ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 300
20 Μαρτίου, 2008
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΓΛΑΥΚΟΣ ΡΑΦΑΗΛ,
Εφεσείων - Ενάγων,
ν.
1. ΤΑΜΕΙΟΥ ΣΥΝΤΑΞΕΩΣ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ,
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
3. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΣΥΝΤΑΞΕΩΣ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ,
Εφεσιβλήτων - Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 12130)
Δικηγόροι ― Συντάξεις και χορηγήματα ― Ταμείο Συντάξεως Δικηγόρων ― Οι περί Δικηγόρων (Συντάξεις και Χορηγήματα) Κανονισμοί, όπως τροποποιήθηκαν με την Κ.Δ.Π.168/98, με την προσθήκη του Κανονισμού 17Α ― Δικηγόροι οι οποίοι συνταξιοδοτούνται μετά τις 10.7.1998, θα λαμβάνουν και εφάπαξ χορηγία εκτός από τη μηνιαία σύνταξη ― Κατά πόσο η επίμαχη τροποποίηση έχει αναδρομική ισχύ, ούτως ώστε να καλύπτει και την περίπτωση δικηγόρου ο οποίος είχε συνταξιοδοτηθεί πριν την έναρξη της ισχύος του προαναφερθέντος Κανονισμού.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του εφεσείοντος - ενάγοντος (ο εφεσείων) για να δοθεί σε αυτόν η εφάπαξ χορηγία, επειδή διαπίστωσε πως ο τίτλος της αγωγής έπασχε λόγω ουσιώδους λάθους που αφορούσε την ιδιότητα των εφεσιβλήτων - εναγομένων (οι εφεσίβλητοι), το οποίο μόνο με τη λήψη του ενδεδειγμένου δικονομικού διαβήματος μπορούσε να θεραπευθεί. Το Δικαστήριο εξέτασε και την ουσία της υπόθεσης και αποφάνθηκε πως ο εφεσείων, σύμφωνα με τον Κανονισμό 17Α δεν εδικαιούτο στη λήψη του εφάπαξ ποσού, εφόσον αφυπηρέτησε την 1.7.1992, ήτοι πριν ο επίμαχος Κανονισμός τεθεί σε ισχύ.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Υπέβαλε ότι:
1. Εάν δεν θεωρηθεί συνταξιοδοτικό ωφέλημα η εφάπαξ χορηγία τότε ο επίμαχος Κανονισμός είναι εκτός της δικαιοδοσίας του περί Δικηγόρων Νόμου.
2. Έχει παραβιασθεί το Άρθρο 23 του Συντάγματος και το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
3. Η διαταγή εξόδων εναντίον του εφεσείοντος, είναι εσφαλμένη.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού ανέφερε πως, υπό κανονικάς συνθήκας και στη βάση της νομολογίας επί του θέματος, η έφεση θα έπρεπε να οδηγηθεί σε απόρριψη για το λόγο και μόνο της παρατυπίας στον τίτλο της αγωγής, ασχολήθηκε και με την ουσία της υπόθεσης, χωρίς κάτι τέτοιο, όπως τόνισε, να θεωρηθεί προηγούμενο, και ότι απλά η εξαίρεση γίνεται ακριβώς λόγω της ιδιότητας των εμπλεκομένων και της συγγένειάς τους, με την ευρύτερη έννοια, στην απονομή της δικαιοσύνης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
1. Ο Κανονισμός δεν έχει αναδρομική ισχύ. Και το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να του προσδώσει τέτοια. Δεν υπάρχει καμία αδικία μήτε άνιση μεταχείριση, επειδή η χορηγία αυτή δίδεται από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του επίμαχου Κανονισμού. Η υιοθέτηση από το Ταμείο πρόσθετου ωφελήματος, όπως είναι η εφάπαξ χορηγία, για δικηγόρους που αποφασίζουν να αφυπηρετήσουν μπορεί να ισχύει από την ημέρα που θεσπίζεται ο Κανονισμός. Δεν έχει υποχρέωση το Ταμείο να δώσει σ' αυτόν αναδρομική ισχύ. Επιπλέον, δεν υπάρχει επέμβαση σε ιδιοκτησιακά δικαιώματα, που διασφαλίζει το Άρθρο 23 του Συντάγματος. Δεν υφίστατο δικαίωμα σε ιδιοκτησία το οποίο αφαιρέθηκε ή στο οποίο επενέβη το Ταμείο. Ο εφεσείων, σύμφωνα με τον Κανονισμό, δεν έχει δικαίωμα λήψης του εφάπαξ ποσού, εφόσον αφυπηρέτησε προτού ο επίμαχος Κανονισμός τεθεί σε ισχύ.
2. Ενόψει των γεγονότων της υπόθεσης η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα δεν είναι μεμπτή.
Η έφεση απορρίφθηκε με €2.300 έξοδα, περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α.
Σχόλιο Εφετείου: Η υπόθεση του Ε.Δ.Α.Δ. Stec and Others v. United Kingdom Applications Nos. 65731/01 και 65900/01, ημερ. 12.4.2006 αποτελεί χρήσιμο εργαλείο για απάντηση στην εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος, ότι παραβιάστηκε το Άρθρο 23 του Συντάγματός μας και το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθώς και για ενδιαφέροντα άλλα ζητήματα, που δεν απασχόλησαν στην υπό συζήτηση έφεση.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Stec a.o. v. United Kingdom, Applications Νos. 65731/01 και 65900/01, ημερομ. 12.4.06.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παναγιώτου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 16461/99), ημερομ. 19.7.04.
Α. Δημητριάδης, Μ. Ραφαήλ, Ελ. Μηλιδώνη και Κ. Δημητρίου, για τον Εφεσείοντα-Ενάγοντα.
Α. Ανδρέου, για τους Eφεσίβλητους 1 και 3 - Εναγόμενους.
Θ. Μαυρομουστάκη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο 2 - Εναγόμενο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Αρτεμίδης, Π..
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Ο εφεσείων άσκησε τη δικηγορία πάνω από τριανταέξι έτη και αποφάσισε να συνταξιοδοτηθεί την 1.7.1992. Έκτοτε είναι λήπτης της μηνιαίας σύνταξης που χορηγείται, όπως προβλέπεται στους σχετικούς Κανονισμούς (οι περί Δικηγόρων (Συντάξεις και Χορηγήματα) Κανονισμοί), που εκδόθηκαν από το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, βάσει του Άρθρου 26.1 του περί Δικηγόρων Νόμου. Οι πιο πάνω Κανονισμοί τροποποιήθηκαν με την Κ.Δ.Π. 168/98, με την προσθήκη του Κανονισμού 17Α, σύμφωνα με τον οποίο δικηγόροι που συνταξιοδοτούνται μετά τις 10.7.1998, θα λαμβάνουν εκτός από τη μηνιαία σύνταξη και εφάπαξ χορηγία, που καθορίστηκε σε £300 (€ 512.58.-) για κάθε έτος άσκησης του επαγγέλματος. Ο εφεσείων αποτάθηκε στο Ταμείο Συντάξεως Δικηγόρων για να δοθεί και σ' αυτόν η εφάπαξ χορηγία. Η απάντηση ήταν αρνητική. Υπεδείχθη στον εφεσείοντα πως η επίμαχη τροποποίηση στον Κανονισμό ισχύει από 10.7.1998, και εφόσον ο ίδιος είχε συνταξιοδοτηθεί την 1.7.1992, δεν μπορούσε να τύχει των προνοιών του Κανονισμού.
Ο εφεσείων καταχώρησε προσφυγή εναντίον της πιο πάνω απόφασης, η οποία όμως απερρίφθη γιατί κρίθηκε πως η λειτουργία του Ταμείου Συντάξεως Δικηγόρων εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου. Ο εφεσείων, ως εκ τούτου, καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας η οποία και απερρίφθη. Από τους εφεσίβλητους είχε προβληθεί προδικαστική ένσταση που αφορούσε στην ιδιότητα τους να είναι εναγόμενοι στην αγωγή, με την εισήγηση πως, καθώς χαρακτηρίζονται στον τίτλο της αγωγής δεν έχουν να κάμουν τίποτε με την επίδικη απόφαση. Ο Δικαστής, ενώπιον του οποίου συζητήθηκε πρωτόδικα η υπόθεση, πολύ ορθά αποδέχτηκε την προδικαστική ένσταση, υποδεικνύοντας πως ο Κανονισμός 4.2 ορίζει τον Γενικό Εισαγγελέα ως Πρόεδρο του Ταμείου, το οποίο και αντιπροσωπεύει «ενώπιον πάσης Δικαστικής ή άλλης Αρχής». Ο Γενικός Εισαγγελέας ως εκ τούτου δεν μπορεί να ενάγεται ως ο αξιωματούχος της Πολιτείας, που έχει τις εξουσίες που αποδίδονται σ' αυτόν από το Σύνταγμα (Άρθρο 113), αλλά με την ιδιότητα, που τον θέλει κατά παράδοση ex officio, όπως εξ άλλου ορίζεται και στον περί Δικηγόρων Νόμο, πρώτο τη τάξει στο δικηγορικό επάγγελμα. Μήτε και οι εφεσίβλητοι 1 και 3, όπως περιγράφονται, είχαν οποιαδήποτε θέση στην αγωγή. Μολονότι, όπως είπαμε πιο πριν, προβλήθηκε πρωτοδίκως από τους εφεσίβλητους η πιο πάνω ένσταση εν τούτοις ο εφεσείων δεν προέβη στα δέοντα διαβήματα για τη διόρθωση του τίτλου της αγωγής εμμένοντας ουσιαστικά στην ορθότητα του. Εισηγήθηκε μάλιστα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, και ενώπιον μας, πως ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ενάγεται υπό την ιδιότητα του ως ο αξιωματούχος, που ασκεί τις αρμοδιότητες που του δίδει το Σύνταγμα, δηλαδή υπεύθυνου για την έγκριση του επίδικου Κανονισμού, που κατά την άποψη των συνηγόρων του εφεσείοντος, είναι αντισυνταγματικός.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε, ορθά κατά την κρίση μας, πως δεν θεραπευόταν ο τίτλος της αγωγής ως απλή παρατυπία. Αντίθετα, κατέληξε, και πάλιν πολύ ορθά, πως επρόκειτο περί ουσιώδους λάθους που αφορούσε στην ιδιότητα των εφεσιβλήτων, το οποίο μόνο με τη λήψη του ενδεδειγμένου δικονομικού διαβήματος μπορούσε να θεραπευθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως εκ τούτου, απέρριψε την αγωγή. Προχώρησε όμως και συζήτησε και την ουσία της ώστε να υπάρχει ενώπιον του Εφετείου ολοκληρωμένη η κρίση του. Υπό κανονικάς συνθήκας, και ακολουθώντας τη νομολογία μας επί του θέματος, η έφεση θάπρεπε να οδηγηθεί σε απόρριψη γι' αυτό μόνο το λόγο. Η παρέκκλιση μας, να ασχοληθούμε και με την ουσία της υπόθεσης ας μη θεωρηθεί προηγούμενο. Αποτελεί εξαίρεση λόγω ακριβώς της ιδιότητας των εμπλεκομένων και της συγγένειας τους, με την ευρύτερη έννοια, στην απονομή της δικαιοσύνης.
Και επί της ουσίας η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ορθή. Η εισήγηση πως, αν δεν θεωρηθεί συνταξιοδοτικό ωφέλημα η εφάπαξ χορηγία τότε ο επίμαχος Κανονισμός είναι εκτός της δικαιοδοσίας του Νόμου, δεν είναι ορθή. Το Άρθρο 26.1 στον περί Δικηγόρων Νόμο δίδει το δικαίωμα στον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, να θεσπίζει Κανονισμούς «για παροχή συντάξεων και χορηγημάτων σε δικηγόρους που εισέφεραν στο ταμείο οι οποίοι αποσύρονται από την άσκηση του επαγγέλματος». Το εφάπαξ ποσό είναι βεβαίως χορηγία. Όμως, και επί του ιδίου σημείου, η ερμηνεία του Κανονισμού πρέπει να είναι τέτοια ώστε να ευνοείται η παροχή του ωφελήματος προς τους δικηγόρους που το δικαιούνται. Όχι να ματαιωθεί εξ ολοκλήρου η χορήγηση του. Ο Κανονισμός δεν έχει αναδρομική ισχύ. Και το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να του προσδώσει τέτοια. Δεν υπάρχει καμία αδικία μήτε και άνιση μεταχείριση, όπως εισηγήθηκαν οι δικηγόροι του εφεσείοντος, επειδή η χορηγία αυτή δίδεται από την ημερομηνία που τέθηκε σε ισχύ ο επίμαχος Κανονισμός. Η υιοθέτηση από το Ταμείο πρόσθετου ωφελήματος, όπως είναι η εφάπαξ χορηγία, για δικηγόρους που αποφασίζουν να αφυπηρετήσουν μπορεί να ισχύει από την ημέρα που θεσπίζεται ο Κανονισμός. Δεν έχει υποχρέωση το Ταμείο να δώσει σ΄ αυτόν αναδρομική ισχύ. Επιπλέον, δεν υπάρχει επέμβαση σε ιδιοκτησιακά δικαιώματα, που διασφαλίζει το Άρθρο 23 του Συντάγματος. Δεν υφίστατο δικαίωμα σε ιδιοκτησία το οποίο αφαιρέθηκε ή στο οποίο επενέβη το Ταμείο. Ο εφεσείων, σύμφωνα με τον Κανονισμό, δεν έχει δικαίωμα λήψης του εφάπαξ ποσού, εφόσον αφυπηρέτησε προτού ο επίμαχος Κανονισμός τεθεί σε ισχύ. Τελειώνουμε με ένα γενικό σχόλιο. Όπως ήδη αναφέραμε το Ταμείο Συντάξεων Δικηγόρων δεν είναι κρατικό, αλλά ιδιωτικό έστω και αν η θέσπιση του έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Δικηγόρων Νόμου και οι σχετικοί Κανονισμοί που διέπουν τη λειτουργία του εγκρίνονται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Βοηθητική για την ερμηνεία και λειτουργία κρατικών κοινωνικών ταμείων είναι η υπόθεση ενώπιον του Ε.Δ.Α.Δ. Stec and Others v. United Kingdom Applications Nos. 65731/01 και 65900/01, ημερ. 12.4.2006, στην οποία και παραπέμπουμε για απάντηση στην εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος, ότι παραβιάστηκε το Άρθρο 23 του Συντάγματος μας και του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθώς και για ενδιαφέροντα άλλα ζητήματα, που δεν απασχόλησαν στην υπό συζήτηση έφεση.
Η έφεση απορρίπτεται. Υπάρχει και λόγος έφεσης εναντίον της διαταγής εξόδων εις βάρος του εφεσείοντος που εξέδωσε ο πρωτόδικος Δικαστής. Έκρινε συναφώς πως τα έξοδα θα έπρεπε να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της απόφασης, όπως η νομολογία επιβάλλει, αλλά και σύμφωνα με την οποία τα έξοδα εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, η οποία βεβαίως ασκείται δικαστικά. Λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα της υπόθεσης κρίνουμε πως και η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς τα έξοδα δεν είναι μεμπτή.
Η έφεση, επομένως, απορρίπτεται με €2.300 έξοδα, περιλαμβανομένου και του Φ.Π.Α.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.300 έξοδα, περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α.