ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 470
18 Απριλίου, 2008
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΕΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 93/2005)
Ασφάλιση ― Ασφαλιστικό συμβόλαιο ― Αγωγή εναντίον ασφαλιστικής εταιρείας για ζημιές που προκλήθηκαν σε ακίνητο από πυρκαγιά ― Κατά πόσο, κατά τον ουσιώδη, χρόνο, υπήρχε σε ισχύ ασφαλιστικό συμβόλαιο για κάλυψη της ζημιάς ή κατά πόσο η ασφαλιστική εταιρεία με τη χρήση δόλου, απάτης και ψευδών παραστάσεων παρέστησε στον ασφαλισμένο ότι δεν ίσχυε το ασφαλιστικό συμβόλαιο, προσφέροντάς του ένα χαριστικό ποσό, για να αποφύγει τις υποχρεώσεις της.
Το κύριο ερώτημα το οποίο απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην υπόθεση αυτή ήταν κατά πόσο η συμφωνία στη βάση της οποίας ο εφεσείων - ενάγων εισέπραξε από τους εφεσίβλητους - εναγόμενους χαριστικά το ποσό των £1.750.- προς πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεών του για ζημιά που προκλήθηκε στο ακίνητό του στο χωριό Αυγόρου από πυρκαγιά, ήταν αποτέλεσμα απάτης, δόλου ή ψευδών παραστάσεων εξ αιτίας των οποίων η συμφωνία θα έπρεπε να ακυρωθεί, ανοίγοντας έτσι το δρόμο στον εφεσείοντα να προωθήσει τις απαιτήσεις του για αποζημιώσεις.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντος ότι, κατόπιν συνομιλίας με συγκεκριμένη υπάλληλο των εφεσιβλήτων από τηλεφώνου την 1.1.1999 (που ήταν αργία της πρωτοχρονιάς), αυτή του είπε ότι δεν καλυπτόταν από έγκυρο ασφαλιστήριο έγγραφο κάτι που αυτός πήρε σαν δεδομένο και ενήργησε στη βάση του χωρίς να φροντίσει να πληροφορηθεί, με βεβαιότητα, αν το ασφαλιστήριο έγγραφο του ήταν όντως σε ισχύ ή όχι.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η εκδοχή του εφεσείοντος ότι οι εφεσίβλητοι ρητά, του είχαν παραστήσει ψευδώς ότι δεν ήταν ασφαλισμένος, δεν τεκμηριώθηκε από την προσαχθείσα μαρτυρία την οποία το Δικαστήριο αποδέκτηκε ως αξιόπιστη.
2. Εάν η θέση των εφεσιβλήτων ήταν πως το ασφαλιστήριο έγγραφο δεν ήταν σε ισχύ, οι εφεσίβλητοι δεν θα έμπαιναν στον κόπο να διαπραγματεύονται με τον εφεσείοντα την αποζημίωσή του. Συνήθως, οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν διαπραγματεύονται την πληρωμή ποσών τα οποία δεν υποχρεούνται να πληρώσουν.
3. Εφόσον η εκδοχή του εφεσείοντος για δόλο, απάτη και ψευδείς παραστάσεις απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, για καλούς λόγους και εφόσον για το ζήτημα αυτό έγινε δεχτή η εκδοχή του μάρτυρα υπεράσπισης κ. Μιλτιάδου, Διευθυντή του καταστήματος των εφεσιβλήτων στη Λάρνακα, επίσης για καλούς λόγους, δεν τίθεται πλέον ζήτημα ακύρωσης της συμφωνίας και κατ' επέκταση δεν τίθεται θέμα ζημιών και αποζημιώσεων του εφεσείοντος, ώστε να δικαιολογείται η εξέταση οποιουδήποτε άλλου θέματος.
Η έφεση απορρίφθηκε με €1.500.- έξοδα, περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α., εις βάρος του εφεσείοντος.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Χριστοδουλίδου - Μέσσιου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 390/02), ημερομ. 11.2.05.
Χρ. Χατζηστερκώτης, για τον Εφεσείοντα.
Αντ. Ανδρέου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την 1.1.1999 ακίνητο του εφεσείοντα που βρισκόταν στην οδό Καρυών 94, Αυγόρου, μαζί με το περιεχόμενο του, υπέστησαν ζημιές από πυρκαγιά που σημειώθηκε στο ακίνητο. Ήταν η θέση του εφεσείοντα ότι το προαναφερόμενο ακίνητο και το περιεχόμενο του καλύπτονταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, από ασφαλιστικό συμβόλαιο που υπήρχε μεταξύ του ενάγοντα - εφεσείοντα και των εναγομένων - εφεσιβλήτων. Κατά τον εφεσείοντα, επ' ανταλλάγματι ασφαλίστρου Λ.Κ.54.70 σεντ ετησίως που αυτός κατέβαλλε στους εφεσίβλητους οι εφεσίβλητοι κάλυπταν το ακίνητο και το περιεχόμενο του, ασφαλιστικά, μέχρι ποσού Λ.Κ. 8.500.-
Ήταν ο ισχυρισμός του εφεσείοντα πως όταν αυτός ειδοποίησε τους εφεσίβλητους για το προαναφερόμενο περιστατικό της φωτιάς οι εφεσίβλητοι του παρέστησαν ψευδώς, ότι δεν δικαιούται σε οποιοδήποτε ποσό, διότι η ασφαλιστική του κάλυψη είχε εκπνεύσει ή ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν σε ισχύ και του πρόσφεραν χαριστικά περί τις £1.500.-, προς πλήρη ικανοποίηση της απαίτησης του. Ο εφεσείων, εξαπατήθηκε και παραπλανήθηκε από τις ψευδείς και δόλιες παραστάσεις των υπαλλήλων των εφεσιβλήτων και πιστεύοντας ότι δεν ήταν ασφαλισμένος κατά τον ουσιώδη χρόνο συμφώνησε με τους εφεσίβλητους να αποδεχθεί ποσό £1.750.- προς πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων του παρά το ότι η ζημιά του ήταν πολύ μεγαλύτερη. Μετά τη συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ των μερών ο εφεσείων έλαβε το προαναφερόμενο ποσό των £1.750.- υπό μορφή επιταγής την οποίαν και εξαργύρωσε.
Αξίζει να σημειωθεί πως στην έκθεση απαίτησης του ενάγοντα-εφεσείοντα προβάλλονται διαζευκτικές αιτίες αγωγής όπως δόλος, απάτη και ψευδείς παραστάσεις, παράβαση καταπιστεύματος, παράβαση συμφωνίας κλπ.
Τρία περίπου χρόνια μετά την υπογραφή της προαναφερόμενης συμφωνίας και την είσπραξη του ποσού των £1.750.- από τον εφεσείοντα, αυτός πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι υπέγραψε την προαναφερόμενη συμφωνία μετά από απάτη που έγινε εις βάρος του από τους εφεσίβλητους. Ήταν ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι τότε μόνον ανακάλυψε την απάτη που είχε γίνει εις βάρος του, όταν εξετάζοντας τις τραπεζικές του καταστάσεις είδε ότι το ασφάλιστρο είχε καταβληθεί και για την περίοδο του ουσιώδους χρόνου κατά τον οποίο σημειώθηκε η προαναφερόμενη πυρκαγιά.
Η υπεράσπιση των εναγομένων - εφεσιβλήτων ήταν ότι αυτοί ουδέποτε ανέφεραν στον εφεσείοντα πως η ασφαλιστική του κάλυψη δεν ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο και ότι έγιναν ελεύθερες διαπραγματεύσεις μεταξύ των διαδίκων, αποτέλεσμα των οποίων ήταν η προαναφερόμενη συμφωνία για καταβολή ποσού £1.750.- από τους εφεσίβλητους στον εφεσείοντα, προς πλήρη ικανοποίησή του. Η συμφωνία έγινε με την ελεύθερη βούληση των μερών και χωρίς να ασκηθεί οποιαδήποτε πίεση ή δόλος εις βάρος του εφεσείοντα.
Το κύριο ερώτημα που απασχόλησε το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν το κατά πόσον η προαναφερόμενη συμφωνία ήταν αποτέλεσμα απάτης, δόλου ή ψευδών παραστάσεων εξαιτίας των οποίων η συμφωνία θα έπρεπε να ακυρωθεί, ανοίγοντας έτσι το δρόμο στον εφεσείοντα για να προωθήσει τις απαιτήσεις του για αποζημιώσεις.
Ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου έδωσαν μαρτυρία 8 μάρτυρες για τον ενάγοντα καθώς και ο ίδιος ο ενάγων. Για τους εναγόμενους-εφεσίβλητους έδωσε μαρτυρία μόνον ένας μάρτυρας, ο Διευθυντής του καταστήματος τους στη Λάρνακα, κατά τον ουσιώδη χρόνο. Κατατέθηκαν επίσης 19 τεκμήρια. Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των μαρτύρων ενάγοντος 1, 4, 5, 6, 7 και 8 και απέρριψε τη μαρτυρία των μαρτύρων ενάγοντος 2 και 3 καθώς και του ίδιου του ενάγοντα. Το δικαστήριο δέχθηκε επίσης, ως αξιόπιστη, τη μαρτυρία του μοναδικού μάρτυρα υπερασπίσεως.
Με την παρούσα έφεση προσβάλλονται τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτοδίκου δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων ενάγοντος 2 και 3, του ίδιου του ενάγοντα καθώς και του μάρτυρα υπεράσπισης. Είναι η θέση του εφεσείοντα πως το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε εσφαλμένα σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας των προαναφερόμενων μαρτύρων (πρώτος λόγος έφεσης). Προσβάλλεται επίσης ως λανθασμένη η ερμηνεία των όρων του ασφαλιστικού συμβολαίου μεταξύ των διαδίκων (δεύτερος λόγος έφεσης). Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά την παραδοχή του μάρτυρα υπεράσπισης κ. Ανδρέα Μιλτιάδου, Διευθυντή των εφεσιβλήτων, ότι για το κτίριο του εργαστηρίου του εφεσείοντα δεν πληρώθηκε οποιοδήποτε ποσό δυνάμει του προαναφερόμενου ασφαλιστικού εγγράφου γιατί καταβλήθηκε κάποιο ποσό, εκ λάθους, δυνάμει άλλου ασφαλιστικού συμβολαίου. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση πως το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ερμήνευσε ορθά τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της ψυχικής πίεσης σε σχέση με συμβάσεις. Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά στην ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ημερ. 30.6.04 στην οποία, κατά τον εφεσείοντα, το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα το Άρθρο 26 του περί Αποδείξεως Νόμου, όπως έχει τροποποιηθεί με το Ν.32(Ι)/2004, με αποτέλεσμα το πρωτόδικο δικαστήριο να απορρίψει αίτημα του δικηγόρου του εφεσείοντα να του παρασχεθεί άδεια για να κληθεί ως μάρτυρας και να αντεξεταστεί επί του περιεχομένου της έκθεσης του (τεκμήριο 19) ο εκτιμητής ζημιών των εφεσιβλήτων κ. Καζαντζής. Με τον έκτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της απόφανσης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο ενάγοντας, με τα τεκμήρια 12 και 16, διεκδίκησε ποσό £3.497.-. Ο έβδομος λόγος έφεσης αφορά στην απουσία της απαραίτητης δικαστικής κρίσης πάνω σε ουσιώδη επίδικα θέματα που εγείρονταν στα δικόγραφα και για τα οποία είχε δοθεί μαρτυρία, ενώ ο όγδοος λόγος έφεσης αφορά σε κατ' ισχυρισμό λανθασμένη εφαρμογή των αρχών που διέπουν το μέτρο της αποζημίωσης, από το πρωτόδικο δικαστήριο.
Ως προς το καίριο θέμα της κατ' ισχυρισμό απάτης και των ψευδών παραστάσεων που έγιναν στον εφεσείοντα, μόνον ο ίδιος ο εφεσείων έδωσε μαρτυρία με σκοπό την προώθηση της υπόθεσης του. Σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι μάρτυρες που παρουσίασε στο δικαστήριο έδωσαν μαρτυρία μόνο σε σχέση με τις κατ' ισχυρισμό ζημιές που υπέστη ο εφεσείων και παρατηρούμε ότι το ζήτημα των ζημιών θα αναφύετο μόνον αν και εφόσον ο εφεσείων επιτύγχανε να αποδείξει τον δόλο, την απάτη και τις ψευδείς παραστάσεις που ισχυρίστηκε ότι υπέστη, έτσι ώστε να μπορέσει να ακυρώσει την προαναφερόμενη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων για καταβολή ποσού £1.750.- από τους εφεσίβλητους σ' αυτόν προς πλήρη ικανοποίησή του.
Για το καίριο λοιπόν αυτό ζήτημα της κατ' ισχυρισμό απάτης ισχυρίστηκε ο εφεσείων ότι υπάλληλος των εφεσιβλήτων, η κα. Βάσω Σάρδαλου, από τηλεφώνου, την 1.1.1999 (που ήταν αργία της πρωτοχρονιάς), του είπε ότι δεν καλυπτόταν από έγκυρο ασφαλιστήριο έγγραφο. Ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο ο εφεσείων υπονοώντας ουσιαστικά ότι η προαναφερόμενη υπάλληλος, ενώ δεν βρισκόταν στο γραφείο της για να ελέγξει τα σχετικά στοιχεία, θυμόταν από μνήμης ότι το ασφαλιστήριο έγγραφο του εφεσείοντα δεν ήταν σε ισχύ. Ισχυρίστηκε ακόμα ο εφεσείων ότι όταν στις 4.1.1999 επισκέφθηκε το Διευθυντή του καταστήματος των εφεσιβλήτων στη Λάρνακα (και μοναδικό μάρτυρα υπεράσπισης), κ. Μιλτιάδου, αυτός λόγω κάποιου προβλήματος των ηλεκτρονικών υπολογιστών δεν μπορούσε να του πει με βεβαιότητα εκείνη τη στιγμή αν το ασφαλιστήριο έγγραφό του ήταν σε ισχύ ή όχι. Με αυτά τα δεδομένα ο εφεσείων, κατά την εκδοχή του, δεν φρόντισε να πληροφορηθεί, με βεβαιότητα, αν το ασφαλιστήριο έγγραφο του ήταν όντως σε ισχύ ή όχι, αλλά ενήργησε στη βάση της από τηλεφώνου, κατ' ισχυρισμό, δήλωσης της Βάσως Σάρδαλου παίρνοντας σαν δεδομένο ότι το ασφαλιστήριο έγγραφό του δεν ήταν σε ισχύ. Η εκδοχή του εφεσείοντα κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ως αναξιόπιστη και συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ο εφεσείων ήταν αναξιόπιστος μάρτυρας και δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης μας στη διαπίστωση αυτή του πρωτόδικου δικαστηρίου. Θεωρούμε πως αν η εκδοχή του εφεσείοντα ως προς το τί του είπε η Βάσω Σάρδαλου από τηλεφώνου ήταν αληθινή, αυτός θα προέβαινε σε διαβήματα για να διαπιστώσει, με βεβαιότητα, αν το ασφαλιστήριο έγγραφό του ήταν σε ισχύ ή όχι, πράγμα που δεν έπραξε. Απεναντίας διαπραγματευόταν με το Διευθυντή του καταστήματος των εφεσιβλήτων στη Λάρνακα, κ. Μιλτιάδου, αναφορικά με την αποζημίωση την οποίαν θα λάμβανε. Πώς συνάδει η εκδοχή του εφεσείοντα ότι οι εφεσίβλητοι του είπαν ότι το ασφαλιστήριο έγγραφο του δεν ήταν σε ισχύ, κατά τον ουσιώδη χρόνο, με τις διαπραγματεύσεις που έγιναν μεταξύ του εφεσείοντα και του κ. Μιλτιάδου για την αποζημίωση του εφεσείοντα για τη ζημιά που υπέστη; Υποθέτουμε πως αν η θέση των εφεσιβλήτων ήταν πως το ασφαλιστήριο έγγραφο δεν ήταν σε ισχύ, οι εφεσίβλητοι δεν θα έμπαιναν στον κόπο να διαπραγματεύονται με τον εφεσείοντα την αποζημίωση του. Συνήθως, οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν διαπραγματεύονται την πληρωμή ποσών τα οποία δεν υποχρεούνται να πληρώσουν. Παρατηρούμε συναφώς ότι σχετική υποβολή του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα στον κ. Μιλτιάδου, κατά την αντεξέτασή του, (σελίδα 83 των πρακτικών), ήταν ότι ουδέποτε είπε, ο κ. Μιλτιάδου, στον εφεσείοντα κατά την επίσκεψη του στο γραφείο του κ. Μιλτιάδου, ότι αυτός ήταν ασφαλισμένος. Αυτή η υποβολή, κατά την εκτίμησή μας, δεν συνάδει με την εκδοχή του ίδιου του εφεσείοντα ότι οι εφεσίβλητοι, ρητά, του είχαν παραστήσει ψευδώς ότι δεν ήταν ασφαλισμένος. Διαφορετική είναι η θέση ότι έγινε ρητή παράσταση στον εφεσείοντα ότι δεν ήταν ασφαλισμένος και διαφορετική είναι η θέση ότι δεν λέχθηκε στον εφεσείοντα ότι ήταν ασφαλισμένος.
Αφού εξετάσαμε σφαιρικά την πρωτόδικη απόφαση καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασής μας σ' αυτή. Εφόσον η εκδοχή του εφεσείοντα για δόλο, απάτη και ψευδείς παραστάσεις απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, για καλούς λόγους, κατά την εκτίμησή μας, και εφόσον για το ζήτημα αυτό έγινε δεχτή η εκδοχή του μάρτυρα υπεράσπισης κ. Μιλτιάδου, επίσης για καλούς λόγους, δεν τίθεται πλέον ζήτημα ακύρωσης της συμφωνίας και κατ' επέκταση δεν τίθεται θέμα ζημιών και αποζημιώσεων του εφεσείοντα, ώστε να δικαιολογείται η εξέταση οποιουδήποτε άλλου θέματος.
Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται με €1.500.-, περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α., έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται με €1.500.- έξοδα, περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α., εις βάρος του εφεσείοντος.