεν είχε τέτοια αρμοδιότητα και επιπλέον ο νόμος δεν του επέτρεπε κάτι τέτοιο.  Το μόνο που μπορούσε να κάνει ο διαιτητής, καθώς αποφάσισε, ήταν να υπολογίσει το ποσό των αποζημιώσεων στο οποίο ο εφεσείων εδικαιούτο, λόγω του παράνομου τερματισμού των υπηρεσιών του.

Στην υπό συζήτηση έφεση από την πρωτόδικη απόφαση εγείρεται το ίδιο νομικό ζήτημα.  Ο κ.Μαρκίδης, δικηγόρος του εφεσείοντος, εισηγήθηκε πως, επειδή η σύσταση και λειτουργία των συνεργατικών εταιρειών διέπεται από Νόμο δημιουργείται ως προς την υπόσταση τους μία «sui generis», όπως τη χαρακτήρισε θεσμική κατάσταση, που τις διαφοροποιεί στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, όπου ορθά δέχθηκε πως ανήκουν, καθώς εξάλλου επανειλημμένα έχει βεβαιώσει η νομολογία μας. 

Εφόσον, συνεχίζει η εισήγηση, ο εφεσείων υπηρετούσε και μάλιστα σε υψηλόβαθμη θέση και κρίθηκε από το διαιτητή πως η απόφαση για τερματισμό των υπηρεσιών του ήταν εξ΄υπαρχής άκυρη, τούτο σημαίνει πως η σχετική απόφαση ουδέποτε ελήφθη.  Άρα ο εφεσείων δικαιούται να αποκατασταθεί στη θέση του.  Να σημειώσουμε βέβαια πως οι φράσεις «εξ΄υπαρχής άκυρη» και «μηδέποτε ληφθείσα» είναι δάνεια από το δημόσιο δίκαιο, που δεν εφαρμόζεται στην υπόθεση που εξετάζουμε. 

Ο δικηγόρος του εφεσείοντος για να προωθήσει περαιτέρω το επιχείρημα του πρόβαλε ακόμη ένα νομικό σημείο, που ενδιαφέρει να συζητηθεί.  Πρότεινε πως και στην Αγγλία, την κοιτίδα του κοινοδικαίου, υπάρχει νομολογία που υποστηρίζει τη θέση του.  Έκανε δε ειδική αναφορά στην υπόθεση  Gunton v. London Borough of Richmond upon Thames [1980] 3 All E.R. 577, που συζητήθηκε ενώπιον εφετείου της Αγγλίας.

Μελετήσαμε με προσοχή την υπόθεση στην οποία και οι τρεις δικαστές του εφετείου εξέδωσαν ξεχωριστή απόφαση. Έχουμε τη γνώμη, για τους λόγους που εξηγούμε παρακάτω, πως η εισήγηση του κ. Μαρκίδη όχι μόνο δεν υποστηρίζεται αλλά αντίθετα στην απόφαση επιβεβαιώνεται η γνωστή αρχή του κοινοδικαίου πως η μόνη θεραπεία για παράνομο τερματισμό υπηρεσιών είναι οι αποζημιώσεις. Τα γεγονότα της υπόθεσης Gunton είναι σε συντομία τα εξής: 

Ο ενάγων εργοδοτήθηκε από το τοπικό Συμβούλιο με σύμβαση που πρόβλεπε πως οι υπηρεσίες του μπορούσαν να τερματιστούν με ένα μήνα προειδοποίηση.  Αργότερα ενσωματώθηκαν στη σύμβαση κανονισμοί του Συμβουλίου οι οποίοι πρόβλεπαν για τη διαδικασία που θα ακολουθείτο, σε περίπτωση διαθεσιμότητας και τερματισμού των υπηρεσιών λειτουργών του Δήμου για παράβαση των κανόνων πειθαρχίας. Οι κανονισμοί αυτοί πρόβλεπαν ορισμένα στάδια, περιλαμβανομένης και ακρόασης κατ΄έφεση ενώπιον Επιτροπής, διαδικασία που θα χρειαζόταν περισσότερο χρονικό διάστημα από ένα μήνα για να ολοκληρωθεί.  Το 1975 το Συμβούλιο αποφάσισε πως η συμπεριφορά του ενάγοντος δεν ήταν συμβατή με τους όρους του συμβολαίου του και αποφάσισε τον τερματισμό των υπηρεσιών του.  Το Νοέμβριο του 1975 ειδοποιήθηκε για την πρόθεση αυτή του Συμβουλίου αλλά και του δικαιώματος του για έφεση ενώπιον της πιο πάνω επιτροπής.  Το  Συμβούλιο, επομένως, θεώρησε τον τερματισμό των υπηρεσιών του ενάγοντος ως πειθαρχικό ζήτημα. Προχώρησε όμως άμεσα στο στάδιο της έφεσης ενώπιον της επιτροπής παρακάμπτοντας ορισμένα προκαταρκτικά στάδια.  Στις 12.1.1976 η Επιτροπή αφού άκουσε τον ενάγοντα, εισηγήθηκε τον τερματισμό των υπηρεσιών του.  Κατά συνέπεια το Συμβούλιο, στις 13 Ιανουαρίου, με επιστολή του προς τον ενάγοντα τον πληροφορούσε πως τερματίζονταν οι υπηρεσίες του από 14 Φεβρουαρίου, δίδοντας δηλαδή σ΄αυτόν, ένα μήνα προειδοποίηση, όπως πρόβλεπε η σύμβαση εργοδότησης του.  Ο ενάγων αξίωνε στην αγωγή του, δήλωση πως ο τερματισμός των υπηρεσιών του ήταν παράνομος, εκτός της αρμοδιότητας του Συμβουλίου, και επομένως άκυρος.  Γι΄αυτό και διεκδικούσε δήλωση του Δικαστηρίου ότι παρέμενε ως εργοδοτούμενος του Συμβουλίου.  Διαζευκτικά αξίωνε και αποζημιώσεις.  Ο δικαστής πρωτοδίκως έκρινε πως η επιστολή του Συμβουλίου, ημερομηνίας 13  Ιανουαρίου, προς τον ενάγοντα δεν απέληγε σε τερματισμό των υπηρεσιών του.  Γι΄αυτό και θα΄πρεπε να γίνει έρευνα αναφορικά με τις αποζημιώσεις στις οποίες εδικαιούτο, στη βάση ολόκληρης της περιόδου που θα παρέμενε ως εργοδοτούμενος μέχρι την ηλικία αφυπηρετήσεως, εκτός αν στο μεταξύ κρινόταν ως πλεονάζων ή τερματίζονταν οι υπηρεσίες του με βάση την πειθαρχική διαδικασία. 

Η πρωτόδικη απόφαση ανετράπη στο Εφετείο.  Και στις τρεις αποφάσεις  των Δικαστών γίνεται ευρεία αναφορά στη νομολογία η οποία επιβεβαιώνει την αρχή πως, εκτός αν νόμος προβλέπει διαφορετικά η θεραπεία εργοδοτούμενου, του οποίου τερματίζονται παράνομα οι υπηρεσίες του από τον εργοδότη, είναι μόνο αποζημιώσεις.  Η πλειοψηφία των τριών Δικαστών Buckley και Brightman αναφέρθηκαν στα γεγονότα της υπόθεσης για να καθορίσουν ουσιαστικά τη χρονική περίοδο βάσει της οποίας θα υπολογίζονταν οι αποζημιώσεις στον ενάγοντα, και επί αυτού διαφώνησαν με την πρωτόδικη απόφαση.  Και η μικρή διαφοροποίηση του Λόρδου Shaw σ΄αυτό το θέμα αναφέρεται.

Η ακόλουθη περικοπή από την απόφαση του Λόρδου Buckley νομίζουμε πως βεβαιώνει αυτά που είπαμε

"Some of the preliminary stages of those procedures never were carried out.  Accordingly, in my judgment, the plaintiff was entitled at 14th January 1976, when he was excluded from his employment, to insist on a right not to be dismissed on disciplinary grounds until the disciplinary procedure were recommenced and carried out in due order but with reasonable expedition.  Consequently in my view the period by reference to which the amount of damages recovered by the plaintiff in this case should be assessed is a reasonable period from 14th January 1976 for carrying out those procedures, plus one month, the plaintiff giving credit for one month's salary which he received in respect of the month ended 14th February 1976 and for  anything earned in other employment during the period."

(υπογράμμιση δική μας)

Σε μετάφραση:

«Ορισμένα από τα προκαταρκτικά στάδια αυτών των διαδικασιών δεν ακολουθήθηκαν ποτέ. Συνεπώς, στην κρίση μου, ο ενάγων εδικαιούτο κατά την 14η Ιανουαρίου 1976, όταν απεκλείσθη από την εργασία του, να επιμένει στο δικαίωμα να μην εκδιωχθεί για πειθαρχικούς λόγους μέχρι που η πειθαρχική διαδικασία να επαναρχίσει και περατωθεί καθώς έπρεπε αλλά με εύλογη ταχύτητα.  Κατ' ακολουθίαν, έχω  τη γνώμη πως η περίοδος που αφορά στον υπολογισμό του ποσού των αποζημιώσεων που δικαιούται ο ενάγων σ΄αυτή την υπόθεση και πρέπει να υπολογιστεί είναι μία εύλογη περίοδος από 14 Ιανουαρίου 1976, για την περάτωση αυτών των διαδικασιών, πλέον ένας μήνας, ο δε ενάγων να χρεωθεί με ένα μήνα μισθό, τον οποίο εισέπραξε για το μήνα που τέλειωσε την 14η Φεβρουαρίου 1976, και για ό,τι άλλο κέρδισε από άλλη εργασία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου».

Η δε τελική κρίση του Δικαστηρίου διατυπώνεται στην τελευταία παράγραφο της απόφασης του ίδιου Δικαστή:

"The next declaration contained in the order that the plaintiff is entitled if he so wishes to treat his exclusion from the service of the council on 14th February 1976 as a repudiation of the contract is, in my opinion, inaccurate in the respect that the plaintiff was in fact excluded from the service of the council on 14th January 1976.  I would accordingly substitute that date for 14th February 1976 in the declaration and in that part of the order directing an inquiry as to damages, I would discharge that part of the order which directs on what basis the inquiry should be conducted and I would substitute a direction that the inquiry should be conducted on the basis indicated  in this judgment. 

I would accordingly vary the order of the judge to the extent which I have indicated."

(η υπογράμμιση πάλιν δική μας).

Και σε μετάφραση:

«Η επόμενη διακήρυξη που περιέχεται στη διαταγή, ότι ο ενάγων δικαιούται αν επιθυμεί να θεωρήσει τον αποκλεισμό του από την εργασία του στο συμβούλιο στις 14 Φεβρουαρίου 1976 ως παραβίαση της σύμβασης είναι, κατά τη γνώμη μου, ανακριβές καθόσον ο ενάγων αποκλείστηκε στην πραγματικότητα από την εργασία του στο συμβούλιο στις 14 Ιανουαρίου 1976. Θα αντικαθιστούσα, συνεπώς, αυτή την ημερομηνία με την 14η Φεβρουαρίου 1976 στη διακήρυξη, και στο μέρος της διαταγής που περιέχει οδηγίες για έρευνα για αποζημιώσεις, θα ακύρωνα το μέρος της διαταγής που καθορίζει σε ποια βάση θα πρέπει να διεξαχθεί η έρευνα και θα το αντικαθιστούσα με οδηγία πως η έρευνα πρέπει να διεξαχθεί στη βάση που υποδεικνύεται στην παρούσα απόφαση.

Θα τροποποιούσα ως εκ τούτου αναλόγως τη διαταγή του Δικαστή στην έκταση που έχω υποδείξει.»

Το πόρισμα επομένως του διαιτητή είναι κατά νόμο ορθό.  Ενόψει αυτών που συζητούμε πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €2.500 ευρώ έξοδα, περιλαμβανομένου και του ΦΠΑ.

Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα, περιλαμβανομένου και του Φ.Π.Α..


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο