ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2007) 1 ΑΑΔ 518

4 Μαΐου, 2007

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

1. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΛΟΥΚΑ,

2. ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ,

Εφεσείοντες - Ενάγοντες,

ν.

ΦΙΛΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων - Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 324/2005)

 

Ευρήματα Δικαστηρίου ? Ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων και γεγονότων πρωτόδικου Δικαστηρίου ? Εύρημα ότι ο οδηγός αυτοκινήτου, κατά τη στιγμή που αυτό ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα, ήταν άτομο που είχε μόνο ασφάλιση έναντι τρίτου και όχι ο συνιδιοκτήτης του αυτοκινήτου ο οποίος είχε πλήρη κάλυψη, με αποτέλεσμα η ασφαλιστική εταιρεία να μην υποχρεούται να καλύψει τη ζημιά του αυτοκινήτου ? Τα σχετικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίθηκαν ορθά κατ' έφεση.

Απόδειξη ? Εξ ακοής μαρτυρία ? Εξαίρεση στον κανόνα για μη αποδοχή της εξ ακοής μαρτυρίας, αποτελεί η παραδοχή διαδίκου προς τρίτους εναντίον του συμφέροντος του.

Οι δύο εφεσείοντες ήσαν συνιδιοκτήτες αυτοκινήτου μάρκας Mazeratti Chibbi, το οποίο απωλέσθηκε συνέπεια τροχαίου ατυχήματος. Με αγωγή τους ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου διεκδίκησαν από την ασφαλιστική εταιρεία, τους εφεσίβλητους, την αξία του.

Οι εφεσίβλητοι με την υπεράσπισή τους αρνήθηκαν τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων και ειδικά ότι οδηγός του προαναφερόμενου οχήματος κατά το δυστύχημα  ήταν ο πρώτος εφεσείων (ο οποίος ήταν ασφαλισμένος με πλήρη κάλυψη), ισχυριζόμενοι ότι οδηγός κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ο δεύτερος εφεσείων, ο οποίος καλυπτόταν μόνον για ζημιές έναντι τρίτων και συνεπώς οι εφεσίβλητοι δεν είχαν ευθύνη να καλύψουν τη ζημιά.

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας συμφωνήθηκε και δηλώθηκε ότι η αξία του αυτοκινήτου πριν το δυστύχημα ήταν £44.560.- ενώ η αξία του μετά το δυστύχημα περιοριζόταν στις £15.000.- και επομένως ότι η ζημιά των εφεσειόντων, εξαιτίας του δυστυχήματος, ήταν £29.560.-.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση, αμφισβητώντας τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως εσφαλμένα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο δεύτερος εφεσείων, ο εμφανιζόμενος, σύμφωνα με τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων, ως οδηγός του αυτοκινήτου κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν πρόσφερε οποιαδήποτε μαρτυρία στο δικαστήριο. Επομένως η θέση των Μ.Υ.2 και 4 αλλά και έμμεσα του Μ.Υ.1, ότι ο δεύτερος εφεσείων παραδέχθηκε στη σκηνή του δυστυχήματος ότι εκείνος ήταν ο οδηγός του αυτοκινήτου κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν αντικρούστηκε και κατά συνέπεια ήταν πολύ λογικό το πρωτόδικο Δικαστήριο να δεχθεί τη θέση αυτή και να της δώσει και ιδιαίτερη βαρύτητα. Η μαρτυρία των πιο πάνω μαρτύρων ορθά έγινε αποδεκτή εφόσον ήταν παραδοχή εναντίον του συμφέροντος του δευτέρου εφεσείοντος, η οποία μάλιστα έγινε στη σκηνή του δυστυχήματος και λίγο μετά από αυτό. Ήταν παραδοχή εναντίον του συμφέροντος του δεύτερου εφεσείοντος, επειδή αυτός δεν καλυπτόταν από τους εφεσίβλητους για το προαναφερόμενο δυστύχημα.

2.  Τα ευρήματα αξιοπιστίας και γεγονότων ήταν ορθά και δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε που να δικαιολογεί την ανατροπή τους κατ' έφεση.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθ. Αρ. 1116/01), ημερομ. 16.9.05.

Α. Παπαδόπουλος, για τους Εφεσείοντες.

Τ. Χριστοφόρου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:  Με την αγωγή τους ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου οι ενάγοντες-εφεσείοντες διεκδίκησαν από τους εναγόμενους-εφεσίβλητους την αξία του συνιδιόκτητου αυτοκινήτου τους με αρ. εγγραφής ΕΗΑ 200, μάρκας Mazeratti Chibli, αξίας £45.000.- την οποίαν απώλεσαν συνεπεία δυστυχήματος. 

Ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ήταν πως το προαναφερόμενο αυτοκίνητο οδηγείτο, κατά τον ουσιώδη χρόνο, από τον πρώτο ενάγοντα-εφεσείοντα, όταν ανεκόπη η πορεία του από άγνωστο αυτοκίνητο, με αποτέλεσμα να ξεφύγει της πορείας του και να συγκρουστεί βίαια σε παρακείμενο περιτοίχισμα και να καταστραφεί ολοσχερώς.

Κατά τον ουσιώδη χρόνο βρισκόταν σε ισχύ συμβόλαιο ασφάλισης του προαναφερομένου οχήματος που είχε εκδοθεί από τους εφεσίβλητους-εναγόμενους, δυνάμει του οποίου ο πρώτος εφεσείων ήταν ασφαλισμένος με πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ενώ ο δεύτερος εφεσείων είχε μόνο κάλυψη έναντι τρίτου, προφανώς διότι ήταν νεαρός.

Οι εφεσίβλητοι με την υπεράσπιση τους αρνήθηκαν τους ισχυρισμούς των εναγόντων-εφεσειόντων και ειδικά ότι οδηγός του προαναφερόμενου οχήματος κατά το δυστύχημα  ήταν ο πρώτος εφεσείων, ισχυριζόμενοι ότι οδηγός κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ο δεύτερος εφεσείων, ο οποίος καλυπτόταν μόνον για ζημιές έναντι τρίτων και συνεπώς οι εφεσίβλητοι δεν είχαν ευθύνη να καλύψουν τη ζημιά.

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας συμφωνήθηκε και δηλώθηκε ότι η αξία του αυτοκινήτου πριν το δυστύχημα ήταν £44.560.- ενώ η αξία του μετά το δυστύχημα περιοριζόταν στις £15.000.- και επομένως ότι η ζημιά των εφεσειόντων, εξαιτίας του δυστυχήματος, ήταν £29.560.-   

Οι εφεσείοντες, ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου είχαν δύο μάρτυρες, (α) τον πρώτο εφεσείοντα, ο οποίος εμφανίστηκε ως ο οδηγός του αυτοκινήτου και (β)  τον κ. Ανδρέα Πολυδώρου, ο οποίος εμφανίστηκε ως επιβάτης του αυτοκινήτου.  Η μαρτυρία τους απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη από το πρωτόδικο δικαστήριο.   Η υπεράσπιση παρουσίασε τέσσερις μάρτυρες των οποίων η μαρτυρία έγινε δεκτή από το πρωτόδικο δικαστήριο ως αξιόπιστη.  Πρώτος μάρτυρας υπεράσπισης ήταν ο Αστυνομικός 3533 Δημήτρης Ζεβεδαίος, ο οποίος είχε συνταξιοδοτηθεί κατά το χρόνο που έδωσε μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου.  Δεύτερος μάρτυρας υπεράσπισης ήταν ο επίσης Αστυφύλακας 2869 Αργύρης Αργυρού. Τρίτος μάρτυρας υπεράσπισης ήταν ο ασφαλιστικός αντιπρόσωπος των εφεσιβλήτων, Νεοκλής Θωμά, ο οποίος εξέδωσε και το ασφαλιστικό συμβόλαιο το οποίον παρουσίασε ως τεκμήριο και τέταρτος μάρτυρας υπεράσπισης ήταν ο Υπαστυνόμος Αιμίλιος Καφάς, ο οποίος, κατά τον ουσιώδη χρόνο, υπηρετούσε στον Κλάδο Διερεύνησης Δυστυχημάτων στη Λεμεσό. 

Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες αμφισβητούν τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτοδίκου δικαστηρίου και τα προσβάλλουν ως λανθασμένα.  Κατά τους εφεσείοντες, κακώς δεν δέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο τη μαρτυρία των μαρτύρων των εναγόντων και ιδιαίτερα του κ. Πολυδώρου που, κατά τους εφεσείοντες, ήταν ανεξάρτητος αυτόπτης μάρτυρας και επίσης κακώς το δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης, και ιδιαίτερα των μαρτύρων υπεράσπισης 1, 2 και 4, των οποίων κατά τους εφεσείοντες, η μαρτυρία ήταν και εξ ακοής, όσον αφορά την κατ' ισχυρισμό παραδοχή του δεύτερου εφεσείοντα, στη σκηνή του δυστυχήματος, ότι εκείνος ήταν ο οδηγός του αυτοκινήτου κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Εξετάσαμε με πολλή προσοχή την ενώπιόν μας μαρτυρία καθώς και την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο.  Κρίνουμε την απόφαση του πρωτοδίκου δικαστηρίου ως απόλυτα αιτιολογημένη και εκτιμούμε πως τα ευρήματα του ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων ήταν απόλυτα επιτρεπτά.  Η πρωτόδικη απόφαση δεν μπορεί να παραμεριστεί ή να ανατραπεί για κανένα από τους λόγους που προβάλλονται στην έφεση. 

Συναφώς παρατηρούμε τα εξής:  Η μαρτυρία του πρώτου ενάγοντα-εφεσείοντα δεν συνάδει με τη λογική.  Ο πρώτος εφεσείων παρουσιάστηκε ως ο οδηγός (και συνιδιοκτήτης) του προαναφερόμενου ακριβού αυτοκινήτου, του οποίου κάποιον άλλο αυτοκίνητο απέκοψε την πορεία με αποτέλεσμα να χάσει το έλεγχο του και να κτυπήσει στο περιτοίχισμα του Λανιτείου Γυμνασίου και να καταστραφεί σχεδόν ολοσχερώς, αλλά αυτός, μετά το δυστύχημα, πήρε ταξί και πήγε στο σπίτι του αφήνοντας στη σκηνή του δυστυχήματος τον (επίσης συνιδιοκτήτη) γιό του, δεύτερο εφεσείοντα, και τον κ. Πολυδώρου που ήταν επιβάτης στο αυτοκίνητο και συνδεόταν με το δεύτερο εφεσείοντα. Δεν κατάγγειλε, αμέσως, έστω και από τηλεφώνου, το δυστύχημα στην Αστυνομία, ούτε και ανέφερε, αμέσως, οτιδήποτε για το υποτιθέμενο άλλο αυτοκίνητο που του απέκοψε την πορεία.  Όταν ο δεύτερος εφεσείων, γιός του πρώτου εφεσείοντα, και ο επιβάτης κ. Πολυδώρου πήγαν, λίγο μετά το δυστύχημα, στο Νοσοκομείο Λεμεσού για να εξεταστούν επειδή ήταν τραυματισμένοι, ο πρώτος εφεσείων δεν βρισκόταν ούτε και στο Νοσοκομείο.  Ο δεύτερος μάρτυρας των εφεσειόντων κ. Πολυδώρου, ένα νεαρό παιδί, όπως και ο δεύτερος εφεσείων, που συνδεόταν με το δεύτερο εφεσείοντα, απάντησε στο δικαστήριο με πάρα πολλές υπεκφυγές και προσποιούμενος πολλές φορές ότι δεν αντιλαμβανόταν τις ερωτήσεις.  Συγκεκριμένα είπε ότι καθόταν στο πίσω κάθισμα και διάβαζε ένα φυλλάδιο όταν σε κάποια στιγμή ένοιωσε το αυτοκίνητο να φεύγει από το δρόμο και να κτυπά σε περιτοίχισμα. Απ' ότι κατάλαβε, ένα αυτοκίνητο τους είχε κόψει το δρόμο.  

Σε αντίθεση με τους μάρτυρες των εναγόντων-εφεσειόντων οι τρεις μάρτυρες υπεράσπισης, Μ.Υ. 1, 2 και 4, ήταν Αστυνομικοί που δεν είχαν οποιοδήποτε συμφέρον στην υπόθεση.  Οι Μ.Υ. 2 και 4 κατέθεσαν ότι στη σκηνή του δυστυχήματος και λίγο μετά το δυστύχημα, όταν αυτοί βρίσκονταν εκεί, ο δεύτερος εφεσείων, ο οποίος ήταν επίσης εκεί και βρισκόταν σε έξαλλη κατάσταση λόγω του δυστυχήματος, ρητά τους παραδέχθηκε ότι εκείνος (δηλαδή ο δεύτερος εφεσείων) ήταν ο οδηγός του αυτοκινήτου κατά τον ουσιώδη χρόνο.  Ο πρώτος μάρτυρας υπεράσπισης είπε ότι ένα νεαρό άτομο του είπε «Εγώ είμαι ο οδηγός, δεν θωρείς ότι καταστράφηκε το αυτοκίνητο μου και ρωτάς ποιος είναι ο οδηγός», αλλά δεν του απεκάλυψε το όνομα του.  Στην αίθουσα του δικαστηρίου όμως ο Μ.Υ.1 είδε τον πρώτο εφεσείοντα και είπε πως ο πρώτος εφεσείων δεν ήταν το νεαρό άτομο που του είχε πει ότι ήταν ο οδηγός.  Ο Μ.Υ. 3 ήταν τυπικός μάρτυρας, υπάλληλος των εφεσιβλήτων, που παρουσίασε το ασφαλιστήριο έγγραφο ως τεκμήριο.  

Εκείνο που μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν ότι ο δεύτερος εφεσείων, ο εμφανιζόμενος, σύμφωνα με τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων, ως οδηγός του αυτοκινήτου κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν πρόσφερε οποιαδήποτε μαρτυρία στο δικαστήριο. Επομένως η  θέση των Μ.Υ. 2 και 4 αλλά και έμμεσα του Μ.Υ. 1, ότι ο δεύτερος εφεσείων παραδέχθηκε στη σκηνή του δυστυχήματος ότι εκείνος ήταν ο οδηγός του αυτοκινήτου κατά τον ουσιώδη χρόνο, παρέμεινε αναντίκρουστη και κατά συνέπεια ήταν πολύ λογικό το πρωτόδικο δικαστήριο να δεχθεί τη θέση αυτή και να της δώσει και ιδιαίτερη βαρύτητα.  Η μαρτυρία των Μ.Υ. 1, 2 και 4 ορθά δεν θεωρήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ως μη αποδεκτή μαρτυρία εφόσον ήταν παραδοχή εναντίον του συμφέροντος του δευτέρου εφεσείοντος, η οποία μάλιστα έγινε στη σκηνή του δυστυχήματος και λίγο μετά απ' αυτό. Ήταν παραδοχή εναντίον του συμφέροντος του δευτέρου εφεσείοντα, επειδή ο δεύτερος εφεσείων δεν καλυπτόταν από τους εφεσίβλητους για το προαναφερόμενο δυστύχημα.  

Θεωρούμε ορθά τα ευρήματα αξιοπιστίας και τα ευρήματα ως προς τα γεγονότα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο, με βάση τα οποία ήταν προφανές πως οι εφεσίβλητοι δεν ευθύνονταν για το δυστύχημα και τη ζημιά των εφεσειόντων, εφόσον οδηγός του αυτοκινήτου κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ο δεύτερος εφεσείων που δεν καλυπτόταν από πλήρη ασφαλιστική κάλυψη και όχι ο πρώτος εφεσείων ο οποίος καλυπτόνταν.

Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο