ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 1267
6 Οκτωβρίου, 2005
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΚΩΣΤΑΣ ΜΥΛΩΝΑΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΑΛΛΙOΠΗΣ ΜΑΥΡΟΝΙΚΟΛΑ,
Εφεσίβλητης.
(Έφεση Αρ. 193)
Οικογενειακό Δίκαιο ― Περιουσιακές σχέσεις συζύγων ― Δικαίωμα του ενός των συζύγων να απαιτήσει την απόδοση της συνεισφοράς του στην αύξηση της περιουσίας του άλλου ― Γεννάται, εφόσον ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί ή σε περίπτωση διάστασής τους ― Η αξίωση για τέτοια συνεισφορά πρέπει να αποδεικνύεται με την προσαγωγή ικανοποιητικής μαρτυρίας.
Οικογενειακό Δικαστήριο ― Δικαιοδοσία Οικογενειακού Δικαστηρίου ― Περιουσιακές διαφορές ― Εκκρεμείς υποθέσεις ― Κατά πόσο η παραπομπή αγωγής από το Επαρχιακό Δικαστήριο στο Οικογενειακό Δικαστήριο σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 3 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1996, Ν. 34(I) του 1996, είχε ως αποτέλεσμα να θεωρείται πως η αγωγή καταχωρήθηκε την ημέρα που παραπέμφθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Δικαίωμα για δίκη μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα ― Διασφαλίζεται από το Άρθρο 30 του Συντάγματος.
Το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας απέρριψε την αγωγή του εφεσείοντος και την ανταπαίτηση της εφεσίβλητης για την επίλυση των περιουσιακών τους διαφορών που προέκυψαν από την εκθεμελίωση της συζυγικής τους σχέσης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή του εφεσείοντος ήταν πρόωρη αφού καταχωρήθηκε στις 31 Αυγούστου 1995, ενώ η διάσταση επήλθε στις 22 Σεπτεμβρίου 1995. Η αγωγή καταχωρήθηκε αρχικά στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, το οποίο κατά τον επίδικο χρόνο ήταν το Δικαστήριο που είχε δικαιοδοσία σύμφωνα με το Νόμο. Στη συνέχεια παραπέμφθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 3 του Νόμου 34(Ι) του 1996 όπου και άρχισε να εκδικάζεται στις 29.11.2001. Η ανταπαίτηση της εφεσίβλητης για συνεισφορά στην αύξηση της περιουσίας του εφεσείοντος, στην οποία κατά τον ισχυρισμό της συνέβαλε και η ίδια, απορρίφθηκε λόγω της μη προσαγωγής ικανοποιητικής μαρτυρίας που να την αποδεικνύει.
Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης με την παρούσα έφεση υποστηρίζοντας ότι: (1) η παραπομπή της αγωγής από το Επαρχιακό Δικαστήριο στο Οικογενειακό Δικαστήριο το 1996, δηλαδή σε χρονικό σημείο μετά τη διάσταση των διαδίκων, είχε ως αποτέλεσμα να θεωρείται πως η αγωγή καταχωρήθηκε την ημέρα που παραπέμφθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο (2) το συμπέρασμα ότι η ημερομηνία διάστασης των διαδίκων ήταν η 22 Σεπτεμβρίου 1995, ενώ στην πραγματικότητα επήλθε πριν από την καταχώρηση της αγωγής του εφεσείοντος, δεν στηρίζεται στην μαρτυρία και(3) η έκδοση της απόφασης εννέα χρόνια μετά την καταχώρηση της αγωγής οδήγησε σε παραβίαση του συνταγματικού του δικαιώματος, βάσει του Άρθρου 30 του Συντάγματος για δίκη μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Η εφεσίβλητη καταχώρησε αντέφεση.
Αποφασίστηκε ότι:
Έφεση
1. Ο Νόμος δεν επεμβαίνει σε ουσιαστικά δικαιώματα των διαδίκων. Καθορίζει μόνο το δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία επίλυσής τους. Αυτό καταδεικνύεται και από την πρόνοια σύμφωνα με την οποία οι υποθέσεις στις οποίες άρχισε η ακροαματική διαδικασία, με την κατάθεση μαρτύρων στο Επαρχιακό Δικαστήριο, θα παραμένουν εκεί για να ολοκληρωθεί η δίκη.
2. Πότε επέρχεται η διάσταση είναι αντικειμενικό γεγονός, που κρίνεται από τις ιδιαίτερες περιστάσεις στην κάθε υπόθεση. Η μαρτυρία όμως των ίδιων των διαδίκων λαμβάνεται υπόψη στον εντοπισμό αυτού του χρόνου, ιδιαίτερα στην περίπτωση, όπως η παρούσα, που οι ίδιοι οι διάδικοι συμφωνούν ως προς το χρονικό σημείο της διάστασης, καθορίζοντάς το στις 22/9/1995.
3. Τα πραγματικά γεγονότα της διαδικασίας, όπως εμφαίνεται στο πρακτικό του δικαστηρίου, δεν στηρίζουν την εισήγηση του εφεσείοντος ότι παραβιάσθηκε το συνταγματικό του δικαίωμα εκδίκασης της υπόθεσης του εντός εύλογου χρόνου. Η αργοπορία που σημειώθηκε οφειλόταν αποκλειστικά στους διαδίκους.
Αντέφεση
Οι λόγοι αντέφεσης δεν αποκαλύπτουν κανένα απολύτως στοιχείο που να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου στην πρωτόδικη απόφαση, που κρίθηκε αποκλειστικά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, στην οποία με τόση επιμέλεια προέβη ο πρωτόδικος Δικαστής, μετά την επίπονη διαδικασία που ακολουθήθηκε ενώπιόν του.
Η έφεση και η αντέφεση απορρίφθηκαν χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Σοφοκλέους ν. Σοφοκλέους (2005) 1 Α.Α.Δ. 1030,
Μαλαός κ.ά. ν. Χρίστου, Συζύγου Ανδρέα Μαλαού κ.ά. (2005) 1 Α.Α.Δ. 1191.
Έφεση και Αντέφεση.
Έφεση από τον αιτητή, πρώην σύζυγο της καθ' ης η αίτηση και Αντέφεση από την εφεσίβλητη-καθ' ης η αίτηση κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 23/1/04 (Αρ. Αίτησης 16/96) με την οποία απέρριψε την αίτηση του εφεσείοντα καθώς και την ανταπαίτηση της καθ' ης η αίτηση για συνεισφορά στην επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης.
Γ. Μυλωνάς για Χρ. Κληρίδη, για τον Eφεσείοντα.
Α. Ευτυχίου, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Αρτεμίδης, Π..
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Ο εφεσείων, ενάγων ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ζητούσε τη ρύθμιση των περιουσιακών διαφορών μεταξύ του και της εναγομένης, εφεσίβλητης, πρώην συζύγου του. Η τελευταία με ανταπαίτησή της αξίωνε, με τη σειρά της, την ίδια θεραπεία.
Η δίκη ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν μακρά και επίπονη. Οι διαπροσωπικές σχέσεις των διαδίκων, όπως διαμορφώθηκαν μετά τη διασάλευση της συζυγικής αρμονίας, κατάσταση που δυστυχώς κατά κανόνα παρουσιάζεται σε τέτοιου είδους υποθέσεις, οδήγησε σε ατελέσφορη δικαστική ταλαιπωρία. Αντί οι διάδικοι να δεχθούν πολιτισμένα τη διαταραχή των συζυγικών σχέσεων, και να προχωρήσουν σε λογική και δίκαιη επίλυση των περιουσιακών τους διαφορών, ή άλλων ζητημάτων που προέκυπταν από την εκθεμελίωση της σχέσης, βρήκαν στη δικαστική διαδικασία πεδίο για την εκδήλωση ανταγωνιστικής και εγωιστικής διάθεσης ο ένας απέναντι στον άλλο.
Στην υπόθεση που συζητήσαμε κατάθεσαν συνολικά πενήντα-τρεις μάρτυρες, δεκαοχτώ για τον εφεσείοντα και τριανταπέντε για την εφεσίβλητη. Ο πρωτόδικος Δικαστής, με την εμπεριστατωμένη απόφαση που εξέδωσε στις 23 Ιανουαρίου 2004, απέρριψε την αγωγή του εφεσείοντα και την ανταπαίτηση της εφεσίβλητης. Και οι δύο αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, ο μεν εφεσείων με έφεση και η εφεσίβλητη με αντέφεση.
Η αγωγή του εφεσείοντα απορρίφθηκε πρωτόδικα γιατί το Δικαστήριο έκρινε πως είχε καταχωριστεί πρόωρα, προτού δηλαδή επισυμβεί μία από τις καταστάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, (Ν.232/91), στη συγκεκριμένη περίπτωση η ισχυριζόμενη διάσταση των συζύγων. Η αγωγή του εφεσείοντα καταχωρίστηκε στις 31 Αυγούστου 1995, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, το οποίο κατά τον επίδικο χρόνο ήταν το Δικαστήριο που είχε δικαιοδοσία, σύμφωνα με το Νόμο. Το άρθρο 14 του Νόμου, όπως ίσχυε μετά την τροποποίηση του από το Νόμο 49(I) του 1995, και εφαρμόζεται στην υπόθεση που μας απασχολεί, έχει ως εξής:
«14 - Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων, και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος εφόσον συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.»
Ο πρωτόδικος Δικαστής διαπίστωσε από την προφορική μαρτυρία των διαδίκων πως η διάσταση στις σχέσεις τους επήλθε στις 22 Σεπτεμβρίου 1995, σε χρόνο δηλαδή μεταγενέστερο της καταχώρισης της αγωγής. Το Δικαστήριο έκρινε πως το δικαίωμα του ενός των συζύγων, να απαιτήσει την απόδοση της συνεισφοράς του στην αύξηση της περιουσίας του άλλου γεννάται, εφόσον ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί ή σε περίπτωση διάστασης τους. Καμιά από τις πιο πάνω προϋποθέσεις δεν υφίστατο, όταν στις 31 Αυγούστου 1995 ο εφεσείων καταχώρισε την αγωγή του με αριθμό 7992/95 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, η οποία και παραπέμφθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3 του Νόμου 34(Ι) του 1996.
Με την έφεση του, όπως είπαμε πιο πριν, ο εφεσείων διαφωνεί με την πιο πάνω απόφαση. Στηρίζει την εισήγησή του, για την ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης, σε ένα νομικό σημείο και ένα πραγματικό. Αναφορικά με το πρώτο, υποστηρίζει πως η παραπομπή της αγωγής από το Επαρχιακό Δικαστήριο στο Οικογενειακό Δικαστήριο το 1996, δηλαδή σε χρονικό σημείο μετά τη διάσταση των διαδίκων, είχε ως αποτέλεσμα να θεωρείται πως η αγωγή καταχωρίστηκε την ημέρα που παραπέμφθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο.
Έχουμε τη γνώμη πως η πιο πάνω θέση είναι αβάσιμη. Το άρθρο 3 του Ν.34(Ι)/96 προβλέπει τα εξής:
«3. Εκκρεμείς διαδικασίες κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου που έχουν ως επίδικο αντικείμενο περιουσιακές διαφορές με βάση το άρθρο 2 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου, όπως τροποποιήθηκε από τον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Τροποποιητικό) Νόμο του 1996, παραμένουν και ολοκληρώνονται, ενώπιον των Επαρχιακών Δικαστηρίων νοουμένου ότι άρχισε η ενώπιόν τους ακροαματική διαδικασία με την κατάθεση μαρτύρων, άλλως παραπέμπονται στο στάδιο που βρίσκονται ενώπιον των αρμόδιων Οικογενειακών Δικαστηρίων.»
Είναι πρόδηλο πως ο Νόμος δεν επεμβαίνει σε ουσιαστικά δικαιώματα των διαδίκων, παρά μόνο καθορίζει το δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία για την επίλυσή τους. Αυτό καταδεικνύεται και από την πρόνοια σύμφωνα με την οποία οι υποθέσεις στις οποίες άρχισε η ακροαματική διαδικασία, με την κατάθεση μαρτύρων στο Επαρχιακό Δικαστήριο, θα παραμένουν εκεί για να ολοκληρωθεί η δίκη. Αν δηλαδή, άρχιζε η ακρόαση της αγωγής του εφεσείοντα αυτή θα συνεχιζόταν στο Επαρχιακό Δικαστήριο, το οποίο, κατά τη γνώμη μας, θα κατέληγε στην ίδια, και ορθή κρίση, εφαρμόζοντας το άρθρο 14 του Ν.232/91, όπως το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας.
Όπως έχουμε υποδείξει ο εφεσείων ισχυρίζεται πως η πρωτόδικη απόφαση είναι λαθεμένη γιατί, αντίθετα με τη μαρτυρία, ο δικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα πως η ημερομηνία διάστασης των διαδίκων ήταν η 22 Σεπτεμβρίου 1995, ενώ στην πραγματικότητα επήλθε πριν από την καταχώριση της αγωγής του εφεσείοντα. Η εισήγηση αυτή αόριστη και ατεκμηρίωτη στους λόγους έφεσης, μας ανάγκασε να διεξέλθουμε τα πρακτικά της μαρτυρίας για να την ελέγξουμε. Κάτι βέβαια που υπό τις ίδιες περιστάσεις, δεν θα επαναληφθεί. Ο Δικαστής έχει δίκαιο. Εντοπίζουμε από τα πρακτικά τις σαφείς πιο κάτω απαντήσεις των διαδίκων. Ο εφεσείων: Ερώτηση: «Μέχρι και τη διάστασή σας, για να συντομεύουμε κ. Μυλωνά, πότε επήλθε η διάσταση;» Απάντηση. «Η διάσταση επήλθε στις 22.9.1995.» (Σελ. 3, γραμμή 15.) Η εφεσίβλητη: Ερώτηση: «Μετά την ενοποίηση και μέχρι τη διάσταση του 1995 σου έμεινε υπόλοιπο να χρωστάς;» Απάντηση: «Όταν χώρισα το 1995, χρωστούσα περίπου £16,500 στο Στέλμεκ, το Σεπτέμβριο του 1995, όταν έγινε η διάσταση, τα διάφορα δάνεια που είχα κατά καιρούς.» (Σελ. 241 και 242, τέλος και αρχή.) Η μαρτυρία του αυτή συνάδει και με την παράγραφο 10 της έκθεσης απαίτησής του, στην οποία καθορίζεται η ημερομηνία της διάστασης ως η 22.9.1995.
Πότε βεβαίως επέρχεται διάσταση είναι αντικειμενικό γεγονός, που κρίνεται από τις ιδιαίτερες περιστάσεις στην κάθε υπόθεση. Η μαρτυρία όμως των ίδιων των διαδίκων είναι σοβαρό στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη στον εντοπισμό αυτού του χρόνου, ιδιαίτερα στην περίπτωση, όπως η παρούσα, που οι ίδιοι οι διάδικοι συμφωνούν ως προς το χρονικό σημείο της διάστασης. Η απόφαση, επομένως, του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αγωγή του εφεσείοντα είναι ορθή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στη συνέχεια να εξετάσει την ανταπαίτηση της εφεσίβλητης για συνεισφορά στην αύξηση της περιουσίας του εφεσείοντα, στην οποία κατά τον ισχυρισμό της συνέβαλε και η ίδια. Αξίωνε δήλωση του δικαστηρίου πως δικαιούτο να εγγραφεί ως ιδιοκτήτρια, κατά εν δεύτερο μερίδιο, επί της ακίνητης περιουσίας του εφεσείοντα που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, και ειδικότερα ενός καταστήματος στην οδό Αρμενίας στο Στρόβολο, της επιχείρησης που διεξαγόταν σε αυτό το κατάστημα, διαφόρων αντικειμένων, όπως του αυτοκινήτου με αριθμό εγγραφής RR419, και ενός κτήματος στο χωριό Δρούσια, Πάφου. Είναι η αξίωση της εφεσίβλητης που απασχόλησε το δικαστήριο σε πολλές συνεδριάσεις με τον όγκο της μαρτυρίας και τον αριθμό των μαρτύρων, όπως ήδη αναφέραμε. Στο τέλος ο δικαστής έκρινε πως δεν προσήχθη ικανοποιητική μαρτυρία που να αποδεικνύει την αξίωση της. Προτού καταλήξει στις διαπιστώσεις του ο Δικαστής αναλύει με λεπτομέρεια τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του, τοποθετώντας την στην ορθή εμβέλεια του άρθρου 14 του Ν. 232/91, όπως αυτό ερμηνεύθηκε σε πληθώρα αποφάσεων, ακόμη και πρόσφατα στις υποθέσεις, Τζοάνα Πέτρου Σοφοκλέους ν. Πέτρος Χαραλάμπους Σοφοκλέους (2005) 1 Α.Α.Δ. 1030 και Ανδρέας Μαλαός ν. Χριστιάνας Χρίστου, Συζύγου Ανδρέα Μαλαού (2005) 1 Α.Α.Δ. 1191.
Οι λόγοι έφεσης στην αντέφεση, καθώς και η γραπτή αγόρευση των δικηγόρων, δεν αποκαλύπτουν κανένα απολύτως στοιχείο που να δικαιολογεί την οποιαδήποτε επέμβάση μας στην πρωτόδικη απόφαση, που κρίθηκε αποκλειστικά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, στην οποία με τόση επιμέλεια προέβη ο πρωτόδικος Δικαστής, μετά την επίπονη διαδικασία που ακολουθήθηκε ενώπιον του.
Προτού τελειώσουμε πρέπει να ασχοληθούμε, επανερχόμενοι, και με την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα πως εκδόθηκε η απόφαση του δικαστηρίου εννέα χρόνια μετά την καταχώριση της αγωγής του, γεγονός που καθώς διατείνεται, παραβίασε το συνταγματικό του δικαίωμα, βάσει του Άρθρου 30 του Συντάγματος για δίκη μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα. Αόριστα προβάλλεται ο ισχυρισμός πως, αν η δίκη διεξαγόταν μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα ενδεχομένως ο εφεσείων να διέθετε στοιχεία, που στην πρόοδο του χρόνου χάθηκαν, για τη στήριξη της αγωγής του. Λυπούμαστε που αβασάνιστα και με αυτό τον καταλυτικό τρόπο προβλήθηκε ο πιο πάνω ισχυρισμός, ο οποίος δεν στηρίζεται στα πραγματικά γεγονότα της πορείας της διαδικασίας, όπως εμφαίνονται στο πρακτικό του δικαστηρίου. Ναι η αγωγή καταχωρίστηκε τον Αύγουστο του 1995. Στην πρωτόδικη όμως απόφαση αναφέρεται το ιστορικό της διαδικασίας, που ήταν πράγματι αργή, η αργοπορία όμως οφειλόταν αποκλειστικά στους διαδίκους. Συγκεκριμένα, η αγωγή παραπέμφθηκε, όπως είπαμε πιο πάνω, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3 του Ν.34(I)/96, στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, και πήρε τον αριθμό 46/96. Η καταχώριση των δικογράφων μεταξύ των διαδίκων συμπληρώθηκε στις 14 Οκτωβρίου, 1997. Ακολούθησε καταχώριση αριθμού ενδιαμέσων αιτήσεων και από τους δύο διάδικους, όπως για προσωρινά διατάγματα απαγόρευσης αποξένωσης περιουσιακών στοιχείων και αποκάλυψης περιουσίας. Ο ίδιος ο εφεσείων στις 30.6.2000 υπέβαλε αίτηση για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης του η οποία, αφού έγινε αποδεχτή, καταχωρίστηκε στις 26.10.2000. Η εφεσίβλητη είχε δικαίωμα να καταχωρίσει την τροποποιημένη έκθεση υπεράσπισης της, στην οποία ο εφεσείων καταχώρισε απάντηση και υπεράσπιση στην ανταπαίτηση στις 24.4.2001. Στις 29.11.2001, άρχισε η εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διάρκεια της οποίας κατατέθηκαν εβδομήντα-επτά τεκμήρια και παρήλασε ο αριθμός μαρτύρων που έχουμε ήδη αναφέρει. Η απόφαση επιφυλάχθηκε στις 29 Ιουλίου, 2003. Ο ορισμός των δικασίμων γινόταν σε ημερομηνίες που διευκόλυναν και τους δικηγόρους που εμφανίζονταν στην υπόθεση. Είναι, επομένως, λανθασμένη και άδικη, η σχετική εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα.
Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται, χωρίς έξοδα.
Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται χωρίς έξοδα.