ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 1 ΑΑΔ 1432

16 Δεκεμβρίου, 2005

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ΕΙΡΗΝΗ ΠΙΤΖΙΟΛΗ,

Εφεσείουσα,

v.

1. ΑΝΔΡΕΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

2. ΕΛΕΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11759)

 

Αστικά αδικήματα ? Συναδικοπραγούντες μέσα στην έννοια των Άρθρων 11 και 12 (1) (α) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 ? Ανάγκη για απόδειξη συνέργειας και παροχής συνδρομής, συμβουλής ή έγκρισης των πράξεων του εναγόμενου.

Αστικά αδικήματα ? Αθέμιτος πλουτισμός ? Ποία η έννοια του αθέμιτου πλουτισμού και ποία η υποχρέωση του εναγόμενου, που έχει αθέμιτα πλουτίσει, προς τον ενάγοντα ? Η έκθεση απαίτησης πρέπει να περιέχει ισχυρισμούς ότι ο εναγόμενος πλούτισε αθέμιτα εις βάρος του ενάγοντος.

Ευρήματα Δικαστηρίου ? Επέμβαση Εφετείου ? Έφεση κατά των διαπιστώσεων και συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα οποία κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας ? Απορρίφθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος επέμβασης στην κρίση του Δικαστηρίου.

Η εφεσείουσα καταχώρησε αγωγή εναντίον του εναγόμενου, της συζύγου του (εφεσίβλητης) και του γιού του (εφεσίβλητου) για το ποσό των 83.981 δολλαρίων Η. Π. Α., το οποίο απέσυρε από τράπεζα στην Ελλάδα και έδωσε στον εναγόμενο για να της το μεταφέρει στην Κύπρο. Ο εναγόμενος εξαφανίστηκε και η εφεσείουσα κατάγγειλε την υπόθεση στην αστυνομία. Ο εναγόμενος δεν υπερασπίσ?ηκε την υπόθεσ? του και εκδόθηκε απόφαση εναντίον του για το πιο πάνω ποσό ή το ισόποσο σε κυπριακές λίρες.

Το δικαστήριο δέκτηκε ότι η εφεσείουσα είχε αποδείξει εναντίον του εναγόμενου την αδικοπραξία της ιδιοποίησης, αλλά, θεώρησε ότι εν όψει της πιο πάνω κατάληξης δεν χρειαζόταν να εξετάσει κατά πόσο είχε διαπραχθεί και οποιαδήποτε άλλη αδικοπραξία, όπως για παράδειγμα δόλος, απάτη, απόσπαση χρημάτων διά ψευδών παραστάσεων κλπ, που επίσης αναφέρονταν στην έκθεση απαίτησης.

Η αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2 απορρίφθηκε γιατί δεν διαπιστώθηκε συμμετοχή τους που να τους καθιστά συναδικοπραγήσαντες στην ιδιοποίηση, που είχε διαπράξει ο εναγόμενος, εις βάρος της ενάγουσας. Με βάση το ίδιο σκεπτικό θεωρήθηκε ότι η εφεσίβλητη δεν είχε οποιαδήποτε συμμετοχή στις ενέργειες του εναγόμενου.

Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόρριψης της αξίωσης της εφεσείουσας εναντίον των εφεσιβλήτων. Η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι το δικαστήριο πεπλανημένα εξέλαβε ως μόνη αιτία αγωγής αυτήν της ιδιοποίησης και του δόλου μόνο και συνεπώς, λανθασμένα κατέληξε ότι δεν στοιχειοθετείται αξίωση εναντίον των εφεσιβλήτων, ως συναδικοπραγησάντων σε απάτη, παράνομη κατακράτηση και ψευδείς παραστάσεις.

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ακόμα αδικαιολόγητο ή αθέμιτο πλουτισμό της εφεσίβλητης, ενώ προσβάλλει, ως εσφαλμένα τα συμπεράσματα του δικαστηρίου ότι η αιτία αγωγής εναντίον της εφεσίβλητης δεν εκάλυπτε και τον αθέμιτο πλουτισμό και επίσης το συμπέρασμα περί της μη αξιοπιστίας μάρτυρος της εφεσείουσας. Τέλος υποστηρίζει ότι το δικαστήριο προσέγγισε με τρόπο εσφαλμένο το ερώτημα της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής των Άρθρων 11 και 12 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, καταλήγοντας λανθασμένα ότι οι εφεσίβλητοι δεν θα μπορούσαν να χαρακτ?ρισθούν ως συναδικοπραγήσαντες.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η κατάληξη του δικαστηρίου ότι τόσο η εφεσίβλητη όσο και ο εφεσίβλητος δεν ήσαν συναδικοπραγήσαντες μέσα στην έννοια των Άρθρων 11 και 12 (1) (α) του Κεφ. 148 είναι ορθή, αφού δεν αποδείχθηκε ότι συνήργησαν  και παρείχαν συνδρομή, συμβουλή ή έγκριση των πράξεων του εναγόμενου.

2.  Όσον αφορά τους εφεσίβλητους, δεν έχει σημασία αν το δικαστήριο εξέτασε ή όχι τη διάπραξη από τον εναγόμενο δόλου, ψευδών παραστάσεων κλπ.. Από τα γεγονότα όπως έγιναν αποδεκτά, φαίνεται ότι κανένας από τους δύο δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη. Έτσι, το συμπέρασμα του δικαστηρίου, σ' αυτό το σημείο, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

3.  Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στις διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας μαρτύρων. Στην παρούσα περίπτωση δεν έχει προβληθεί οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου στην κατάληξη του δικαστηρίου για την απόρριψη της μαρτυρίας της μάρτυρος της εφεσείουσας ως αναξιόπιστης.

4.  Η βάση της αγωγής εναντίον της εφεσίβλητης είναι ο αθέμιτος πλουτισμός. Όμως στην έκθεση απαίτησης δεν καλύπτεται, όπως θα έπρεπε, το θέμα της εμπλοκής της εφεσίβλητης στην όλη υπόθεση, πλην κάποιων γενικών προσδιορισμών, για όλους τους εναγομένους. Γι' αυτό και η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη δεν πλούτισε αθέμιτα εις βάρος της εφεσείουσας, είναι ορθή.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.

Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, Υπ. Αρ. 689/99, ημερ. 19/6/03, με την οποία εκδόθηκε υπέρ αυτής και εναντίον του εναγομένου 1 απόφαση για ποσό 83.981 δολλαρίων ΗΠΑ ή το ισόποσο σε κυπριακές λίρες, όμως, σύμφωνα με την ενάγουσα λανθασμένα το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν στοιχειοθετείτο και αξίωση εναντίον των δύο εναγομένων, συζύγων, ως συναδικοπραγησάντων σε απάτη, παράνομη κατακράτηση χρημάτων και ψευδείς παραστάσεις εναντίον της.

Ε. Ευσταθίου, για την Εφεσείουσα.

Γ. Τεουλίδης για Αλ. Μαρκίδη, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Λόγω της κατάστασης της υγείας του συζύγου της εφεσείουσας, δημιουργήθηκαν στην οικογένεια οικονομικά προβλήματα. Έτσι η εφεσείουσα, το 1997, αποφάσισε να μεταφέρει στην Κύπρο ποσό χρημάτων που είχε κατατεθημένο σε τράπεζα στην Αθήνα.

Ο εναγόμενος 1 Νίκος Κωνσταντίνου, (στο εξής «ο εναγόμενος»), με τον οποίο η εφεσείουσα διατηρούσε μια κάπως κοινωνική, όπως η ίδια την χαρακτήρισε, σχέση, προσφέρθηκε να την βοηθήσει, αφού η ίδια ήταν άπειρη και τρομοκρατημένη με το ενδεχόμενο να συλληφθεί κατά την εισαγωγή των χρημάτων από το εξωτερικό. Μετέβηκαν μαζί στην Αθήνα, όπου προέβη σε ανάληψη 83.981 δολλαρίων Η.Π.Α., σε μετρητά, τα οποία έδωσε στον εναγόμενο πριν επιστρέψουν στην Κύπρο. Τελικά ο εναγόμενος εξαφανίστηκε και η εφεσείουσα έκαμε σχετική καταγγελία στην αστυνομία.

Διεκδίκησε με πολιτική αγωγή τα χρήματά της από τον εναγόμενο, αλλά και από τη σύζυγό του, εφεσίβλητη 2 («η εφεσίβλητη») και από τον υιό του («ο εφεσίβλητος»). Ο εναγόμενος δεν υπερασπίστηκε την υπόθεσή του, αφού περιορίστηκε μόνο στην καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης. Tελικά εκδόθηκε εναντίον του απόφαση για το ποσό των 83.981 δολλαρίων Η.Π.Α. ή το ισόποσο σε κυπριακές λίρες.

Το δικαστήριο δέκτηκε ότι η εφεσείουσα είχε αποδείξει εναντίον του εναγόμενου την αδικοπραξία της ιδιοποίησης, αλλά, θεώρησε ότι εν όψει της πιο πάνω κατάληξης δεν χρειαζόταν να εξετάσει κατά πόσο είχε διαπραχθεί και οποιαδήποτε άλλη αδικοπραξία, όπως για παράδειγμα δόλος, απάτη, απόσπαση χρημάτων διά ψευδών παραστάσεων κλπ, που επίσης αναφέρονταν στην έκθεση απαίτησης.

Η αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2 απορρίφθηκε γιατί δεν διαπιστώθηκε συμμετοχή τους που να τους καθιστά συναδικοπραγήσαντες στην ιδιοποίηση, που είχε διαπράξει ο εναγόμενος, εις βάρος της ενάγουσας. Με βάση το ίδιο σκεπτικό θεωρήθηκε ότι η εφεσίβλητη δεν είχε οποιαδήποτε συμμετοχή στις ενέργειες του εναγόμενου.

Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόρριψης της αξίωσης της εφεσείουσας εναντίον των εφεσιβλήτων. Η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι το δικαστήριο πεπλανημένα εξέλαβε ως μόνη αιτία αγωγής αυτήν της ιδιοποίησης και του δόλου μόνο και συνεπώς, λανθασμένα κατέληξε ότι δεν στοιχειοθετείται αξίωση εναντίον των εφεσιβλήτων, ως συναδικοπραγησάντων σε απάτη, παράνομη κατακράτηση και ψευδείς παραστάσεις.

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ακόμα αδικαιολόγητο ή αθέμιτο πλουτισμό της εφεσίβλητης, ενώ προσβάλλεται το λανθασμένο, κατά την άποψή της, συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι η αιτία αγωγής εναντίον της εφεσίβλητης δεν επεκτεινόταν και στον αθέμιτο πλουτισμό. Η εφεσείουσα προσβάλλει ακόμα και το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου περί της μη αξιοπιστίας της μάρτυρος Ζακελίν Γρίβα. Υποστηρίζει, τέλος, ότι το δικαστήριο προσέγγισε με τρόπο εσφαλμένο το ερώτημα της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής των άρθρων 11 και 12 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, καταλήγοντας λανθασμένα ότι οι εφεσίβλητοι δεν θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως συναδικοπραγήσαντες.

Είναι αλήθεια ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, μετά την κατάληξη ότι ο εναγόμενος είχε διαπράξει την αδικοπραξία της ιδιοποίησης, δεν προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο ο ίδιος είχε διαπράξει και οποιαδήποτε άλλη αδικοπραξία. Αυτό, όμως, δεν επηρεάζει την υπόθεση όσον αφορά τους εφεσίβλητους. Και αυτό, γιατί, το δικαστήριο κατέληξε με σαφήνεια, ότι η μόνη μαρτυρία που υπήρχε αναφορικά με τον εφεσίβλητο ήταν για την παρουσία του σε κάποιες συναντήσεις, όταν ο πατέρας του αναφέρτηκε στην προγραμματιζόμενη μετάβασή τους στην Αθήνα με σκοπό τη μεταφορά των χρημάτων στην Κύπρο και ότι στην προσπάθειά της εφεσείουσας να εντοπίσει τον εναγόμενο, μίλησε κάποιες φορές μαζί του στο τηλέφωνο. Τέλος, ο εφεσίβλητος είχε παρευρεθεί και  στην τράπεζα την ημέρα που ο εναγόμενος μετέτρεψε σε κυπριακές λίρες μέρος των χρημάτων που, προφανώς, προέρχονταν από την εφεσείουσα.

Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπήρχε μαρτυρία που να δείχνει ότι ο εφεσίβλητος γνώριζε πως τα χρήματα εκείνα ανήκαν στην εφεσείουσα. Περαιτέρω, ακόμα κι' αν ο εφεσίβλητος γνώριζε το παράνομο των πράξεων του εναγόμενου, η παρουσία του και μόνο, όταν γίνονταν οι διάφορες συναλλαγές, δεν τον καθιστά βέβαια συναδικοπραγήσαντα μέσα στην έννοια των άρθρων 11 και 12(1) (α) του Κεφ.148. Δεν αποδεικνύεται δηλαδή ότι συνήργησε και παρείχε συνδρομή, συμβουλή ή έγκριση των πράξεων του εναγόμενου. Πολύ δε περισσότερο γιατί σύμφωνα με την αναντίλεκτη μαρτυρία της εφεσίβλητης, ο εναγόμενος κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν διέθετε αυτοκίνητο και έτσι ο εφεσίβλητος τον μετέφερε σε διάφορους προορισμούς με σκοπό να τον εξυπηρετήσει.

Πολύ μικρότερη, η συμμετοχή της εφεσίβλητης στα γεγονότα. Μπαίνει στην εικόνα για πρώτη φορά όταν αυτή μαθαίνει από τον κ. Λιβέρα, το διευθυντή του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, για την κατάθεση από τον εναγόμενο στο λογαριασμό της του ποσού των £5.875, χωρίς η ίδια να το γνωρίζει. Η άμεση αντίδρασή της ήταν ότι τα χρήματα έπρεπε να επιστραφούν στο δικαιούχο τους. Και πράγματι τα επέστρεψε. Οι διάφορες εξηγήσεις που έδωσε η εφεσίβλητη έγιναν πιστευτές από το δικαστήριο.

Όσον αφορά τους εφεσίβλητους, δεν έχει σημασία αν το δικαστήριο εξέτασε ή όχι τη διάπραξη από τον εναγόμενο δόλου, ψευδών παραστάσεων κλπ.. Από τα γεγονότα όπως έγιναν αποδεκτά, φαίνεται ότι κανένας από τους δύο δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη. Έτσι, το συμπέρασμα του δικαστηρίου, σ' αυτό το σημείο, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

Η εφεσείουσα προσβάλλει επίσης και την απόρριψη της μαρτυρίας της Ζακελίν Γρίβα. Το δικαστήριο έκρινε τη μάρτυρα ως αναξιόπιστη. Η Γρίβα εργαζόταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, σε ταξιδιωτικό γραφείο και ήταν υπεύθυνη έκδοσης εισιτηρίων. Κατέθεσε ότι το αντίτιμο του εισιτηρίου που εξέδωσε στον εναγόμενο το είχε πληρώσει η σύζυγός του με επιταγή.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, επεσήμανε διάφορες αντιφάσεις στη μαρτυρία της. Για παράδειγμα, η Γρίβα ισχυρίστηκε ότι η εφεσίβλητη  υπέγραψε την επιταγή την ημέρα έκδοσης των εισιτηρίων. Όμως η επιταγή φέρει ημερομηνία 5.2.1997, ενώ ο εναγόμενος μετέβη στην Αθήνα με την εφεσείουσα στις 27.1.1997. Το δικαστήριο σχολίασε επίσης το γεγονός ότι η μάρτυς έδωσε λεπτομερή περιγραφή του χρώματος των μαλλιών της, τον τρόπο κτενίσματός τους, αλλά και των ενδυμάτων που η εφεσίβλητη φορούσε κατά την επίσκεψη στο γραφείο της, αναφορά που χαρακτηρίστηκε από το δικαστήριο ως εξωπραγματική, αφού δεν ήταν λογικό, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, να θυμάται το κτένισμα και τα ρούχα που φορούσε κάποιος συνηθισμένος πελάτης, μια συγκεκριμένη ημέρα, έξι και πλέον χρόνια προηγουμένως.

Είναι γνωστή η αρχή ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στις διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας μαρτύρων. Στην παρούσα περίπτωση δεν βρίσκουμε κανένα απολύτως λόγο να επέμβουμε στην κατάληξη του δικαστηρίου για την απόρριψη της μαρτυρίας της Γρίβα, κατάληξη την οποία βρίσκουμε απόλυτα λογική.

Τα ίδια ισχύουν και για το επιχείρημα της εφεσείουσας ότι το δικαστήριο εσφαλμένα αποδέκτηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης. Το πρωτόδικο δικαστήριο επισημαίνει ότι η μαρτυρία της δεν έχει αντικρουστεί, είτε κατά την αντεξέταση, είτε με μαρτυρία άλλων μαρτύρων. Δεν βρίσκουμε οποιοδήποτε λόγο να αναμειχθούμε στην πιο πάνω κατάληξη.

Η εφεσείουσα, τέλος, παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δέκτηκε, πεπλανημένα, ότι η αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης δεν εκτεινόταν και στον αθέμιτο πλουτισμό.

Το ποσό που κατατέθηκε τη αγνοία της, από τον εναγόμενο στο λογαριασμό της εφεσίβλητης στην Εθνική Τράπεζα επιστράφηκε από την ίδια στην εφεσείουσα, αμέσως μετά την άρση της παγοποίησης του λογαριασμού της που έγινε κατά την περίοδο εξέτασης της καταγγελίας της εφεσείουσας εναντίον του εναγόμενου.  Και μάλιστα με τόκο.

Η εφεσίβλητη διατηρούσε και λογαριασμό δανείου με τη Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Κλήρου. Το δάνειο πρέπει να είχε συνάψει ο εναγόμενος για δικούς του σκοπούς. Το δικαστήριο δέκτηκε ότι η εφεσίβλητη ουδέποτε εισέπραξε το ποσό του δανείου. Κατέληξε, περαιτέρω, ότι το περιστατικό δεν αναφερόταν οπουδήποτε στην έκθεση απαίτησης και επομένως, δεν μπορούσε να εξεταστεί καν το ενδεχόμενο ύπαρξης αθέμιτου πλουτισμού από την εφεσίβλητη, εις βάρος της εφεσείουσας, για το συγκεκριμένο ποσό.

Στο αιτητικό της έκθεσης απαίτησης που στρέφεται εναντίον της εφεσίβλητης, αναφέρονται τα εξής:

«(Στ.) Εναντίον της εναγομένης αρ.3 διά την καταβολή εις την ενάγουσα του ποσού των $83.981 δολλαρίων Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής εις ισόποσο Κυπριακών λιρών αφαιρουμένου ποσού εκ £6.166,78-ΛΚ το οποίον κατεβλήθη την 24.1.2000 έναντι, διά καταβολή εις αυτή του ως άνω ποσού λόγω αδικαιολογήτου πλουτισμού και/ή λόγω καταβολής εις τους εναγομένους αχρεωστήτως.»

Αυτή είναι και η μοναδική αξίωση που εγείρεται εναντίον της εφεσίβλητης. Η βάση της αγωγής εναντίον της είναι ο αθέμιτος πλουτισμός. Όμως, είναι ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι καμιά αναφορά στο δικόγραφο δεν γίνεται για το ποσό με το οποίο εξοφλήθηκε το δάνειο στη ΣΠΕ Κλήρου. Είναι επίσης αλήθεια ότι στο σώμα της έκθεσης απαίτησης δεν γίνεται καμιά αναφορά που να εμπλέκει την εφεσίβλητη στην όλη υπόθεση, πλην κάποιων γενικών προσδιορισμών, για όλους τους εναγόμενους. Καμιά απολύτως ειδική αναφορά στην εφεσίβλητη δεν γίνεται, πολύ δε περισσότερο για την εξόφληση του δανείου στη ΣΠΕ Κλήρου.

Ο αθέμιτος πλουτισμός είναι μια ιδιόρρυθμη νομική έννοια. Η γενική αρχή που τίθεται προβλέπει ότι όπου ο εναγόμενος έχει αθέμιτα πλουτίσει εις βάρος του ενάγοντα, θα πρέπει να τον αποκαταστήσει (Hanbury & Martin, "Modern Equity" 14η έκδοση, σελ. 641). Η αρχή εφαρμόζεται κυρίως στα θέματα οιωνεί συμβάσεων, αλλά περιλαμβάνεται και στις συμβάσεις, τις αδικοπραξίες και πολλές περιοχές του δικαίου της επιείκειας. Το δικαίωμα αποκατάστασης δεν υπάρχει βέβαια, σε κάθε περίπτωση αθέμιτου πλουτισμού.

Στην παρούσα υπόθεση η εφεσίβλητη δεν είχε άμεση επαφή ή οποιαδήποτε νομική σχέση με την εφεσείουσα. Η εξόφληση του δανείου  στη ΣΠΕ Κλήρου έγινε από χρήματα τα οποία ο εναγόμενος κατέθεσε, εν αγνοία της. Τα χρήματα αυτά μπορεί να προέρχονταν από χρήματα της εφεσείουσας, χρειάζεται όμως κάτι περισσότερο για να θεωρηθεί ότι η εφεσίβλητη κατέστη αθεμίτως πλουσιότερη εις βάρος της.

Εν πάση περιπτώσει, το όλο θέμα θα έπρεπε να καλυφθεί από την έκθεση απαίτησης. Δεν είναι αρκετή η γενική και ασαφής αναφορά εναντίον της εφεσίβλητης μόνο στο αιτητικό. Σε κανένα σημείο, στο σώμα της έκθεσης απαίτησης, δεν αναφέρεται ο ισχυρισμός ότι η εφεσίβλητη πλούτισε αθέμιτα εις βάρος της εφεσείουσας. Γι' αυτό το λόγο θα συμφωνήσουμε με την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο