ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 406
17 Απριλίου, 2008
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
RAHIM HAVARIYOUN
Εφεσείων - Εναγόμενος,
v.
AΝΔΡΕΑ ΡΟΥΣΗ,
Eφεσιβλήτου - Ενάγοντα.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 336/2005)
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Έφεση κατά του τρόπου αποτίμησης της μαρτυρίας και των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε αγωγή για οφειλόμενο υπόλοιπο για την εκτέλεση, στη βάση γραπτής σύμβασης, ξυλουργικών εργασιών στην υπό ανέγερση οικία του εναγομένου ― Απορρίφθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος για επέμβαση του Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Απόδειξη ― Βάρος αποδείξεως σε αγωγή με επίδικο θέμα το ποσό που πληρώθηκε από τον εναγόμενο προς τον ενάγοντα για την εκτέλεση ξυλουργικών εργασιών τις οποίες ο ενάγων εκτέλεσε στην υπό ανέγερση οικία του εναγομένου ― Βρισκόταν στην πλευρά του εναγομένου.
Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Πρέπει να αναφέρουν μόνο τα ουσιώδη γεγονότα και όχι τη μαρτυρία.
Ο εφεσίβλητος - ενάγων (ο εφεσίβλητος) κίνησε αγωγή εναντίον του εφεσείοντος - εναγόμενου (ο εφεσείων) αξιώνοντας ποσό £2.150 ως οφειλόμενο υπόλοιπο για ξυλουργικές εργασίες που εκτέλεσε - στη βάση γραπτής σύμβασης - στο υπό ανέγερση σπίτι του εφεσείοντος. Η αμοιβή του εφεσίβλητου ορίστηκε στις £6.000 και αυξήθηκε, με μεταγενέστερη προφορική συμφωνία, στις £6.050 για επιπλέον εργασία.
Ο εφεσείων με την υπεράσπισή του, επικαλούμενος γραπτές αποδείξεις, υποστήριξε πως πλήρωσε έναντι το ποσό των £5.800. Στην ανταπαίτησή του αξίωσε £1.286 με τον ισχυρισμό πως μέρος των εργασιών δεν εκτελέστηκαν (£970), για καθυστερήσεις στην εκτέλεση της εργασίας (£126) και για κακότεχνες εργασίες (£190).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού διαπίστωσε πως ο εφεσείων κατέφυγε σε ψεύδη, απέρριψε τη μαρτυρία του ως εκ των υστέρων σκέψη, ενόψει της είσπραξης των αποδείξεων που είχε στην κατοχή του και που θέλησε να αξιοποιήσει, ενώ αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου. Το Δικαστήριο απέρριψε και την ανταπαίτηση του εφεσείοντος.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση αμφισβητώντας την ορθότητα του τρόπου με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο αποτίμησε τη μαρτυρία. Προέβαλε και άλλο λόγο έφεσης με τον οποίο υποστήριζε πως κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε στον εφεσίβλητο να προβάλει τους ισχυρισμούς του αναφορικά με τις συνθήκες έκδοσης των αποδείξεων, αφού αυτός δεν τους προέβαλε στην απάντησή του στην υπεράσπιση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είδε ορθά την ουσία της υπόθεσης και δεν συντρέχει λόγος για ανατροπή του τρόπου με τον οποίο αυτό αποτίμησε τη μαρτυρία.
2. Στις έγγραφες προτάσεις δεν πρέπει να περιλαμβάνεται μαρτυρία. Επίδικο ήταν το ποσό που πληρώθηκε, για το οποίο ο εφεσείων είχε το βάρος απόδειξης και ασφαλώς ο εφεσίβλητος είχε τη δυνατότητα να προσαγάγει και ο ίδιος την όποια μαρτυρία είχε αλλά και την εξήγηση της απόδειξης που επικαλείτο ο εφεσείων.
3. Ούτε και επί του θέματος της ανταπαίτησης διαπιστώνεται οποιαδήποτε αιτία παρέμβασης από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίφθηκε με €1.500 έξοδα περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Σατολιάς, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 6689/03), ημερομ. 5.10.05.
Α. Ιωάννου για Δ. Αριστείδου, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Νεοκλέους, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Tα μέρη, στις 28.9.01, συνήψαν γραπτή σύμβαση για την εκτέλεση, από τον εφεσίβλητο-ενάγοντα, ξυλουργικών εργασιών στο υπό ανέγερση σπίτι του εφεσείοντα-εναγομένου. Οι εργασίες καθορίστηκαν και η αμοιβή του εφεσίβλητου γι' αυτές ορίστηκε στις £6.000, ποσό που αυξήθηκε, με μεταγενέστερη προφορική συμφωνία, στις £6.050 για επιπλέον εργασία. Ο εφεσίβλητος, υποστηρίζοντας πως ο εφεσείοντας πλήρωσε έναντι το ποσό των £3.900, αξίωσε το ποσό των £2.150 ως οφειλόμενο υπόλοιπο.
Ο εφεσείων, με την υπεράσπισή του, επικαλούμενος γραπτές αποδείξεις, τις λεπτομέρειες των οποίων παρέθεσε, υποστήριξε πως στην πραγματικότητα πλήρωσε έναντι το ποσό των £5.800. Πρώτα ήταν το ποσό της προκαταβολής ύψους £1.000 για το οποίο εκδόθηκε η απόδειξη τεκμήριο 5. Στη συνέχεια ήταν το ποσό των £500 για το οποίο εκδόθηκε η απόδειξη τεκμήριο 6, στις 13.11.01. Παρεμβάλλουμε πως αυτά τα ποσά ήταν παραδεκτά και από τον εφεσίβλητο ότι εισπράχθηκαν. Μετά ήταν το ποσό των £4.300 που αναλύθηκε ως εξής: £700 δυνάμει της απόδειξης 886 ημερομηνίας 27.11.01 (τεκμήριο 7), £1.700 δυνάμει της απόδειξης 887 ημερομηνίας 1.12.01 (τεκμήριο 8) και £1.900 που ήταν πληρωμή προς τρίτους για λογαριασμό του εφεσίβλητου, δυνάμει της απόδειξης 8169 για εξόφληση του τιμολογίου με αρ. 9985, ημερομηνίας επίσης 1.12.01, που εκδόθηκε από τους προμηθευτές Χαρίδημος και Υιοί Λτδ (τεκμήριο 9).
Αυτό το ποσό, κατά τον ισχυρισμό του εφεσείοντα, πληρώθηκε μέσα σε διάστημα πέντε περίπου ημερών και σημειώνουμε εδώ τους όρους της σύμβασης ως προς τον τρόπο πληρωμής. Μετά την προκαταβολή, ο εφεσείων θα κατέβαλλε, ανάλογα με τις εργασίες, £500, στη συνέχεια άλλες £500 και μετά άλλες £1.000. Το υπόλοιπο, που θα ήταν £3.000 θα το πλήρωνε μετά την παράδοση. Εξάγεται, λοιπόν, πως κατά τον ισχυρισμό του εφεσείοντα, εξόφλησε, αφήνοντας μόνο ένα υπόλοιπο £200, από τότε. Και ενώ, όπως θα δούμε, κατά την ανταπαίτησή του, δεν είχε εκτελεστεί όλη η συμφωνηθείσα εργασία από τον εφεσίβλητο ενώ και εκείνη που εκτελέστηκε ήταν κακότεχνη αλλά και καθυστερημένη κατά δυο μήνες. Ο εφεσίβλητος είχε άλλη εξήγηση. Δεν αρνήθηκε, βέβαια, πως είχε εκδώσει τις αποδείξεις που επικαλέστηκε ο εφεσείων. Δεν ήταν ορθό όμως, πως εισέπραξε οτιδήποτε πέρα από όσα προέκυπταν από την Έκθεση Απαίτησής του. Οι προμηθευτές του Χαρίδημος και Υιοί Λτδ, οι περιγραφόμενοι ως τρίτοι στην Υπεράσπιση, εξέδωσαν το τιμολόγιο αρ. 9985 για το ποσό των £2.401,36 που μετά από μικρή γραπτή έκπτωση στρογγυλοποιήθηκε στις £2.400. Ο εφεσείων του έδωσε δύο επιταγές προς εξόφληση αυτού του τιμολογίου. Η μια ήταν για £1.900 και είναι η επιταγή που και ο εφεσείων επικαλέστηκε. Η άλλη ήταν για £500 την οποία ο ίδιος πλήρωσε στους τρίτους, έναντι απόδειξης η οποία παρέμεινε στην κατοχή του. Πρόκειται για το τεκμήριο 3, ημερομηνίας 28.11.01. Επειδή, όμως, γι' αυτά τα ποσά οι αποδείξεις προέρχονταν από τρίτους, για να είναι ευθέως καλυμμένος ο εφεσείων, του εξέδωσε τις αποδείξεις για το ίσο ποσό των £2.400 που επιπρόσθετα επικαλείται ο εφεσείων ενώ δεν είχε εισπραχθεί και επιπρόσθετα αυτό το ποσό. Εξηγώντας πως τα επιμέρους ποσά στα οποία αυτή αναλύθηκε (£700 συν £1.700) προέκυψαν από το γεγονός ότι είχαν ήδη ετοιμάσει την απόδειξη των £700 πριν την είσπραξη του ποσού των £500, όπως οι προμηθευτές ανέμεναν. Πράγμα το οποίο αντισταθμίστηκε με την έκδοση της δεύτερης απόδειξης, για £1.700.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα ως εκ των υστέρων σκέψη, ενόψει της είσπραξης των αποδείξεων που είχε στην κατοχή του και που θέλησε να αξιοποιήσει. Για να παραμείνει όμως ανεξήγητη, στο πλαίσιο της εκδοχής του, η απόδειξη τεκμήριο 3 για τις £500 που δεν την κατείχε ο ίδιος αλλά ο εφεσίβλητος. Αν, λοιπόν, πληρώθηκαν όσα ποσά αναγράφονταν στις αποδείξεις, το συνολικό ποσό που πληρώθηκε θα ήταν £6.300 δηλαδή μεγαλύτερο από το συμφωνηθέν, περιλαμβανομένης και της μικρής αξίας επιπλέον εργασίας. Κατάσταση απίθανη όπως κρίθηκε πρωτοδίκως, ενδεικτική του ψεύδους που προώθησε ο εφεσείων.
Ο εφεσείων, με σειρά συλλογισμών, στο πλαίσιο διαφόρων λόγων έφεσης, και με πληθώρα παραπομπών σε αποσπάσματα από τη μαρτυρία, ως προς τις ημερομηνίες των αποδείξεων, το πότε εκδόθηκε η μια και το πότε η άλλη και κάτω από ποιες συνθήκες, υποστήριξε πως εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο συνέδεσε την απόδειξη τεκμήριο 3, για τις £500, προς τις υπόλοιπες. Ο ίδιος δεν την επικαλέστηκε και δεν έπρεπε να προστεθεί στα όσα, κατά τα δεδομένα, προέκυπτε ότι πληρώθηκαν. Εκείνη την απόδειξη την είχε ο εφεσίβλητος στην κατοχή του, για καλό λόγο αφού δεν αντιπροσώπευε πρόσθετο ποσό που πληρώθηκε. Είχε ο ίδιος εκδώσει επιταγή για το ποσό των £500. Γι' αυτή την πληρωμή πήρε την απόδειξη τεκμήριο 6 και αφού ο εφεσείων την παρέδωσε στη Χαρίδημος και Υιοί Λτδ έναντι του τιμολογίου 9985.
Πράγματι, αφού το τιμολόγιο 9985 ήταν για £2.400, η πληρωμή που ο εφεσείων επικαλείτο στην Υπεράσπιση και στη μαρτυρία του για £1.900, με βάση την απόδειξη που είχε στην κατοχή του, δεν θα αρκούσε. Θα χρειάζονταν άλλες £500. Όμως, η απόδειξη, τεκμήριο 6, είχε εκδοθεί στις 13.11.01 ενώ το τιμολόγιο φέρει ημερομηνία 30.11.01 και υπήρχε συναφώς και η μαρτυρία του υπαλλήλου της Χαρίδημος και Υιοί Λτδ που ο ίδιος το παρέδωσε την 1.12.01.
Δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε με άλλα. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, πέρα από όσα επί μέρους θα μπορούσε να λεχθούν σε σχέση με τον τρόπο παρουσίασης της υπόθεσης και από τις δυο πλευρές και πέρα από λεπτομέρειες ενδεικτικές του χαλαρού τρόπου με τον οποίο τα μέρη χειρίστηκαν το θέμα, είδε ορθά την ουσία. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι συντρέχει λόγος για ανατροπή του τρόπου με τον οποίο αποτίμησε τη μαρτυρία.
Ο εφεσείων πρόβαλε και άλλο λόγο έφεσης, μάλιστα χαρακτηρίζοντάς τον ως το σοβαρότερο. Θεωρεί πως κακώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε στον εφεσίβλητο να προβάλει τους ισχυρισμούς του αναφορικά με τις συνθήκες έκδοσης των αποδείξεων. Όχι γιατί δεν θα μπορούσε να προσαχθεί τέτοια μαρτυρία ή να δοθούν τέτοιες εξηγήσεις. Όπως υποστηρίζει, αυτές οι εξηγήσεις θα έπρεπε να είχαν δοθεί από τον εφεσίβλητο στην απάντησή του στην Υπεράσπιση η οποία όμως περιορίστηκε σε γενική άρνηση και εμμονή στην Έκθεση Απαίτησης. Χωρίς οφειλόμενη αναφορά στην απόδειξη τεκμήριο 3 που αποτέλεσε και το κύριο αιτιολογικό για την κατάληξη του Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να είχε καταληφθεί εξ απροόπτου. Είναι στοιχειώδες, όμως, πως στις έγγραφες προτάσεις δεν περιλαμβάνεται μαρτυρία. Επίδικο ήταν το ποσό που πληρώθηκε, για το οποίο ο εφεσείων είχε το βάρος απόδειξης και ασφαλώς ο εφεσίβλητος είχε τη δυνατότητα να προσαγάγει και ο ίδιος την όποια μαρτυρία είχε αλλά και την εξήγηση της απόδειξης που ο εφεσείων επικαλείτο. Το κατά πόσο θα χρειαζόταν χρόνο για να αποτιμήσει τα όσα, ως μαρτυρία σε σχέση με το επίδικο θέμα, ισχυρίστηκε και παρουσίασε ο εφεσίβλητος, δεν συναρτάται προς τη δυνατότητα εισαγωγής του και σημειώνουμε πως δεν είχε τεθεί πρωτόδικα θέμα τέτοιου χρόνου.
Απομένει το θέμα της ανταπαίτησης. Ο εφεσείων αξίωσε £1.286 με τον ισχυρισμό πως μέρος των εργασιών δεν εκτελέστηκαν (£970), για καθυστερήσεις στην εκτέλεση της εργασίας (£126) και για κακότεχνες εργασίες (£190), ποσά τα οποία, βεβαίως, δεν αξίωσε απευθείας έκτοτε, παρά και τη θέση του πως σχεδόν είχε πληρώσει όσα θα όφειλε αν οι εργασίες εκτελούνταν κανονικά. Αυτά, κυρίως στη βάση της δικής του μαρτυρίας η οποία, όμως, σε σχέση με το διασυνδεδεμένο θέμα των πληρωμών, κρίθηκε πρωτοδίκως ως κατασκευασμένο ψεύδος. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν βρίσκουμε σφάλμα στην αποτίμηση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία, σε σχέση και με το ζήτημα της ανταπαίτησης. Για το οποίο σημείωσε και ιδιαίτερους λόγους με αναφορά και στο μάρτυρα που κάλεσε. Που δεν ήταν εκείνος στον οποίο απευθύνθηκε, κατά τη μαρτυρία του, αρχικώς και τον οποίο δεν κάλεσε ως μάρτυρα. Αντ' αυτού κάλεσε ως μάρτυρα άλλο τεχνικό που, όπως ισχυρίστηκε, επισκέφθηκε το σπίτι του εφεσείοντα στις 13.9.05, δηλαδή διαρκούσας της ακρόασης της υπόθεσης. Και αφού είχαν ήδη παρέλθει χρόνια από τα ουσιώδη γεγονότα. Για να αναφερθεί σε ό,τι ο ίδιος είδε τότε και στο ποσό των £2.093 που θεώρησε ότι απαιτείτο τότε για συμπλήρωση και επιδιόρθωση. Ενώ και ο ίδιος ο εφεσείων, στη μαρτυρία του, όπως σημειώνει το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αντίθετα προς όσα περιλαμβάνονται στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτησή του, αναφέρθηκε σε ποσό £800. Σε συμφωνία με την εισήγηση του εφεσίβλητου δεν διαπιστώνουμε αιτία παρέμβασης ούτε και επί του θέματος της ανταπαίτησης.
Η έφεση απορρίπτεται, με €1.500 έξοδα περιλαμβανομένου του ΦΠΑ.
Η έφεση απορρίπτεται με €1.500 έξοδα περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α.