ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2007) 1 ΑΑΔ 583

25 Μαΐου, 2007

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1.          Z & I MEDITERRANEAN LEISURE INVESTMENTS LIMITED,

2.          ALKION CONSTRUCTION & SERVICES LIMITED,

3.          ΖΗΝΩΝ ΗΛΙΑΔΗΣ,

Εφεσείοντες - Εναγόμενοι,

ν.

ΙΩΑΝΝΑΣ ΗΛΙΑΔΗ - ΛΟΪΖΟΥ,

Εφεσίβλητης - Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 159/2005)

 

Εταιρείες ? Καταπίεση μειοψηφίας από την πλειοψηφία ? Υπαγωγή της υπόθεσης στην εξαίρεση που καθιερώθηκε στην Foss v. Harbottle [1843] 2 Hane 461 ? Προϋποθέσεις καταχώρησης αγωγής εκ μέρους της μειοψηφίας των μετ?χ?ν εταιρείας, όταν οι αδικοπραγούντες, με πλήρη έλεγχο της εταιρείας, δεν θα επέτρεπαν στην τελευταία να κινήσει τη διαδικασία.

Αποφάσεις και διατάγματα ? Προσωρινά διατάγματα δυνάμει του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Ν.14/60) ? Προϋποθέσεις εκδόσεως ? Ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας και πιθανότητας να υποστεί ο ενάγων ανεπανόρθωτη ζημιά ? Το Δικαστήριο πρέπει να καθορίζει για πόσο χρονικό διάστημα το διάταγμα θα παραμείνει σε ισχύ ? Άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 ? Έφεση εναντίον οριστικοποίησης προσωρινού διατάγματος το οποίο εκδόθηκε με μονομερή αίτηση.

? εφεσίβλητ? και ο εφεσείων 3 ήταν οι ιδρυτές, μόνοι μέτοχοι και Διοικητικοί Σύμβουλοι της εφεσείουσας 1. Ο εφεσείων 3 ήταν μέτοχος κατά 82%, ενώ η εφεσίβλητη κατά 18%.

Στις 4/3/2005 η εφεσίβλητη εξασφάλισε, μετά από μονομερή αίτηση, διάταγμα του Δικαστηρίου που να απαγορεύει στους εφεσείοντες (α) να διεξάγουν την Έκτακτη Γενική Συνέλευση της εφεσείουσας 1, στις 11/3/2005, που εστόχευε στην παύση ή απομάκρυνσή της από το Διοικητικό Συμβούλιο της εφεσείουσας 1 και (β) να την παύσουν ή να την απομακρύνουν από το Διοικητικό Συμβούλιο της εφεσείουσας 1 μέχρι την αποπεράτωση της αγωγής.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας υπόψη την εκατέρωθεν μαρτυρία, σε συνάρτηση με τις αγορεύσεις των δικηγόρων των διαδίκων, και αφού αναφέρθηκε στις νομικές αρχές που διέπουν την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων δυνάμει του Άρθρου 32 των περί Δικαστηρίων Νόμων, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία κατέστησε το διάταγμα της 4/3/2005 απόλυτο με έξοδα σε βάρος των καθ' ων η αίτηση-εφεσειόντων.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση, αμφισβητώντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Οι λόγοι έφεσης που υποβλήθηκαν είναι οι ακόλουθοι:

1.  Εν όψει των ισχυρισμών της εφεσίβλητης, «οι μόνες θεραπείες που μπορούσε να διεκδικήσει είναι με βάση τα Άρθρα 202 και 211 (στ) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 στα πλαίσια καθορισμένης από το νόμο δικαστικής διαδικασίας και όχι στα πλαίσια πολιτικής αγωγής». Και τούτο διότι, «η εφεσίβλητη ουσιαστικά με την αγωγή της παραπονείται ως μέτοχος μειοψηφίας για τη μεταχείριση που τυγχάνει από τον εφεσείοντα 3 που είναι ο μέτοχος πλειοψηφίας και με τον οποίο ισχυρίζεται ότι συμφώνησε «για την από κοινού διαχείριση» της εφεσείουσας 1 (ισχυρισμούς που ο εφεσείοντας εν πάση περιπτώσει απορρίπτει)». Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την ενδιάμεση απόφασή του παραβίασε τον κανόνα στην Foss v. Harbottle [1843] 2 Hane 461.

2.  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ικανοποιούνται οι τρεις προϋποθέσεις για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, ιδιαίτερα, η τρίτη προϋπόθεση, για το λόγο ότι «ακόμα και αν υπήρχε συμφωνία μεταξύ της εφεσίβλητης και του εφεσείοντα 3 όπως ισχυρίστηκε η εφεσίβλητη, η εφεσίβλητη δεν υπέστη, δεν πρόκειται να υποστεί και ούτε κατέδειξε στο δικαστήριο ότι θα ή ότι είναι πιθανόν να υποστεί οποιαδήποτε ζημιά ως αποτέλεσμα της παύσης της από το διοικητικό συμβούλιο και/ή αν ακόμα καταδείκνυε κάτι τέτοιο, οι αποζημιώσεις είναι ικανοποιητικές θεραπείες για τις αξιώσεις της αιτήτριας. Επίσης, ακόμα και αν οι ισχυρισμοί της εφεσίβλητης για δήθεν παράτυπη διαδικασία σύγκλησης έκτακτης γενικής συνέλευσης είναι βάσιμοι, η εφεσίβλητη δεν υπέστη, δεν πρόκειται να υποστεί και ούτε κατέδειξε στο δικαστήριο ότι θα ή ότι είναι πιθανόν να υποστεί οποιαδήποτε ζημιά ως αποτέλεσμα".

3.  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέτρεψε στους εφεσείοντες να αντεξετάσουν την εφεσίβλητη σε σχέση με τους ισχυρισμούς της συμφωνίας με τον εφεσείοντα 1 για την από «κοινού διαχείριση» της εφεσείουσας 1 και για «συνεταιρική» εταιρεία.

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι «το διάταγμα θα πρέπει να οριστικοποιηθεί» και ή ότι «καθίσταται απόλυτο» χωρίς να καθορίσει για πόσο χρόνο το διάταγμα θα παραμείνει σε ισχύ.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η εφεσίβλητη, εκτός από την ισχυριζόμενη παράβαση του καταστατικού και του Νόμου, επικαλέσθηκε και παράβαση συμφωνίας μεταξύ της ίδιας και του εφεσείοντος 3 κατά τρόπο που υπάγει την υπόθεση κάτω από την εξαίρεση της Foss v. Harbottle (ανωτέρω). Οι ισχυριζόμενες άδικες πράξεις επηρεάζουν προσωπικά τα δικαιώματα της εφεσίβλητης, ενώ οι αδικοπραγούντες έχουν τον έλεγχο της εταιρείας. Σε τέτοια περίπτωση είναι επιτρεπτή η καταχώρηση αγωγής εκ μέρους της μειοψηφίας γιατί διαφορετικά δεν θα υπήρχε δυνατότητα προσφυγής στο Δικαστήριο: οι αδικοπραγούντες με πλήρη έλεγχο της εταιρείας, δεν θα επέτρεπαν στην τελευταία να κινήσει τη διαδικασία.

2.  Από τα γεγονότα της υπόθεσης που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου φαινόταν, εκ πρώτης όψεως, ξεκάθαρη πρόθεση του εφεσείοντος 3 να απομακρύνει την εφεσίβλητη από το Διοικητικό Συμβούλιο της εφεσείουσας 1. Η μείωση, όμως, του ποσοστού της εφεσίβλητης από 18% σε 14% με αύξηση του κεφαλαίου της εφεσείουσας 1, χωρίς να ακολουθηθούν οι σχετικές πρόνοιες του νόμου και του καταστατικού της εφεσείουσας 1, υποστήριζαν τη θέση της εφεσίβλητης ότι θα έπρεπε να παραμείνει στο Διοικητικό Συμβούλιο της εφεσείουσας 1. Η τυχόν απομάκρυνση της εφεσίβλητης από το Διοικητικό Συμβούλιο θα ενέτεινε ενδεχομένως τα ήδη υπάρχοντα προβλήματα και, περαιτέρω, θα επέτρεπε, την κατ' ισχυρισμό της εφεσίβλητης, συνέχιση της κακής διαχείρισης της εφεσείουσας 1 προς βλάβη των συμφερόντων της εφεσίβλητης τα οποία, πιθανότατα, δεν θα μπορούσαν να αποκατασταθούν με την καταβολή αποζημίωσης. Από την άλλη, όπως και πάλι ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι εφεσείοντες δεν επρόκειτο να υποστούν οποιαδήποτε ζημιά αν εξεδίδετο το αιτούμενο διάταγμα. Με την πλειοψηφία των μετοχών ο εφεσείων 3 μπορούσε να ενεργήσει προς πάσα κατεύθυνση για τους σκοπούς της εφεσείουσας 1 και για την προώθηση των αναπτυξιακών έργων και επενδύσεών της.

3.  Όπως προκύπτει καθαρά από τα πρακτικά της διαδικασίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε την άδειά του στο δικηγόρο των εφεσειόντων να αντεξετάσει την εφεσίβλητη σε σχέση με τους υπό συζήτηση ισχυρισμούς της. Όμως ο δικηγόρος των εφεσειόντων δεν το έπραξε.

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθόρισε το χρόνο για τον οποίο το διάταγμα θα παρέμενε σε ισχύ με την αναφορά του για διατήρηση του status quo στο Δ. Σ. της εταιρείας μέχρι την τελική εκδίκαση της αγωγής.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Foss v. Harbottle [1843] 2 Hane 461.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθ. Αρ. 1769/05), ημερομ. 20.5.05.

Γ. Λοΐζου, για τους Εφεσείοντες.

Μ. Ηλιάδης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, που καταχώρησε στο Ε.Δ. Λευκωσίας στις 3.3.2005, η εφεσίβλητη αξίωσε από τους εφεσείοντες σειρά αποφάσεων και διαταγών του Δικαστηρίου, καθώς και αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας εναντίον του εφεσείοντος 3. Την ίδια μέρα, 3.3.2005, η εφεσίβλητη καταχώρησε μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσε, μεταξύ άλλων, διαταγή του Δικαστηρίου που να απαγορεύει στους εφεσείοντες να διεξάγουν την Έκτακτη Γενική Συνέλευση της εφεσείουσας 1, στις 11.3.2005, που σκοπό είχε την παύση ή απομάκρυνση της εφεσίβλητης από το αξίωμά της ως Διοικητικού Συμβούλου της εφεσείουσας 1, και που να απαγορεύει στους εφεσείοντες να την παύσουν ή να την απομακρύνουν από την πιο πάνω θέση μέχρι την πλήρη αποπεράτωση της αγωγής. Την επομένη, 4.3.2005, το Δικαστήριο εξέδωσε μονομερώς το διάταγμα. Αφού οι εφεσείοντες το αμφισβήτησαν και, στη συνέχεια, καταχώρησαν ένσταση, διεξήχθη ακρόαση. Κατά την ακρόαση αντεξετάστηκαν, με την άδεια του Δικαστηρίου, οι ενόρκως δηλούντες - εφεσίβλητη και εφεσείων 3. Με άδεια του Δικαστηρίου καταχωρήθηκαν, επίσης, εκατέρωθεν συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις της εφεσίβλητης, του Γιώργου Φοραδάρη, Λογιστή, και του εφεσείοντος 3.

Αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι η εφεσίβλητη και ο εφεσείων 3 ήταν οι ιδρυτές, μόνοι μέτοχοι και Διοικητικοί Σύμβουλοι της εφεσείουσας 1. Σε αυτή ο εφεσείων 3 ήταν, από την ίδρυσή της, μέτοχος κατά 82%, ενώ η εφεσίβλητη κατά 18%.

Η βασική θέση της εφεσίβλητης ήταν ότι υπήρχε συμφωνία μεταξύ της και του εφεσείοντα 3 ότι, ως ιδρυτές, μόνοι μέτοχοι και Διοικητικοί Σύμβουλοι της εφεσείουσας 1, "θα ενεργούσαν από κοινού σε σχέση με τις υποθέσεις της". Κύριο περιουσιακό στοιχείο της εφεσείουσας 1 ήταν οι μετοχές της (65%) στην εταιρεία Eliades Anatolikon Leisure Resorts Limited, για συντομία "Ανατολικόν", με ακίνητη περιουσία στην Πάφο, αξίας πολλών εκατομμυρίων λιρών. Η εφεσίβλητη, όμως, δεν είχε γνώση της περιουσιακής κατάστασης και των υποθέσεων της εφεσείουσας 1 ή της "Ανατολικόν", λόγω του ότι τις δραστηριότητες και των δύο εταιρειών τις χειριζόταν ο εφεσείων 3, ο οποίος συστηματικά παρέλειπε να της δίδει λογαριασμούς και οικονομικές καταστάσεις ή να την ενημερώνει για τις δραστηριότητες της εφεσείουσας 1 ή της "Ανατολικόν", παρά το ότι η εφεσίβλητη του ζητούσε κατά καιρούς να πληροφορηθεί τα της οικονομικής τους κατάστασης. Λόγω ακριβώς αυτών των παραλείψεων του εφεσείοντος 3, η εφεσίβλητη, περί τον Οκτώβριο του 2004, ζήτησε από ελεγκτικό γραφείο να πληροφορηθεί τα της οικονομικής κατάστασης των δύο εταιρειών, οπότε, προς έκπληξή της, πληροφορήθηκε ότι το ποσοστό της στην εφεσείουσα 1 είχε μειωθεί από 18% σε 14%. Εκείνο που είχε γίνει, σύμφωνα με την εφεσίβλητη, ήταν ότι η εφεσείουσα 1, κατά ή περί το Μάιο του 2001, ύστερα από αυθαίρετες ενέργειες του εφεσείοντος 3, προχώρησε σε έκδοση μετοχών προς την εφεσείουσα 2, που ανήκει και ελέγχεται πλήρως από τον εφεσείοντα 3. Με την αυθαίρετη αυτή ενέργεια του εφεσείοντος 3, η εφεσίβλητη υφίστατο ζημιά πέραν του £1.000.000. Παρόλες όμως τις εκκλήσεις της για να της δοθούν λογαριασμοί, ο εφεσείων 3 δεν ανταποκρίθηκε. Αντ' αυτού, σε επιστολή του ημερομηνίας 20.1.2005, παραδέχθηκε την έκδοση 8.000 μετοχών της εφεσείουσας 1 προς την εφεσείουσα 2, χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων που τάσσει ο Νόμος ή το Καταστατικό της εφεσείουσας 1, με τον ισχυρισμό ότι προχώρησε στην έκδοση για κάλυψη δανειοδότησής του προς την εφεσείουσα 1. Στις 11.2.2005, και ενώ απουσίαζε στο εξωτερικό, έλαβε ειδοποίηση σύγκλησης Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης της εφεσείουσας 1, με μοναδικό θέμα την παύση της από το αξίωμα της Διοικητικού Συμβούλου, διαδικασία παράνομη και άκυρη, εφόσον δεν ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη από τον Κανονισμό 55 του Καταστατικού της εταιρείας διαδικασία ενώ, ταυτόχρονα, παραβιάστηκε το άρθρο 126 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113. Σκοπός των ενεργειών του εφεσείοντος 3 ήταν, σύμφωνα πάντοτε με την εφεσίβλητη, ο αποκλεισμός της από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων και από τη γνώση των υποθέσεων της εφεσείουσας 1 ή της "Ανατολικόν".

Ο εφεσείων 3 αρνήθηκε την ύπαρξη οποιασδήποτε συμφωνίας μεταξύ του και της εφεσίβλητης ότι θα ενεργούσαν από κοινού σε σχέση με τις υποθέσεις της εφεσείουσας 1. Η δική του θέση ήταν ότι, δοθέντος ότι ο ίδιος είχε συνεισφέρει £250.000, ενώ η εφεσίβλητη £50.000, η μεταξύ τους συμφωνία, και η συνακόλουθη εξουσιοδότηση της εφεσίβλητης, ήταν "να χειρίζεται" αυτός τα της εφεσείουσας 1 εν λευκώ. Η εφεσίβλητη ουδέποτε συνεισέφερε σε χρόνο, χρήμα ή εργασία στην εφεσείουσα 1, σε αντίθεση με τον ίδιο και την εφεσείουσα 2 που συνεισέφεραν πέραν του ποσού £500.000. Η εφεσίβλητη δεν έχει κεκτημένο δικαίωμα να είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της εφεσείουσας 1. Παρά ταύτα, αυτή ήταν ενήμερη για όλες τις εξελίξεις, την πορεία, τα οικονομικά αλλά και τα τεράστια προβλήματα που αντιμετώπιζε η εφεσείουσα 1, όπως και την ανάγκη συνεχούς χρηματοδότησης και οικονομικής της ενίσχυσης. Η εφεσίβλητη κλήθηκε να συνεισφέρει οικονομικά, αλλά αρνήθηκε. Ως αποτέλεσμα, ο εφεσείων 3 ανέλαβε όλα τα οικονομικά βάρη της εφεσείουσας 1, ενώ η συνεισφορά της εφεσίβλητης είχε παραμείνει, ως είχε αρχικά, στις £50.000. Η έκδοση μετοχών στην εφεσείουσα 2 έγινε με τη συγκατάθεση της εφεσίβλητης και αφού αυτή ενημερώθηκε ότι, ως αποτέλεσμα, το ποσοστό της στην εφεσείουσα 1 θα μειωνόταν. Καταληκτικά, ο εφεσείων 3 ισχυρίστηκε ότι η εφεσίβλητη θα έπρεπε να απομακρυνθεί από Διοικητικός Σύμβουλος της εφεσείουσας 1, εφόσον η παρουσία της και μόνο "δημιουργεί προβλήματα και δυσκολίες στην ομαλή λειτουργία της εναγόμενης 1 και στις προοπτικές υλοποίησης του έργου .... Τυχόν παραμονή της ..... στο Διοικητικό Συμβούλιο θα απειλήσει σοβαρά την υλοποίηση του έργου".

Το Δικαστήριο, έχοντας υπόψη την εκατέρωθεν μαρτυρία, σε συνάρτηση με τις αγορεύσεις των δικηγόρων των διαδίκων, και αφού αναφέρθηκε στις νομικές αρχές που διέπουν την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων δυνάμει του άρθρου 32 των περί Δικαστηρίων Νόμων, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία, κατέστησε το διάταγμα της 4.3.2005 απόλυτο με έξοδα σε βάρος των καθ' ων η αίτηση-εφεσειόντων.

Με την ενώπιόν μας έφεση οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι, έχοντας υπόψη τους ισχυρισμούς που προέβαλε η εφεσίβλητη, "οι μόνες θεραπείες που μπορούσε να διεκδικήσει είναι με βάση τα άρθρα 202 (το οποίο, προβλέπει για εναλλαχτική θεραπεία για εκκαθάριση σε περιπτώσεις καταπίεσης) και 211(στ) (το οποίο, προβλέπει για τη διάλυση εταιρείας σε περίπτωση που κατά τη γνώμη του δικαστηρίου είναι δίκαιο) του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113 στα πλαίσια καθορισμένης από το νόμο δικαστικής διαδικασίας και όχι στα πλαίσια πολιτικής αγωγής." Και τούτο διότι, "η εφεσίβλητη ουσιαστικά με την αγωγή της παραπονείται ως μέτοχος μειοψηφίας για τη μεταχείριση που τυγχάνει από τον εφεσείοντα 3 που είναι ο μέτοχος πλειοψηφίας και με τον οποίο ισχυρίζεται ότι συμφώνησε «για την από κοινού διαχείριση» της εφεσείουσας 1 (ισχυρισμούς που ο εφεσείοντας εν πάση περιπτώσει απορρίπτει)". Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την ενδιάμεση απόφασή του, επενέβη στα εσωτερικά θέματα και αποφάσεις της εφεσείουσας 1 και ή θέματα και αποφάσεις τις οποίες η εφεσείουσα 1 μπορεί να επικυρώσει με απόφαση των μετόχων πλειοψηφίας σε γενική συνέλευση κατ' εφαρμογή του κανόνα που καθιερώθηκε στην υπόθεση Foss v. Harbottle [1843] 2 Hane 461.

Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Όπως προκύπτει τόσο από το κλητήριο ένταλμα όσο και από τις ένορκες δηλώσεις της εφεσίβλητης, και όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο,

"Στην παρούσα περίπτωση, πέρα από την ισχυριζόμενη παράβαση καταστατικού και Νόμου, η ενάγουσα επικαλείται και παράβαση συμφωνίας μεταξύ της και του εναγομένου 3 κατά τρόπο που να υπάγει την υπόθεση κάτω από την εξαίρεση της υπόθεσης Foss πιο πάνω. Οι ισχυριζόμενες άδικες πράξεις επηρεάζουν προσωπικά τα δικαιώματα της εναγούσης, ενώ οι αδικοπραγούντες έχουν τον έλεγχο της εταιρείας. Σε τέτοια περίπτωση είναι επιτρεπτή η καταχώρηση αγωγής εκ μέρους της μειοψηφίας γιατί διαφορετικά δεν θα υπήρχε δυνατότητα προσφυγής στο Δικαστήριο: οι αδικοπραγούντες με πλήρη έλεγχο της εταιρείας, δεν θα επέτρεπαν στην τελευταία να κινήσει τη διαδικασία. Για το θέμα βλέπε σχετικά και τις υποθέσεις Burland v. Earle [1902] A.C. 83 και Daniels and Others v. Daniels and Others [1978] 2 All E.R. 89 όπου εξετάζονται ανάμεσα στ' άλλα η έννοια του δόλου και τις περιπτώσεις όπου η πλειοψηφία στοχεύει με επιλήψιμες ενέργειες στην οικειοποίηση περιουσιακών στοιχείων ή ωφελημάτων της εταιρείας."

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ικανοποιούντο οι τρεις προϋποθέσεις για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων - ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας και πιθανότητα να υποστεί ο ενάγων ανεπανόρθωτη ζημιά - ειδικότερα η τρίτη προϋπόθεση, για το λόγο ότι "ακόμα και αν υπήρχε συμφωνία μεταξύ της εφεσίβλητης και του εφεσείοντα 3 όπως ισχυρίστηκε η εφεσίβλητη, η εφεσίβλητη δεν υπέστη, δεν πρόκειται να υποστεί και ούτε κατέδειξε στο δικαστήριο ότι θα ή ότι είναι πιθανόν να υποστεί οποιαδήποτε ζημιά ως αποτέλεσμα της παύσης της από το διοικητικό συμβούλιο και/ή αν ακόμα καταδείκνυε κάτι τέτοιο, οι αποζημιώσεις είναι ικανοποιητικές θεραπείες για τις αξιώσεις της αιτήτριας. Επίσης, ακόμα και αν οι ισχυρισμοί της εφεσίβλητης για δήθεν παράτυπη διαδικασία σύγκλησης έκτακτης γενικής συνέλευσης είναι βάσιμοι, η εφεσίβλητη δεν υπέστη, δεν πρόκειται να υποστεί και ούτε κατέδειξε στο δικαστήριο ότι θα ή ότι είναι πιθανόν να υποστεί οποιαδήποτε ζημιά ως αποτέλεσμα."

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, από το σύνολο των γεγονότων που τέθηκαν ενώπιόν του, φαινόταν, εκ πρώτης όψεως πάντοτε, ξεκάθαρη πρόθεση του εφεσείοντος 3 να απομακρύνει την εφεσίβλητη από το Διοικητικό Συμβούλιο της εφεσείουσας 1. Η μείωση, όμως, του ποσοστού της εφεσίβλητης από 18% σε 14% με αύξηση του κεφαλαίου της εφεσείουσας 1, χωρίς να ακολουθηθούν οι σχετικές πρόνοιες του Νόμου και του Καταστατικού της εφεσείουσας 1, υποστήριζαν τη θέση της εφεσίβλητης ότι θα έπρεπε να παραμείνει στο Διοικητικό Συμβούλιο της εφεσείουσας 1. Η τυχόν απομάκρυνση της εφεσίβλητης από το Διοικητικό Συμβούλιο θα ενέτεινε ενδεχομένως τα ήδη υπάρχοντα προβλήματα και, περαιτέρω, θα επέτρεπε, την κατ' ισχυρισμό της εφεσίβλητης, συνέχιση της κακής διαχείρισης της εφεσείουσας 1 προς βλάβη των συμφερόντων της εφεσίβλητης τα οποία, πιθανότατα, δε θα μπορούσαν να αποκατασταθούν με την καταβολή αποζημίωσης. Από την άλλη, όπως και πάλι ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι εφεσείοντες δεν επρόκειτο να υποστούν οποιαδήποτε ζημιά αν εξεδίδετο το αιτούμενο διάταγμα. Με την πλειοψηφία των μετοχών ο εφεσείων 3 μπορούσε να ενεργήσει προς πάσα κατεύθυνση για τους σκοπούς της εφεσείουσας 1 και για την προώθηση των αναπτυξιακών έργων και επενδύσεών της.

Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο "δεν επέτρεψε στους εφεσείοντες να αντεξετάσουν την εφεσίβλητη σε σχέση με τους ισχυρισμούς που προέβαλε για συμφωνία δήθεν με τον εφεσείοντα 1 για την δήθεν από «κοινού διαχείριση» της εφεσείουσας 1 και για «συνεταιρική» δήθεν εταιρεία". Και τούτο διότι οι εν λόγω ισχυρισμοί της εφεσίβλητης "άπτονταν της βάσης και των θεμελίων πάνω στην οποία, επιχειρούσε να στηρίξει και να κτίσει την υπόθεσή της για την εξασφάλιση του διατάγματος (άπτονταν της πρώτης προϋπόθεσης που θέτει το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου για την έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων) και ήταν πάνω σε αυτό τον ισχυρισμό, που το πρωτόδικο δικαστήριο στηρίχτηκε για να κάμει εύρημα ότι εκ πρώτης όψεως υπάρχει υπόθεση."

Αυτός ο λόγος είναι εντελώς αβάσιμος. Όπως προκύπτει καθαρά από τα πρακτικά της διαδικασίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε την άδεια του στο δικηγόρο των εφεσειόντων να αντεξετάσει την εφεσίβλητη σε σχέση με τους υπό συζήτηση ισχυρισμούς της. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα:

"Ευαγγέλου: Θέλω να αντεξετάσω ότι η ενόρκως δηλούσα στην ένορκη δήλωση ισχυρίζεται ότι συμφώνησε μαζί με τον αδελφό της να διαχειρίζονται από κοινού την εναγόμενη 1 εταιρεία. Αυτό είναι ένα σημείο που επιθυμώ να την αντεξετάσω και είναι ουσιώδες για σκοπούς της διαδικασίας που είναι ενώπιόν σας.

Δικαστήριο: Συμφωνώ.

Ευαγγέλου: Το δεύτερο σημείο που επιθυμώ να την αντεξετάσω, .....................................................................................................

Δικαστήριο: Η άδεια του Δικαστηρίου δίδεται."

Εκείνο που έγινε, στην πραγματικότητα, είναι ότι, ο δικηγόρος των εφεσειόντων, αν και είχε την άδεια του Δικαστηρίου, δεν αντεξέτασε την εφεσίβλητη σε σχέση με τους ισχυρισμούς της για συμφωνία της με τον εφεσείοντα 3 για την από κοινού διαχείριση της εφεσείουσας 1.

Ο τελευταίος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι "το διάταγμα θα πρέπει να οριστικοποιηθεί" και ή ότι "καθίσταται απόλυτο" χωρίς να καθορίσει για πόσο χρονικό διάστημα το διάταγμα θα παραμείνει σε ισχύ. Σύμφωνα με το δικηγόρο των εφεσειόντων "Υπό τις περιστάσεις για να ενεργήσει μέσα στα πλαίσια της εξουσίας που του παρέχει το άρθρο 9 του Κεφ. 6, σύμφωνα με το οποίο, διάταγμα παραμένει σε ισχύ μέχρι το χρόνο που καθορίζει το δικαστήριο και μετά παύει να ισχύει εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, το δικαστήριο όφειλε να καθορίσει ότι το διάταγμα θα ισχύει μέχρι την αποπεράτωση της αγωγής ή άλλο καθορισμένο χρόνο. Η φράση «οριστικοποιηθεί» και/ή «καθίσταται απόλυτο» σίγουρα δεν σημαίνει καθορισμένο χρόνο."

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Είναι γεγονός ότι στο τέλος της απόφασής του, στη σελίδα 14, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι "Σταθμίζοντας κάθε σχετικό παράγοντα κρίνω ότι το διάταγμα θα πρέπει να οριστικοποιηθεί. Το διάταγμα ημερ. 4.3.05 θα καθίσταται απόλυτο." Όμως, δύο σελίδες προηγουμένως, στη σελίδα 12, αναφέρει ότι "Είναι η κατάληξή μου ότι στην παρούσα περίπτωση θα πρέπει να διατηρηθεί το status quo στο Δ.Σ. της εταιρείας μέχρι την τελική εκδίκαση της αγωγής." Είναι, επομένως, σαφές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καθόρισε το χρόνο για τον οποίο το διάταγμα θα παραμείνει σε ισχύ. Μέχρι την τελική εκδίκαση της αγωγής.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο