ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 1 ΑΑΔ 1376

21 Δεκεμβρίου, 2006

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1.            UNION GENERAL ARMENIENNE DE BIENFAISANCE,

2.            ARMENIAN GENERAL BENEVOLENT UNION (AGBU),

Εφεσείοντες,

v.

ΤΗΣ Α.Π. ΤΟΥ MESROB MUTAFYAN, ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ

ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΑΡΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 58/2006)

 

Αποφάσεις και διατάγματα ― Απαγορευτικό διάταγμα αποξένωσης ή πώλησης ακινήτων το οποίο εκδόθηκε μονομερώς και στη συνέχεια οριστικοποιήθηκε ― Έφεση εναντίον απόφασης για οριστικοποίησή του ― Αποδοχή έφεσης, δεν τεκμηριώθηκαν οι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου-ενάγοντος στη βάση των οποίων οριστικοποιήθηκε το εκδοθέν μονομερώς απαγορευτικό διάταγμα, ούτε και υπήρχε προοπτική επιτυχίας της αγωγής του.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, μετά από ακρόαση, οριστικοποίησε προσωρινό διάταγμα με το οποίο απαγορεύθηκε στους εφεσείοντες-εναγόμενους να πωλήσουν, επιβαρύνουν ή καθ' οιονδήποτε τρόπο αποξενώσουν ή αλλάξουν τη χρήση της ακίνητης ιδιοκτησίας η οποία είναι η γνωστή σχολή Μελκονιάν (κτίρια και ανοικτοί χώροι) στην Αγλαντζιά ή οποιουδήποτε μέρους αυτής ή να τη χρησιμοποιήσουν για οποιοδήποτε άλλο σκοπό από τη λειτουργία της σχολής Μελκονιάν. Κρίθηκε, πως η τυχόν αποξένωση της επίδικης περιουσίας θα έχει ως αποτέλεσμα, σε περίπτωση επιτυχίας του εφεσίβλητου-ενάγοντος στην αγωγή του, να παραμείνει στην ουσία ανικανοποίητη η απόφαση ενώ αντίθετα οι εφεσείοντες δεν θα υποστούν οποιαδήποτε ζημιά αν το διάταγμα καταστεί οριστικό με δεδομένη μάλιστα τη δήλωση της δικηγόρου των εφεσειόντων ότι δεν προτίθενται (οι εφεσείοντες) να αποξενώσουν την επίδικη περιουσία. Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης και με την παρούσα έφεση επιδιώκουν τον παραμερισμό της.

Ο ισχυρισμός ότι η μεταβίβαση της επίδικης περιουσίας στο όνομα των εφεσειόντων 1 και η εκχώρηση του δικαιώματος αποξένωσης ή επιβάρυνσής της έγινε χωρίς όρους, αποτέλεσε το κύριο θέμα της υπόθεσης, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση.

Ο εφεσίβλητος αναφέρθηκε στο Άρθρο VII.Ι του καταστατικού, (τεκμ. Γ) υποστηρίζοντας ότι οι εφεσείοντες εμποδίζονται να αποξενώσουν την επίδικη περιουσία ως εμπίπτουσα στο μέρος του κεφαλαίου του οργανισμού το οποίο είναι αναπαλλοτρίωτο.

Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε τον πρώτο λόγο έφεσης στον οποίο οι εφεσείοντες ήγειραν θέμα παράλειψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει και κρίνει τη δύναμη της υπόθεσης του εφεσίβλητου-ενάγοντος και/ή αμφιβολίας του Δικαστηρίου για ύπαρξη πιθανότητας επιτυχίας της αγωγής.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Από το έγγραφο (τεκμήριο Β) φαίνεται ότι το νέο ιδιοκτησιακό καθεστώς της επίδικης περιουσίας και το δικαίωμα διάθεσης της κλπ όπως διαμορφώθηκαν με το έγγραφο, ήταν χωρίς τους όρους και περιορισμούς που επικαλείται ο εφεσίβλητος. Φαίνεται ότι οι εφεσείοντες 1, δυνάμει του πιο πάνω εγγράφου, κατέστησαν δικαιούχοι της επίδικης περιουσίας με δικαιώματα διαχείρισης και διάθεσής της.

2.  Το Άρθρο IV του εγγράφου αναφέρεται στις προσωπικές υποχρεώσεις που ανέλαβαν οι εφεσείοντες 1, οι οποίες ωστόσο, δεν φαίνεται ότι συνδέονται ή συναρτώνται με οποιοδήποτε όρο ή περιορισμό του δικαιώματός τους για διάθεση της επίδικης περιουσίας. Η μαρτυρία που έχει προσαχθεί από πλευράς εφεσίβλητου δεν αποκαλύπτει την ύπαρξη τέτοιων περιορισμών. Από την άλλη, η δήλωση της δικηγόρου του εφεσίβλητου ότι ο τότε Πατριάρχης των Αρμενίων είχε δεχθεί να μεταβιβάσει την περιουσία στους εφεσείοντες 1 ύστερα από διαβεβαίωση ότι οι εν λόγω εφεσείοντες θα τηρούσαν τις αναλήψεις τους όπως μη επιτρέψουν αποξένωση της περιουσίας στην Κύπρο και όπως μη επιτρέψουν όπως αυτή παύσει ποτέ να χρησιμοποιείται σύμφωνα με τις αρχικές επιθυμίες του δωρητή δηλαδή σαν σχολείο ή εκπαιδευτήριο, στερείται της τεκμηρίωσης που απαιτείται για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας. Η δικηγόρος δεν μπορεί να έχει ιδία προσωπική γνώση ενός τέτοιου γεγονότος ούτε όμως και παραπέμπει σε άλλα στοιχεία μαρτυρίας ή πηγές έτσι ώστε η δήλωσή της να βρίσκει το αναγκαίο έρεισμα. Παρά ταύτα, η πιο πάνω δήλωσή της φαίνεται ότι προσμέτρησε, αδικαιολόγητα βεβαίως, υπέρ της διατήρησης του διατάγματος.

3.  Δεδομένου ότι μέρος της επίδικης περιουσίας, σύμφωνα με αναντίλεκτο ισχυρισμό του εφεσίβλητου, έχει ήδη αποξενωθεί δυνάμει πωλήσεως ενώ από την άλλη δεν υπάρχουν στοιχεία τα οποία να τεκμηριώνουν την ύπαρξη νομιμοποιητικού ερείσματος στη βάση του οποίου ο εφεσίβλητος να δικαιούται σε θεραπείες κατ' επίκληση όρου ή όρων του καταστατικού των εφεσειόντων και μάλιστα χωρίς ίχνος μαρτυρίας ως προς την εμβέλεια ισχύος του καταστατικού, το προσωρινό διάταγμα δεν μπορούσε να καταστεί οριστικό ούτε κατ' επίκληση του προαναφερόμενου άρθρου του καταστατικού.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση εις βάρος του εφεσίβλητου.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπ.�Αρ. 4492/05), ημερ. 3/2/06.

Λ. Παπαφιλίππου, Χρ. Τριανταφυλλίδης και Δ. Παπαδόπουλος, για τους Εφεσείοντες.

Αλ. Μαρκίδης, Κ. Βελάρης και Χρ. Σαρρή, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, κατόπιν εξέτασης μονομερούς αίτησης του εφεσίβλητου ημερομηνίας 23.8.05, εξέδωσε προσωρινό διάταγμα ως η θεραπεία υπό στοιχείο (Α) της αίτησης. Με το εκδοθέν διάταγμα, απαγορεύθηκε στους εφεσείοντες και/ή αντιπροσώπους και/ή υπηρέτες τους και/ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο έλκον από αυτούς δικαίωμα ή συμφέρον να πωλήσουν, επιβαρύνουν ή καθ' οιονδήποτε τρόπο αποξενώσουν ή αλλάξουν τη χρήση της πιο κάτω ακίνητης ιδιοκτησίας ή οποιουδήποτε μέρους της ή να τη χρησιμοποιήσουν για οποιοδήποτε άλλο σκοπό από τη λειτουργία της σχολής Μελκονιάν. Η ακίνητη ιδιοκτησία, αντικείμενο της αίτησης, περιγράφεται ως τεμ. 4165, Φ/Σχ. ΧΧΙ/63W1, Τμήμα Β στην Αγλαντζιά με αριθμό εγγραφής 4810, εμβαδού 124.100 τμ.

Οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν ένσταση και στις 3.2.06 το Δικαστήριο, κατόπιν ακρόασης, αποφάσισε τη διατήρηση του διατάγματος ημερομηνίας 23.8.05 μέχρι το τέλος της δίκης.

Η υπό κρίση έφεση στρέφεται κατά της πιο πάνω απόφασης ημερομηνίας 3.2.06.

Ο εφεσίβλητος περιγράφεται ως ο προϊστάμενος του Αρμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ........ και ο σημερινός συνεχιστής και διάδοχος και καθόλα εκφραστής του θεσμού του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αρμενίων που ήταν ο θρησκευτικός ηγέτης των Αρμενίων Ορθόδοξων Χριστιανών που κατοικούσαν στην τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία, στις κτήσεις της και στη γύρω περιοχή. Οι εφεσείοντες περιγράφονται ως «οργανισμοί και/ή ιδρύματα φιλανθρωπικού χαρακτήρα προς όφελος των απανταχού Αρμενίων».

Ο εφεσίβλητος με την αγωγή του κατά των εφεσειόντων, επιδιώκει την έκδοση δηλωτικής απόφασης ότι η προμνησθείσα ακίνητη ιδιοκτησία, που είναι η γνωστή σχολή Μελκονιάν (κτίρια και ανοιχτοί χώροι), κατέχεται από τους εφεσείοντες «εμπιστευματικά» για τις ανάγκες της σχολής και προς όφελος της αρμενικής κοινότητας και των Αρμενίων της γύρω περιοχής καθώς και των Αρμενίων της διασποράς. Επιδιώκει επίσης την επανεγγραφή της εν λόγω περιουσίας στο όνομά του ως εμπιστευματοδόχου των απανταχού Αρμενίων και ζητά διατάγματα με τα οποία να εμποδίζονται οι εφεσείοντες από του να αποξενώσουν ή να επιβαρύνουν την ακίνητη περιουσία ή να καταργήσουν τη σχολή ή να αναστείλουν ή να εμποδίζουν την απρόσκοπτη λειτουργία της.

Η αίτηση στηρίχθηκε στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60 και στα άρθρα 4 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6. Η κα Έλια Νικολάου, δικηγόρος, υποστήριξε την αίτηση με ένορκη δήλωσή της συνοδευόμενη από έγγραφα από τα οποία, άντλησε τις πληροφορίες της επί των γεγονότων που αναφέρει στη δήλωσή της. Τα ουσιώδη γεγονότα της δήλωσης της κας Νικολάου, όπως συνοπτικά εκτίθενται στην πρωτόδικη απόφαση, είναι ότι τον Ιούλιο του 1921 ο Αρμένιος Καραπέτ Μελκονιάν δώρισε μεγάλης αξίας περιουσία στον τότε Πατριάρχη των Αρμενίων με σκοπό να τη διαχειρίζεται για αγαθοεργούς σκοπούς προς όφελος των συμπατριωτών του. Ο τότε Πατριάρχης των Αρμενίων, στα πλαίσια της δωρεάς, ίδρυσε στην Κύπρο δύο ορφανοτροφεία τα οποία μετεξελίχθηκαν σε σχολείο (Σχολή Μελκονιάν) που καθώς έχει ειπωθεί, αποτελεί την επίδικη περιουσία.

Οι όροι διαχείρισης της περιουσίας, αντικείμενο της δωρεάς,  περιλαμβάνονταν σε έγγραφο ημερομηνίας 25.7.1921. Οι εν λόγω όροι, τροποποιήθηκαν διαδοχικά το 1924, 1925, 1926 χωρίς όμως ποτέ να επηρεασθούν είτε ο φιλανθρωπικός χαρακτήρας του αρχικού εγγράφου είτε οι σκοποί της δωρεάς που περιλαμβάνουν τη συντήρηση και διατήρηση της σχολής. Στην κατοχή του εφεσίβλητου βρίσκεται μικρός μόνο αριθμός αντιγράφων μερικών εγγράφων του 1925 και 1926 δύο από τα οποία επισυνάπτονται στην δήλωση της κας Νικολάου  (τεκμήρια Α και Β) ενώ το σύνολο των εγγράφων της δωρεάς, περιλαμβανομένης και της διαθήκης του δωρητή, βρίσκονται στην κατοχή των εφεσειόντων.

Το 1925, λόγω των δυσκολιών και των προβλημάτων που το τότε καθεστώς στην Τουρκία δημιούργησε στην αρμενική κοινότητα, ο αρχικός Επίτροπος (Trustee) τότε Πατριάρχης των Αρμενίων, με τη σύμφωνη γνώμη του και τη σύμφωνη γνώμη του δωρητή, αντικαταστάθηκε στη θέση του Trustee από τους εφεσείοντες 1 Union General Armenienne de Bienfaisance, φιλανθρωπικό οργανισμό που είχε ιδρυθεί κατά τον ίδιο χρόνο στην Ελβετία όπου και εξακολουθεί να εδρεύει και να λειτουργεί προς όφελος των Aρμενίων στο όνομα του οποίου, μεταβιβάστηκε και η επίδικη περιουσία. Η κα Νικολάου λέγει στη δήλωσή της ότι η μεταβίβαση της περιουσίας στο όνομα των εφεσειόντων 1 έγινε ύστερα από διαβεβαιώσεις πως οι εν λόγω εφεσείοντες δεν θα αποξένωναν με οποιοδήποτε τρόπο την επίδικη περιουσία, η οποία ουδέποτε θα έπαυε «να χρησιμοποιείται σύμφωνα με τις αρχικές επιθυμίες του δωρητή δηλαδή σαν σχολείο ή εκπαιδευτήριο» και ότι οι εφεσείοντες 1, περιέλαβαν σχετικές επί τούτου πρόνοιες στο καταστατικό τους.

Το 1955 οι εφεσείοντες 1 ίδρυσαν παρόμοιο ίδρυμα στις ΗΠΑ, τους εφεσείοντες 2, με τους οποίους ανέλαβαν από κοινού τη διαχείριση της επίδικης περιουσίας. Η κα Νικολάου ισχυρίζεται ότι « ............. τα δύο ιδρύματα που φαίνεται να λειτουργούν πάντα κάτω από την ίδια διοίκηση, ενεργούν πότε με το ένα όνομα και πότε με το  άλλο σαν να ήταν ένα, παρόλο ότι αποτελούν ξεχωριστές οντότητες με ξεχωριστά καταστατικά και/ή κανονισμούς, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αυτοί είναι παρόμοιοι τόσο μεταξύ τους όσο και με εκείνους που διέπουν τα πλείστα φιλανθρωπικά ιδρύματα. .......... Ο τρόπος με τον οποίο τα δύο ιδρύματα λειτουργούν μπορεί να προξενήσει και συχνά προξενεί σύγχυση καθόσον αφορά τρίτους, αφού συχνά αποφάσεις που λαμβάνονται από το ένα εκτελούνται από το άλλο». Επί τούτου, γίνεται παραπομπή στα έγγραφα τεκμήρια Γ, Δ και Δ.1 της ένορκης δήλωσης.

Η κα Νικολάου, με αναφορά στο άρθρο VII παρ. 1 του Καταστατικού (τεκμ. Γ) των εφεσειόντων 2 και στο Καταστατικό (Τεκμ. Δ και Δ.1) των εφεσειόντων 1, ισχυρίζεται ότι οι εφεσείοντες «....... ανέλαβαν τις υποχρεώσεις τους, περιλαμβανομένης αυτονόητα και της υποχρέωσης να διατηρήσουν την επίδικη ιδιοκτησία και να την κατέχουν για να χρησιμοποιείται σαν σχολείο για τους Αρμενίους στην Κύπρο, τις γύρω περιοχές και της διασποράς, σύμφωνα πάντα με τις επιθυμίες του δωρητή όπως έπρατταν οι προκάτοχοί τους ήτοι, ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως για τους Αρμενίους».

Η κα Νικολάου αναφέρει περαιτέρω στη δήλωσή της ότι οι εφεσείοντες για 75 και πλέον χρόνια, παρά την έλλειψη σχετικών κεφαλαίων, συνέχιζαν να κατέχουν και χρησιμοποιούν την επίδικη περιουσία κατά το πνεύμα της δωρεάς χωρίς να παρεμβάλλουν ουσιαστικά προβλήματα στη λειτουργία της σχολής και ισχυρίζεται ότι οι εφεσείοντες κατά ή περί το 1996 «κατά παράβαση του εμπιστεύματος φαίνεται να αποξένωσαν μέρος της εν λόγω περιουσίας κάτω από συνθήκες και για λόγους άγνωστους στον ενάγοντα, .......... » ενώ πρόσφατα, παρά την καθολική αντίδραση των Αρμενίων της Κύπρου και της γύρω περιοχής, «κατά παράβαση των όρων της δωρεάς και των αναλήψεων και υποχρεώσεων τους σαν Επίτροποι και/ή άλλως, προβαίνουν σε πράξεις και ενέργειες αντίθετες με το πνεύμα του δωρητή και των λόγων για τους οποίους είχε επιτραπεί να αναλάβουν ιδιοκτησία της όπως να ρευστοποιήσουν την εν λόγω περιουσία σκοπεύοντας να εκπατρίσουν και τερματίσουν τη λειτουργία της σχολής και μεταθέσουν τους φοιτητές σε άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα μέχρι το τέλος της σχολικής χρονιάς. Για το σκοπό αυτό έχουν προβεί και συνεχίζουν να προβαίνουν σε ενέργειες για

α.    Την απόλυση ή παύση των εκπαιδευτικών και άλλου προσωπικού.

β.    Την προτροπή για μεταγραφή των μαθητών σε άλλα σχολεία και την αποθάρρυνση τους να φοιτούν στη σχολή διαδίδοντας ότι αυτή έχει κλείσει.

γ. Την εκποίηση της περιουσίας και δημοσίευση αγγελιών για την πώλησή της. Για το σκοπό αυτό φαίνεται να διαπραγματεύονται με διάφορους επίδοξους αγοραστές.

Η κα Νικολάου αναφέρει στη δήλωσή της ότι υπάρχει καλή και βάσιμη υπόθεση με μεγάλη πιθανότητα επιτυχίας και πως η έκδοση του διατάγματος δεν θα προκαλέσει ζημιά στους εφεσίβλητους ενώ αντίθετα,  η μη έκδοση του ζητούμενου διατάγματος θα αφήσει την αγωγή χωρίς αντικείμενο εφόσον οι εφεσίβλητοι συνεχίζουν τις διαπραγματεύσεις για την πώληση του σχολείου και του γύρω χώρου.

Η ένσταση των εφεσειόντων συνοδεύτηκε από ένορκη δήλωση της δικηγόρου Nairy dez Arakelian - Merheje, μέλους της Αρμενικής κοινότητας Κύπρου και σ' αυτή επισυνάπτεται αριθμός εγγράφων ως τεκμήρια. Οι λόγοι ένστασης όπως συνοψίζονται στην πρωτόδικη απόφαση είναι οι ακόλουθοι:

1.  Ο αιτητής δεν έχει αποκαλύψει όλα τα ουσιώδη γεγονότα με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να παραπλανηθεί και να προχωρήσει στην έκδοση του επίμαχου προσωρινού διατάγματος, μονομερώς.

2.  Η ενόρκως δηλούσα για λογαριασμό του αιτητή, επικαλείται γεγονότα τα οποία, ενώ δέχεται πως δεν έχει προσωπική γνώση, παραλείπει να αποκαλύψει τις πηγές των πληροφοριών της.

3.  Η εγγύηση που έχει τεθεί υπό όρους για την έκδοση του επίδικου διατάγματος δεν συνάδει με τις πρόνοιες του άρθρου 9(2) του Κεφ. 6 και/ή είναι ανεπαρκής και/ή είναι παράνομη και χωρίς αξία γιατί το πρόσωπο που υπέγραψε την εγγύηση είναι αμφίβολης οικονομικής κατάστασης.

4.  Η αίτηση όπως και το επίμαχο διάταγμα αποτελούν κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου.

5.  Ο αιτητής απέτυχε να ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60.

6.  Ο αιτητής απέτυχε να ικανοποιήσει το Δικαστήριο αναφορικά με το υπαρκτό του επείγοντος στα πλαίσια του άρθρου 9 του Κεφ. 6.

7.  Παρόλο που η αγωγή στην ουσία καταχωρήθηκε εκ μέρους αορίστου αριθμού ομάδας Αρμενίων της Κύπρου, των γειτονικών χωρών και της διασποράς, εν τούτοις δεν γίνεται επίκληση των προνοιών της Δ.9 Κ.8 και 9(1)(2) στο νομικό υπόβαθρο της αίτησης, ούτε και υπήρξε συμμόρφωση του αιτητή με τις εν λόγω πρόνοιες.

8.  Η έκδοση του επίμαχου διατάγματος αποτελεί έμμεση ή μερική χορήγηση του αιτητικού «Β» της μονομερούς αίτησης καθότι απαγορεύει στους καθ' ων η αίτηση να «αλλάξουν χρήση» της ακίνητης περιουσίας και να την «χρησιμοποιούν για οποιοδήποτε άλλο σκοπό από τη λειτουργία της Σχολής Μελκονιάν».

9.  Ο αιτητής δεν νομιμοποιείται στην έγερση της παρούσας αγωγής υπό το φως του περί Αγαθοεργών Ιδρυμάτων Νόμου, Κεφ. 41, άρθρα 12, 14 και 15 και/ή στερείται locus standi.

10.  Το αιτητικό υπό στοιχείο (Β) της αίτησης δεν μπορεί να τύχει έγκρισης και/ή να χορηγηθεί γιατί είναι προστακτικό και δεν μπορεί να διαταχθούν οι καθ' ων η αίτηση να διαθέσουν κεφάλαια για την επαναλειτουργία της Σχολής.»

Ο ισχυρισμός ότι η μεταβίβαση της επίδικης περιουσίας στο όνομα των εναγομένων 1 και η εκχώρηση του δικαιώματος αποξένωσης ή επιβάρυνσης της έγινε χωρίς όρους, αποτέλεσε το κύριο θέμα της υπόθεσης, τόσο πρωτόδικα όσο και κατά την έφεση. Ο εν λόγω ισχυρισμός υποστηρίζεται, καθώς λέγει η κα Merheje, από «την τροποποιητική πράξη της πράξης εκχώρησης και μεταβίβασης ημερομηνίας 28.12.1925», τεκμ. Β στην αίτηση, όπου φαίνεται ότι η μεταβίβαση της επίδικης περιουσίας στο όνομα των εφεσειόντων 1 και η εκχώρηση σε αυτούς του δικαιώματος αποξένωσης ή επιβάρυνσης της, έγινε χωρίς όρους. Λέγει περαιτέρω ότι τα όποια ενδεχόμενα δικαιώματα του εφεσίβλητου, έχουν παραγραφεί ή εγκαταλειφθεί με το έγγραφο του 1926. Στη δήλωσή της η κα Merheje δέχεται ότι στο παρελθόν οι εφεσείοντες πώλησαν μέρος της επίδικης περιουσίας και ότι το καλοκαίρι του 2005 τερμάτισαν τη λειτουργία της σχολής. Η προαναφερθείσα πώληση μέρους της επίδικης περιουσίας έγινε χωρίς να παραβιαστεί οποιοσδήποτε όρος της δωρεάς και οι εφεσείοντες ενήργησαν ως απόλυτοι και χωρίς όρους ιδιοκτήτες της περιουσίας. Η κα Merheje δηλώνει ωστόσο, πως οι εφεσείοντες δεν προτίθενται να αποξενώσουν την υπόλοιπη επίδικη περιουσία, εννοώντας προφανώς την επίδικη.

Η ένσταση απορρίφθηκε για τους λόγους που εξηγούνται εκτενώς στην εκκαλούμενη απόφαση και το παρεμπίπτον διάταγμα κατέστη οριστικό μέχρι το τέλος της δίκης. Κρίθηκε, πως η τυχόν αποξένωση της επίδικης περιουσίας θα έχει ως αποτέλεσμα, σε περίπτωση  επιτυχίας του εφεσίβλητου στην αγωγή του, να παραμείνει στην ουσία ανικανοποίητη η απόφαση ενώ αντίθετα οι εφεσείοντες δεν θα υποστούν οποιαδήποτε ζημιά αν το διάταγμα καταστεί οριστικό με δεδομένη μάλιστα τη δήλωση της κας Merheje ότι δεν προτίθενται (οι εφεσείοντες) να αποξενώσουν την επίδικη περιουσία.

Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στην ουσία της εκκαλούμενης απόφασης και έχει ως εξής:

Λόγος Εφεσης Αρ. 1

«Ο πρωτόδικος Δικαστής εσφαλμένα παρέλειψε να εξετάσει και κρίνει τη δύναμη της υπόθεσης του Ενάγοντος και/ή η αμφιβολία του πρωτόδικου Δικαστή ότι ο ενάγων έχει πιθανότητα επιτυχίας αποτελούσε στοιχείο κατά της έκδοσης ή οριστικοποίησης του ενδιάμεσου διατάγματος.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επισήμανε τις προϋποθέσεις που απαραίτητα πρέπει να υπάρχουν για να δικαιολογείται η έκδοση διαταγμάτων δυνάμει του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, αρ. 14/60 και με σωστή αναφορά στη νομολογία, ορθά συνόψισε τις αρχές οι οποίες διέπουν το θέμα.

Έχουμε ήδη αναφέρει ότι η ένορκη δήλωση της κας Νικολάου συνοδεύεται από έγγραφα ανάμεσα στα οποία και το τεκμήριο Β. Το εν λόγω έγγραφο περιγράφεται/τιτλοφορείται ως πιο κάτω:

«Απόσπασμα εκ των πρακτικών που τηρούνται στη Γραμματεία Συμβoλαιογραφικών Πράξεων του Μικτού Δικαστηρίου Αλεξανδρείας.

Τροποποιητική πράξη της πράξης εκχώρησης και μεταβίβασης ημερ. 28 Δεκεμβρίου 1925 υπ' αριθμόν 4395.»

Το έγγραφο αυτό ημερομηνίας 15.12.1926, αφορά στη δωρεά της περιουσίας του Καραμπέτ Μελκονιάν συμπεριλαμβανομένης και της επίδικης. Στο έγγραφο γίνονται αναφορές σε άλλα έγγραφα που δεν είναι τεκμήρια στην υπόθεση και σ' αυτό περιέχονται όροι οι οποίοι, μεταξύ άλλων, αφορούν στο ιδιοκτησιακό καθεστώς της επίδικης περιουσίας, τη διαχείριση και τη διάθεση της από τους φερόμενους δικαιούχους. Φαίνεται ότι οι εφεσείοντες 1, δυνάμει του πιο πάνω εγγράφου (τεκμ. Β), κατέστησαν δικαιούχοι της επίδικης περιουσίας με δικαιώματα διαχείρισης και διάθεσής της. Αυτό συνάγεται από τις πιο κάτω περικοπές του εγγράφου:

«Αφού ελέχθησαν τα ανωτέρω, οι παριστάμενοι, θέλοντας να καταστήσουν την Union Generale Armenienne de Bienfaisance απόλυτο ιδιοκτήτη των δωρηθέντων περιουσιακών στοιχείων και να τα μεταβιβάσουν άνευ ουδενός περιορισμού ως προς το δικαίωμα διάθεσης, σε αντάλλαγμα από μέρους της να αναλάβει ως προσωπική υποχρέωση μη εγγυημένης από οποιοδήποτε προνόμιο επί των δωρηθέντων στοιχείων, να κάνει φιλανθρωπικά έργα που αναφέρονται πιο πάνω συνεφώνησαν και συναποδέχθηκαν τα ακόλουθα:

Άρθρο 1

«Ακυρώνονται και ανακαλούνται αμετακλήτως και εξ ολοκλήρου όλες οι ρήτρες, επιφυλάξεις, υποχρεώσεις και εκχωρήσεις που ορίζονται τόσο στο Δημόσιο Εγγραφο Δωρεάς ... στο Δημόσιο Έγγραφο Εκχώρησης και Μεταβίβασης της 28ης Δεκεμβρίου 1925 υπ' αριθμόν 4395, είτε από τον κ. Garabed Melkonian είτε από το Αρμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, ή που θα μπορούσαν να επιφέρουν περιορισμό στο δικαίωμα διάθεσης του εν λόγω Πατριαρχείου ή του δικαιούχου της UNION GENERALE ARMENIENNE DE BIENFAISANCE των δωρηθέντων περιουσιακών στοιχείων, ή που θα μπορούσαν να καταστήσουν τα περιουσιακά αυτά στοιχεία αναπαλλοτρίωτα.

Ωστόσο παραμένει εξ ολοκλήρου εν ισχύ το Τροποποιητικό Δημόσιο Εγγραφο ημερ. 5 Ιανουαρίου 1924 υπ΄ αριθμόν 37, με το οποίο ο κ. Garabed Melkonian δήλωσε ότι ακυρώνει και ανακαλεί όλες τις επιφυλάξεις, υποχρεώσεις και προϋποθέσεις που ορίζονται στην προαναφερθείσα πράξη δωρεάς, αφήνει απολύτως ελεύθερο τον δωρεοδόχο να διαχειριστεί και να διαθέσει τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία κατά βούληση, παραιτείται του δικαιώματος ελέγχου και υψηλής εποπτείας επί των δωρηθέντων περιουσιακών στοιχείων καθώς και οποιωνδήποτε υποχρεώσεων, περιορισμών ή προϋποθέσεων που αφορούν στην διαχείριση και στην διάθεση των δωρηθέντων περιουσιακών στοιχείων και επιβεβαιώνει όλες τις υπόλοιπες διατάξεις της δωρεάς στο βαθμό που αφορούν σε καθαρή δωρεά και πλήρες δικαίωμα κυριότητας, νομής και κατοχής επί των περιουσιακών στοιχείων, κατά τρόπο αμετάκλητο και άνευ περιορισμό, υποχρεώσεων ή οποιωνδήποτε όρων.»

Άρθρο ΙΙΙ

«Κατόπιν τούτων, τόσο ο κ. Garabed Melkonian όσο και το Αρμένικο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης διά του εκπροσώπου του δηλώνουν ότι οι δωρεές και οι εκχωρήσεις που έγιναν υπέρ της UNION GENERALE ARMENIENNE DE BIENFAISANCE γίνονται υπό μορφή δικαιώματος κτήσης χωρίς κανένα περιορισμό επί του δικαιώματος αυτού. Δηλώνουν ρητά ότι αφήνουν την UNION GENERALE ARMENIENNE DE BIENFAISANCE απολύτως ελεύθερη να αξιοποιήσει τα δωρηθέντα και εκχωρηθέντα περιουσιακά στοιχεία κατά βούληση, είτε διατηρώντας την κυριότητα είτε μεταβιβάζοντας τα περιουσιακά αυτά στοιχεία χωρίς απολύτως κανένα έλεγχο, εποπτεία, υποχρεώσεις, περιορισμούς ή προϋποθέσεις αναφορικά με την διαχείριση ή με την μεταβίβαση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων, ή με την διάθεση των στοιχείων αυτών, ή του προϊόντος σε περίπτωση πώλησης, ή με την διάθεση των εισοδημάτων τους τους σκοπούς που αναφέρονται στις πράξεις της 25ης Ιουλίου 1921 και της 28ης Δεκεμβρίου 1925 ή αναφορικά με την πληρωμή των απαιτήσεων, των επιδομάτων, ή των εισοδημάτων όπως ακριβώς αναφέρονται στο Άρθρο V της τελευταίας αυτής πράξης ημερομηνίας 28 Δεκεμβρίου 1925 και τα οποία θα επαναληφθούν ακολούθως στο Άρθρο IV.

Επομένως τα περιουσιακά αυτά στοιχεία θα αποτελούν μέρος της πράξης της UNION GENERALE ARMENIENNE DE BIENFAISANCE όπως και το ενεργητικό της εν λόγω ένωσης η οποία θα δικαιούται πλήρους απόλαυσης και ελεύθερης διάθεσης αυτών.»

Από τα αποσπάσματα του εγγράφου (τεκμ. Β) που μόλις έχουμε παραθέσει, φαίνεται πως το νέο ιδιοκτησιακό καθεστώς της επίδικης περιουσίας και το δικαίωμα διάθεσής της κλπ, όπως διαμορφώθηκαν με το έγγραφο, ήταν χωρίς τους όρους και τους περιορισμούς που ο εφεσίβλητος επικαλείται.

Το άρθρο IV του εγγράφου αναφέρεται στις προσωπικές υποχρεώσεις που ανέλαβαν οι εφεσείοντες 1, οι οποίες ωστόσο, δεν φαίνεται ότι συνδέονται ή συναρτώνται με οποιοδήποτε όρο ή περιορισμό του δικαιώματος τους για διάθεση της επίδικης περιουσίας. Η μαρτυρία που έχει προσαχθεί από πλευράς εφεσίβλητου δεν αποκαλύπτει την ύπαρξη τέτοιων περιορισμών. Από την άλλη, η δήλωση της κας Νικολάου ότι ο τότε Πατριάρχης των Αρμενίων είχε δεχθεί να μεταβιβάσει την περιουσία στους εφεσείοντες 1 ύστερα από διαβεβαίωση ότι οι εν λόγω εφεσείοντες θα τηρούσαν τις αναλήψεις τους όπως μη επιτρέψουν αποξένωση της περιουσίας στην Κύπρο και όπως μη επιτρέψουν όπως αυτή παύσει ποτέ να χρησιμοποιείται σύμφωνα με τις αρχικές επιθυμίες του δωρητή δηλαδή σαν σχολείο ή εκπαιδευτήριο, στερείται της  τεκμηρίωσης που απαιτείται για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας. Η κα Νικολάου δεν μπορεί να έχει ιδία προσωπική γνώση ενός τέτοιου γεγονότος ούτε όμως και παραπέμπει σε άλλα στοιχεία μαρτυρίας ή πηγές έτσι ώστε η δήλωσή της να βρίσκει το αναγκαίο έρεισμα. Παρά ταύτα, η πιο πάνω δήλωση της κας Νικολάου φαίνεται ότι προσμέτρησε υπέρ της διατήρησης του διατάγματος, αδικαιολόγητα κατά τη γνώμη μας.

Ακροθιγώς αναφέρθηκε από πλευράς εφεσίβλητου ότι το άρθρο VII.1* του καταστατικού (τεκμ. Γ) των εφεσειόντων 2, εμπεριέχει όρο σύμφωνα με τον οποίο, το κεφάλαιο (capital fund) του οργανισμού είναι αναπαλλοτρίωτο. Ο εν λόγω όρος καθορίζεται ως θεμελιώδης και μη δυνάμενος να μεταβληθεί. Η συγκεκριμένη κατηγορία κεφαλαίου (capital fund) περιλαμβάνει, σύμφωνα με το καταστατικό, δωρεές και κληροδοτήματα που έχουν ληφθεί ειδικά γι' αυτό το κεφάλαιο (capital fund) καθώς και δωρεές και κληροδοτήματα που έχουν ληφθεί από τον οργανισμό χωρίς καθορισμένο σκοπό αλλά με δυνατότητα προσθήκης τους σ' αυτό το κεφάλαιο με απόφαση του κεντρικού συμβουλίου του οργανισμού.

Ο εφεσίβλητος, κατ' επίκληση του πιο πάνω άρθρου του καταστατικού, υπέβαλε ότι οι εφεσείοντες εμποδίζονται να αποξενώσουν την επίδικη περιουσία ως εμπίπτουσα στο μέρος του κεφαλαίου του οργανισμού το οποίο είναι αναπαλλοτρίωτο, σύμφωνα με τον προαναφερόμενο όρο. Εδώ πρέπει να σημειωθεί πως έχουμε ως δεδομένο, σύμφωνα με αναντίλεκτο ισχυρισμό του εφεσίβλητου, ότι μέρος της επίδικης περιουσίας έχει ήδη αποξενωθεί δυνάμει πωλήσεως ενώ από την άλλη δεν υπάρχουν στοιχεία, νομικά ή πραγματικά, τα οποία να τεκμηριώνουν την ύπαρξη νομιμοποιητικού ερείσματος στη βάση του οποίου ο εφεσίβλητος να δικαιούται σε θεραπείες κατ' επίκληση όρου ή όρων του καταστατικού των εφεσειόντων και μάλιστα χωρίς ίχνος μαρτυρίας αναφορικά με την εμβέλεια που έχει η ισχύς του καταστατικού. Έχουμε επομένως τη γνώμη πως το προσωρινό διάταγμα δεν μπορούσε να καταστεί οριστικό ούτε κατ' επίκληση του προαναφερόμενου άρθρου του καταστατικού. Και εφόσον δεν υπάρχει άλλος βάσιμος λόγος στήριξης της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, θεωρούμε ότι παρέλκει η εξέταση των άλλων λόγων έφεσης.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και τα έξοδα της έφεσης θα βαρύνουν τον εφεσίβλητο.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση εις βάρος του εφεσίβλητου.

 

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο