ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 1 ΑΑΔ 316

24 Μαρτίου, 2008

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΛΗΔΑ ΜΑΡΔΑΠΗΤΤΑ - ΧΑΤΖΗΠΑΝΤΕΛΗ,

Εφεσείουσα,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 142/2006)

 

Συμβάσεις ― Αντιπαροχή ― Η γενική νομική αρχή είναι ότι η απουσία αντιπαροχής καθιστά τη σύμβαση άκυρη ― Άρθρο 25(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 ― Κατά πόσο η παρούσα υπόθεση ενέπιπτε στην εξαίρεση του Άρθρου 25(1)(β) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 στη βάση του οποίου η υπόσχεση δεν χρειάζεται αντάλλαγμα για να είναι νομικά έγκυρη.

Λέξεις και Φράσεις ― «Εκούσια» (voluntarily) στο Άρθρο 25(1)(β) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 ― Θα πρέπει κατ' ανάγκη να ερμηνευθεί ως αποκλείον οτιδήποτε γίνεται κατά παράκληση ή κατά παραγγελία ή κατ' επιθυμία του υποσχομένου (οφειλέτη).

Η εφεσείουσα - ενάγουσα, διευθυντικό στέλεχος της εφεσίβλητης τράπεζας, κίνησε αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης τράπεζας, διεκδικώντας, την παροχή ειδικού φιλοδωρήματος ύψους £12.000 για την προσφορά υπηρεσιών της σε σχέση με την διεκπεραίωση δύο μεγάλων συμβουλευτικών έργων. Η προσφορά του πιο πάνω φιλοδωρήματος προς την εφεσείουσα είχε γίνει μετά από εισήγηση του προϊσταμένου της εφεσείουσας προς τον Γενικό Διευθυντή της εφεσίβλητης ο οποίος και της παρέδωσε γραπτή απόφαση με την οποία αναγνωρίστηκε η προσφορά της στην εφεσίβλητη και αποφασίστηκε η χορήγηση σ' αυτήν του πιο πάνω φιλοδωρήματος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, χωρίς την έκδοση οποιασδήποτε διαταγής εξόδων. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε έγκυρη σύμβαση μεταξύ των διαδίκων λόγω ελλείψεως αντιπαροχής. Επίσης έκρινε ότι δεν υπήρχε σύμβαση, σύμφωνα με το Άρθρο 25(1)(β) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149, επειδή ό,τι έπραξε η εφεσείουσα στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορούσε να θεωρηθεί πως το έπραξε, εκούσια, για την εφεσίβλητη τράπεζα έτσι ώστε η υπόσχεση της εφεσίβλητης να καταβάλει ποσό £12.000.- στην εφεσείουσα να αποτελεί «υπόσχεση αποζημίωσης προσώπου το οποίον ήδη έπραξεν κάτι εκούσια για τον οφειλέτη».

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση, στηρίζοντας ουσιαστικά την υπόθεσή της στο Άρθρο 25(1)(β) του Κεφ. 149.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το επίρρημα «εκούσια» στο Άρθρο 25(1)(β), ορθά ερμηνευόμενο, καλύπτει τις περιπτώσεις όπου ένα πρόσωπο, χωρίς τη γνώση του υποσχομένου (οφειλέτη) ή, εν πάση περιπτώσει, όχι κατ' απαίτηση, επιθυμία, παράκληση ή παραγγελία του, προσφέρει στον οφειλέτη κάποιαν υπηρεσία και στη συνέχεια ο οφειλέτης αναλαμβάνει να το αποζημιώσει για την υπηρεσία του. Σε τέτοια περίπτωση η υπόσχεση δεν χρειάζεται αντάλλαγμα για να είναι νομικά έγκυρη.

2.  Στην προκειμένη περίπτωση οι υπηρεσίες της εφεσείουσας δεν προσφέρθηκαν εκούσια, αλλά ήταν στο πλαίσιο της εργοδοτικής της σχέσης με την εφεσίβλητη η οποία και γνώριζε και προφανώς επιθυμούσε την προσφορά των υπηρεσιών της εφεσείουσας, αφού στόχος της ήταν η εμπρόθεσμη παράδοση των δύο προαναφερθέντων έργων, για τα οποία η εφεσείουσα εργάστηκε με ζήλο και αφοσίωση, με αποτέλεσμα να καταστεί εφικτή η εμπρόθεσμη παράδοσή τους.

3.  Ενόψει των ανωτέρω και δεδομένου του περιορισμού της υπόθεσης της εφεσείουσας ουσιαστικά στο κατά πόσο αυτή δικαιούται σε θεραπεία μόνο δυνάμει του Άρθρου 25(1)(β), η εφεσείουσα απέτυχε να δείξει πως είναι εσφαλμένη η πρωτόδικη απόφαση.

Η έφεση απορρίφθηκε με €1.700.- έξοδα, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α., εις βάρος της εφεσείουσας.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χ"Πίττας, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 7739/03), ημερομ. 15.5.06.

Ν. Κυπραίος με Ι. Δημητρίου, για την Εφεσείουσα.

Π. Πολυβίου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:  Μεταξύ του 1997 και του Μαρτίου του 1999 η ενάγουσα - εφεσείουσα ήταν τραπεζικός υπάλληλος στην υπηρεσία των εναγομένων-εφεσιβλήτων και συγκεκριμένα ήταν Διευθύντρια στο Τμήμα Συμβουλευτικών Υπηρεσιών της εφεσίβλητης τράπεζας. Κατά το 1998 η εφεσείουσα ήταν υπεύθυνη για τη διαχείριση δύο μεγάλων συμβουλευτικών έργων, δηλαδή ήταν μέλος ομάδας στελεχών της εφεσίβλητης τράπεζας που ασχολείτο με την διεκπεραίωση των προαναφερόμενων έργων. Η διεκπεραίωση των προαναφερομένων έργων ήταν το κύριο αντικείμενο της εργοδότησης και εργασίας της εφεσείουσας, κατά τον ουσιώδη χρόνο. 

Η όλη εργασία θα έπρεπε να ολοκληρωθεί μέσα σε στενά χρονικά πλαίσια και ενόψει του ότι και τα δύο έργα συνέπεσαν την ίδια χρονική περίοδο, κατά τη διάρκεια του 1998 η εφεσείουσα, για να διεκπεραιώσει την εργασία της σε σχέση με τα προαναφερόμενα έργα, δούλευε πολλές ώρες την εβδομάδα, έφευγε πολύ αργά από το γραφείο της και έκανε συνολικά και 16 επαγγελματικά ταξίδια στο εξωτερικό στα οποία συμπεριλαμβάνονταν και Σαββατοκυρίακα. 

Για τα διευθυντικά στελέχη της εφεσίβλητης τράπεζας δεν προνοείτο αμοιβή για υπερωριακή εργασία.  Τέτοια αμοιβή, με βάση προκαθορισμένα κριτήρια, ίσχυε μόνο για το γραφειακό προσωπικό.  Η εφεσείουσα ουδέποτε ζήτησε ή πήρε υπερωριακή αμοιβή ούτε και, από τη σύμβαση εργασίας της, είχε δικαίωμα σε τέτοια αμοιβή. 

Επειδή η εφεσείουσα διεκπεραίωσε τα καθήκοντα της με ζήλο και αφοσίωση ο προϊστάμενος της εισηγήθηκε, στις 28.6.1999, στον τότε Γενικό Διευθυντή να δοθεί στην εφεσείουσα φιλοδώρημα για τη «μοναδική συνεισφορά στην επίτευξη των εταιρικών επιδιώξεων και στόχων». Όπως αναφερόταν στην εισήγηση του προϊσταμένου η εφεσείουσα είχε επιδείξει αφοσίωση στη δουλειά της βάζοντας τις ώρες που ήταν αναγκαίες για να παραδοθούν εμπρόθεσμα τα δύο προαναφερόμενα έργα. Ο Γενικός Διευθυντής αποδέχθηκε την εισήγηση του προϊσταμένου και παρέδωσε στην εφεσείουσα γραπτή απόφαση της εφεσίβλητης ημερ. 20.12.2000 με την οποία αναγνωρίστηκε η προσφορά της στην εφεσίβλητη και αποφασίστηκε η χορήγηση σ' αυτήν ειδικού φιλοδωρήματος £12.000.-  

Παρά τις οχλήσεις της εφεσείουσας η εφεσίβλητη τράπεζα δεν κατέβαλε ποτέ στην εφεσείουσα το προαναφερόμενο ειδικό φιλοδώρημα των £12.000.-. Η εφεσείουσα καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας διεκδικώντας το προαναφερόμενο φιλοδώρημα. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της εφεσείουσας, δεν έδωσε όμως οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.  Η κατάληξη του πρωτοδίκου δικαστηρίου, στο τέλος μιας πολυσέλιδης και ογκώδους αποφάσεως, ήταν ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε έγκυρη σύμβαση μεταξύ των διαδίκων στην οποία η εφεσείουσα θα μπορούσε να βασιστεί, λόγω ελλείψεως αντιπαροχής. Επίσης έκρινε ότι δεν υπήρχε σύμβαση, σύμφωνα και με το Άρθρο 25(1)(β) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, επειδή ό,τι έπραξε η εφεσείουσα στην προκείμενη περίπτωση δεν μπορούσε να θεωρηθεί πως το έπραξε, εκούσια, για την εφεσίβλητη τράπεζα έτσι ώστε η υπόσχεση της εφεσίβλητης να καταβάλει ποσό £12.000.- στην εφεσείουσα να αποτελεί «υπόσχεση αποζημίωσης προσώπου το οποίον ήδη έπραξεν κάτι εκούσια για τον οφειλέτη». Για τη λέξη «εκούσια» στο προαναφερόμενο άρθρο, το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε, ότι αυτή υποδηλώνει τη μη ύπαρξη οποιασδήποτε προγενέστερης σχέσης μεταξύ των διαδίκων, δηλαδή υπονοεί την προσφορά υπηρεσιών από τον ενάγοντα στον εναγόμενο χωρίς την ύπαρξη οποιασδήποτε σχέσης μεταξύ τους. Εάν όμως μεταξύ των διαδίκων υπάρχει συμβατική σχέση εργοδότη και εργοδοτουμένου και ο ενάγοντας πρόσφερε τις σχετικές υπηρεσίες ή την εργασία, στο πλαίσιο της υφιστάμενης εργοδοτικής σχέσης, τότε η υπόσχεση για αποζημίωση δεν μπορεί να τύχει νομικής εφαρμογής.

Το ζήτημα που τίθεται με την παρούσα έφεση είναι εκείνο της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με το κατά πόσο η εφεσείουσα δικαιούται σε αποζημίωση για παράβαση συμφωνίας, δυνάμει του Άρθρου 25(1)(β) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Ουσιαστικά η εφεσείουσα δέχθηκε, με τον τρόπο που διεξήγαγε την υπόθεση της αλλά και με δήλωση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, ότι η υπόθεση της βασίζεται μόνο στο προαναφερόμενο Άρθρο 25(1)(β). Δεν επεκτείνεται δηλαδή η υπόθεση της ενάγουσας-εφεσείουσας σε ισχυρισμούς για παροχή, εκ μέρους της, έγκυρου ανταλλάγματος προς τους εφεσίβλητους υπό μορφή υπηρεσιών πέραν και έξω από τις υποχρεώσεις της που πήγαζαν από την εργοδοτική σχέση μεταξύ της και των εφεσιβλήτων.  Θα εξετάσουμε επομένως το κατά πόσο ορθά ή λανθασμένα απορρίφθηκε η αξίωση της, στη βάση του Άρθρου 25(1)(β). 

Το Άρθρο 25(1)(β) προνοεί ότι: «Συμφωνία που συνάφθηκε χωρίς αντιπαροχή είναι άκυρη εκτός αν είναι υπόσχεση αποζημίωσης, εν όλω ή εν μέρει, προσώπου το οποίο ήδη έπραξε κάτι εκούσια για τον οφειλέτη ή έπραξε κάτι το οποίο ο οφειλέτης θα μπορούσε νομικά να υποχρεωθεί να πράξει». Η ίδια πρόνοια που υπάρχει στο δικό μας Άρθρο 25(1)(β) υπάρχει και στον Ινδικό περί Συμβάσεων Νόμο του 1872.  Στο σύγγραμμα Dutt on Contract, 5η έκδοση, το οποίο πραγματεύεται τον Ινδικό περί Συμβάσεων Νόμο του 1872, στις σελ. 219 και 220, επεξηγείται η προαναφερόμενη πρόνοια. Η πρόνοια του Άρθρου 25(1)(β) συνιστά εξαίρεση στο γενικό κανόνα ότι υπόσχεση που δίνεται χωρίς αντιπαροχή, είναι άκυρη.  Υπόσχεση να πληρώσει κάποιος κάτι ή να κάμει κάποιος κάτι για το οποίο έχει νομική υποχρέωση να το κάμει είναι υπόσχεση χωρίς αντιπαροχή, η οποία δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση για καλό αγώγιμο δικαίωμα, εκτός αν εμπίπτει στις εξαιρέσεις του Άρθρου 25.  Το επίρρημα «εκούσια» (voluntarily) θα πρέπει κατ' ανάγκη να ερμηνευθεί ως αποκλείον οτιδήποτε γίνεται κατά παράκληση ή κατά παραγγελία ή κατ' επιθυμία του υποσχομένου (οφειλέτη). Σε αντίθεση, οτιδήποτε ήδη προσφέρθηκε, με απαίτηση του υποσχομένου,  μπορεί μόνο να συνιστά καλήν αντιπαροχή, σύμφωνα με το Άρθρο 2(2)(δ) του Κεφ. 149. Φαίνεται επομένως ότι, με την ορθή ερμηνεία του επιρρήματος «εκούσια» στο Άρθρο 25(1)(β), αυτή η πρόνοια καλύπτει τις περιπτώσεις όπου ένα πρόσωπο, χωρίς τη γνώση του υποσχομένου (οφειλέτη) ή, εν πάση περιπτώσει, όχι κατ' απαίτηση, επιθυμία, παράκληση ή παραγγελία του, προσφέρει στον οφειλέτη κάποιαν υπηρεσία και στη συνέχεια ο οφειλέτης αναλαμβάνει να το αποζημιώσει για την υπηρεσία του.  Σε τέτοια περίπτωση η υπόσχεση δεν χρειάζεται αντάλλαγμα για να είναι νομικά έγκυρη.

Στην προκείμενη περίπτωση οτιδήποτε προσέφερε η εφεσείουσα στους εφεσίβλητους, για το οποίο στη συνέχεια της δόθηκε η προαναφερόμενη υπόσχεση καταβολής φιλοδωρήματος £12.000.-, σίγουρα δεν έγινε χωρίς τη γνώση των εφεσιβλήτων ούτε και έγινε χωρίς την επιθυμία τους. Αντίθετα η προσφορά των υπηρεσιών της εφεσείουσας ήταν μέσα στο πλαίσιο της εργοδοτικής της σχέσης με τους εφεσίβλητους και έγινε σίγουρα εν γνώσει και προφανώς κατ' επιθυμίαν των εφεσιβλήτων, οι οποίοι είχαν σαν στόχο την εμπρόθεσμη παράδοση των δύο προαναφερόμενων έργων, για τα οποία η εφεσείουσα εργάστηκε με ζήλο και αφοσίωση, με αποτέλεσμα να καταστεί εφικτή η εμπρόθεσμη παράδοσή τους. 

Ενόψει των προαναφερομένων και δεδομένου ότι η υπόθεση της εφεσείουσας περιορίστηκε ουσιαστικά στο κατά πόσον αυτή δικαιούται σε θεραπεία μόνο δυνάμει του Άρθρου 25(1)(β), κρίνουμε ότι αυτή απέτυχε να δείξει πως η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη.  Κατά συνέπεια η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. 

Το μόνο ζήτημα που παραμένει είναι εκείνο των εξόδων.  Το πρωτόδικο δικαστήριο, για διάφορους λόγους που ανέφερε, δεν έδωσε οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα παρά το ότι υπό κανονικές συνθήκες με την απόρριψη της αγωγής η ενάγουσα-εφεσείουσα θα έπρεπε να είχε καταδικαστεί και στα έξοδα. Δεν θεωρούμε όμως ότι και κατ' έφεση θα πρέπει να στερήσουμε τα έξοδα από την εφεσίβλητη η οποία πετυχαίνει. 

Κατά συνέπεια τα έξοδα της έφεσης €1.700.-, περιλαμβανομένου Φ.Π.Α., επιδικάζονται εις βάρος της εφεσείουσας και υπέρ της εφεσίβλητης.

Η έφεση απορρίπτεται με €1.700.- έξοδα περιλαμβανομένου Φ.Π.Α. εις βάρος της εφεσείουσας.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο