ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 286
23 Φεβρουαρίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
1. ΛΑΤΟΜΕΙΟ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ,
2. SELENIOR NON-METALLICS LTD,
3. S. KOYNOYNAS BETON LTD,
4. SPAKO CONSTRUCTION LTD,
5. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
6. ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΟΥΝΟΥΝΑΣ
7. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,
8. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
9. ΝΙΚΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Εφεσείοντες- Εναγόμενοι,
ν.
WESTSIDE ENGINEERING PUBLIC LTD,
Εφεσίβλητης - Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 383/2005)
Αποφάσεις και διατάγματα ? Παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα το οποίο εκδόθηκε ex parte και το οποίο οριστικοποιήθηκε ? Ακυρώθηκε κατ' έφεση λόγω παράλειψης αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων.
Η εφεσίβλητη ήγειρε την υπ' αρ. 1030/2000 αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου κατά των εφεσειουσών 1 και 2 και των Μαρίας Παναγιώτου και Γεωργίας Παναγιώτου, που ήταν μέτοχοι της εφεσείουσας 1, και είχαν συμφωνήσει να πωλήσουν στην εφεσίβλητη το 50% των μετοχών της εφεσείουσας 1 που αυτές κατείχαν, για ειδική εκτέλεση συμφωνίας αγοράς μετοχών ή αποζημιώσεις για παράβασή της και άλλες ζημιές. Στα πλαίσια της εκδίκασης εκείνης την αγωγής η εφεσίβλητη διαπίστωσε ότι η εφεσείουσα 1 είχε μεταβιβάσει στην εφεσείουσα 3 τις 4998 μετοχές που είχε στην εφεσείουσα 2, το ίδιο δε έπραξε και ο εφεσείων 7, ως προ τη 1 μετοχή του. Τότε καταχώρησε την υπ' αρ. 2936/2005 αγωγή Ε. Δ. Πάφου, από την οποία προέρχεται η έφεση, ζητώντας διατάγματα ακύρωσης της μεταβίβασης στην εφεσείουσα 3 των 4998 μετοχών της εφεσείουσας 2 και επανεγγραφή τους επ' ονόματι της εφεσείουσας 1, όπως και αποζημιώσεις και απόδοση λογαριασμών. Οι εφεσείοντες δέχθηκαν την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.
Η εφεσίβλητη εν τω μεταξύ εξασφάλισε ex parte διατάγματα με τα οποία οι εφεσείοντες εμποδίζοντο να αποξενώσουν οποιαδήποτε κινητή και/ή ακίνητη ιδιοκτησία τους στην Κύπρο μέχρι ποσού £4.515.000 μέχρι τελικής εκδίκασης της αγωγής. Εμποδίζοντο επίσης να πράξουν το ίδιο και σε σχέση με τις οποιεσδήποτε μετοχές τους. Τέλος εμποδίζοντο να εξορίσσουν από το Λατομείο της εναγόμενης 2 στην περιοχή Ανδολίκου στην Πάφο, λατομικό υλικό.
Βάση για την έκδοση και εμβέλεια των διαταγμάτων ήταν η συνωμοσία την οποία η εφεσίβλητη καταλόγιζε στους εφεσείοντες με σκοπό την καταδολίευση της εφεσίβλητης, η οποία υπολόγισε τη ζημιά της πέραν των £4.500.000.
Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της οριστικοποίησης των ex parte εκδοθέντων διαταγμάτων. Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι η εφεσίβλητη δεν αποκάλυψε ουσιώδη γεγονότα κατά την εξασφάλιση των διαταγμάτων ex parte, εισήγηση που υπέβαλαν και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία όμως δεν έγινε αποδεκτή. Τα γεγονότα αυτά ήταν η μη αποκάλυψη ότι το προνόμιο για το λατομείο είχε ήδη λήξει από το 2003, η μη αποκάλυψη μελέτης του Τμήματος Μεταλλείων που παρουσίαζε πολύ πιο περιορισμένη την αξία του μεταλλείου και των κερδών του από ότι η εκτίμηση που παρουσίασε η εφεσίβλητη και η μη αποκάλυψη επιστολής εκ μέρους των Μαρίας και Γεωργίας Παναγιώτου και των εφεσειόντων 1 και 7 προς την εφεσίβλητη ότι η συμφωνία πώλησης των μετοχών τους εθεωρείτο άκυρη.
Αποφασίστηκε ότι:
Η εφεσίβλητη εξασφάλισε το ex parte διάταγμα αποκρύπτοντας ουσιώδη στοιχεία που επηρέαζαν την υπόθεσή της, ώστε να μην προσήλθε στο Δικαστήριο με την πλήρη εκείνη διαφάνεια και καθαρότητα που απαιτείται ιδιαίτερα σε διαδικασίες ex parte και που πρέπει να ενθαρρύνεται στο μέγιστο βαθμό. Έπεται ότι το ex parte διάταγμα δεν έπρεπε να οριστικοποιηθεί.
Η έφεση επιτράπηκε. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε και το εκδοθέν και οριστικοποιηθέν διάταγμα και διαταγή για έξοδα παραμερίσθηκαν. Εκδόθηκε διαταγή καταβολής των εξόδων των εφεσειόντων πρωτοδίκως και κατ' έφεση από την εφεσίβλητη.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, (Υπόθ. Αρ. 2936/05), ημερ. 20.12.05.
Π. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.
Κ. Καλλής με Στ. Στυλιανού, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Χατζηχαμπή, Δ.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η υπόθεση αυτή προέρχεται από συμφωνία ημερομηνίας 27.1.2000 μεταξύ αφ΄ενός της Εφεσίβλητης και αφ΄ετέρου δύο μετόχων της Εφεσείουσας 1, των Μαρίας Παναγιώτου και Γεωργίας Παναγιώτου, που δεν είναι διάδικοι, για πώληση στην Εφεσίβλητη του 50% των μετοχών της Εφεσείουσας 1 που αυτές κατείχαν. Μέρος της συμφωνίας ήταν και η Εφεσείουσα 1 η οποία συμφώνησε να πωλήσει στην Εφεσίβλητη 1 μετοχή στη θυγατρική της εταιρεία Εφεσείουσα 2 (στην οποία είχε 4999 από τις 5000 μετοχές), καθώς και οι Παναγιώτης Παναγιώτου και Νεοφύτα Παναγιώτου, περιγραφόμενοι ως μέτοχοι και ως διευθυντές της Εφεσείουσας 1, και ο Κυριάκος Ξενοφώντος, επίσης περιγραφόμενος ως διευθυντής της Εφεσείουσας 1. Ο Παναγιώτης Παναγιώτου είχε άλλη 1 μετοχή της Εφεσείουσας 2 και το άλλο 50% των μετοχών της Εφεσείουσας 1, η ιδέα ήταν δε η Εφεσίβλητη και ο Παναγιώτης Παναγιώτου να έχουν ίσο αριθμό μετοχών στην Εφεσείουσα 1 και από 1 μετοχή στην Εφεσείουσα 2. Το τίμημα που θα κατέβαλλε η Εφεσίβλητη ήταν £200.000.
Στην Εφεσίβλητη μεταβιβάσθησαν το 20% των μετοχών της Εφεσείουσας 1 και η 1 μετοχή της Εφεσείουσας 2, σε σχέση δε με τα λοιπά συμφωνηθέντα η Εφεσίβλητη ήγειρε την αγωγή Ε.Δ. Πάφου 1030/2000 κατά των Εφεσειουσών 1 και 2 και των Μαρίας Παναγιώτου και Γεωργίας Παναγιώτου για ειδική εκτέλεση της συμφωνίας ή αποζημιώσεις για παράβαση της και άλλες ζημιές. Ήταν στα πλαίσια της εκδίκασης της αγωγής εκείνης που η Εφεσίβλητη διαπίστωσε ότι η Εφεσείουσα 1 είχε μεταβιβάσει στην Εφεσείουσα 3 τις 4998 μετοχές που είχε στην Εφεσείουσα 2, το ίδιο είχε πράξει δε και ο Παναγιώτης Παναγιώτου, που είναι ο Εφεσείων 7, ως προς τη 1 μετοχή του. Η Εφεσίβλητη ήγειρε τότε την αγωγή Ε.Δ. Πάφου 2936/2005, από την οποία προέρχεται η έφεση, κατά των ως άνω Εφεσειόντων 1, 2, 3 και 7, καθώς και εναντίον των λοιπών Εφεσειόντων 4, 5, 6, 8 και 9. Η Εφεσείουσα 4 είναι θυγατρική εταιρεία της Εφεσείουσας 3. Οι Εφεσείοντες 6 και 9 είναι οι μέτοχοι και διευθυντές της Εφεσείουσας 4, ο δε Εφεσείων 8 πρώην μέτοχος της καθώς και Γραμματέας της Εφεσείουσας 1 και 2. Διευθυντές της Εφεσείουσας 1 και της Εφεσείουσας είναι οι Εφεσείοντες 5, 6 και 7. Με την αγωγή της η Εφεσίβλητη ζήτησε διατάγματα για ακύρωση της μεταβίβασης στην Εφεσείουσα 3 των 4998 μετοχών της Εφεσείουσας 2 και επανεγγραφή τους επ΄ονόματι της Εφεσείουσας 1, όπως και αποζημιώσεις και απόδοση λογαριασμών. Με την επίδοση της αγωγής οι Εφεσείοντες εδέχθησαν την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.
Η Εφεσίβλητη εν τω μεταξύ αιτήθηκε ex parte και εξασφάλισε διάταγμα ως ακολούθως:
«1. Διάταγμα του Δικαστηρίου που να απαγορεύει στους Εναγόμενους 1 και/ή 2 και/ή 3 και/ή 4 και/ή 5 και/ή 6 και/ή 7 και/ή 8 και/ή 9 και/ή οποιωνδήποτε εξ αυτών από του να πωλήσουν και/ή μεταβιβάσουν και/ή υποθηκεύσουν και/ή επιβαρύνουν και/ή καθ΄οιονδήποτε τρόπο αποξενώσουν την οποιαδήποτε κινητή και/ή ακίνητη ιδιοκτησία τους στην Κύπρο μέχρι του ποσού των £4.515.000 μόνο, μέχρι την τελική εκδίκαση της παρούσας αγωγής ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
2. Διάταγμα του Δικαστηρίου που να απαγορεύει στους Εναγόμενους 1 και/ή 2 και/ή 3 και/ή 4 και/ή 5 και/ή 6 και/ή 7 και/ή 8 και/ή 9 και/ή οποιωνδήποτε εξ αυτών από του να πωλήσουν και/ή μεταφέρουν και/ή μεταβιβάσουν άλλο τρόπο αποξενώσουν και/ή επιβαρύνουν και/ή υποδιαιρέσουν και/ή με άλλο τρόπο αποξενώσουν τις οποιεσδήποτε μετοχές που είναι εγγεγραμμένες επ' ονόματι των σε Κυπριακές Εταιρείες Περιορισμένης Ευθύνης μέχρι του ποσού των £4.515.000 μέχρι την τελική εκδίκαση της παρούσας αγωγής ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
3. Διάταγμα του Δικαστηρίου που να απαγορεύει στους Εναγόμενους 1 και/ή 2 και/ή 3 και/ή 4 και/ή 5 και/ή 6 και/ή 7 και/ή 8 και/ή 9 και/ή οποιωνδήποτε εξ αυτών από το να εξορίσσουν και να πωλούν από το Λατομείο της Εναγομένης 2 που βρίσκεται στην περιοχή Ανδρολίκου στην Πάφο λατομικό υλικό μέχρι της τελικής εκδίκασης της παρούσας αγωγής ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.»
Ήταν η θέση της Εφεσίβλητης στην αίτησή της ότι από την έγερση της αγωγής Ε.Δ. Πάφου 1030/2000 δεν είχε οποιαδήποτε ενημέρωση για τις εργασίες των Εφεσειουσών 1 και 2, ότι δεν ετοιμάζοντο κατάλληλοι λογαριασμοί και ότι η Εφεσείουσα 1 έπαυσε να εκμεταλλεύεται το λατομείο για το οποίο η Εφεσείουσα 2 είχε προνόμιο και το εκμεταλλεύετο πλέον η Εφεσείουσα 3 μέσω της Εφεσείουσας 4. Αποδίδοντας στους Εφεσείοντες συνομωσία με σκοπό την καταδολίευση της, η Εφεσίβλητη υπολόγισε τη ζημιά της σε πέραν των £4.500.000, που αποτέλεσε και τη βάση για την έκδοση και εμβέλεια των διαταγμάτων.
Με την εφεσιβαλλόμενη απόφαση η ευπαίδευτη Πρόεδρος οριστικοποίησε τα ex parte εκδοθέντα διατάγματα. Απεδέχθη ότι ετηρούντο οι προϋποθέσεις για έγερση παράγωγης αγωγής, όπως η Εφεσίβλητη χαρακτήρισε την αγωγή της, και ότι τα γεγονότα που ισχυρίζετο η Εφεσίβλητη απεκάλυπταν εκ πρώτης όψεως υπόθεση δόλου ως σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση και ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας, ακόμα δε ότι η μη τήρηση λογαριασμών καθιστούσε δύσκολη, αν όχι και αδύνατη, την απονομή δικαιοσύνης στο τέλος της ημέρας, ώστε να ικανοποιείται και η τρίτη προϋπόθεση για έκδοση διατάγματος, αφού μάλιστα, ειδικά ως προς το τρίτο σκέλος του, η Εφεσείουσα 4 συνεχίζει να εκμεταλλεύεται το λατομείο.
Ετέθη ενώπιον της ευπαιδεύτου Προέδρου και θέμα μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων κατά την εξασφάλιση του διατάγματος ex parte, ιδιαίτερα με αναφορά στη μη αποκάλυψη ότι το προνόμιο για το λατομείο είχε ήδη λήξει από το 2003, στη μη αποκάλυψη μελέτης του Τμήματος Μεταλλείων που παρουσίαζε πολύ πιο περιορισμένη αξία του μεταλλείου και των κερδών του από ότι η εκτίμηση που παρουσίασε η Εφεσίβλητη, και τη μη αποκάλυψη επιστολής εκ μέρους των Μαρίας Παναγιώτου, Γεωργίας Παναγιώτου και των Εφεσειόντων 1 και 7 προς την Εφεσίβλητη ότι η συμφωνία εθεωρείτο άκυρη. Η ευπαίδευτη Πρόεδρος θεώρησε ότι δεν υπήρξε απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων. Ως προς το πρώτο, έκρινε ότι, αν και δεν υπήρχε αναφορά στην ένορκη δήλωση (υπήρχε αναφορά μόνο στην έκθεση υπεράσπισης στην αγωγή Ε.Δ. Πάφου 1030/2000 που επισυνάφθηκε), «το ουσιώδες γεγονός είναι ότι το μεταλλείο λειτουργούσε και αυτό δεν αμφισβητείται». Ως προς το δεύτερο, έκρινε ότι σημαντική ήταν η βάση στην οποία η ίδια η Εφεσίβλητη είχε υπολογίσει τη ζημιά της και ότι εν πάση περιπτώσει «δεν θεωρώ ότι τα γεγονότα αυτά είναι ουσιώδους σημασίας που η μη αποκάλυψη τους θα οδηγούσε σε ακυρότητα του διατάγματος». Ως προς το τρίτο, έκρινε ότι η εν λόγω επιστολή δεν εφαίνετο να ήταν επιστολή ακύρωσης της συμφωνίας, ούτε υπήρχε συγκεκριμένη εισήγηση από τους Εφεσείοντες ως προς το νομικό αποτέλεσμά της.
Προέχει βέβαια να εξετάσουμε τους λόγους έφεσης που αφορούν το θέμα αυτό. Και εξετάζοντας τους καταλήγουμε ότι δεν θα υπεισέλθουμε στους λοιπούς λόγους έφεσης που αφορούν στην ουσία της, αφού έχουμε εντελώς διάφορη άποψη του πράγματος από ότι η ευπαίδευτη Πρόεδρος. Η αντίληψη μας είναι ότι η Εφεσίβλητη εξασφάλισε το ex parte διάταγμα αποκρύπτοντας ουσιώδη στοιχεία που επηρέαζαν την υπόθεσή της, ώστε να μην προσήλθε στο Δικαστήριο με την πλήρη εκείνη διαφάνεια και καθαρότητα που απαιτείται ιδιαίτερα σε ex parte διαδικασίες και που πρέπει να ενθαρρύνεται στο μέγιστο βαθμό. Η όλη υπόθεση της Εφεσίβλητης επαρουσιάσθη ως υπόθεση εξαπάτησης με ζημιές για την Εφεσίβλητη της τάξης των £4.500.000. Τούτο εξ άλλου καθόρισε και την έκταση του εκδοθέντος διατάγματος. Ήταν λοιπόν όχι μόνο ουσιώδους αλλά θεμελιακής διάστασης η δεδομένη λήξη και μη ανανέωση του προνομίου από το 2003 και το ότι το λατομείο δεν ανήκε στους διαδίκους αλλά τους ενοικιάζετο, ως Τουρκοκυπριακή περιουσία, από τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, με λήξη της ενοικίασης στις 31.12.2005. Η δε αναφορά στην Έκθεση Υπεράσπισης στην Αγωγή Ε.Δ. Πάφου 1030/2000, που επισυνάφθηκε στην ένορκη δήλωση, στη λήξη του προνομίου το 2003, ασφαλώς δεν ήταν επαρκής. Τέτοια αναφορά, εν όψει της όλης εικόνας, συνιστά μάλλον απόκρυψη στο πλαίσιο στο οποίο γίνεται παρά αποκάλυψη στο πλαίσιο της ένορκης δήλωσης. Και αν ακόμα, όπως έλαβε υπ΄όψη του το Δικαστήριο, η λατόμευση συνέχιζε παρά τη λήξη του προνομίου, δεν ήταν ουσιώδες για το Δικαστήριο να γνωρίζει ότι η ενδεχόμενη έκδοση διατάγματος θα ενέπλεκε και το ίδιο στην προστασία παρανόμως στηριζομένων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και επιδιωκόμενων κερδών; Αλλά και η ίδια η έκταση του διατάγματος επηρεάζετο άμεσα. Αν δεν ήταν δυνατή η καθόλου νόμιμη λατόμευση, πώς μπορούσε η Εφεσίβλητη να θεμελιώνει σε αυτή τον υπολογισμό των ζημιών της ως ανερχόμενων σε £4.500.000 με βάση την πλήρη εξάντληση των αποθεμάτων του λατομείου; Ήταν προς τούτο σημαντική και η μη αποκάλυψη της μελέτης του ιδίου του Τμήματος Μεταλλείων που έδιδε πολύ πιο συντηρητικό υπολογισμό των δυνατοτήτων του μεταλλείου, και δη εν όψει του ότι το τίμημα που κατέβαλε η Εφεσίβλητη (£200.000) ήταν άκρως δυσανάλογο προς τον υπολογισμό που η ίδια τώρα παρουσίαζε.
Η θεώρηση αυτή συνδέεται και με την όλη φύση της υπόθεσης. Η αγωγή που εξετάζεται τώρα δεν αφορά στις απαιτήσεις της Εφεσίβλητης για παράβαση της συμφωνίας αγοράς των μετοχών. Εκείνη τη πτυχή είναι η αγωγή Ε.Δ. Πάφου 1030/2000 που αφορά. Η αγωγή αυτή αφορά την απαίτηση της Εφεσίβλητης για καταδολίευση της βασιζόμενη στην αποξένωση των μετοχών που η Εφεσείουσα 1 είχε στην Εφεσείουσα 2. Με την έκδοση όμως των τελικών διαταγμάτων που ακύρωναν τη μεταβίβαση αυτή και διάτασσαν την επαναμεταβίβαση των μετοχών στην Εφεσείουσα 1, η εικόνα εδιαφοροποιείτο τα μέγιστα αφού τα πράγματα επανήρχοντο δομικά στην προτέρα τους θέση και η απαίτηση της Εφεσίβλητης για ζημιά προσδιορίζετο ανάλογα. Υπό αυτό το πρίσμα, η μη αποκάλυψη των ως άνω στοιχείων ήταν έτι πιο ουσιώδης.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται και το εκδοθέν και οριστικοποιηθέν διάταγμα και διαταγή για έξοδα παραμερίζονται. Η Εφεσίβλητη θα καταβάλει τα έξοδα των Εφεσειόντων πρωτοδίκως και κατ' έφεση.
Η έφεση επιτρέπεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται και το εκδοθέν και οριστικοποιηθέν διάταγμα και διαταγή για έξοδα παραμερίζονται. Εκδίδεται διαταγή καταβολής των εξόδων των εφεσειόντων πρωτοδίκως και κατ' έφεση από την εφεσίβλητη.