ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 281
23 Φεβρουαρίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΙ ΑΡΕΤΗ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ/ Ή ΦΥΣΙΚΟΙ ΚΗΔΕΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΑΝΗΛΙΚΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ,
Εφεσείοντες - Ενάγοντες,
ν.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσιβλήτου - Εναγομένου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 171/2005)
Αποφάσεις και διατάγματα ? Αποφάσεις δηλωτικών γεγονότων ? Το Δικαστήριο με βάση το Άρθρο 41 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 δεν έχει εξουσία να εκδίδει αποφάσεις δηλωτικών γεγονότων ? Κατά πόσο η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αγωγή περιοριζόταν μόνο στη θεραπεία δήλωσης με την οποία ζητείτο η διαπίστωση πραγματικών γεγονότων, ήταν ορθή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκδικάζοντας προδικαστική ένσταση του εφεσίβλητου-εναγομένου στην αγωγή των εφεσειόντων-εναγόντων με την οποία αυτοί ζητούσαν δήλωση του δικαστηρίου ότι ο θάνατος της θυγατέρας τους «προκλήθηκε συνεπεία της αμέλειας των υπαλλήλων και/ή υπηρετών της Δημοκρατίας», κατάληξε ότι εφόσον το μόνο που ζητούσαν οι εφεσείοντες-ενάγοντες στην αγωγή είναι «η αναγνώριση κάποιου πραγματικού γεγονότος» και ότι το δικαστήριο με βάση το Άρθρο 41 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 δεν έχει εξουσία να εκδίδει αποφάσεις δηλωτικών γεγονότων, η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί και την απέρριψε.
Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για τον λόγο ότι «το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν έχει εξουσία να παρέχει τη θεραπεία που αξίωναν οι εφεσείοντες είναι νομικά εσφαλμένο». Το σφάλμα έγκειται, σύμφωνα με τον συνήγορο των εφεσειόντων, στο ότι το δικαστήριο «παραγνώρισε και/ή δεν αξιολόγησε ορθά (α) τη φύση και/ή εμβέλεια του αγώγιμου δικαιώματος των εφεσειόντων (β) τη φύση και/ή εμβέλεια της ένστασης του εφεσίβλητου και (γ) το γεγονός ότι ενόσω η αποβιώσασα ήταν εν ζωή τα δικαιώματα της για θεραπεία περιήλθαν και/ή θα μπορούσαν να ασκηθούν από τους εφεσείοντες».
Ο συνήγορος των εφεσειόντων ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι οι εφεσείοντες δεν επικαλούνται ως βάση αγωγής το Άρθρο 58 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148 και ότι στην αγωγή τους έχουν και ως βάση αγωγής την παράβαση συμβατικής υποχρέωσης.
Αποφασίστηκε ότι:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι η αγωγή περιοριζόταν μόνο στη θεραπεία της δήλωσης (declaration) με την οποία ζητείτο η διαπίστωση πραγματικών γεγονότων και εσφαλμένα την απέρριψε. Και αυτό, επειδή με τις παραγράφους 3 και 4 της έκθεσης απαίτησης γίνεται ισχυρισμός «για αμέλεια και/ή συμβατική και/ή νομική παράβαση», και μάλιστα ο εφεσίβλητος-εναγόμενος παραδέχεται τις παραγράφους αυτές στην υπεράσπισή του.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Υπόθ. Αρ. 1828/02), ημερ. 8.4.05.
Ε. Πουργουρίδης, για τους Εφεσείοντες-Ενάγοντες.
Μ. Αλεξάνδρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Η ανήλικη Μαρία Χρ. Δημοσθένους, τέως από την Πάφο, εισήλθε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας για θεραπεία στις 15/10/99 και στις 29/11/99 απεβίωσε. Στις 29/5/02 οι γονείς της καταχώρησαν εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας την αγωγή αρ. 1828/02 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, με την οποία ζητούσαν δήλωση του δικαστηρίου ότι ο θάνατος της θυγατέρας τους «προκλήθηκε συνεπεία της αμέλειας των υπαλλήλων και/ή υπηρετών της Δημοκρατίας». Ακολούθησε η έκθεση απαίτησης με την οποία η αιτούμενη θεραπεία διαμορφώθηκε κάπως, όπως θα εξηγήσουμε στη συνέχεια. Η πλευρά του εφεσίβλητου καταχώρησε έκθεση υπεράσπισης με την οποία ήγειρε τις εξής προδικαστικές ενστάσεις: (α) ότι η αγωγή είναι εκπρόθεσμη αφού καταχωρήθηκε πέραν των 2 ετών από το θάνατο της ανήλικης κάτι που δεν επιτρέπεται από το άρθρο 58(2) του Κεφ. 148, (β) δεν νομιμοποιούνται οι γονείς να εγείρουν την αγωγή αφού δεν είναι εκτελεστές διαθήκης ούτε διαχειριστές της περιουσίας της αποβιώσασας όπως διαλαμβάνει το άρθρο 58(11) του Κεφ. 148 και (γ) η αγωγή είναι αβάσιμη αφού ζητείται θεραπεία που δεν προβλέπεται από το νόμο.
Σε αργότερο στάδιο (αρχικά στις 17/11/03 και στη συνέχεια στις 30/7/04 αφού η πρώτη αίτηση αποσύρθηκε) ο εφεσίβλητος καταχώρησε αίτηση με την οποία ζητούσε όπως οι πιο πάνω προδικαστικές ενστάσεις εκδικαστούν πριν την κυρίως δίκη. Στην αίτηση της 30/7/04 καταχωρήθηκε ένσταση στις 5/10/04. Από τις αγορεύσεις που ακολούθησαν, αλλά και την προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 8/4/05, φαίνεται ότι αυτό που αποφασίστηκε τελικά ήταν η εκδίκαση των προδικαστικών ενστάσεων αντί απόφαση κατά πόσον αυτές ήσαν κατάλληλες για τέτοια εκδίκαση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 8/4/05 εξέτασε την (γ) από τις πιο πάνω προδικαστικές ενστάσεις. Κατάληξε ότι εφόσον το μόνο που ζητούν οι ενάγοντες είναι «η αναγνώριση κάποιου πραγματικού γεγονότος» και ότι το δικαστήριο με βάση το άρθρο 41 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 δεν έχει εξουσία να εκδίδει αποφάσεις δηλωτικών γεγονότων, η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί και την απέρριψε.
Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για τον λόγο ότι «το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν έχει εξουσία να παρέχει τη θεραπεία που αξίωναν οι εφεσείοντες είναι νομικά εσφαλμένο». Το σφάλμα έγκειται, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων, στο ότι το δικαστήριο «παραγνώρισε και/ή δεν αξιολόγησε ορθά (α) τη φύση και/ή εμβέλεια του αγώγιμου δικαιώματος των εφεσειόντων (β) τη φύση και /ή εμβέλεια της ένστασης του εφεσίβλητου και (γ) το γεγονός ότι ενόσω η αποβιώσασα ήταν εν ζωή τα δικαιώματα της για θεραπεία περιήλθαν και/ή θα μπορούσαν να ασκηθούν από τους εφεσείοντες».
Παρά τον πιο πάνω λόγο που διατυπώνεται στην ειδοποίηση έφεσης, στο περίγραμμα αγόρευσης τους οι εφεσείοντες επεκτάθηκαν και σε παράπονο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παραγνώρισε το γεγονός ότι η αίτηση για να εκδικαστεί νομικό σημείο προδικαστικά είχε καταχωρηθεί με υπέρμετρη καθυστέρηση. Εκτός του ότι ο λόγος αυτός της καθυστέρησης δεν καλύπτεται από το λόγο έφεσης, σημειώνουμε ότι σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, ήταν η θέση και των δυο δικηγόρων ότι η περίπτωση ήταν κατάλληλη για εκδίκαση των σημείων που εγείρονταν, πριν την κυρίως δίκη κάτι που δεν προσβάλλεται με την έφεση. Βέβαια εμείς δεν έχουμε εντοπίσει σε ποιό στάδιο η αίτηση της 30/7/04 από αίτηση για εκδίκαση προδικαστικών σημείων, κατάληξε στην εκδίκαση των σημείων αυτών.
Ήταν περαιτέρω η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων ότι οι πελάτες του δεν επικαλούνται ως βάση αγωγής το άρθρο 58 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148 και ότι στην αγωγή τους έχουν και ως βάση αγωγής την παράβαση συμβατικής σχέσης. Παρόμοιο ισχυρισμό προέβαλαν και κατά την πρωτόδικη διαδικασία.
Εξετάσαμε τις αντίστοιχες θέσεις. Έχουμε προσέξει ότι στο κλητήριο ένταλμα (οπισθογράφηση απαίτησης) η μόνη θεραπεία που ζητούν οι εφεσείοντες έχει ως εξής: «(Α) Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι ο θάνατος της αποβιώσασας Μαρίας Χριστοδούλου Δημοσθένους προκλήθηκε συνεπεία της αμέλειας των υπαλλήλων και/ή υπηρετών της Δημοκρατίας» και «(Β) έξοδα και ΦΠΑ». Με την έκθεση απαίτησης επέκτειναν, όπως είχαν δικαίωμα να πράξουν, τις αιτούμενες θεραπείες ως εξής: «(Α) δήλωση και/ή απόφαση του δικαστηρίου ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ευθύνεται για τους πόνους και/ή ταλαιπωρίες που υπέστη η αποβιώσασα από 15/10/99 μέχρι το θάνατο της· (Β) δήλωση και ή απόφαση του δικαστηρίου ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ευθύνεται για το θάνατο της αποβιώσασας· (Γ) οιανδήποτε άλλη θεραπεία το δικαστήριο ήθελε θεωρήσει πρέπουσα και (Δ) έξοδα και ΦΠΑ». Με τις παραγράφους 3 και 4 της έκθεσης απαίτησης γίνεται ισχυρισμός «για αμέλεια και/ή συμβατική και/ή νομική παράβαση», και μάλιστα ο εφεσίβλητος-εναγόμενος παραδέχεται αυτές τις παραγράφους στην υπεράσπιση του.
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι η απαίτηση των εφεσειόντων δεν περιοριζόταν μόνο σε δήλωση (declaration). Γινόταν επίκληση παράβασης συμβατικής σχέσης και/ή νομικού καθήκοντος. Δε ζητείτο μόνο «δήλωση» αλλά και «απόφαση» ότι η Δημοκρατία ευθύνεται για το θάνατο της ανήλικης. Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ζητείτο μόνο δήλωση για την ύπαρξη πραγματικού γεγονότος δεν είναι ορθή καθότι η απόφαση αν η Δημοκρατία ευθύνεται ή όχι για το θάνατο της ανήλικης είναι και θέμα νομικό. Επομένως εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι η αγωγή περιοριζόταν μόνο στη θεραπεία της δήλωσης με την οποία ζητείτο η διαπίστωση πραγματικών γεγονότων και εσφαλμένα την απέρριψε.
Αναφορικά με τις υπόλοιπες προδικαστικές ενστάσεις, κατά πόσο δηλαδή η παρούσα αγωγή (α) ήταν εκπρόθεσμη και (β) δεν μπορούσε να καταχωρηθεί από τους γονείς της, εφόσον το πρωτόδικο δικαστήριο δεν τις εξέτασε, δεν το θεωρούμε ορθό να τις εξετάσουμε. Αν τώρα η δήλωση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων ότι η αγωγή τους δεν στηρίζεται στο άρθρο 58 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148 αλλά μόνο σε παράβαση συμβατικής και/ή νομικής υποχρέωσης είναι τέτοια που θα εμποδίσει τους εφεσείοντες να στηριχθούν και στην αμέλεια ως αιτία αγωγής, αυτό είναι θέμα που θα εξεταστεί σε πρώτο στάδιο από το πρωτόδικο δικαστήριο κατά την εκδίκαση της αγωγής.
Ενόψει των πιο πάνω η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπερ των εφεσειόντων. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται και η αγωγή επαναφέρεται στο στάδιο που ήταν, πριν την απόρριψη της.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων.