ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2007) 1 ΑΑΔ 1309

17 Δεκεμβρίου, 2007

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΜΑΡΙΟΣ ΠΙΕΡΗ,

Εφεσείων,

ν.

1.  ΝΑΤΑΛΙΑΣ ΛΟΡΚΑΤΣΙΕΡΑ ΚΑΜΑΡΙΤΟΥ,

2.  ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΚΑΜΑΡΙΤΗ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 307/2005)

 

Μαρτυρία ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου ― Εσφαλμένη αξιολόγηση αξιοπιστίας ― Οδήγησε σε έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση.

Οι εφεσίβλητοι - ενάγοντες αγόρασαν από τον εφεσείοντα - εναγόμενο, εισαγωγέα και πωλητή εισαγομένων αυτοκινήτων κατά τον ουσιώδη χρόνο, ένα εισαχθέν αριστεροτίμονο αυτοκίνητο μάρκας Mercedes. Σύμφωνα με την έκθεση απαιτήσεώς τους το ποσό της πώλησης ανέρχετο στο ποσό των £16.000.- δυνάμει σχετικού πωλητηρίου εγγράφου και σύμφωνα με την εκδοχή τους, ο εφεσείων τους υποσχέθηκε πως αν κάτι πάει στραβά με το αυτοκίνητο, όπως π.χ. αν ο δασμός του αυτοκινήτου είναι ψηλός ή αν δεν επιτρεπόταν στους εφεσίβλητους να εγγράψουν το αυτοκίνητο ως αριστεροτίμονο, τότε θα επιστρεφόταν το τίμημα πωλήσεως και ο εφεσείων θα έπαιρνε πίσω το αυτοκίνητο.

Ο εφεσείων ισχυρίστηκε στην υπεράσπισή του ότι η συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ήταν προφορική. Επιπρόσθετα αρνείτο ότι έδωσε τις υποσχέσεις που αναγράφονταν στην έκθεση απαιτήσεως και/ή οποιαδήποτε άλλη υπόσχεση, πέραν των όρων της συμφωνίας πωλήσεως.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων των εφεσιβλήτων. Το Δικαστήριο χαρακτήρισε τον εφεσείοντα ως μάρτυρα που δεν ήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια με στόχο να αποπροσανατολίσει το Δικαστήριο από την αλήθεια και ανέφερε γι' αυτόν ότι του έκαμε την χειρίστη εντύπωση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στις ακόλουθες διαπιστώσεις:

1) Μεταξύ εναγούσης 1 και εναγομένου συνήφθη έγγραφη συμφωνία η οποία κατατέθηκε ως τεκμήριο.

2) Μεταξύ εναγόντων 1 και 2 και εναγομένου συνήφθη προφορική συμφωνία στη βάση της οποίας συνεφωνήθη ότι το αυτοκίνητο θα ήταν αριστεροτίμονο και όταν θα ερχόταν στην Κύπρο, ο εναγόμενος θα αναλάμβανε την ευθύνη εάν δεν καθίστατο (δυνατή) η αλλαγή του από αριστεροτίμονο σε δεξιοτίμονο να πάρει αυτός το αυτοκίνητο πίσω και να επιστρέψει τα λεφτά στους ενάγοντες.

3) Ο εναγόμενος παρέβη την προφορική συμφωνία με αποτέλεσμα οι ενάγοντες να υποστούν ζημιά.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι χαρακτηρισμοί και τα σχόλια σε σχέση με τον εφεσείοντα δεν έχουν οποιαδήποτε ουσιαστική βαρύτητα και ως εκ τούτου η αξιολόγηση της μαρτυρίας του, από το πρωτόδικο δικαστήριο, κρίνεται τουλάχιστον ως ανεπαρκής.

2.  Η αξιοπιστία του εφεσείοντος δεν θα έπρεπε να επηρεαστεί δυσμενώς από το γεγονός ότι αυτός στην προφορική του μαρτυρία μίλησε αρχικά για προφορική συμφωνία και στη συνέχεια θυμήθηκε ότι ήταν γραπτή. Και αυτό, διότι δεν αμφισβητείτο η ύπαρξη συμφωνίας αλλά μόνο το περιεχόμενό της.

3.  Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία του εφεσείοντος ως μάρτυρος, ήταν βασισμένη σε εσφαλμένους λόγους. Ήταν επίσης κρίση γενική και αόριστη και επομένως ανεπαρκής. Η πρωτόδικη απόφαση, πρέπει, κατά συνέπεια να παραμεριστεί και να διαταχθεί επανεκδίκαση.

4.  Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης αναφορικά με το ζήτημα της συμφωνίας ή των συμφωνιών που έγιναν μεταξύ των διαδίκων ή οποιονδήποτε απ' αυτούς, το ζήτημα της αθέτησης της προαναφερόμενης συμφωνίας ή συμφωνιών και το ζήτημα των ζημιών που προέκυψαν και των θεραπειών που θα πρέπει να δοθούν.

Η έφεση επιτράπηκε. Διατάχθηκε η επανεκδίκαση της υπόθεσης ως ανωτέρω. Τα έξοδα της έφεσης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντος.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθ. Αρ. 10165/00), ημερομ. 12.9.2005.

Χρ. Κ. Θεμιστοκλέους, για τον Εφεσείοντα.

Χρ. Χριστοδούλου για Δ. Παυλίδη, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση, με εννέα λόγους, προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.  Με τους λόγους εφέσεως 1-8 προσβάλλονται τα ευρήματα αξιοπιστίας στα οποία προέβη το πρωτόδικο δικαστήριο ενώ με τον 9ο  λόγο εφέσεως προσβάλλεται η κρίση του πρωτοδίκου δικαστηρίου αναφορικά με τη μέθοδο αποτίμησης των επιδικασθεισών αποζημιώσεων. 

Ενώπιον του  πρωτοδίκου δικαστηρίου έδωσαν μαρτυρία ο δεύτερος ενάγων-εφεσίβλητος 2, ο κ. Νεόφυτος Καμαρίτης αδελφός του δεύτερου ενάγοντα και ο κ. Χαράλαμπος Κολοκοτρώνης.  Για την υπέρασπιση έδωσε μαρτυρία ο κ. Ανδρέας Λουκά, υπάλληλος στο Τμήμα Αποθηκών και Αποταμίευσης του Τελωνείου και ο εναγόμενος-εφεσείων. Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία όλων των  μαρτύρων των εναγόντων-εφεσιβλήτων καθώς και τη μαρτυρία του κ. Ανδρέα Λουκά, αλλά απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του εναγόμενου-εφεσείοντα. 

Σύμφωνα με τη έκθεση απαιτήσεως ο εφεσείων, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν εισαγωγέας και πωλητής εισαγομένων αυτοκινήτων, συμφώνησε με τους εφεσίβλητους να τους πωλήσει ένα εισαχθέν, αριστεροτίμονο  αυτοκίνητο μάρκας Mercedes αντί ποσού £16.000.-, δυνάμει πωλητηρίου εγγράφου.  Σύμφωνα με την εκδοχή των εφεσιβλήτων, ο εφεσείων υποσχέθηκε στους εφεσίβλητους πως αν κάτι πάει στραβά με το αυτοκίνητο, όπως π.χ. αν ο δασμός του αυτοκινήτου είναι ψηλός ή αν δεν επιτρεπόταν στους εφεσίβλητους να εγγράψουν το αυτοκίνητο ως αριστεροτίμονο, τότε θα επιστρεφόταν το τίμημα πωλήσεως και ο εφεσείων θα έπαιρνε πίσω το αυτοκίνητο.  

Στην υπεράσπιση του εφεσείοντα γίνεται ισχυρισμός ότι η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία ήταν προφορική.  Επιπρόσθετα ο εφεσείων αρνείται ότι έδωσε τις υποσχέσεις που αναγράφονται στην έκθεση απαιτήσεως και/ή οποιαδήποτε άλλη υπόσχεση, πέραν των όρων της συμφωνίας πωλήσεως.  

Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου ο εφεσείων, αφού είδε το τεκμήριο 1 που ήταν το πωλητήριο έγγραφο που παρουσίασαν στο δικαστήριο οι εφεσίβλητοι, και πρόσεξε ότι σ΄ αυτό υπήρχε και η υπογραφή του, παραδέχθηκε πως η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία ήταν γραπτή.  Είπε συγκεκριμένα ο εφεσείων ότι αυτό το γεγονός το θυμήθηκε μετά που κινήθηκε η αγωγή και μετά που ο ίδιος έδωσε οδηγίες για υπεράσπιση στο δικηγόρο του.  Ήταν η θέση του εφεσείοντα πως προτού  υπογραφεί το πωλητήριο έγγραφο είχε γίνει προφορική συμφωνία μεταξύ του δεύτερου εφεσίβλητου και του ιδίου και ότι μια-δυο μέρες αργότερα ο δεύτερος εφεσίβλητος του παρουσίασε το πωλητήριο έγγραφο το οποίο υπέγραψαν και οι δύο πλευρές.  Ήταν ακόμα η θέση του εφεσείοντα πως δεν ανέλαβε ο ίδιος οποιαδήποτε υποχρέωση να μετατρέψει το προαναφερόμενο αυτοκίνητο σε δεξιοτίμονο ούτε και να το πάρει πίσω και να επιστρέψει τα χρήματα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας  και αφού δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων των εφεσιβλήτων-εναγόντων και του πρώτου μάρτυρα υπεράσπισης, είπε τα εξής σε σχέση με τον εφεσείοντα-εναγόμενο: 

«Άκουσα επίσης με προσοχή τον δεύτερο μάρτυρα για τον Εναγόμενο, δηλαδή τον ίδιο τον Εναγόμενο.  Ο μάρτυρας αυτός μου έχει κάνει την χειρίστη εντύπωση.  Είναι μάρτυρας που δεν ήρθε με καθαρά χέρια στο Δικαστήριο και η όλη προσπάθεια του ήταν να αποπροσανατολίσει το Δικαστήριο και όχι να το οδηγήσει στην οδό της αλήθειας.  Τα ψέματα που είπε ήταν κατά συρροή και ο τρόπος που απαντούσε ήταν επιτηδευμένος προσπαθώντας να πείσει (μάταια όμως) το Δικαστήριο για την αλήθεια των ισχυρισμών του.  Η όλη μαρτυρία του διακρινόταν από εμπάθεια και ο τρόπος που απαντούσε ήταν επιτηδευμένος και προσποιητός και ούτε ήθος είχε όταν έδιδε τις απαντήσεις του, αλλά και σε ερωτήσεις που του υποβάλλοντο οι απαντήσεις του εν πολλοίς στερούνταν λογικής και συνάφειας.»

Πέραν όμως των προαναφερομένων παρατηρήσεων, το πρωτόδικο δικαστήριο, τόνισε πως υπήρχαν και προβλήματα στην υπόθεση του εφεσείοντα, αναφορικά και με τις έγγραφες προτάσεις της υπεράσπισης.  Θεώρησε, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι ο ισχυρισμός στην έκθεση υπεράσπισης ότι η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία ήταν προφορική καθιστούσε την αναφορά του εφεσείοντα σε γραπτή συμφωνία μεταξύ των διαδίκων (μετά που ο εφεσείων είχε την ευκαιρία να δει το τεκμήριο 1 που παρουσίασαν οι εφεσίβλητοι), ανεπίτρεπτη ως μαρτυρία, την οποία δεν θα έπρεπε να λάβει υπόψη του. Κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, η υπεράσπιση όφειλε να προβεί σε τροποποίηση των εγγράφων προτάσεων της για να μπορέσει να απαλλαγεί από το «τεράστιο δικονομικό εμπόδιο» που αντιμετώπιζε το οποίο προέκυπτε από το γεγονός ότι στις έγγραφες προτάσεις της γινόταν ισχυρισμός για προφορική συμφωνία ενώ στη μαρτυρία του εφεσείοντα γινόταν αναφορά σε γραπτή συμφωνία.  

Μετά από την ανάλυση της μαρτυρίας και τα ευρήματα αξιοπιστίας το πρωτόδικο δικαστήριο προέβηκε στις ακόλουθες διαπιστώσεις:

«Αποτελεί διαπίστωση μου ότι μεταξύ εναγούσης 1 και εναγομένου συνήφθη η έγγραφη συμφωνία η οποία κατατέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου ως τεκμήριο.  Αποτελεί επίσης διαπίστωση μου ότι μεταξύ εναγόντων 1και 2 και εναγομένου συνήφθη προφορική συμφωνία στη βάση της οποίας συνεφωνήθη ότι το αυτοκίνητο θα ήταν αριστεροτίμονο και όταν θα ερχόταν στην Κύπρο, ο εναγόμενος θα αναλάμβανε την ευθύνη εάν δεν καθίστατο (δυνατή) η αλλαγή του από αριστεροτίμονο σε δεξιοτίμονο να πάρει αυτός το αυτοκίνητο πίσω και να επιστρέψει τα λεφτά στους ενάγοντες. Ο εναγόμενος αποτελεί ωσαύτως διαπίστωση μου ότι παρέβηκε και δεν τίμησε την προφορική συμφωνία με τους ενάγοντες, με αποτέλεσμα οι ενάγοντες να υποστούν ζημιά. 

Αποτελεί επίσης διαπίστωση μου ότι οι ενάγοντες 1 και 2 για την αγορά του αυτοκινήτου κατέβαλαν Λ.Κ.16.000 και πήραν από την πώληση του σχετικού αυτοκινήτου το ποσό των Λ.Κ.8.000 όπως φαίνεται μέσα από τη μαρτυρία του τρίτου  μάρτυρα των εναγόντων 1 και 2.»

Με την έκθεση απαιτήσεως τους οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι διεκδικούσαν και κάποια άλλα ποσά, εκτός από αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας.  Τα ποσά αυτά ήταν Λ.Κ.1.500 που δόθηκαν για την έγκριση του τιμολογίου του προαναφερομένου αυτοκινήτου, Λ.Κ.768 που δαπανήθηκαν για άδειες κυκλοφορίας του, Λ.Κ.1.100 για ασφάλειες του αυτοκινήτου, Λ.Κ.630 για «services» του και Λ.Κ.150 για την αίτηση εγγραφής του.  Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε αυτές τις αξιώσεις και δεν καταχωρίστηκε αντέφεση σε σχέση με αυτά τα θέματα.  

Η θεμελιωμένη γενική αρχή αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τη διατύπωση διαπιστώσεων ως προς τα γεγονότα είναι πως αυτά είναι έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνον στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται ότι η αξιολόγηση είναι εσφαλμένη ή ανεπαρκής ή ότι οι διαπιστώσεις ως προς τα γεγονότα έρχονται σε αντίθεση με τη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη.  Στην προκείμενη περίπτωση κρίνουμε πως η επέμβαση του Εφετείου είναι απαραίτητη.  Καταλήξαμε σ΄ αυτό το συμπέρασμα για τους εξής λόγους: 

(α)  Οι χαρακτηρισμοί του εφεσείοντα ως μάρτυρα που έκανε την χειρίστη εντύπωση στο πρωτόδικο δικαστήριο, ότι δεν ήρθε με καθαρά χέρια στο δικαστήριο, ότι η όλη προσπάθεια του ήταν να αποπροσανατολίσει το δικαστήριο και όχι να το οδηγήσει στην οδό της αλήθειας, ότι τα ψέματα που είπε ήταν κατά συρροή, ότι ο τρόπος που απαντούσε ήταν επιτηδευμένος και προσποιητός, ότι η όλη μαρτυρία του διακρινόταν από εμπάθεια, ότι οι απαντήσεις του στερούνταν λογικής και συνάφειας και ότι δεν είχε ούτε ήθος, είναι γενικά και αόριστα σχόλια. Δεδομένου ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν διευκρίνισε ποια ήταν τα ψέματα που είπε και μάλιστα κατά συρροή ο εφεσείων, ως μάρτυρας και ποιες ήταν οι απαντήσεις του που στερούνταν λογικής και συνάφειας, οι προαναφερόμενοι χαρακτηρισμοί και σχόλια δεν έχουν οποιαδήποτε ουσιαστική βαρύτητα και ως εκ τούτου η αξιολόγηση της μαρτυρίας του, από το πρωτόδικο δικαστήριο, κρίνεται τουλάχιστον ως ανεπαρκής. 

(β)  Η διάσταση των θέσεων της υπεράσπισης, την οποία επεσήμανε το πρωτόδικο δικαστήριο, εφόσον στην έκθεση υπεράσπισης γινόταν αναφορά σε προφορική συμφωνία ενώ ο εφεσείων-εναγόμενος, στην προφορική του μαρτυρία, μίλησε αρχικά για προφορική συμφωνία και στη συνέχεια θυμήθηκε ότι ήταν και γραπτή, δεν θα έπρεπε να είχε επηρεάσει δυσμενώς την κρίση του δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία του εφεσείοντα ως μάρτυρα. Τούτο διότι δεν αμφισβητείτο η ύπαρξη συμφωνίας αλλά μόνο το περιεχόμενό της, το ότι η συμφωνία ήταν γραπτή μάλλον ενίσχυε τη θέση του εφεσείοντα και επίσης ο εφεσείων είχε δώσει και λόγους γιατί και πώς του είχε διαφύγει ότι η συμφωνία, τελικά, έγινε και γραπτώς.

Με βάση τα προαναφερόμενα θεωρούμε πως η κρίση του πρωτοδίκου δικαστηρίου, αναφορικά με την αξιοπιστία του εφεσείοντα ως μάρτυρα, ήταν βασισμένη σε εσφαλμένους λόγους.  Ήταν επίσης κρίση γενική και αόριστη και επομένως ανεπαρκής.  Κατά συνέπεια εκτιμούμε ότι η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να παραμεριστεί και, αναπόφευκτα, να διαταχθεί επανεκδίκαση της υπόθεσης.  

Για τους λόγους που αναφέραμε η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης αναφορικά με το ζήτημα της συμφωνίας ή των συμφωνιών που έγιναν μεταξύ των διαδίκων ή οποιονδήποτε απ' αυτούς, το ζήτημα της αθέτησης της προαναφερόμενης συμφωνίας ή συμφωνιών και το ζήτημα των ζημιών που προέκυψαν και των θεραπειών που θα πρέπει να δοθούν.  Η διαταγή για επανεκδίκαση δεν περιλαμβάνει τις άλλες αξιώσεις των εφεσιβλήτων οι οποίες απορρίφθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο και για τις οποίες δεν καταχωρίστηκε αντέφεση.  Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι επίδικα κατά την επανεκδίκαση της υπόθεσης.  Τα έξοδα της έφεσης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εις βάρος των εφεσιβλήτων.

Η έφεση επιτρέπεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης ως ανωτέρω. Τα έξοδα της έφεσης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντος.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο