ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2007) 1 ΑΑΔ 399

27 Μαρτίου, 2007

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

TECOMA TRAVEL & TOURS LTD,

Εφεσείοντες,

v.

ΒΑΣΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 137/2005)

 

Συμβάσεις ― Συμβατική ευθύνη εναγομένων για εξόφληση χρέους προς τους ενάγοντες στη βάση των μεταξύ τους συμβάσεων ― Κατά πόσο οι εναγόμενοι θα απαλλάσσονταν οποιασδήποτε προσωπικής ευθύνης εάν ενεργούσαν ως νόμιμοι αντιπρόσωποι τρίτων, χωρίς να αποκαλύψουν την ιδιότητά τους ή το όνομα των αντιπροσωπευομένων ― Άρθρο 190(2)(β) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 ― Εισαγωγή τεκμηρίου ύπαρξης συμβατικού όρου ότι ο αντιπρόσωπος δεσμεύεται προσωπικά σε τέτοια περίπτωση.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο ― Είχε αξιολογηθεί και αιτιολογηθεί σωστά και δεν παρεχόταν οποιοδήποτε έρεισμα για επέμβαση του Εφετείου.

Οι εφεσείοντες ασχολούνταν με τον τουρισμό και οι εφεσίβλητοι ήταν ξενοδόχοι. Με αγωγή τους εναντίον των εφεσειόντων οι εφεσίβλητοι, αξίωσαν ποσό £9.456,10 υπόλοιπο λογαριασμού για τη διάθεση δωματίων στα ξενοδοχεία τους και την παροχή υπηρεσιών σε πελάτες των εφεσειόντων στη βάση σχετικών συμφωνιών.

Οι εφεσείοντες αρνήθηκαν ότι ευθύνονταν για την πληρωμή του χρέους και ισχυρίστηκαν ότι ενεργούσαν ως νόμιμοι αντιπρόσωποι τουριστικών οργανισμών του εξωτερικού και ουδέποτε ανέλαβαν οποιαδήποτε ευθύνη για την πληρωμή του ποσού της απαίτησης. Οι εφεσίβλητοι σε απάντηση, ισχυρίστηκαν ότι οι εφεσείοντες με επιστολές τους παραδέχθηκαν ότι όφειλαν (στους εφεσίβλητους) το ποσό της απαίτησης και ζητούσαν πίστωση χρόνου για να το εξοφλήσουν.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες ουδέποτε αποκάλυψαν στους εφεσίβλητους ότι αντιπροσώπευαν ξένους τουριστικούς πράκτορες και με αναφορά στις διαπιστώσεις του επί των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης, δέχθηκε την εκδοχή των εφεσιβλήτων επιδικάζοντας προς όφελος τους το ποσό της αξίωσης και έξοδα.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση. Οι λόγοι έφεσης αφορούν την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων και επί της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Αφορούν επίσης τη διαπίστωση ότι οι εφεσείοντες ουδέποτε αποκάλυψαν στους εφεσίβλητους ότι αντιπροσώπευαν ξένους τουριστικούς πράκτορες.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η μαρτυρία που προσκόμισαν οι εφεσίβλητοι είχε λογική συνέπεια προς το περιεχόμενο της αλληλογραφίας και οι διαπιστώσεις του δικάσαντος δικαστηρίου, συνάδουν πλήρως με τη μαρτυρία που ορθά αξιολογήθηκε ως αξιόπιστη.

2.  Η επίκληση από τους εφεσείοντες των προνοιών του Άρθρου 6 του περί Γραφείων Τουρισμού και Ταξιδίων και Ξεναγών Νόμου του 1995, Ν.41(Ι)/1995 και τροποποιήσεων, προκειμένου να απαλλαγούν της ευθύνης για πληρωμή του χρέους, στερείται ερείσματος γιατί με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης, το πρόσωπο το οποίο υπέχει την πραγματική συμβατική ευθύνη για την πληρωμή του επίδικου χρέους προσδιορίζεται ευκρινώς και με σαφήνεια ενώ από την άλλη, η συγκεκριμένη διάταξη δεν εισάγει αμάχητο τεκμήριο αντιπροσωπείας.

3.  Συνάγεται από τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, όπως ορθά αποκρυσταλλώθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι εφεσείοντες είχαν πρωτογενώς συμβατική ευθύνη για την πληρωμή του επίδικου χρέους προς τους εφεσίβλητους. Ωστόσο, η ευθύνη για την εξόφληση του εν λόγω χρέους θα ήταν υπό τις περιστάσεις αναλλοίωτη έστω και αν αποδεικνυόταν ότι ενεργούσαν ως νόμιμοι αντιπρόσωποι τρίτων, γεγονός το οποίο δεν αποκάλυψαν. Το Άρθρο 190(2)(β) του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 εισάγει τεκμήριο ύπαρξης συμβατικού όρου ότι ο αντιπρόσωπος δεσμεύεται προσωπικά και μπορεί να εναχθεί όταν δεν αποκαλύπτει στον τρίτο με τον οποίο συναλλάσσεται το όνομα εκείνου που αντιπροσωπεύει.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γεωργιάδης v. Bernoulli Trading Co Ltd (1994) 1 Α.Α.Δ. 629,

Ευαγγελίδης (Isiro Hotel Assoc.) ν. Κοσμά κ.ά. (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 932.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Υπόθ. Αρ. 912/01), ημερ. 21.3.05.

Α. Παπαλλής, για τους Εφεσείοντες.

Α. Χατζηχριστοδούλου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής  Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Οι εφεσείοντες, κατά το χρόνο που εδώ ενδιαφέρει, ασχολούνταν με τον τουρισμό και είχαν εμπορικές συναλλαγές και δοσοληψίες με τους εφεσίβλητους που ήταν ξενοδόχοι. Οι εφεσίβλητοι διέθεταν δωμάτια στα ξενοδοχεία τους και παρείχαν υπηρεσίες σε πελάτες των εφεσειόντων στη βάση σχετικών συμφωνιών που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, στις τιμές, το χρόνο διαμονής των επισκεπτών, το είδος των υπηρεσιών κλπ.

Περί το τέλος του 1999, η μερίδα  λογαριασμού των εφεσειόντων, στα λογιστικά βιβλία των εφεσιβλήτων, παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο ΛΚ9456,10 σε βάρος των εφεσειόντων. Οι εφεσίβλητοι, αξίωσαν από τους εφεσείοντες την πληρωμή του χρέους χωρίς θετικό αποτέλεσμα. Ενόψει τούτου, οι εφεσίβλητοι αξίωσαν το λαβείν τους με αγωγή εναντίον των εφεσειόντων.

Οι εφεσείοντες αρνήθηκαν ότι ευθύνονταν για την πληρωμή του χρέους και ισχυρίστηκαν ότι στις συναλλαγές τους με τους εφεσίβλητους, ενεργούσαν ως νόμιμοι αντιπρόσωποι τουριστικών οργανισμών του εξωτερικού και ότι ουδέποτε ανέλαβαν οποιαδήποτε ευθύνη για την πληρωμή του ποσού της απαίτησης, αν τούτο υφίσταται. Οι εφεσίβλητοι σε απάντηση, ισχυρίστηκαν ότι οι εφεσείοντες με επιστολές τους, παραδέχθηκαν ότι όφειλαν (στους εφεσίβλητους) το ποσό της απαίτησης και ζητούσαν πίστωση χρόνου για να το εξοφλήσουν.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες ουδέποτε αποκάλυψαν στους εφεσίβλητους ότι αντιπροσώπευαν ξένους τουριστικούς πράκτορες και με αναφορά στις διαπιστώσεις του επί των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης, δέχθηκε την εκδοχή των εφεσιβλήτων επιδικάζοντας προς όφελος τους το ποσό της αξίωσης και έξοδα.

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και επιδιώκουν τον παραμερισμό της. Ο πρώτος λόγος έφεσης αναφέρεται στην κρίση περί της αξιοπιστίας των μαρτύρων και ιδιαίτερα των ΜΕ2, ΜΥ1 και ΜΥ2 καθώς και στην αξιολόγηση της μαρτυρίας την οποία  θεωρούν λανθασμένη. Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στη διαπίστωση ότι οι εφεσείοντες ουδέποτε αποκάλυψαν στους εφεσίβλητους ότι αντιπροσώπευαν ξένους τουριστικούς πράκτορες την οποία οι εφεσείοντες, θεωρούν λανθασμένη.

Οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι η διαπίστωση πως οι ΜΥ1 και ΜΥ2 «δεν υπήρξαν μάρτυρες της αλήθειας» στερείται αιτιολογίας. Εξετάσαμε ό,τι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων παρέθεσαν στη γραπτή τους αγόρευση προς υποστήριξη του πρώτου λόγου έφεσης χωρίς όμως να εντοπίσουμε οτιδήποτε που βάσιμα θα μπορούσε να θεμελιώσει κρίση ότι τα συμπεράσματα και οι διαπιστώσεις του δικάσαντος δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι προϊόν λάθους ή πλημμελούς εκτίμησης της μαρτυρίας.

Οι εφεσείοντες με επιστολή τους ημερομηνίας 18.9.2002 (τεκμ. 5) προς το δικηγόρο των εφεσιβλήτων επιβεβαιώνουν ότι το οφειλόμενο υπόλοιπο είναι ΛΚ9456,10 και σαφώς παραδέχονται ότι οφείλουν το εν λόγω υπόλοιπο προς τους εφεσίβλητους. Στην ίδια επιστολή, γίνεται αναφορά στη δύσκολη οικονομική κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει και ζητούν παραχώρηση έκπτωσης κατά 50% επί του οφειλόμενου υπολοίπου προκειμένου να καταστεί δυνατή η εξόφληση του. Η πρόταση για παραχώρηση έκπτωσης 50% επί του υπολοίπου των ΛΚ9456,10 επαναλαμβάνεται με παράλληλη πρόταση εξόφλησης του ημίσεως του υπολοίπου (ΛΚ4730,00) σε τρεις ίσες μηνιαίες δόσεις. Οι εφεσείοντες, με άλλη επιστολή τους ημερομηνίας 15.6.2001 προς τον κ. Μιχάλη Αβραάμ για το ίδιο θέμα, επαναλαμβάνουν την προηγούμενη πρότασή τους για εξόφληση του χρέους και μάλιστα σημειώνουν ότι σε περίπτωση θετικής απάντησης (των εφεσιβλήτων)  θα συνάψουν δάνειο για άμεση εξόφληση του υπολοίπου.

Ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων, με επιστολή του ημερομηνίας 21.6.2001, μεταξύ άλλων, πληροφόρησε τους εφεσείοντες ότι η πρόταση τους για έκπτωση δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή  και τους κάλεσε να πληρώσουν το χρέος μέσα σε δέκα ημέρες κλπ. Οι εφεσείοντες με επιστολή τους ημερομηνίας 2.7.2001 απάντησαν στο δικηγόρο ως εξής:

«Αγαπητέ Κύριε,

Λαμβάνοντας υπόψην την επιστολή σας ημερομηνίας 21/06/2001, θα σας παρακαλούσα όπως μας δώσετε πίστωση χρόνου μέχρι τον Σεπτέμβριο, έτσι ώστε να δούμε τα οικονομικά της εταιρείας μας αν και κατά πόσο μπορέσουμε να προχωρήσουμε σε εξώφληση του υπολοίπου μας με τους όρους που μας προτείνετε.

Παρακαλώ θερμά όπως λάβετε σοβαρά υπόψην σας την επιστολή μας.

Περιμένοντας στην θετική σας απάντηση.

Σας ευχαριστώ εκ των προτέρων.»

Έχουμε την άποψη ότι τα πιο πάνω αδιάψευστα στοιχεία μαρτυρίας που το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ενώπιόν του, στοιχειοθετούν πλήρως την εκδοχή των εφεσιβλήτων και ταυτόχρονα εκθεμελιώνουν όσα ψευδώς οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν προς υποστήριξη της δικής τους εκδοχής. Καμιά μαρτυρία αντίθετη προς το περιεχόμενο των πιο πάνω τεκμηρίων δεν μπορούσε να γίνει πιστευτή ενόσω δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητα των εγγράφων. Η μαρτυρία που προσκόμισαν οι εφεσίβλητοι είχε λογική συνέπεια προς το περιεχόμενο της  αλληλογραφίας και οι διαπιστώσεις του δικάσαντος δικαστηρίου, συνάδουν πλήρως τη μαρτυρία που ορθά αξιολογήθηκε ως αξιόπιστη. Αν οι εφεσείοντες δεν είχαν οποιαδήποτε ευθύνη για την πληρωμή του συγκεκριμένου χρέους, όπως ισχυρίστηκαν, η αντίδραση τους στα επανειλημμένα καλέσματα του δικηγόρου των εφεσιβλήτων για πληρωμή κλπ, οπωσδήποτε θα ήταν διαφορετική. Λογικά θα έπρεπε να είχαν αρνηθεί το χρέος και παράλληλα να αποκάλυπταν τους πραγματικούς οφειλέτες, τους οποίους γνώριζαν, αφού, σύμφωνα με την εκδοχή τους, ενεργούσαν ως αντιπρόσωποι τους. Αντί αυτού, όχι μόνο παραδέχθηκαν το χρέος αλλά έκαμαν και προτάσεις για έκπτωση και τρόπους αποπληρωμής και μάλιστα με χρήματα που θα δανείζονταν για το συγκεκριμένο σκοπό.

Οι εφεσείοντες με τρόπο γενικό και εν πολλοίς αόριστο, επικαλούνται τις πρόνοιες του άρθρου 6 του περί Γραφείων Τουρισμού και Ταξιδίων και Ξεναγών Νόμου του 1995, Ν. 41(Ι)/1995 και τροποποιήσεων, προκειμένου να απαλλαγούν της ευθύνης για πληρωμή του χρέους. Η επίκληση της πιο πάνω διάταξης στερείται ερείσματος γιατί με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης, το πρόσωπο το οποίο υπέχει την πραγματική συμβατική ευθύνη για την πληρωμή του επίδικου χρέους προσδιορίζεται ευκρινώς και με σαφήνεια ενώ από την άλλη, η συγκεκριμένη διάταξη δεν εισάγει αμάχητο τεκμήριο αντιπροσωπείας.

Συνάγεται από τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, όπως ορθά έχουν αποκρυσταλλωθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι οι εφεσείοντες είχαν πρωτογενώς συμβατική ευθύνη για την πληρωμή του επίδικου χρέους προς τους εφεσίβλητους. Ωστόσο, η ευθύνη για την εξόφληση του εν λόγω χρέους θα ήταν υπό τις περιστάσεις αναλλοίωτη έστω και αν αποδεικνυόταν ότι ενεργούσαν ως νόμιμοι αντιπρόσωποι τρίτων, γεγονός το οποίο δεν αποκάλυψαν. Το άρθρο 190(2)(β) του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 εισάγει τεκμήριο ύπαρξης συμβατικού όρου ότι ο αντιπρόσωπος δεσμεύεται προσωπικά και μπορεί να εναχθεί όταν δεν αποκαλύπτει στον τρίτο με τον οποίο συναλλάσσεται το όνομα εκείνου που αντιπροσωπεύει. Βλ. Γεωργιάδης ν. Bernoulli Trading Co Ltd (1994) 1 Α.Α.Δ. 629, Ευαγγελίδης (Isiro Hotel Assoc.) ν. Κοσμά κ.ά.(1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 932 και Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 1, παρα. 853.

Ενόψει των πιο πάνω, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία και κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα και διαπιστώσεις αναφορικά με τη συμβατική ευθύνη των εφεσειόντων έναντι των εφεσιβλήτων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο