ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2007) 1 ΑΑΔ 348

20 Μαρτίου, 2007

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

SUSAN HICΚEY ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ,

Εφεσείουσα - Ενάγουσα,

v.

1. ΜΑΡΙΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,

2. ΑΜΑΝΤΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,

Εφεσιβλήτων - Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 12028)

 

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Απόδοση αποκλειστικής ευθύνης σε οδηγό αυτοκινήτου στον κύριο δρόμο, η οποία στην προσπάθειά της να στρίψει δεξιά για να εισέλθει σε πάροδο, ανέκοψε την πορεία εξ αντιθέτου επερχομένου αυτοκινήτου και συγκρούστηκε βίαια με αυτό ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης κατ' έφεση.

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Επέμβαση Εφετείου ― Έφεση κατά των ευρημάτων και συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα οποία κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας ― Απορρίφθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος επέμβασης στην κρίση του Δικαστηρίου.

Στις 15/9/1996 η εφεσείουσα οδηγούσε το αυτοκίνητό της στον κύριο δρόμο Λάρνακας - Ξυλοφάγου - Αγίας Νάπας με κατεύθυνση την Αγία Νάπα. Στην προσπάθεια της να στρίψει δεξιά προς τον ποταμό Λιοπετρίου, συγκρούστηκε βίαια με το εξ αντιθέτου επερχόμενο αυτοκίνητο το οποίο οδηγείτο από τον εφεσίβλητο αρ. 1.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε μαρτυρία μόνο για το θέμα της ευθύνης (οι αποζημιώσεις είχαν συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων), κατέληξε να απορρίψει την αγωγή της εφεσείουσας επιρρίπτοντας την πλήρη ευθύνη σ' αυτή.

Η εφεσείουσα καταχώρησε έφεση. Όλοι οι λόγοι έφεσης προβάλλουν τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία με αποτέλεσμα η κρίση του να είναι εσφαλμένη.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αποφάσισε ότι δεν ευσταθούσε η εκδοχή της εφεσείουσας ότι αυτή σταμάτησε στη μέση του δρόμου και «ήρθε ένα αυτοκίνητο από το πουθενά και τη κτύπησε», αφού η εκδοχή αυτή ερχόταν σε αντίθεση με την πραγματική μαρτυρία.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά σημειώνει ότι παρουσίαση μαρτυρίας εκ μέρους της εφεσείουσας για να αντικρούσει άλλη μαρτυρία δικού της μάρτυρα, αποδυναμώνει την εκδοχή της και επίσης προσβάλλει την αξιοπιστία της.

3.  Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου εκτός εάν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας. Τα συμπεράσματα των πρωτόδικων Δικαστηρίων δεν είναι ανατρέψιμα αν είναι δικαίως επιτρεπτά με βάση τη μαρτυρία και ήταν αδύνατο να λεχθεί ότι ήταν εσφαλμένα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα, σύμφωνα με την μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιόν του.

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε καμιά περίπτωση, καταλήγοντας στα ευρήματά του, δεν κατέστησε τον εαυτό του πραγματογνώμονα.

Η έφεση απορρίφθηκε με £2.000 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθ. Αρ. 3020/07), ημερ. 26.3.04.

Χρ. Χ"Στερκώτης, για την Εφεσείουσα-Ενάγουσα.

Γ. Χριστοδούλου και Μ. Χ"Λευτέρη, για τους Εφεσίβλητους-Εναγομένους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Κρονίδη.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.:  Η επίδικη διαφορά στην παρούσα έφεση δημιουργήθηκε από τροχαίο δυστύχημα που συνέβηκε στις 15.9.1996 στη συμβολή του κυρίου δρόμου Λάρνακας - Ξυλοφάγου - Αγ. Νάπας με το δρόμο που οδηγεί στον ποταμό Λιοπετρίου.  Η εφεσείουσα οδηγώντας το αυτοκίνητο της, με αριθμούς εγγραφής ΧΝ628, στον κύριο δρόμο προς Αγία Νάπα, στην προσπάθεια της να στρίψει δεξιά προς τον ποταμό Λιοπετρίου συγκρούστηκε βίαια με το αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής WK218 που οδηγείτο εξ αντιθέτου από τον εφεσίβλητο αρ. 1. Από τη σύγκρουση των δύο οχημάτων η εφεσείουσα υπέστη σοβαρές σωματικές κακώσεις.

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι διάδικοι εκ συμφώνου συμβίβασαν τις αποζημιώσεις (ειδικές, γενικές και μελλοντικές) επί πλήρους ευθύνης στο ποσό των £110.000 πλέον τόκους από 1.2.2000.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε μαρτυρία, μόνο για το θέμα της ευθύνης, που παρουσίασαν οι διάδικοι, κατέληξε, αφού την αξιολόγησε, να απορρίψει την αγωγή της εφεσείουσας, επιρρίπτοντας την πλήρη ευθύνη σ' αυτή.

Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα πραγματικά γεγονότα, είναι τα ακόλουθα, όπως αναφέρονται στην απόφαση του:-

«Έχοντας αξιολογήσει τη μαρτυρία, τα ευρήματα στα οποία καταλήγω είναι τα ακόλουθα:

Ο εναγόμενος στις 15.9.96 οδηγούσε το αυτοκίνητο του WK218 μέσα στο οποίο ήταν η οικογένεια του στον δρόμο Αγίας Νάπας-Ξυλοφάγου προς Ξυλοφάγου. Κατά τον αυτό τόπο και χρόνο η ενάγουσα οδηγούσε το όχημα της ΧΝ628 εξ αντιθέτου με σκοπό να στρίψει δεξιά στην πάροδο προς ποταμό Λιοπετρίου.  Όταν η ενάγουσα προσέγγισε την πάροδο στην οποία θα κατευθύνετο, έστριψε δεξιά προς την πάροδο και συγκρούστηκε με το εξ αντιθέτου όχημα του εναγομένου. Η σύγκρουση ήταν βιαιότατη και τα δύο οχήματα σχεδόν καταστράφηκαν, ενώ η ενάγουσα υπέστη σοβαρότατα τραύματα, ένεκα των οποίων υποφέρει μέχρι σήμερα και θα συνεχίσει να υποφέρει και στο μέλλον. Είναι εύρημα μου ότι η ενάγουσα έστριψε δεξιά όταν ο εναγόμενος ήταν μόνο λίγα μέτρα μακριά της και ότι δεν αντελήφθη έγκαιρα το όχημα του εναγομένου που κινείτο νόμιμα στην πορεία του.  Ο εναγόμενος οδηγούσε μέσα στο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας. Αμφότερα τα οχήματα προ του δυστυχήματος ήταν σε καλή λειτουργήσιμη κατάσταση.  Η σύγκρουση των δύο οχημάτων ήταν υπό γωνία και όχι μετωπική.  Το κύριο κτύπημα ήταν στο δεξιό εμπρόσθιο μέρος του αυτοκινήτου του εναγομένου και στο εμπρόσθιο αριστερό μέρος του οχήματος της ενάγουσας.  Η ενάγουσα αποπειράθηκε να στρίψει δεξιά, εισερχόμενη στην πορεία του εναγομένου διαγώνια χωρίς να σταματήσει στο κέντρο της διασταύρωσης.»

Με έξι λόγους έφεσης η εφεσείουσα προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως λανθασμένη.

Οι λόγοι έφεσης αρ. 1, 2 και 3 είναι συναφείς μεταξύ τους για να μην πούμε παρόμοιοι. Όλοι οι πιο πάνω λόγοι έφεσης προβάλλουν τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένη κρίση.

Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι επιχείρησε η ίδια να στρίψει δεξιά στην πάροδο ενώ εξ αντιθέτου ήλαυνε το όχημα του εφεσίβλητου αρ. 1 του οποίου ανέκοψε την πορεία ήταν λανθασμένο.  Όπως λανθασμένο ήταν το εύρημα του ότι το σημείο σύγκρουσης ήταν στην πλευρά του εφεσίβλητου εκεί που το καθόρισε ο αστυνομικός εξεταστής της υπόθεσης.  Περαιτέρω με το λόγο έφεσης 3 η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι είναι λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η παρουσίαση μαρτυρίας εμπειρογνώμονα από την εφεσείουσα για να αντικρούσει τη μαρτυρία του αστυνομικού εξεταστή της υπόθεσης που η ίδια κάλεσε ως μάρτυρα όχι μόνο πλήττει την εκδοχή της αλλά και την αξιοπιστία της μαρτυρίας.

Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε την ενώπιον του μαρτυρία και ακολούθως την αξιολόγησε ως προς την ορθότητα της.  Απέρριψε, για τους λόγους που αναφέρει, τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα Ξενοφώντα Καλαμαρά. Στη μαρτυρία αυτού του μάρτυρα βασίζεται η όλη επιχειρηματολογία της εφεσείουσας.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε επαρκείς και πειστικούς λόγους για την απόρριψη της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα Ξ. Καλαμαρά.  Αναφέρει στην απόφαση του και τα ακόλουθα:-

«Δεν μπορώ να αποδεχθώ τη μαρτυρία του πραγματογνώμονα Ξενοφώντα Καλαμαρά, διότι όπως διεφάνη αποκλειστικό σκοπό είχε να βοηθήσει παντί τρόπω την υπόθεση της ενάγουσας. Ο εν λόγω πραγματογνώμονας επεσκέφθη τη σκηνή του δυστυχήματος μετά από επτά χρόνια και απεφάνθη, αφού όπως είπε είχε σαν βάση το σχεδιάγραμμα που κατάρτισε ο αστυφύλακας εξεταστής του δυστυχήματος την ίδια ημέρα που επισυνέβη το δυστύχημα, την κύρια ευθύνη φέρει ο εναγόμενος.  Ο εν λόγω πραγματογνώμονας, χωρίς να γνωρίζει την τότε κατάσταση του δρόμου, χωρίς να γνωρίζει την πραγματική κατάσταση των ελαστικών του οχήματος του εναγομένου και χωρίς να προβεί σε τεστ ταχύτητας, αυθαίρετα εφάρμοσε ένα μαθηματικό τύπο και κατέληξε ότι η ταχύτητα του εναγομένου κατά την ώρα της σύγκρουσης ήταν άνω των 100 χ.α.ω.  Επίσης αυθαίρετα κατάληξε στο συμπέρασμα και θεώρησε δεδομένο τον ισχυρισμό της ενάγουσας ότι αυτή ήταν ακινητοποιημένη την ώρα της σύγκρουσης. Επίσης εντελώς αυθαίρετα αποφαίνεται ότι ο εναγόμενος είχε καθυστερημένη αντίληψη του κινδύνου διότι έπρεπε να αντιληφθεί τί γινόταν από απόσταση πέραν των 28 μέτρων από το σημείο σύγκρουσης.  Οι θεωρητικές αυτές ενασχολήσεις του μάρτυρα για το πώς συνέβη το ατύχημα θα είχαν ενδεχομένως σημασία αν εβασίζονταν σε πραγματικά δεδομένα και πειραματικά αποτελέσματα.  Ελλείψει αυτών των στοιχείων παραμένουν αναπόδεικτες θεωρίες χωρίς καμιά αξία για την υπόθεση της ενάγουσας.  Από την άλλη, ο εν λόγω μάρτυρας κλήθηκε να καταθέσει, ουσιαστικά για να αντικρούσει τον 1ον μάρτυρα της ενάγουσας αστυφύλακα εξεταστή του ατυχήματος που η μαρτυρία του δεν διευκόλυνε καθόλου την υπόθεση της ενάγουσας.  Η παρουσίαση μαρτυρίας από ένα διάδικο για να αντικρούσει μαρτυρία δικού του μάρτυρα δεν πλήττει μόνο την εκδοχή που προβάλλει αλλά και την αξιοπιστία της μαρτυρίας που παρουσιάζει.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης απέρριψε τη μαρτυρία της ίδιας της εφεσείουσας ως αναξιόπιστης. Η εκδοχή της ήταν ότι σταμάτησε στη μέση του δρόμου και «ήρθε ένα αυτοκίνητο από το πουθενά και την κτύπησε.» Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε, ορθά, την εκδοχή αυτή αφού, όπως αναφέρει και στην απόφαση του, έρχεται σε αντίθεση με την πραγματική μαρτυρία.  Πράγματι το σημείο σύγκρουσης ήταν στην πλευρά του εφεσίβλητου όπου ο αστυνομικός εξεταστής του δυστυχήματος βρήκε ίχνη της σύγκρουσης, δηλαδή σπασμένα γυαλιά, γδάρσιμο επί της ασφάλτου που προήλθε από το αυτοκίνητο της εφεσείουσας και εκεί άρχιζαν τα ίχνη τροχοπέδησης του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου.

Ορθά ακόμα το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει ότι παρουσίαση μαρτυρίας εκ μέρους της εφεσείουσας για να αντικρούσει άλλη μαρτυρία δικού της μάρτυρα, αποδυναμώνει την εκδοχή της και επίσης προσβάλλει την αξιοπιστία της.

Η εφεσείουσα παραπονείται ακόμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι ο εφεσίβλητος οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα κατά τη στιγμή του δυστυχήματος.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο όμως αποφάσισε ότι ο εφεσίβλητος οδηγούσε εντός του επιτρεπομένου ορίου για την περιοχή.  Η μαρτυρία του Ξ. Καλαμαρά, μάρτυρα της εφεσείουσας, έχουμε ήδη αναφέρει, έχει απορριφθεί για καλούς λόγους, από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δεν υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος οδηγούσε το αυτοκίνητο του με υπερβολική ταχύτητα.

Με τους λόγους έφεσης αρ. 4 και 5 η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και απέρριψε αυτήν της εφεσείουσας.

Οι αρχές της νομολογίας που διέπουν θέματα αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι πολύ γνωστές και πλειστάκις στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχουν διακηρυχθεί.  Είναι καθιερωμένο ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Τέτοια επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας.  Έχει από πολλού λεχθεί ότι τα συμπεράσματα των πρωτόδικων Δικαστηρίων δεν είναι ανατρέψιμα αν είναι δικαίως επιτρεπτά με βάση τη μαρτυρία και ήταν αδύνατο να λεχθεί ότι ήταν εσφαλμένα.

Έχουμε μελετήσει τα επιχειρήματα που προβάλλει η εφεσείουσα στη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου δικηγόρου της. Δεν έχουμε πεισθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα.  Αντίθετα τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα θεωρούμε απόλυτα ορθά, σύμφωνα με τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιον του.

Τέλος με τον έκτο και τελευταίο λόγο έφεσης η εφεσείουσα επιρρίπτει στο πρωτόδικο Δικαστήριο την μομφή ότι κατέστησε τον εαυτό του πραγματογνώμονα.  Ο δικηγόρος της εφεσείουσας στηρίζει τη θέση στα ευρήματα που το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Τα ευρήματα όμως αυτά όπως έχουμε ήδη αναφέρει, είναι εύλογα και σύμφωνα με την ενώπιον του μαρτυρία.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε καμιά περίπτωση, καταλήγοντας στα ευρήματα του, δεν κατέστησε τον εαυτό του πραγματογνώμονα.

Η εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη μαρτυρία του πραγματογνώμονα Ξ. Καλαμαρά.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο όμως απέρριψε τη μαρτυρία του, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, δίδοντας προς τούτο επαρκή αιτιολογία.

Η έφεση απορρίπτεται με £2.000 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με £2.000 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο