ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 1 ΑΑΔ 1227

28 Σεπτεμβρίου, 2005

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

JANUSZ DSBYNSKI,

Εφεσείων,

v.

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΩΣ

ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11878)

―――――――――――――-

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Καταναλώσεως ― Ο περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμος του 1967 (Ν. 82/67 όπως τροποποιήθηκε) ― Κατάσχεση και δήμευση σκάφους λόγω λήξεως της προσωρινής απαλλαγής του από την καταβολή δασμών και φόρων ― Ακυρώθηκαν κατ' έφεση λόγω μη τήρησης της πρόνοιας της παραγράφου 1 του Δεύτερου Παραρτήματος του Νόμου συμφώνως προς την οποία ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων όφειλε να επιδώσει δηλοποίηση για την κατάσχεση του σκάφους στον ιδιοκτήτη του.

Το σκάφος «Santa Helena», πρώην «Areadna» παρέμεινε στην Κύπρο μετά τη λήξη της περιόδου νόμιμης παραμονής του. Ο καπετάνιος του σκάφους, κατά την περίοδο αυτή, το διεκδίκησε ως δικό του και το δήλωνε με το προηγούμενο όνομα «Areadna». Ιδιοκτήτης του σκάφους φαινόταν στα χαρτιά να ήταν ο εφεσείων, ο οποίος διόρισε τον καπετάνιο και ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπό του για τη διαχείριση του σκάφους και τη διεκπεραίωση των οποιωνδήποτε διατυπώσεων.

Στις 8/5/1998, ο εφεσείων απέστειλε τηλεομοιότυπο που προορίζετο για τη Λιμενική Αστυνομία πληροφορώντας την ότι είχε παύσει τον καπετάνιο και καλώντας την να μην επιτρέψει τον απόπλουν του σκάφους. Το έγγραφο αυτό, διαβιβάστηκε και στα γραφεία του Τμήματος Τελωνείων στη Λάρνακα. Η εντύπωση των λειτουργών που χειρίστηκαν την υπόθεση ήταν ότι το έγγραφο δεν υπήρχε στο φάκελο της υπόθεσης, όταν στις 22/5/1998, το σκάφος κατασχέθηκε. Η δηλοποίηση κατάσχεσης είχε επιδοθεί στον καπετάνιο του σκάφους.

Η κατάσχεση του σκάφους έγινε επειδή η προσωρινή απαλλαγή του από την καταβολή δασμών και φόρων είχε λήξει από 14/11/1997, που έληξε η άδεια παραμονής του στην Κύπρο, δεν ζητήθηκε ανανέωση και το σκάφος βρισκόταν πια παράνομα στην Κύπρο. Στις 22/6/1998 το σκάφος δημεύτηκε. Στις 26/11/1998, υπό άγνωστες συνθήκες, το σκάφος απόπλευσε λαθραία και εξαφανίστηκε.

Ο εφεσείων ήρθε στην Κύπρο την 1/6/1998 για να προστατεύσει το δικαίωμά του στην κυριότητα του σκάφους έναντι των διεκδικήσεων του καπετάνιου. Δεν φαίνεται να γνώριζε όμως ότι το σκάφος είχε κατασχεθεί. Για το λόγο αυτό δεν προέβη σε αμφισβήτηση της κατάσχεσης.

Η Δημοκρατία διατηρεί την άποψη ότι το κατά πόσο ο εφεσείων γνώριζε προσωπικά για την κατάσχεση είναι άσχετο και ότι σημασία έχει μόνο το ότι πρώτο, έγινε καλή επίδοση της δηλοποίησης σε εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο και, δεύτερο, ότι εν συνέχεια δεν υπήρξε αμφισβήτηση της κατάσχεσης, οπότε η δήμευση κατέστη αναπόφευκτη.

Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την κατάσχεση και την επακόλουθη δήμευση για τον λόγο ότι δεν τηρήθηκε η πρόνοια της παραγράφου 1 του Δεύτερου Παραρτήματος του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 (Ν. 82/67 όπως τροποποιήθηκε) και αποφάνθηκε ότι θα έπρεπε, ως θέμα στοιχειώδους δικαιοσύνης, να επιδίδετο δηλοποίηση κατάσχεσης και στον εφεσείοντα, ο οποίος, καθώς προκύπτει, δεν γνώριζε περί αυτής. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε επίσης ότι η πιο πάνω πρόνοια αφορά στην ουσία των πραγμάτων και δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως ικανοποιηθείσα από τον τύπο όταν ο τύπος βρίσκεται, όπως στην προκειμένη περίπτωση, σε προφανή διάσταση.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα πρωτοδίκως και κατ'έφεση, υπέρ του εφεσείοντος.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα-διεκδικητή της κυριότητας κατασχεθέντος σκάφους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 23/9/03 (Αρ. Αγωγής 1356/01) με την οποία έκρινε ότι έγινε καλή επίδοση της δηλοποίησης κατάσχεσης του σκάφους στον καπετάνιο και ως τον έχοντα πλήρη ευθύνη αυτού, εφόσον ο ενάγων, ως ιδιοκτήτης, τον είχε διορίσει πληρεξούσιο αντιπρόσωπο, οπότε και η δήμευση του σκάφους κατέστη αναπόφευκτη.

Α. Παπαλλής, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Σπηλιωτοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται από το Δικαστή Γ. Νικολάου.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Το σκάφος «Santa Helena», πρώην «Areadna» επισκέφθηκε τη μαρίνα Λάρνακας και παρέμεινε εκεί για διάφορα διαστήματα από το 1995 μέχρι την τελευταία άφιξη του στις 20 Οκτωβρίου 1996. Όπως και προηγουμένως, ελλιμενίστηκε με καθεστώς προσωρινής εισαγωγής. Αυτό σήμαινε ότι το σκάφος, για το διάστημα που του επιτρεπόταν να παραμένει στην Κύπρο, απαλλασσόταν από την καταβολή δασμών και φόρων. Με τις δοθείσες παρατάσεις το σκάφος είχε άδεια να βρίσκεται στην Κύπρο μέχρι 14 Νοεμβρίου 1997.

Ιδιοκτήτης του σκάφους φαινόταν στα χαρτιά να ήταν ο εφεσείων, Janusz Dsbynski. Ο καπετάνιος, τον οποίο ο εφεσείων είχε διορίσει και ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπο του για τη διαχείριση του σκάφους και τη διεκπεραίωση των οποιωνδήποτε διατυπώσεων, έφερε το όνομα Andrej Sorbian αλλά ο εφεσείων τον γνώριζε και με το όνομα Andrej Karononkov.  Φάνηκε εν τέλει ότι το πραγματικό όνομα του καπετάνιου ήταν Andrej Javoronkov. Κατηγορήθηκε για πλαστοπροσωπία, παραδέχθηκε ενοχή και στις 20 Ιουλίου 1998 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας του επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών μηνών.

Σε ποιο ακριβώς βάθος μπορεί να εκτείνετο η σχέση μεταξύ εφεσείοντος και καπετάνιου δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει.  Εκείνο που έχει σημασία για την παρούσα περίπτωση είναι το ότι σε κάποιο στάδιο, μετά που έληξε η περίοδος νόμιμης παραμονής του σκάφους στην Κύπρο, ο καπετάνιος το διεκδίκησε ως δικό του και το δήλωνε με το προηγούμενο όνομα, "Areadna".

Στις 8 Μαΐου 1998, ο εφεσείων απέστειλε στα γραφεία της μαρίνας Λάρνακας τηλεομοιότυπο, προορισμένο για τη Λιμενική Αστυνομία η οποία δεν διέθετε δική της συσκευή.  Σύμφωνα με αρμόδια λειτουργό της μαρίνας, τέτοια έγγραφα διαβιβάζονταν αμέσως στον προορισμό τους από μέλος του προσωπικού. Με το εν λόγω τηλεομοιότυπο ο εφεσείων πληροφορούσε τη Λιμενική Αστυνομία ότι είχε παύσει τον καπετάνιο και την καλούσε να μην επιτρέψει απόπλουν του σκάφους.

Γνωρίζουμε ότι το εν λόγω έγγραφο διαβιβάστηκε και στα γραφεία του Τμήματος Τελωνείων στη Λάρνακα. Δεν έγινε όμως γνωστό το πότε και από ποιόν. Τοποθετήθηκε στο σχετικό φάκελο του Τμήματος αλλά δεν αρχειοθετήθηκε ούτε τέθηκε επ' αυτού ημερομηνία παραλαβής με σφραγίδα ή άλλως πως. Η εντύπωση των λειτουργών που χειρίστηκαν την υπόθεση ήταν ότι το έγγραφο δεν υπήρχε στο φάκελο όταν, στις 22 Μαΐου 1998, το σκάφος κατασχέθηκε.

Η κατάσχεση έγινε  επειδή η προσωρινή  απαλλαγή είχε λήξει από 14 Νοεμβρίου 1997, δεν ζητήθηκε ανανέωση  και το σκάφος βρισκόταν πια παράνομα στην Κύπρο. Το Επαρχιακό Δικαστήριο σημείωσε, σε σχέση με το έγγραφο, ότι «το πότε διαβιβάστηκε τούτο στο Τμήμα Τελωνείων, δεν υπάρχει σαφής μαρτυρία, ούτε από πλευράς ενάγοντα αλλά ούτε κι' από πλευράς εναγομένων». Δεν μπόρεσε επομένως να διατυπώσει επ' αυτού εύρημα. Κατέληξε ως εξής:

«..... από πλευράς ενάγοντα, που είχε και το βάρος απόδειξης της υπόθεσης του, δεν έχει αποδειχθεί ότι στις 22/5/98 που το Τμήμα Τελωνείων προέβη σε κατάσχεση του πλοίου "AREADNA" είχαν, ενόψει του Τεκμηρίου 12, πληροφόρηση ότι ο καπετάνιος του πλοίου Andrei Sorbian δεν είχε πλέον πληρεξούσιο να χειρίζεται τα του πλοίου.  Το εν λόγω πληρεξούσιο (είτε δούμε τούτο με το Τεκμήριο 1, ημερ. 8/1/96 είτε με το Τεκμήριο 17 ημερ. 12/3/98) παρέχει εξουσία στον εν  λόγω καπετάνιο, μεταξύ άλλων να εκπροσωπεί τον ενάγοντα σε όλα τα κυβερνητικά τμήματα και Δικαστήρια του εξωτερικού για όλα τα θέματα που αφορούν το σκάφος.»

Αυτή η δικαστική κατάληξη λάμβανε υπόψη τη μαρτυρία του εξεταστή του Τμήματος Τελωνείων, στον οποίο είχε ανατεθεί ο  χειρισμός της υπόθεσης. Ο εξεταστής εξήγησε στο Δικαστήριο ότι η δηλοποίηση κατάσχεσης, βάσει του Δεύτερου Παραρτήματος (άρθρα 170, 174, 175) του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 (Ν. 82/67 όπως τροποποιήθηκε), επιδόθηκε στον A. Sorbian ως τον καπετάνιο και ως τον  έχοντα την ευθύνη του σκάφους αφού ο εφεσείων, ως ιδιοκτήτης, τον είχε διορίσει πληρεξούσιο αντιπρόσωπο.

Στο Δεύτερο Παράρτημα του Νόμου προβλέπεται ότι:

«1. Ο Διευθυντής οφείλει να επιδώση δηλοποίησιν περί της κατασχέσεως πράγματος τινος ως υποκειμένου εις δήμευσιν ως και περί των λόγων εφ' ων εδράζεται αύτη, εις παν πρόσωπον, όπερ εφ' όσον ούτος γνωρίζει ήτο κατά τον χρόνον της κατασχέσεως ο κύριος ή εις των κυρίων τούτου:

Νοείται ότι δεν απαιτείται η επίδοσις δυνάμει της παρούσης παραγράφου, εις περίπτωσιν καθ' ην η κατάσχεσις εγένετο τη παρουσία -

(α)   του προσώπου, ούτινος το αδίκημα ή πιθανώς διαπραχθέν αδίκημα προεκάλεσε την κατάσχεσιν· ή

(β)   του κυρίου ή τινος των κυρίων του κατασχεθέντος ή τινος υπαλλήλου ή αντιπροσώπου αυτού· ή

(γ)   του πλοιάρχου ή κυβερνήτου, εν τη περιπτώσει πράγματος κατασχομένου εν πλοίω ή αεροσκάφει.»

Ο εφεσείων ήρθε στην Κύπρο την 1 Ιουνίου 1998 για να προστατεύσει το δικαίωμα του στην κυριότητα του  σκάφους  έναντι  των διεκδικήσεων  του A. Sorbian. Συνάντησε τον εξεταστή του Τμήματος Τελωνείων και του έδωσε κατάθεση. Διόρισε  και δικηγόρους να τον βοηθήσουν. Εκείνοι προέβησαν σε διάφορα διαβήματα,  ένα από τα οποία ήταν η ακόλουθη επιστολή, ημερ. 10 Ιουνίου 1998, προς το Τελωνείο Λάρνακας:

«               SY "SANTA HELENA" EX "ARIADNA"

Ενεργούμε για λογαριασμό του κ. JANUSZ DZBYNSKI ιδιοκτήτη του πιο πάνω σκάφους που βρίσκεται στην Μαρίνα Λάρνακας.

Παρακαλούμε όπως μας ενημερώσετε για την ακριβή κατάσταση αναφορικά με την διεκδίκηση της κυριότητας του ως άνω σκάφους από τον πρώην καπετάνιο του Andrei Sorbian.

Ο πελάτης μας μας πληροφόρησε ότι σας έχει εφοδιάσει με τα πιστοποιητικά ιδιοκτησίας και εγγραφής του σκάφους που εκδόθηκαν από το Polish Yachting Association.

Εν τω μεταξύ έχουμε ζητήσει από την Πολωνική Πρεσβεία την επιβεβαίωση της αυθεντικότητας των πιστοποιητικών και θα επανέλθουμε.»

Η εν τέλει εισήγηση του εφεσείοντος ότι η εν λόγω επιστολή αποτελούσε ένσταση στην κατάσχεση, ορθά απορρίφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο. Δεν ήταν αυτό που έλεγε η επιστολή ούτε ήταν αυτός ο σκοπός της αφού ο εφεσείων, όπως εξ άλλου και ο ίδιος παραπονείται, δεν γνώριζε καν για την κατάσχεση.

Ενώ όμως συζητείτο το θέμα κυριότητας του σκάφους και ο εφεσείων προσπαθούσε, με εξηγήσεις που έδιδε και με έγγραφα που παρουσίαζε, να πείσει το Τμήμα Τελωνείων ότι αυτός ήταν όντως ο ιδιοκτήτης και ότι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του καπετάνιου ήταν ανυπόστατοι, δεν φαίνεται να γνώριζε ότι το σκάφος είχε κατασχεθεί. Δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι αυτός ήταν ο λόγος που δεν υπέβαλε τυπικά ένσταση ενώ διεκδικούσε το σκάφος και πλήρωνε τέλη στον Κυπριακό Οργανισμό Τουρισμού. Στην παράγραφο 3 του Δευτέρου Παραρτήματος του Νόμου, προβλέπεται ότι:

«                     Αμφισβήτησις Δημεύσεως

3. Πας όστις αξιοί ότι κατασχεθέν ως υποκείμενον εις δήμευσιν ουδόλως υπόκειται εις τοιαύτην δήμευσιν, δέον όπως εντός μηνός από της ημερομηνίας της δημοσιεύσεως της κατασχέσεως ή, εφ' όσον δεν επεδόθη αυτώ τοιαύτη δηλοποίησις, εντός μηνός από της κατασχέσεως, επιδώση τω Διευθυντή έγγραφον αμφισβήτησιν εν παντί τελωνειακώ γραφείω.»

Η Δημοκρατία διατηρεί την άποψη ότι το κατά πόσο ο εφεσείων γνώριζε προσωπικά για την κατάσχεση είναι άσχετο και ότι σημασία έχει μόνο το ότι πρώτο, έγινε καλή επίδοση της δηλοποίησης σε εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο και, δεύτερο, ότι εν συνεχεία δεν υπήρξε αμφισβήτηση της κατάσχεσης, οπότε η δήμευση κατέστη αναπόφευκτη. Σημειώνουμε ότι εν προκειμένω το σκάφος δημεύτηκε στις 22 Ιουνίου 1998. Σύμφωνα με την παράγραφο 5  του Δευτέρου Παραρτήματος του Νόμου:

«5. Εάν επί τη παρόδω της νενομισμένης ως άνω προθεσμίας, προς αμφισβήτησιν διενεργηθείσης κατασχέσεως δεν επιδοθή τω Διευθυντή τοιαύτη έγγραφος αμφισβήτησις ή, επιδοθείσης ταύτης δεν τηρηθή οιαδήποτε των διατάξεων της αμέσως προηγουμένης παραγράφου, το κατασχεθέν λογίζεται κηρυχθέν εις δήμευσιν.»

Ενώ σε περίπτωση αμφισβήτησης της κατάσχεσης, ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων παραπέμπει το ζήτημα στο δικαστήριο, βάσει της παραγράφου 6 του Παραρτήματος:

«Εν η περιπτώσει επιδοθή έγγραφος αμφισβήτησις αναφορικώς προς οιονδήποτε πράγμα, συμφώνως ταις προηγουμέναις διατάξεσι του παρόντος Παραρτήματος, ο Διευθυντής δέον όπως ενεργήση ίνα εκδοθή δικαστική απόφασις επί του θέματος της δημεύσεως του εν λόγω πράγματος, και εάν το Δικαστήριον εξεύρη ότι τούτο, ότε κατεσχέθη τω όντι υπέκειτο εις δήμευσιν, κηρύσσεται δικαστικώς η δήμευσις αυτού.»

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του εξεταστή, ο εφεσείων τον επισκέφθηκε στις 2 Ιουνίου 1998 - πριν από τη δήμευση -  στα γραφεία του Τμήματος στη Λάρνακα και, διεκδικώντας την κυριότητα του σκάφους, πρότεινε να καταβάλει τα «ανάλογα τέλη» και να ανανεωθεί το δικαίωμα παραμονής του σκάφους στη μαρίνα. Το ίδιο έτοιμος εξ άλλου ήταν και ο καπετάνιος. Ο εξεταστής κατέθεσε ότι το Τμήμα Τελωνείων δεχόταν συμβιβασμούς τέτοιου είδους. Στην προκείμενη όμως περίπτωση αυτό δεν μπορούσε να γίνει διότι, καθώς εξήγησε, «.. υπήρχε θέμα αντιδικίας για το σκάφος... Το θέμα της διευθέτησης της τελωνειακής παράβασης ήταν δευτερεύουσας σημασίας. Επομένως έπρεπε πρώτα να διευθετηθεί το θέμα της κυριότητας και μετά.» Δυστυχώς το θέμα περιεπλάκη από το  ότι στις 26 Νοεμβρίου 1998, υπό συνθήκες που δεν γνωρίζουμε, το σκάφος απέπλευσε λαθραία και εξαφανίστηκε.

Η ουσία της υπόθεσης είναι, κατά τη γνώμη μας, ότι όσο και αν η επίδοση της δηλοποίησης κατάσχεσης στον καπετάνιο ήταν αρχικά δικαιολογημένη, εν τούτοις εφόσον κατέστη γνωστό στις Τελωνειακές Αρχές ότι ο καπετάνιος ενεργούσε όχι υπό την ιδιότητα αντιπροσώπου του εφεσείοντος αλλά για δικό του λογαριασμό, ως διεκδικητής του σκάφους, θα έπρεπε ως θέμα στοιχειώδους δικαιοσύνης να επιδίδετο δηλοποίηση κατάσχεσης και στον εφεσείοντα ο οποίος, καθώς προκύπτει, δεν γνώριζε περί αυτής. Η πρόνοια στην παράγραφο 1 του Δεύτερου Παραρτήματος του Νόμου ότι «Ο Διευθυντής οφείλει να επιδώση δηλοποίησιν περί της κατασχέσεως πράγματος τινος ως υποκειμένου εις δήμευσιν ως και περί των λόγων εφ' ων εδράζεται αύτη εις παν πρόσωπο, όπερ εφ' όσον ούτος γνωρίζει ήτο κατά τον χρόνο της κατασχέσεως ο κύριος ή εις των κυρίων τούτου» αφορά στην ουσία των πραγμάτων και δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως ικανοποιηθείσα από τον τύπο όταν ο τύπος βρίσκεται, όπως στην προκείμενη περίπτωση, σε προφανή διάσταση. Εδώ βρίσκεται η λύση. Επομένως, με την άλλη πτυχή του θέματος, με το ότι δηλαδή η αρμόδια Αρχή άφησε την περίπτωση να οδηγηθεί στη δήμευση, απορρίπτοντας τον συμβιβασμό για τον λόγο και μόνο της διπλής διεκδίκησης της κυριότητας του σκάφους, δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε.

Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Η κατάσχεση και η επακόλουθη δήμευση ακυρώνονται. Έξοδα, πρωτόδικα και έφεσης, υπέρ του εφεσείοντος.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση, υπέρ του εφεσείοντος.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο