ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 1 ΑΑΔ 306

19 Απριλίου, 2006

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΡΑΧΙΜΗΣ,

Εφεσείων-Ενάγων,

v.

1. ΑΝΤΡΕΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

    ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11933)

 

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του.

Ποινική Δικονομία ― Εξουσία της Αστυνομίας για έρευνα προσώπων και τόπων χωρίς ένταλμα ― Εξουσία για έρευνα μεταφορικών μέσων ― Προϋποθέσεις ― Άρθρα 25 και 26 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

Στις 18/12/1996 γύρω στα μεσάνυχτα ο εφεσίβλητος 1, αστυφύλακας Ανδρέας Χριστοδούλου, οδηγώντας αστυνομικό αυτοκίνητο στο οποίο υπήρχε και ακόμα ένας αστυφύλακας, μετέβησαν στο Εθνικό Δασικό Πάρκο Αθαλάσσας, μετά από πληροφορία ότι ακούστηκαν πυροβολισμοί από την κατεύθυνση του πάρκου, προερχόμενοι, πιθανότατα από λαθροκυνηγούς. Ο εφεσείων χρησιμοποιώντας αγωνιστική μοτοσικλέτα και κοντόκανο κυνηγετικό όπλο λαθροκυνηγούσε με κάποιο άλλο άτομο. Όταν ο εφεσείων επιχείρησε να απομακρυνθεί, η μοτοσικλέτα προσέκρουσε στη δεξιά μπροστινή πλευρά του αστυνομικού αυτοκινήτου και ανεφλέγη. Σαν αποτέλεσμα, ο εφεσείων τραυματίστηκε σε διάφορα μέρη του σώματός του, παραμένοντας στη σκηνή, ενώ ο σύντροφός του τράπηκε σε φυγή.

Ο εφεσείων ήγειρε αγωγή ενώπιον του Ε. Δ. Λευκωσίας αξιώνοντας από τον εφεσίβλητο 1 και από τον εφεσίβλητο 2 ως εκ προστήσεως υπεύθυνο, γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για τις προσωπικές βλάβες και άλλες ζημιές που υπέστη.

Οι διάδικοι έδωσαν διϊστάμενες εκδοχές ως προς τις ακριβείς περιστάσεις του ατυχήματος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε, για τους λόγους που εξήγησε, τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων ενώ, για τους λόγους που επίσης εξήγησε, απέρριψε εκείνη του εφεσείοντος. Προέβη δε στα ανάλογα ευρήματα. Συνακόλουθα, στηριζόμενο στα ευρήματά του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αποκλειστική αιτία της πρόκλησης του ατυχήματος ήταν η ενέργεια του εφεσείοντος να αναπτύξει ταχύτητα με σκοπό να διαφύγει, τόσο αυτός όσο και ο φίλος του, τη σύλληψη, ενέργεια η οποία συνιστούσε, υπό τις περιστάσεις, αμέλεια εκ μέρους του, με αποτέλεσμα αφενός το σοβαρό τραυματισμό του και αφετέρου την πρόκληση ζημιάς στο αστυνομικό αυτοκίνητο. Ακολούθως, στηριζόμενο στο συμπέρασμά του, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την απαίτηση του εφεσείοντος ενώ, αντίθετα, αποδέχθηκε την ανταπαίτηση του εφεσίβλητου 2 και εξέδωσε απόφαση υπέρ του για το ποσό των £535,04, που αποτελούσε το ποσό που είχε συμφωνηθεί για τις ζημιές στο αστυνομικό αυτοκίνητο, με νόμιμο τόκο από την καταχώρηση της αγωγής, πλέον τα έξοδα τόσο της αγωγής (για αμφότερους τους εφεσίβλητους) όσο και της ανταπαίτησης (για τον εφεσίβλητο 2).

Διαζευκτικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, εάν ο εφεσείων επιτύγχανε στην αγωγή του, θα εδικαιούτο μόνο γενικές αποζημιώσεις για πόνο, ταλαιπωρία και απώλεια ανέσεων της τάξης των £40.000,00 με νόμιμο τόκο από την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος.

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Οι λόγοι έφεσης άπτονται: (α) της αξιοπιστίας του ΜΥ1 Ανδρέα Μελανίδη και του ΜΥ2 εφεσίβλητου 1, (β) της προσέγγισης του θέματος της νομικής ευθύνης των ΜΥ1 και ΜΥ2 και, κατ' επέκταση, του εφεσίβλητου 2, ως αστυνομικών οργάνων ενεργούντων κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, "σε ότι αφορά την εξακρίβωση, αναχαίτιση και σύλληψη των δραστών λαθροθηρίας σε συνάρτηση με τα γεγονότα της υπόθεσης" και της απόδοσης σε αυτούς από το Δικαστήριο εξουσίας να προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια με σκοπό τη διερεύνηση ποινικού αδικήματος. Προβλήθηκε επίσης ως λόγος έφεσης ότι "Το εύρημα και/ή συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείοντας θα πρέπει να είχε εισέλθει στο πάρκο από την είσοδο των πεζών από την οποία είχε βγει και γνώριζε εκ των προτέρων το βαθμό δυσκολίας που θα είχε αντιμετωπίσει που βασικά ήταν αμελητέος είναι λαθεμένο...." και τούτο διότι το εύρημα και/ή συμπέρασμα αυτό δεν βασίζεται στην προσαχθείσα μαρτυρία αλλά, αντίθετα, βασίζεται σε εικασίες. Προσβλήθηκε ως εσφαλμένο και το εύρημα και/ή συμπέρασμα ότι ο εφεσείων, με τον τρόπο που ενήργησε, επιδίωξε να αποφύγει τη σύλληψη. Οι άλλοι λόγοι έφεσης άπτονται του διαζευκτικού ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τις αποζημιώσεις τις οποίες θα εδικαιούτο ο εφεσείων εάν πετύχαινε στην αγωγή του.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε που να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή των ευρημάτων αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

2.  Οι δύο αστυφύλακες είχαν αρκετά στοιχεία για να τους δημιουργηθεί η εύλογη υπόνοια για τη διάπραξη αυτόφωρου αδικήματος, έτσι ώστε να ενεργοποιηθούν οι διατάξεις των Άρθρων 25 και 26 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155, και οι συνακόλουθες εξουσίες της Αστυνομίας για έρευνα προσώπων, τόπων και μεταφορικών μέσων χωρίς ένταλμα έρευνας.

3.  Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αποκλειστική αιτία του ατυχήματος ήταν ο τρόπος με τον οποίο ενήργησε ο εφεσείων, υποστηρίζεται πλήρως από τη μαρτυρία την οποία εύλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ως αληθινή.

4.  Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τον τρόπο εισόδου του εφεσείοντος στο πάρκο ήταν, υπό τις περιστάσεις εύλογο, δοθέντος μάλιστα ότι ο εφεσείων δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία περί του αντιθέτου.

5.  Το ότι ο εφεσείων ενήργησε ως ενήργησε για να αποφύγει τη σύλληψη ήταν το μόνο εύλογο εύρημα και/ή συμπέρασμα στο οποίο μπορούσε να καταλήξει το πρωτόδικο Δικαστήριο υπό το φως της μαρτυρίας που δέχθηκε ως αξιόπιστη.

6.  Οι λόγοι έφεσης αναφορικά με τις αποζημιώσεις δεν θα εξετασθούν ενόψει της απόφασης ότι για τους λόγους που εξηγήθηκαν, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή και , παράλληλα, αποδέχθηκε την ανταπαίτηση του εφεσίβλητου 2.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπ. Αρ. 15499/98), ημερ. 27/11/03.

Α. Ευτυχίου, για τον Εφεσείοντα.

Θ. Μαυρομουστάκη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την υπ' αρ. 15499/98 αγωγή ενώπιον του Ε.Δ. Λευκωσίας, ο εφεσείων αξίωσε από τον εφεσίβλητο 1, αστυφύλακα Ανδρέα Χριστοδούλου, και από τον εφεσίβλητο 2, Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ως εκ προστήσεως υπεύθυνο, γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για τις προσωπικές βλάβες και άλλες ζημιές και ή απώλειες που υπέστη στις 18.12.1996, όταν η μοτοσικλέτα του ΒΑΗ939 ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα με το αστυνομικό αυτοκίνητο ΒΒL563.

Τα ακόλουθα γεγονότα ήταν αναμφισβήτητα μεταξύ των διαδίκων. Στις 18.12.1996, γύρω στα μεσάνυκτα, ο εφεσείων, χρησιμοποιώντας την αγωνιστική μοτοσικλέτα ΒΑΗ939 και κοντόκανο κυνηγετικό όπλο, λαθροκυνηγούσε, μαζί με κάποιο άλλο άτομο, στο Εθνικό Δασικό Πάρκο Αθαλάσσας. Όταν αποφάσισαν να αποχωρήσουν, κατευθύνθηκαν προς την έξοδο του πάρκου η οποία οδηγεί στην οδό Αθαλάσσας, στα Λατσιά. Τη μοτοσικλέτα οδηγούσε ο εφεσείων. Στο σημείο εξόδου από το πάρκο υπήρχε καγκελόπορτα η οποία ήταν κλειδωμένη. Παραπλεύρως υπήρχε δίοδος για πεζούς, πλάτους ενός περίπου μέτρου, στο δε μέσο της διόδου υπήρχε πάσσαλος. Με κάποιους ελιγμούς ο εφεσείων μπόρεσε και πέρασε τη μοτοσικλέτα από τη δίοδο. Όταν, όμως, στη συνέχεια, επιχείρησε να απομακρυνθεί, η μοτοσικλέτα προσέκρουσε στη δεξιά μπροστινή πλευρά του αστυνομικού αυτοκινήτου ΒΒL563 και ανεφλέγη. Σαν αποτέλεσμα, ο εφεσείων τραυματίστηκε σε διάφορα σημεία του σώματός του, παραμένοντας στη σκηνή, ενώ ο σύντροφός του τράπηκε σε φυγή. Στο αστυνομικό αυτοκίνητο επέβαιναν ο εφεσίβλητος και ακόμα ένας αστυφύλακας. Είχαν μεταβεί στο χώρο του ατυχήματος μετά από πληροφορία ότι ακούστηκαν πυροβολισμοί από την κατεύθυνση του πάρκου, προερχόμενοι, πιθανότατα, από λαθροκυνηγούς. Όταν έφθασαν στο χώρο, ο εφεσίβλητος 1 στάθμευσε το αστυνομικό αυτοκίνητο στο δρόμο, πλάτους 4.50 μέτρων, με το μπροστινό του μέρος στραμμένο προς την καγκελόπορτα του πάρκου και σε απόσταση περί τα είκοσι μέτρα από αυτή. Το αυτοκίνητο απείχε, επίσης, περί το ένα μέτρο από τη δεξιά πλευρά του δρόμου και κάπως περισσότερο από την αριστερή. Ακολούθως, ο εφεσίβλητος 1 έσβησε τη μηχανή και τα φώτα του αυτοκινήτου για να ακούσουν τυχόν θορύβους από την κατεύθυνση του πάρκου, ενώ ο αστυφύλακας Ανδρέας Μελανίδης κατέβηκε από το αυτοκίνητο και, οπλοφορώντας, προχώρησε προς την κλειδωμένη καγκελόπορτα του πάρκου. Μετά από ένα περίπου λεπτό, άκουσε θόρυβο μηχανής και είδε το φως μιας μοτοσικλέτας που κατευθυνόταν προς την έξοδο του πάρκου. Η μοτοσικλέτα, αφού βγήκε από το πάρκο, συγκρούστηκε με το αστυνομικό αυτοκίνητο.

Αναφορικά με τις ακριβείς περιστάσεις του ατυχήματος, οι εκδοχές των διαδίκων διίσταντο.

Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι όταν έφθασε στην έξοδο του πάρκου και βρήκε την καγκελόπορτα κλειδωμένη, αποφάσισε να βγει από τη δίοδο των πεζών, έστω και μετά δυσκολίας. Αφού έσβησε τη μηχανή της μοτοσικλέτας, όπως και τα φώτα, και αφού τόσο αυτός όσο και ο σύντροφός του κατέβηκαν, προσπάθησε, με διάφορους ελιγμούς, να περάσει τη μοτοσικλέτα από τη δίοδο· και τούτο διότι, τα μεν πατίδια της μοτοσικλέτας έβρισκαν στον πάσσαλο, το δε τιμόνι στον τοίχο. Η όλη του προσπάθεια διήρκεσε περί τα δύο έως τρία λεπτά. Τελικά πέρασαν από τη δίοδο χωρίς να αντιληφθούν οτιδήποτε λόγω του σκότους. Ακολούθως, άναψε τη μηχανή της μοτοσικλέτας και ξεκίνησε κάνοντας στροφή προς τ' αριστερά, με σκοπό να εισέλθει στην οδό Αθαλάσσας. Προχώρησε με ταχύτητα περί τα δέκα έως δεκαπέντε χιλιόμετρα την ώρα, οπότε, περί το μέσο της απόστασης μεταξύ της καγκελόπορτας και ενός αυτοκινήτου, άναψαν απότομα μπροστά του φώτα. Τη στιγμή εκείνη έπαθε, κατά την έκφρασή του, όπως το λαγό, ενώ προσπαθούσε να αντιληφθεί εάν μπροστά του είχε αυτοκίνητο σταματημένο ή κινούμενο. Θεώρησε συνετό να σταματήσει. Όμως, μέχρι να πραγματοποιήσει την απόφασή του αυτή, προχώρησε τηρώντας σταθερά την πορεία του, με αποτέλεσμα, όπως προχωρούσε, να κτυπήσει κάπου στα δεξιά το πόδι του. Στη συνέχεια, άναψε απότομα φωτιά μπροστά του. Μετά βρέθηκε στις Πρώτες Βοήθειες του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας.

Αναφορικά με το ίδιο θέμα, ο εφεσείων κάλεσε και ένα μάρτυρα, το λοχία εξεταστή της υπόθεσης. Ο λοχίας, αφού κατέθεσε το σχεδιάγραμμα της σκηνής, ανέφερε, σε σχετική ερώτηση, ότι ο λαμπτήρας στον πάσσαλο κοντά στη σκηνή ήταν χαμηλής τάσης και δεν έφεγγε δυνατά, για να διευκρινίσει, όμως, κατά την αντεξέταση, ότι η σκηνή φωτιζόταν ικανοποιητικά και, μάλιστα, σε βαθμό που επέτρεπε να γίνει αντιληπτό το αστυνομικό αυτοκίνητο από απόσταση δέκα μέτρων.

Από πλευράς εφεσιβλήτων, και αναφορικά με τις ακριβείς περιστάσεις του ατυχήματος, έδωσαν μαρτυρία ο αστυφύλακας και μετέπειτα λοχίας Ανδρέας Μελανίδης και ο εφεσίβλητος 1. Ο Ανδρέας Μελανίδης ανέφερε ότι μετέβη στη σκηνή μαζί με το συνάδελφό του εφεσίβλητο 1 μετά από πληροφορία ότι από το πάρκο ακούονταν πυροβολισμοί, πιθανότατα από λαθροκυνηγούς. Όταν έφθασαν στη σκηνή, αυτός κατέβηκε από το αστυνομικό αυτοκίνητο και έλεγξε την καγκελόπορτα. Διαπίστωσε ότι ήταν κλειδωμένη. Επιστρέφοντας στο αυτοκίνητο, και ενώ βρισκόταν στο μέσο της απόστασης μεταξύ του αυτοκινήτου και της εισόδου του πάρκου, άκουσε τη μηχανή μοτοσικλέτας και είδε φώτα. Όταν η μοτοσικλέτα έφθασε στην είσοδο του πάρκου, μετά από διάφορους ελιγμούς που δεν διήρκεσαν πάνω από πέντε δευτερόλεπτα, πέρασε από τη δίοδο για τους πεζούς με τη μηχανή της σε λειτουργία και με αναμμένο το μεγάλο προβολέα που έφερε μπροστά. Μόλις η μοτοσικλέτα πέρασε από τη δίοδο αυτός φώναξε προς τους επιβαίνοντες σε αυτή "Αστυνομία. Σταματάτε." Ο οδηγός, όμως, αντί να σταματήσει, ανέπτυξε ταχύτητα και, αφού με ένα ελιγμό τον προσπέρασε από τ' αριστερά, προχώρησε και συγκρούστηκε με το ακινητοποιημένο αστυνομικό αυτοκίνητο. Με τη σύγκρουση το ντεπόζιτο της βενζίνης της μοτοσικλέτας ανεφλέγη, ο ένας δε από τους επιβαίνοντες σ' αυτή, ο εφεσείων, πήρε φωτιά. Το άλλο άτομο που επέβαινε στη μοτοσικλέτα έτρεξε και διέφυγε, πιθανότατα στο δάσος. Αφού, βοηθούμενος από το συνάδελφό του, εφεσίβλητο 1, έσβησε τη φωτιά που προκλήθηκε, ερεύνησε τη σκηνή. Βρήκε μια τσάντα με τέσσερις φρεσκοσκοτωμένους λαγούς και ένα μισοκαμένο κυνηγετικό όπλο με κομμένες τις κάννες. Διαπίστωσε, επίσης, ότι από τη σύγκρουση το αστυνομικό αυτοκίνητο υπέστη ζημιές στη δεξιά μπροστινή του πλευρά. Αντεξεταζόμενος, ο λοχίας Ανδρέας Μελανίδης απέρριψε τη θέση ότι ο εφεσείων και ο σύντροφός του, προτού εξέλθουν από τη δίοδο, σταμάτησαν να ελέγξουν εάν ήταν κλειστή ή όχι η καγκελόπορτα. Απέρριψε, επίσης, τη θέση ότι πήρε κάποιο χρόνο στον εφεσείοντα να εξέλθει από τη δίοδο με τη μοτοσικλέτα, οπότε θα μπορούσε να τον είχε ανακόψει και ελέγξει. Απέρριψε και τη θέση ότι ο συνάδελφός του, εφεσίβλητος 1, άναψε αιφνιδίως τα φώτα του αστυνομικού αυτοκινήτου και τύφλωσε τον εφεσείοντα με αποτέλεσμα αυτός να αιφνιδιαστεί και, στην προσπάθειά του να αντεπεξέλθει, να συγκρουστεί με το αστυνομικό αυτοκίνητο. Επανέλαβε, τέλος, τη θέση του ότι στη σκηνή υπήρχε ικανοποιητικός φωτισμός από το λαμπτήρα που υπήρχε σε παρακείμενο πάσσαλο και ότι ένα δέντρο που βρισκόταν κοντά δε σκίαζε το αστυνομικό αυτοκίνητο, διότι αυτό ήταν στη μέση του δρόμου, ο δε πάσσαλος στην αντίθετη από το δέντρο πλευρά του δρόμου.

Στη δική του μαρτυρία ο εφεσίβλητος 1 επανέλαβε ουσιαστικά τα όσα ανέφερε προηγουμένως ο λοχίας Ανδρέας Μελανίδης. Ειδικότερα, όσον αφορά τις δικές του ενέργειες, ανέφερε ότι, όταν άκουσε θόρυβο μοτοσικλέτας και είδε φως να έρχεται από την πλευρά του πάρκου, και πριν ακόμα η μοτοσικλέτα πλησιάσει την καγκελόπορτα, ξεκίνησε το αστυνομικό αυτοκίνητο και άναψε τα φώτα στη χαμηλή στάση· και τούτο με σκοπό την πρόληψη οποιουδήποτε τυχόν απρόοπτου με την έξοδο της μοτοσικλέτας από το πάρκο, εφόσον οι πληροφορίες ήταν ότι στο πάρκο γινόταν λαθροθηρία με τη χρήση όπλων.

Για τους εφεσίβλητους έδωσε, επίσης, μαρτυρία και ο μηχανικός Κώστας Χαραλάμπους. Η μαρτυρία του αφορούσε τις ζημιές στο αστυνομικό αυτοκίνητο BBL563. Τελικά δηλώθηκε, εκ συμφώνου, ότι οι ζημιές στο αστυνομικό αυτοκίνητο ανέρχονταν σε £535.04.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την εκατέρωθεν μαρτυρία, αποδέχτηκε, για τους λόγους που εξήγησε, εκείνη των εφεσιβλήτων ενώ, για τους λόγους που επίσης εξήγησε, απέρριψε εκείνη του εφεσείοντος. Προέβη δε στα ανάλογα ευρήματα. Συνακόλουθα, στηριζόμενο στα ευρήματά του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αποκλειστική αιτία της πρόκλησης του ατυχήματος ήταν η ενέργεια του εφεσείοντος να αναπτύξει ταχύτητα με σκοπό να διαφύγει, τόσο αυτός όσο και ο φίλος του, τη σύλληψη, ενέργεια η οποία συνιστούσε, υπό τις περιστάσεις, αμέλεια εκ μέρους του, με αποτέλεσμα αφενός το σοβαρό τραυματισμό του και αφετέρου την πρόκληση ζημιάς στο αστυνομικό αυτοκίνητο. Ακολούθως, στηριζόμενο στο συμπέρασμά του, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την απαίτηση του εφεσείοντος ενώ, αντίθετα, αποδέχθηκε την ανταπαίτηση του εφεσίβλητου 2 και εξέδωσε απόφαση υπέρ του για το ποσό των £535,04 με νόμιμο τόκο από την καταχώρηση της αγωγής, πλέον τα έξοδα τόσο της αγωγής (για αμφότερους τους εφεσίβλητους) όσο και της ανταπαίτησης (για τον εφεσίβλητο 2).

Διαζευκτικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, εάν ο εφεσείων επιτύγχανε στην αγωγή του, θα εδικαιούτο μόνο γενικές αποζημιώσεις για πόνο, ταλαιπωρία και απώλεια ανέσεων της τάξης των £40.000,00 με νόμιμο τόκο από την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος.

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης άπτονται της αξιοπιστίας του ΜΥ1 Ανδρέα Μελανίδη και του ΜΥ2 εφεσίβλητου 1, Ανδρέα Χριστοδούλου. Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντος, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα, αυθαίρετα και αναιτιολόγητα αποδέχθηκε τη μαρτυρία τους ως αξιόπιστη· και τούτο διότι αυτή δεν μπορούσε εύλογα να γίνει αποδεκτή επειδή σε πολλά σημεία αντιστρατευόταν την κοινή λογική, ενώ σε άλλα, και μάλιστα ουσιώδη, ήταν αντιφατική.

Οι αρχές με βάση της οποίες το Εφετείο επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων, είναι γνωστές. Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Σε ό,τι αφορά τις αντιφάσεις στη μαρτυρία, για να ανατραπεί η πρωτόδικη κρίση από το Εφετείο, αυτές πρέπει να είναι ουσιώδεις, ώστε να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα, ή να φανερώνουν τη διάθεσή του να παραποιήσει την αλήθεια. Έχουμε στρέψει την προσοχή μας στα σημεία της μαρτυρίας όπως και στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα οποία μας παρέπεμψε ο δικηγόρος των εφεσειόντων. Δεν έχουμε διαπιστώσει οποιαδήποτε ουσιώδη αντίφαση στη μαρτυρία των ΜΥ1 και ΜΥ2 ή οτιδήποτε ουσιαστικό το οποίο να αντιστρατεύεται την κοινή λογική ή και να είναι αυθαίρετο ώστε να δικαιολογείται η επέμβασή μας.

Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσήγγισε εσφαλμένα το θέμα της νομικής ευθύνης των ΜΥ1 και ΜΥ2 και, κατ' επέκταση, του εφεσίβλητου 2, ως αστυνομικών οργάνων ενεργούντων κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, "σε ότι αφορά την εξακρίβωση, αναχαίτιση και σύλληψη των δραστών λαθροθηρίας σε συνάρτηση με τα γεγονότα της υπόθεσης". Πρόσθετα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι οι ΜΥ1 και ΜΥ2 είχαν καθ' οιονδήποτε τρόπο εξουσία να προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια με σκοπό τη διερεύνηση ποινικού αδικήματος. Ούτως ή άλλως, οι ΜΥ1 και ΜΥ2 δεν έπρεπε να σταθμεύσουν το αστυνομικό αυτοκίνητο εκεί που το στάθμευσαν, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο και ή παραγνωρίζοντας τυχόν κίνδυνο που θα προκαλείτο στον εφεσείοντα.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν σαφές ότι οι ΜΥ1 και ΜΥ2 μετέβησαν στο συγκριμένο χώρο με σκοπό να διερευνήσουν συγκεκριμένη καταγγελία για λαθροθηρία. Ενώ ήσαν εκεί, άκουσαν το θόρυβο μοτοσικλέτας, όπως και τη ρήψη πυροβολισμών, σε απαγορευμένο χώρο. Ορθά, επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι δύο αστυφύλακες, υπό το φως της καταγγελίας και των όσων άκουσαν, είχαν αρκετά στοιχεία για να τους δημιουργηθεί η εύλογη υπόνοια για τη διάπραξη αυτόφωρου αδικήματος, στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτού της λαθροθηρίας και ή της παράνομης οπλοφορίας, έτσι ώστε να ενεργοποιηθούν οι διατάξεις των άρθρων 25 και 26 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155, και οι συνακόλουθες εξουσίες της Αστυνομίας για έρευνα προσώπων, τόπων και μεταφορικών μέσων, χωρίς ένταλμα έρευνας.  Περαιτέρω, θεωρούμε ότι εύλογα οι δύο αστυφύλακες στάθμευσαν το αστυνομικό αυτοκίνητο εκεί που το στάθμευσαν. Αυτή τους η ενέργεια δεν έθετε τον εφεσείοντα σε κανένα απολύτως κίνδυνο.

Ο τέταρτος λόγος έφεσης προσβάλλει, ως εσφαλμένο, το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αποκλειστική αιτία του ατυχήματος ήταν ο τρόπος με τον οποίο ενήργησε ο εφεσείων, ενώ ο τρόπος με τον οποίο ενήργησαν οι εφεσίβλητοι δεν τους καθιστούσε με οποιοδήποτε τρόπο συνεργούς στο ατύχημα και, συνακόλουθα, υπαίτιους συντρέχουσας αμέλειας για την πρόκλησή του.

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Η μαρτυρία, την οποία εύλογα αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αληθινή, δεν άφηνε οποιοδήποτε περιθώριο, πραγματικό ή νομικό, για να αποδοθεί στους εφεσίβλητους συντρέχουσα ευθύνη για αμέλεια. Οι ενέργειες των δύο αστυφυλάκων ήταν, υπό τις περιστάσεις, απόλυτα δικαιολογημένες. Όταν έφθασαν στη σκηνή, ο εφεσίβλητος 1, ΜΥ2, στάθμευσε το αστυνομικό αυτοκίνητο είκοσι μέτρα από την καγκελόπορτα και έσβησε τα φώτα. Όταν ακούστηκε η μοτοσικλέτα να πλησιάζει την καγκελόπορτα, ο εφεσίβλητος 1 ξεκίνησε το αυτοκίνητο και άναψε τα φώτα, στη χαμηλή στάση, για να είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε ενδεχόμενο, σίγουρα κάποιο ή κάποιους ένοπλους. Ο ΜΥ1 προειδοποίησε τον εφεσείοντα με τη φράση "Αστυνομία. Σταματάτε.". Όμως αυτός δεν ανταποκρίθηκε. Αντίθετα προσπάθησε να διαφύγει και, σ' αυτή του την προσπάθεια, συγκρούστηκε με το αστυνομικό αυτοκίνητο. Με αυτά τα δεδομένα, δε βλέπουμε πώς και πού θα μπορούσε να στηριχθεί εύρημα ή συμπέρασμα συντρέχουσας αμέλειας εκ μέρους του ενός και ή του άλλου αστυφύλακα.

Ο πέμπτος λόγος έφεσης είναι ότι "Το εύρημα και/ή συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείοντας θα πρέπει να είχε εισέλθει στο πάρκο από την είσοδο των πεζών από την οποία είχε βγει και γνώριζε εκ των προτέρων το βαθμό δυσκολίας που θα είχε αντιμετωπίσει που βασικά ήταν αμελητέος είναι λαθεμένο...."· και τούτο διότι το εύρημα και/ή συμπέρασμα αυτό δεν βασίζεται στην προσαχθείσα μαρτυρία αλλά, αντίθετα, βασίζεται σε εικασίες.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το σχετικό εύρημα και/ή συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν, υπό τις περιστάσεις, εύλογο, δοθέντος, μάλιστα, ότι ο εφεσείων δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία περί του αντιθέτου. Εν πάση περιπτώσει, το υπό συζήτηση εύρημα και/ή συμπέρασμα δεν επηρέασε, ούτε θα μπορούσε εύλογα να επηρεάσει, την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αποκλειστική αιτία του ατυχήματος και τη συνακόλουθη ευθύνη του εφεσείοντος για αμέλεια.

Ο έκτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντος, ως προς τις συνθήκες του ατυχήματος, ως αναξιόπιστη. Έχουμε ήδη αναφερθεί στις αρχές στη βάση των οποίων επεμβαίνει το Εφετείο για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Έχουμε και εδώ διεξέλθει τα όσα αναφέρθηκαν από το δικηγόρο του εφεσείοντος. Δεν έχουμε διαπιστώσει οτιδήποτε το οποίο να δικαιολογεί την επέμβασή μας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε, σε έκταση και λογικά, τους λόγους για τους οποίους έκρινε τη μαρτυρία του εφεσείοντος, αναφορικά πάντοτε με τα αμφισβητούμενα γεγονότα, ως αναξιόπιστη.

Ο έβδομος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα και/ή συμπέρασμα ότι ο εφεσείων, με τον τρόπο που ενήργησε, επιδίωξε να αποφύγει τη σύλληψη.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το ότι ο εφεσείων ενήργησε ως ενήργησε για να αποφύγει τη σύλληψη ήταν το μόνο εύλογο εύρημα και/ή συμπέρασμα στο οποίο μπορούσε να καταλήξει το πρωτόδικο Δικαστήριο υπό το φως της μαρτυρίας που αποδέχθηκε ως αξιόπιστη. Όσον αφορά τον ισχυρισμό του δικηγόρου του εφεσείοντος, που προβάλλεται στα πλαίσια αυτού του λόγου έφεσης, ότι ο εφεσείων θα διέφευγε από άλλη έξοδο του πάρκου αν αντιλαμβανόταν έγκαιρα τους αστυφύλακες, ενώ ακόμα βρισκόταν μέσα στο πάρκο, και άρα, με το να μην τον προειδοποιήσουν προτού βγει από το πάρκο, συνέτειναν και αυτοί στο ατύχημα, παρατηρούμε ότι ορθά οι δύο αστυφύλακες προειδοποίησαν τον εφεσείοντα για την παρουσία τους μόνο όταν βγήκε από το πάρκο αφού, εάν τον προειδοποιούσαν από τότε, αυτός μεν, πιθανότατα, θα διέφευγε μέσα από το πάρκο, εκείνοι δε δεν θα μπορούσαν, πιθανότατα, να τον καταδιώξουν και συλλάβουν.

Οι επόμενοι δύο λόγοι έφεσης άπτονται του διαζευκτικού ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τις αποζημιώσεις τις οποίες θα εδικαιούτο ο εφεσείων εάν πετύχαινε  στην αγωγή του. Ενόψει της απόφασής μας ότι, για τους λόγους που εξηγήσαμε, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή και, παράλληλα, αποδέχθηκε την ανταπαίτηση του εφεσίβλητου 2, δε θα υπεισέλθουμε στην εξέταση των λόγων αυτών.

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο