ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 858
21 Ιουνίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ,
Εφεσείων-Εναγόμενος,
v.
ΥΠΟΥΡΓΟY ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11395)
Τουρκοκυπριακές περιουσίες ― Αγωγή από τον Υπουργό Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, αξιώνοντας συγκεκριμένο ποσό ως οφειλόμενα και/ή καθυστερημένα ενοίκια και/ή τέλη χρήσεως και/ή ως αποζημιώσεις για την περίοδο κατοχής καταστήματος που ανήκει σε Τουρκοκύπριο από Ελληνοκύπριο ― Κατά πόσο υπήρξε κώλυμα στην προώθηση της αγωγής και/ή εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των Άρθρων 5 και 10 του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (Νόμος 139/1991).
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του.
Το 1968 ο εφεσείων, ο οποίος δεν είναι εκτοπισθείς ενοικίασε από Τουρκοκύπριο ένα κατάστημα στην Πάφο αντί του μηνιαίου ενοικίου των £15. Μετά τη λήξη της ενοικίασης, ο εφεσείων κατέστη θέσμιος ενοικιαστής δυνάμει των περί Ενοικιοστασίου Νόμων. Το εν λόγω κατάστημα, η υπό του Υπουργικού Συμβουλίου συσταθείσα Κεντρική Επιτροπή Προστασίας και Διαχειρίσεως Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (η Επιτροπή), το θεώρησε ως εγκαταλειφθέν και, επομένως ως επιταχθέν. Η Επιτροπή, συναινούντος και του εφεσείοντος, παραχώρησε άδεια χρήσεως του καταστήματος στην Ξένια Πάτσαλου η οποία και έλαβε κατοχή του. Το 1985 ο εφεσείων καταχώρησε στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων την Αίτηση Εξώσεως Ε93/85 εναντίον 1 της Επιτροπής και 2 της Ξένιας Πάτσαλου. Την 21.9.1988 το Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα με το οποίο αναγνωριζόταν ο εφεσείων ως μοναδικός θέσμιος ενοικιαστής του καταστήματος "καθότι ουδέποτε έγινε έγκυρος έξωση εναντίον του και/ή ετερματίστηκε η ενοικίαση του πιο πάνω καταστήματος". Η Ξένια Πάτσαλου εφεσίβαλε την απόφαση με την Πολιτική ΄Εφεση 7762. Το Εφετείο απέρριψε την έφεση επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση ότι ο εφεσίβλητος (νυν εφεσείων) ήταν θέσμιος ενοικιαστής. Με την ίδια απόφαση εγκρίθηκε και η συμφωνία των διαδίκων ότι η εφεσείουσα θα εγκατέλειπε το κατάστημα την 31.8.1995.
Ο εφεσείων καταχώρησε την αγωγή υπ' αρ. 1042/1992 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου αξιώνοντας από τον εφεσίβλητο Υπουργό Εσωτερικών, ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών περιουσιών, δυνάμει του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (Νόμος 139/1991 - ο Νόμος), το ποσό των £8.743 ως καταβληθέν από την Ξένια Πάτσαλου στην Επιτροπή. Στις 3.5.1996 η αγωγή συμβιβάστηκε. Το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή αφού κατέστησε τις πρόνοιες 1(α) και 1(β) του συμβιβασμού κανόνες του Δικαστηρίου εκδίδοντας, ταυτόχρονα, απόφαση υπέρ του εφεσείοντος για £300 έναντι των εξόδων της διαδικασίας.
Ο εφεσίβλητος καταχώρησε εναντίον του εφεσείοντος την υπ' αρ. 4634/1997 αγωγή αξιώνοντας το συνολικό ποσό των £7.000 ως οφειλόμενα και/ή καθυστερημένα ενοίκια και/ή τέλη χρήσεως και/ή ως αποζημιώσεις από 1.9.1995 οπότε περιήλθε στην κατοχή του εφεσείοντος το κατάστημα μέχρι 31.12.1997, πλέον τόκους, έξοδα και ΦΠΑ. Το αξιούμενο ποσό αντιστοιχούσε σε καθυστερημένα ενοίκια και/ή τέλη χρήσεως για την επίδικη περίοδο, υπολογιζόμενα στη βάση του αγοραίου, κατά τον εφεσίβλητο, ενοικίου των £250 μηνιαίως.
Με την υπεράσπιση ο εφεσείων υποστήριξε ότι, με την απόφαση στην Αίτηση Εξώσεως Ε93/85 που επικυρώθηκε με την απόφαση του Εφετείου στην Πολιτική Έφεση 7762, είχε αναγνωρισθεί ως θέσμιος ενοικιαστής του καταστήματος, το οποίο, για τους λόγους που εξήγησε, δεν ενέπιπτε στις πρόνοιες του Νόμου και επομένως ο εφεσίβλητος δεν εδικαιούτο να αξιώνει ενοίκια και/ή τέλη χρήσεως και/ή αποζημιώσεις εκ μέρους του. Ο δικηγόρος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι (α) ο συμβιβασμός στην Αγωγή 1042/1992 δημιούργησε estoppel by conduct εμποδίζοντας τον εφεσίβλητο να προωθήσει την αγωγή, (β) το Άρθρο 5 του Νόμου προστατεύει, εκτός του δικαιώματος κατοχής και το δικαίωμα του ήδη καταβαλλομένου ενοικίου και της φιλησύχου απόλαυσης, (γ) η αγωγή είναι πρόωρη εφόσον δεν είχε εφαρμοσθεί το Άρθρο 10 του Νόμου, (δ) δεν υπήρχε μαρτυρία ότι όταν το κατάστημα παραδόθηκε στον εφεσείοντα την 1.9.1995 αυτό μπορούσε να ενοικιαστεί προς £250 μηνιαίως και (ε) το αγοραίο ενοίκιο για το κατάστημα ήταν £60 μηνιαίως.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το αγοραίο ενοίκιο για το κατάστημα ήταν, για την επίδικη περίοδο, £250 μηνιαίως και εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου για το συνολικό ποσό των £7.000 (ενοίκια από 1.9.1995 μέχρι 31.12.1997), πλέον τα έξοδα της δίκης.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:
1) Το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα τον κανόνα Δικαστηρίου/συμβιβασμό στην αγωγή 1042/1992 της 3.5.1996 και εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Εφεσίβλητος Κηδεμόνας έχει δικαίωμα να επιδιώξει την αύξηση του πληρωτέου ενοικίου για την περίοδο που προηγήθηκε του Κανόνα.
2) Ο Κηδεμόνας δεν ακολούθησε την από το Ν. 139/91 ενδεδειγμένη διαδικασία εφόσον επιθυμούσε να αυξήσει το συμφωνηθέν ενοίκιο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του Άρθρου 10(1) του Νόμου.
3) Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στον καθορισμό του ποσού των £250 μηνιαίως, ως του αγοραίου ενοικίου του καταστήματος για την επίδικη περίοδο.
4) Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μη αποδεχθεί ως αναξιόπιστη, τη μαρτυρία του εφεσείοντος ότι προέβη σε επιδιορθώσεις του καταστήματος, είναι εσφαλμένη.
5) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ερμήνευσε ορθά το Άρθρο 5 του Νόμου, συγκεκριμένα τη φράση "δικαιωμάτων κατοχής".
Αποφασίστηκε ότι:
1. Εφόσον το κατάστημα είχε περιέλθει στην κατοχή του εφεσείοντος από 1.9.1995 και αυτός δεν είχε έκτοτε καταβάλει στον εφεσίβλητο οποιοδήποτε ποσό ως ενοίκιο, η ορθή ερμηνεία της παραγράφου 2 του συμβιβασμού της 3.5.1996 δεν μπορεί να είναι άλλη παρά ότι ο εφεσίβλητος επιφύλαξε "τα δικαιώματα του να αξιώσει δικαστικώς παρά του Ενάγοντος την πληρωμή οποιουδήποτε ποσού αναφορικά προς ενοίκια" αναδρομικά από 1.9.1995.
Με το συμβιβασμό της 3.5.1996 στην Αγωγή 1042/1992 αναδιαμορφώθηκαν εκ συμφώνου οι έννομες σχέσεις των διαδίκων. Ο εφεσείων αποδέχθηκε ότι το κατάστημα καλυπτόταν από το Νόμο και, επομένως, (α) αυτό περιήλθε στον εφεσίβλητο, σύμφωνα με το Άρθρο 5 του Νόμου και (β) επ' αυτού δεν εφαρμόζονταν οι διατάξεις του περί Ενοικιοστασίου Νόμου, σύμφωνα με το Άρθρο 14 του Νόμου. Η δε επιφύλαξη των δικαιωμάτων του εφεσείοντος "τα οποία απορρέουν από την εξ αποφάσεως απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 9/12/91, 7762 έφεση" αναγόταν απλώς στα δικαιώματά του, όπως αυτά αναγνωρίστηκαν ως υφιστάμενα κατά το χρόνο της απόφασης στην Αίτηση Εξώσεως Ε93/85, ήτοι την 21.9.1988.
2. Η παρούσα υπόθεση δεν αφορούσε, εν πάση περιπτώσει, υπόθεση για αύξηση ενοικίου.
3. Στον καθορισμό του ποσού του αγοραίου ενοικίου λήφθηκαν υπόψη τα ενοίκια άλλων καταστημάτων στην περιοχή Ελληνοκυπριακής ιδιοκτησίας και όχι ενοίκια των £20 έως £30 μηνιαίως, καταστημάτων Τουρκοκυπριακής ιδιοκτησίας, εφόσον αυτά δεν είχαν αναθεωρηθεί από πολλών ετών.
4. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε που να δικαιολογεί την παρέμβαση του Εφετείου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
5. Ενόψει της αναδιαμόρφωσης εκ συμφώνου των εννόμων σχέσεων των διαδίκων, όπως αναφέρεται πιο πάνω, η εξέταση του λόγου 5 της έφεσης θα είχε μόνο ακαδημαϊκή σημασία και ως εκ τούτου δεν θα εξεταστεί.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που δόθηκε στις 25/4/02 (Αρ. Αγωγής 4634/94) με την οποία επιδίκασε υπέρ του ενάγοντα-Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών το αξιούμενο συνολικό ποσό των £7.000.-. το οποίο αντιστοιχούσε στα οφειλόμενα προς αυτόν από τον εναγόμενο καθυστερημένα ενοίκια ή τέλη χρήσεως ενός καταστήματος για την περίοδο από 1/9/95-31/12/97 το οποίο κατείχε ο εναγόμενος.
Μ. Πελίδης με Γ. Σαζεΐδου, για τον Εφεσείοντα.
Επ. Κορακίδης με Λ. Χατζηνεοφύτου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Το 1968 ο εφεσείων, ο οποίος δεν είναι εκτοπισθείς, ενοικίασε από τον Τουρκοκύπριο Niazim Mustafa ένα κατάστημα στη λεωφόρο Αρχιεπισκόπου Μακαρίου ΙΙΙ, αρ. 101, στην Πάφο, (το κατάστημα), αντί του μηνιαίου ενοικίου των £15. Ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης διέμενε στον Τουρκικό τομέα της Λευκωσίας προ της Τουρκικής εισβολής του 1974. Με τη λήξη της ενοικίασης, ο εφεσείων κατέστη θέσμιος ενοικιαστής δυνάμει των περί Ενοικιοστασίου Νόμων.
Με διαδοχικά διατάγματα του Υπουργικού Συμβουλίου, τα οποία εκδόθηκαν κατά την περίοδο 1975 έως 1991, όλες οι Τουρκοκυπριακές περιουσίες, οι οποίες είχαν εγκαταλειφθεί λόγω της μαζικής μετακίνησης των Τουρκοκύπριων ιδιοκτητών στις κατεχόμενες περιοχές, επιτάχθηκαν με σκοπό την προστασία τους. Δυνάμει των εν λόγω διαταγμάτων, η υπό του Υπουργικού Συμβουλίου συσταθείσα Κεντρική Επιτροπή Προστασίας και Διαχειρίσεως Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (η Επιτροπή) θεώρησε το κατάστημα ως εγκαταλειφθέν και, επομένως, ως επιταχθέν.
Σε κάποιο στάδιο η Επιτροπή, συναινούντος του εφεσείοντος, παραχώρησε άδεια χρήσεως του καταστήματος στην Ξένια Πάτσαλου, γυναίκα του κουνιάδου του, η οποία και έλαβε την κατοχή του. Το 1985, επειδή η Ξένια Πάτσαλου αρνείτο να του παραδώσει την κατοχή του καταστήματος όταν της το ζήτησε, ο εφεσείων καταχώρησε ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων την Αίτηση Εξώσεως Ε93/85 εναντίον 1. της Επιτροπής και 2. της Ξένιας Πάτσαλου. Την 21.9.1988 το Δικαστήριο, αφού άκουσε την αίτηση, αποφάσισε υπέρ του εφεσείοντος και εξέδωσε διάταγμα με το οποίο αναγνωριζόταν ως μοναδικός θέσμιος ενοικιαστής του καταστήματος ο εφεσείων "καθότι ουδέποτε έγινε έγκυρος έξωση εναντίον του και/ή ετερματίστηκε η ενοικίαση του πιο πάνω καταστήματος".
Η Ξένια Πάτσαλου εφεσίβαλε την απόφαση με την Πολιτική Έφεση 7762. Με απόφασή του ημερομηνίας 9.12.1991 το Εφετείο απέρριψε την έφεση επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση ότι ο εφεσίβλητος (νυν εφεσείων) ήταν θέσμιος ενοικιαστής του καταστήματος. Με την ίδια απόφαση εγκρίθηκε και η συμφωνία των διαδίκων ότι η εφεσείουσα θα εγκατέλειπε το κατάστημα την 31.8.1995.
Ακολούθως, με την υπ' αρ. 1042/1992 Ε.Δ. Πάφου Αγωγή (όπως τροποποιήθηκε με διαταγή του Δικαστηρίου 16.9.1992), ο εφεσείων αξίωσε από τον εφεσίβλητο Υπουργό Εσωτερικών, ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών περιουσιών, δυνάμει του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (Νόμος 139/1991 - ο Νόμος), το ποσό των £8.743 ως καταβληθέν από τη Ξένια Πάτσαλου στην Επιτροπή, πλέον μερικά άλλα ποσά. Στις 3.5.1996 η αγωγή συμβιβάστηκε. Ο συμβιβασμός που δηλώθηκε στο Δικαστήριο είχε ως ακολούθως:
"1. Σε περίπτωση κατά την οποία ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης του επίδικου ακινήτου εγείρει οποιαδήποτε διαδικασία εναντίον του Ενάγοντα Ανδρέα Ευσταθίου για ενοίκια και ποσά τα οποία αξιώνονται στην αγωγή τότε ο κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών περιουσιών αναλαμβάνει όπως:
α) Να παρέχει νομική κάλυψη στον Ανδρέα Ευσταθίου με έξοδα του κηδεμόνα νοουμένου ότι ο κηδεμόνας θα διορίσει τον κατάλληλο νομικό εκπρόσωπο της αρεσκείας του.
β) Αν ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης επιτύχει ανέκλιτη δικαστική απόφαση για οποιαδήποτε ποσά που σχετίζονται με το ακίνητο σε Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας υπέρ του τότε θα καταβάλει τα ποσά προς τον Τουρκοκύπριο ο κηδεμόνας.
2. Επειδή από 1/9/95 το επίδικο υποστατικό περιήλθε στην κατοχή του Ενάγοντα ο Εναγόμενος επιφυλάττει τα δικαιώματα του να αξιώσει δικαστικώς παρά του Ενάγοντος την πληρωμή οποιουδήποτε ποσού αναφορικά προς ενοίκια. Ο εναγόμενος θα πληρώσει το ποσό των £300 έναντι εξόδων του Ενάγοντα χωρίς να επηρεάζονται οποιαδήποτε προηγούμενα έξοδα.
Η αγωγή αποσύρεται με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του Ενάγοντα τα οποία απορρέουν από την εξ' αποφάσεως απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 9/12/91, 7762 έφεση.
Οι πρόνοιες του πιο πάνω συμβιβασμού 1(α) και 1(β) θα καταστούν κανόνες του Δικαστηρίου."
Συνακόλουθα, το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή αφού κατέστησε τις πρόνοιες 1(α) και 1(β) του συμβιβασμού κανόνες του Δικαστηρίου εκδίδοντας, ταυτόχρονα, απόφαση υπέρ του εφεσείοντος για £300 έναντι των εξόδων της διαδικασίας.
Από την 1.9.1995, οπότε το κατάστημα περιήλθε στην κατοχή του εφεσείοντος, και μέχρι την 31.12.1997, αυτός δεν κατέβαλε στον εφεσίβλητο, οποιοδήποτε ποσό ως ενοίκιο του καταστήματος το οποίο και κατείχε καθόλη αυτή την περίοδο. Ως εκ τούτου, ο εφεσίβλητος καταχώρησε εναντίον του εφεσείοντος την υπ' αρ. 4634/1997 Ε.Δ. Πάφου Αγωγή, αξιώνοντας το συνολικό ποσό των £7.000 ως οφειλόμενα και ή καθυστερημένα ενοίκια και ή τέλη χρήσεως και ή ως αποζημιώσεις για την περίοδο από 1.9.1995 μέχρι 31.12.1997, πλέον τόκους, έξοδα και ΦΠΑ.
Με την έκθεση απαιτήσεως ο εφεσίβλητος διευκρίνισε ότι το αξιούμενο ποσό των £7.000 αντιστοιχούσε σε καθυστερημένα ενοίκια και ή τέλη χρήσεως του καταστήματος από τον εφεσείοντα για την επίδικη περίοδο, υπολογιζόμενα στη βάση του αγοραίου, κατά τον εφεσίβλητο, ενοικίου των £250 μηνιαίως.
Με την υπεράσπιση ο εφεσείων προέβαλε τη θέση ότι, με την απόφαση στην Αίτηση Εξώσεως Ε93/85, που επικυρώθηκε με την απόφαση του Εφετείου στην Πολιτική Έφεση 7762, είχε αναγνωριστεί ως ο θέσμιος ενοικιαστής του καταστήματος, το οποίο, για τους λόγους που εξήγησε, δεν ενέπιπτε στις πρόνοιες του Νόμου και, επομένως, ο εφεσίβλητος δεν εδικαιούτο να αξιώνει ενοίκια και ή τέλη χρήσεως και ή αποζημιώσεις εκ μέρους του. Ο εφεσείων, όπως ισχυρίστηκε, κατέθετε σε τραπεζικό λογαριασμό το εκ £15 μηνιαίο ενοίκιο του καταστήματος, σε πίστη του Τουρκοκύπριου ιδιοκτήτη.
Κατά την ακρόαση, προς υποστήριξη των θέσεων του εφεσίβλητου και απόδειξη του αγοραίου ενοικίου κατέθεσαν πέντε μάρτυρες. Από πλευράς του εφεσείοντος έδωσε μαρτυρία ο ίδιος. Ως τεκμήρια κατατέθηκαν, η απόφαση στην Αίτηση Εξώσεως Ε93/85, η απόφαση στην Πολιτική Έφεση 7762, αντίγραφο της Αγωγής 1042/1992 για σκοπούς τίτλου και μόνο, ο συμβιβασμός στην Αγωγή 1042/1992 και δύο φωτοαντίγραφα βιβλιαρίου καταθέσεων.
Αγορεύοντας εκ μέρους του εφεσίβλητου, ο δικηγόρος του υποστήριξε ότι το κατάστημα καλύπτεται από το Νόμο και, επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 14, οι διατάξεις του περί Ενοικιοστασίου Νόμου 23/1983, όπως τροποποιήθηκε, δεν εφαρμόζονται. Ο Υπουργός Εσωτερικών είναι Κηδεμόνας του καταστήματος και, υπ' αυτή του την ιδιότητα, έχει την υποχρέωση να διεκδικήσει το αγοραίο ενοίκιο, εν προκειμένω, όπως προέκυψε από τη μαρτυρία, το ποσό των £250 μηνιαίως.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντος, αφού τόνισε ότι δεν αμφισβητούσε ότι το κατάστημα καλυπτόταν από το Νόμο, υποστήριξε ότι (α) ο συμβιβασμός στην Αγωγή 1042/1992 κώλυε τον εφεσίβλητο, ως εκ της συμπεριφοράς του, να προωθήσει την αγωγή (estoppel by conduct), (β) το άρθρο 5 του Νόμου ομιλεί περί "δικαιωμάτων κατοχής" και, επομένως, προστατεύει, εκτός του δικαιώματος κατοχής, και το δικαίωμα του ήδη καταβαλλόμενου ενοικίου και της φιλήσυχου απόλαυσης, (γ) η αγωγή είναι πρόωρη εφόσον δεν είχε εφαρμοσθεί το άρθρο 10 του Νόμου, δεν είχε, δηλαδή, ληφθεί από τον Κηδεμόνα οποιαδήποτε απόφαση για αύξηση ενοικίου, με κοινοποίηση στον εφεσείοντα, ώστε να μπορεί ο εφεσείων να προσφύγει στην εξ Υπουργών Επιτροπή, όπως προβλέπει το άρθρο 10, (δ) δεν υπήρχε μαρτυρία ότι, όταν το κατάστημα παραδόθηκε στον εφεσείοντα, ήτοι την 1.9.1995, αυτό μπορούσε να ενοικιαστεί προς £250 μηνιαίως, ποσό το οποίο ήταν, εν πάση περιπτώσει, παράλογο και αυθαίρετο και (ε) με τα δεδομένα της επίδικης περιόδου, το αγοραίο ενοίκιο για το κατάστημα ήταν £60 μηνιαίως.
Με την απόφασή του, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού απέρριψε, για τους λόγους που εξήγησε, τις νομικές θέσεις του δικηγόρου του εφεσείοντος, αναφορικά με την ύπαρξη κωλύματος, όπως και την ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 5 και 10 του Νόμου, και αφού δέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων του εφεσίβλητου και απέρριψε εκείνη του εφεσείοντος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το αγοραίο ενοίκιο για το κατάστημα ήταν, για την επίδικη περίοδο, £250 μηνιαίως. Συνακόλουθα, εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου για το συνολικό ποσό των £7.000 (ενοίκια από 1.9.1995 μέχρι 31.12.1997), πλέον τα έξοδα της δίκης.
Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα τον κανόνα του Δικαστηρίου / συμβιβασμό στην Αγωγή 1042/1992 της 3.5.1996 και, συγκεκριμένα, την παράγραφο 2 σύμφωνα με την οποία "2. Επειδή από 1/9/95 το επίδικο υποστατικό περιήλθε στην κατοχή του Ενάγοντα [Εφεσείοντα], ο Εναγόμενος [Εφεσίβλητος Κηδεμόνας] επιφυλάττει τα δικαιώματα του να αξιώσει δικαστικώς παρά του Ενάγοντος την πληρωμή οποιουδήποτε ποσού αναφορικά προς ενοίκια." Και τούτο διότι "το Πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να είχε αναγνωρίσει τη σχετικότητα του Κανόνα ως δεσμευτικής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων αναφορικά με την πληρωμή ενοικίου, και να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ορθά ερμηνευόμενος ο Κανόνας προβλέπει ότι ο Εφεσίβλητος Κηδεμόνας έχει δικαίωμα να επιδιώξει την αύξηση του πληρωτέου ενοικίου για την περίοδο μεταγενέστερη του Κανόνα. Νοουμένου βεβαίως ότι θα ακολουθήσει την ορθή διαδικασία για τη λήψη απόφασης για αύξηση του ενοικίου σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν.139/91". Δεν είχε, δηλαδή, ο εφεσίβλητος το δικαίωμα να αξιώσει από τον εφεσείοντα αυξημένα ενοίκια για την περίοδο μεταξύ της 1.9.1995 και της 3.5.1996.
Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Εφόσον το κατάστημα είχε περιέλθει στην κατοχή του εφεσείοντα από 1.9.1995 και αυτός δεν είχε έκτοτε καταβάλει στον εφεσίβλητο οποιοδήποτε ποσό ως ενοίκιο, η ορθή ερμηνεία της παραγράφου 2 του συμβιβασμού δεν μπορεί να είναι άλλη παρά ότι ο εφεσίβλητος επιφύλαξε "τα δικαιώματα του να αξιώσει δικαστικώς παρά του Ενάγοντος την πληρωμή οποιουδήποτε ποσού αναφορικά προς ενοίκια" αναδρομικά από 1.9.1995.
Αναφορικά με το συμβιβασμό της 3.5.1996 στην Αγωγή 1042/1992, και προτού προχωρήσουμε στην εξέταση των άλλων λόγων έφεσης, θεωρούμε χρήσιμο να διευκρινίσουμε ότι, κατά την κρίση μας, με το συμβιβασμό αυτό αναδιαμορφώθηκαν εκ συμφώνου οι έννομες σχέσεις των διαδίκων. Ο εφεσείων αποδέχθηκε ότι το κατάστημα καλυπτόταν από το Νόμο και, επομένως, (α) αυτό περιήλθε στον εφεσίβλητο, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Νόμου και (β) επ' αυτού δεν εφαρμόζονταν οι διατάξεις του περί Ενοικιοστασίου Νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Νόμου. Η δε επιφύλαξη των δικαιωμάτων του εφεσείοντος "τα οποία απορρέουν από την εξ' αποφάσεως απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 9/12/91, 7762 έφεση" αναγόταν απλώς στα δικαιώματά του, όπως αυτά αναγνωρίστηκαν ως υφιστάμενα κατά το χρόνο της απόφασης στην Αίτηση Εξώσεως Ε93/85, ήτοι την 21.9.1988.
Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 10(1) του Νόμου το οποίο έχει ως εξής:
"10.-(1) Κάθε ενδιαφερόμενος που δεν ικανοποιείται από απόφαση του Κηδεμόνα η οποία λαμβάνεται με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των με βάση αυτόν εκδιδομένων Κανονισμών έχει το δικαίωμα, μέσα σε τριάντα ημέρες από την ημέρα που κοινοποιείται σ΄ αυτόν η εν λόγω απόφαση, με έγγραφη προσφυγή του στην οποία να εκτίθενται οι λόγοι που την επέβαλαν να προσβάλει την απόφαση αυτή."*
Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντος "αν ο Κηδεμόνας επιθυμούσε να αυξήσει το συμφωνηθέν ενοίκιο έπρεπε να ενεργήσει ακολουθώντας την από το Ν.139/91 ενδεδειγμένη διαδικασία. Έπρεπε, δηλαδή, να είχε εκδοθεί απόφαση από τον Κηδεμόνα σχετικά με αύξηση του καταβλητέου ενοικίου, η οποία να κοινοποιηθεί στον Εφεσείοντα - Εναγόμενο. Τότε ο Εφεσείοντας - Εναγόμενος, αν δεν ήταν ικανοποιημένος από την απόφαση αυτή, είχε το δικαίωμα να την προσβάλει με έγγραφη προσφυγή του μέσα σε 30 μέρες από την κοινοποίηση της. Η προσφυγή θα εξεταζόταν από την εξ Υπουργών Επιτροπή η οποία εγκαθιδρύεται από το άρθρο 10(2) του Ν.139/91, αφού θα είχε δοθεί ευκαιρία στον Εφεσείοντα - Εναγόμενο να ακουστεί, σύμφωνα με το άρθρο 10(3) του Ν.139/91. Ο Εφεσίβλητος Κηδεμόνας δεν ακολούθησε τη διαδικασία αυτή." Επομένως, συνεχίζει η εισήγηση, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αγωγή δεν ήταν πρόωρη, είναι εσφαλμένη "γιατί ο Κηδεμόνας αφού κοινοποιήσει στον ενοικιαστή την απόφασή του και αφού παρέλθουν οι 30 ημέρες τότε και μόνον τότε μπορεί να προχωρήσει με αγωγή.".
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Δεν επρόκειτο, εν πάση περιπτώσει, περί αύξησης ενοικίου. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους:
"Παρά ταύτα, εκτός και πέραν των ανωτέρω, η διατύπωση του άρθρου 10 πιστεύω δεν αποτελεί προϋπόθεση για καταχώριση αγωγής προς διεκδίκηση ενοικίου. Η διεκδίκηση και απαίτηση ενοικίου είναι εκ του Νόμου επιβεβλημένη και ο Κηδεμόνας έχει υποχρέωση να εκπληρώσει τις νομικές του υποχρεώσεις.
Το άρθρο 6 αναφερόμενο στις αρμοδιότητες του Κηδεμόνα καθορίζει στο (8) ότι μία εξ αυτών είναι να "εγείρει ή υπερασπίζεται οποιαδήποτε αγωγή ή παραπομπή ή να λαμβάνει μέρος σε οποιαδήποτε διαδικασία που αφορά τουρκοκυπριακή περιουσία ή να προβαίνει σε συμβιβασμό σε αγωγή ή παραπομπή ή οποιαδήποτε άλλη διαδικασία, η οποία θα ήταν επωφελής για την περιουσίαν αυτήν ή τον ιδιοκτήτη" χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε επιφύλαξη του άρθρου 10."
Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στον καθορισμό του ποσού των £250 μηνιαίως, ως του αγοραίου ενοικίου του καταστήματος, κατά την επίδικη περίοδο, στηριζόμενο στη μαρτυρία του ΜΕ2 Ανδρέα Ιωάννου, υπαλλήλου του Κτηματολογίου Πάφου. Και τούτο διότι ο μάρτυρας καθόρισε το αγοραίο ενοίκιο "επιλεκτικά", λαμβάνοντας δηλαδή υπόψη τα ενοίκια συγκεκριμένων καταστημάτων που επέλεξε, ενώ έπρεπε να λάβει υπόψη όλα τα ενοίκια της περιοχής ώστε να εξεύρει το μέσο όρο.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Ορθά ο ΜΕ2 δεν έλαβε υπόψη ενοίκια των £20 έως £30 μηνιαίως, καταστημάτων Τουρκοκυπριακής ιδιοκτησίας, εφόσον, όπως εξήγησε, αυτά δεν είχαν αναθεωρηθεί από πολλών ετών, ενώ, αντίθετα, ορθά έλαβε υπόψη τα ενοίκια διαφόρων άλλων καταστημάτων στην περιοχή Ελληνοκυπριακής ιδιοκτησίας.
Με άλλο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του Δικαστηρίου να μην αποδεχθεί, ως αναξιόπιστη, τη μαρτυρία του εφεσείοντος ότι προέβη σε επιδιορθώσεις του καταστήματος.
Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος.
Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και τα συνακόλουθα ευρήματά του αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων είναι γνωστές. Το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και της εκατέρωθεν αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Στην προκείμενη περίπτωση, η επιχειρηματολογία του δικηγόρου του εφεσείοντος δε μας έπεισε ότι δικαιολογείται η παρέμβασή μας στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντος από το πρωτόδικο Δικαστήριο και, ιδιαίτερα, στη διαπίστωση του ότι, έστω και αν υποτεθεί ότι ο εφεσείων προέβη σε κάποιες επιδιορθώσεις του καταστήματος, "ουδόλως έχει αποδείξει το είδος αυτών ή το ισχυριζόμενο ως δαπανηθέν ποσό".
Ο τελευταίος λόγος έφεσης που προβάλλεται αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 5 του Νόμου. Και συγκεκριμένα στην ερμηνεία της φράσης "δικαιωμάτων κατοχής". Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντος, η φράση αυτή θα πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο που να καλύπτει όχι μόνο το δικαίωμα κατοχής, αλλά και "άλλα δικαιώματα παρεμφερή της κατοχής ή σχετικά με αυτή, όπως για παράδειγμα το δικαίωμα καταβολής του συμφωνηθέντος ενοικίου".*
Ενόψει της απόφασής μας ότι, με το συμβιβασμό της 3.5.1996 στην Αγωγή 1042/1992, αναδιαμορφώθηκαν εκ συμφώνου οι έννομες σχέσεις των διαδίκων, ο δε εφεσείων αποδέχθηκε ότι (α) το κατάστημα περιήλθε στον εφεσίβλητο, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Νόμου και (β) επ' αυτού δεν είχαν εφαρμογή οι διατάξεις του περί Ενοικιοστασίου Νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Νόμου, η εκ μέρους μας εξέταση αυτού του λόγου έφεσης θα είχε ακαδημαϊκή και μόνο σημασία. Ως εκ τούτου, δε θα τον εξετάσουμε.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.