ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 391
17 Μαρτίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ Ν. ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΙΑΣΟΥΜΗ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11411)
Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Απόδοση αποκλειστικής ευθύνης σε οδηγό αυτοκινήτου ο οποίος επιχειρώντας να εισέλθει σε πάροδο δεξιά σε σχέση με την πορεία του, ανέκοψε την πορεία εξ αντιθέτου επερχομένης μοτοσυκλέτας με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με αυτή ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης κατ' έφεση.
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Αποτελεί έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.
Στις 10.11.96 γύρω στις 4.30 π.μ., ο εφεσείων οδηγώντας το αυτοκίνητό του στο Παραλίμνι με κατεύθυνση προς Δερύνεια και επιχειρώντας να στρίψει σε δεξιά πάροδο σε σχέση με την πορεία του, ανέκοψε την πορεία μοτοσυκλέτας η οποία εκινείτο από την αντίθετη κατεύθυνση, με αποτέλεσμα τη σύγκρουση των δύο οχημάτων και τον τραυματισμό του εφεσίβλητου.
Το ερώτημα κατά πόσο άναβε ή όχι το μπροστινό φανάρι της μοτοσυκλέτας αποτέλεσε και το καίριο σημείο αντιδικίας μεταξύ των διαδίκων. Η θέση του εφεσείοντος ήταν ότι η μοτοσυκλέτα δεν είχε μπροστινό φως.
Ο εφεσείων παραδέχθηκε στην ποινική δίκη για αμελή οδήγηση και ανέφερε ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε φώτα και δεν τον είδε. Στη συνέχεια συμφώνησε με τα γεγονότα όπως τα εξέθεσε η Κατηγορούσα Αρχή ότι δεν είχε πισινά φώτα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε αποκλειστική ευθύνη στον εφεσείοντα για την πρόκληση του ατυχήματος αφού απέρριψε την εκδοχή του ότι δεν άναβε το μπροστινό φανάρι της μοτοσυκλέτας κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Οι λόγοι έφεσης αφορούν τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τον κατ' ισχυρισμό λανθασμένο χειρισμό της παραδοχής του εφεσείοντος στην ποινική υπόθεση και/ή την παράλειψη συσχετισμού της με την υπόλοιπη μαρτυρία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε μέσα στα καθορισμένα πλαίσια, προέβη σε ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων τα οποία ήταν δικαιολογημένα και κατέληξε στα ορθά συμπεράσματα.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η θέση του εφεσείοντος ότι δεν είδε τη μοτοσυκλέτα του εφεσίβλητου γιατί δεν υπήρχε μπροστινό φως, καταρρίπτεται από την παραδοχή του στην ποινική δίκη. Υπήρχαν όμως και άλλα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο και που δικαιολογούσαν την κατάληξη του στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων δεν ήταν αξιόπιστος μάρτυρας. Μεταξύ αυτών και το ότι θα ήταν πολύ δύσκολο για τον εφεσίβλητο να οδηγεί τη μοτοσυκλέτα χωρίς φώτα σε ένα σκοτεινο δρόμο κατά τη διάρκεια της νύκτας.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου που δόθηκε στις 4/6/02 (Αρ. Αγωγής 1054/98) με την οποία έκρινε ότι την αποκλειστική ευθύνη για την πρόκληση του τροχαίου ατυχήματος στις 10/11/96 στο Παραλίμνι έφερε ο εναγόμενος καθώς και των ζημιών τις οποίες υπέστη ο ενάγων, ότι ο ενάγων δεν ήταν υπεύθυνος για συντρέχουσα αμέλεια και εξέδωσε απόφαση σε βάρος του ενάγοντα για συνολικό ποσό αποζημιώσεων ύψους £12,398- πλέον τόκους και έξοδα.
Στ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Τσίτσιος με Γ. Λοΐζου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Στις 10.11.96 γύρω στις 4.30 π.μ. ο εφεσίβλητος οδηγούσε την μοτοσυκλέτα με αρ. εγγραφής CAD 218 επί της οδού Γρίβα Διγενή στο Παραλίμνι με κατεύθυνση από τη Δερύνεια προς το Παραλίμνι. Κατά τον ίδιο χρόνο ο εφεσείων οδηγούσε το όχημα με αρ. εγγραφής YJ 205 από την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή από το Παραλίμνι προς τη Δερύνεια. Πρόθεση του εφεσείοντα ήταν να στρίψει δεξιά και να εισέλθει σε κάποια πάροδο. Κατά το χρόνο που ο εφεσείων επιχειρούσε να εισέλθει στην προαναφερόμενη πάροδο, το όχημα του συγκρούστηκε με τη μοτοσυκλέτα. Το σημείο συγκρούσεως βρίσκεται στη δεξιά λωρίδα του δρόμου σε σχέση με την πορεία του εφεσείοντα και στην αριστερή λωρίδα του δρόμου σε σχέση με την πορεία του εφεσίβλητου. Η μοτοσυκλέτα του εφεσίβλητου προσέκρουσε στα μπροστινά δεξιά φανάρια και στο μπροστινό δεξιό φτερό του οχήματος που οδηγούσε ο εφεσείων. Το δυστύχημα έλαβε χώραν κατά τη διάρκεια της νύκτας σε ένα δρόμο που δεν φωτίζεται και επικρατούσε σκοτάδι. Το αποτέλεσμα του δυστυχήματος ήταν η πτώση του εφεσίβλητου σε παρακείμενο ανθώνα που βρισκόταν στην αριστερή πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του και ο σοβαρός τραυματισμός του.
Καίριο σημείο αντιδικίας μεταξύ των δύο πλευρών υπήρξε το κατά πόσο άναβε το μπροστινό φανάρι της μοτοσυκλέτας που οδηγούσε ο εφεσίβλητος κατά τον ουσιώδη χρόνο. Η εκδοχή του εφεσίβλητου-ενάγοντα και του Μ.Ε. 4 ήταν ότι το μπροστινό φανάρι της μοτοσυκλέτας που οδηγούσε ο εφεσείων ήταν αναμμένο κατά τον ουσιώδη χρόνο. Αντίθετη ήταν η εκδοχή του εφεσείοντα ο οποίος ισχυριζόταν ότι δεν άναβε το μπροστινό φανάρι της μοτοσυκλέτας κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής δέχθηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου και του Μ.Ε. 4 καθώς και τη μαρτυρία του Αστυνομικού-Εξεταστή (Μ.Ε. 1) και απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα ως αναξιόπιστη. Με βάση τα ευρήματα του ως προς τα ουσιώδη γεγονότα το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων ήταν έκδηλα αμελής. Παρενέβη στην πορεία του εφεσίβλητου και του έφραξε το δρόμο γεγονός που καθιστούσε την αμέλεια του τη γενεσιουργό αιτία της σύγκρουσης. Ο εφεσίβλητος είχε δικαίωμα ελεύθερης και ανεμπόδιστης χρήσης του μέρους του δρόμου στο οποίο βρισκόταν και ο εφεσείων είχε αντίστοιχο καθήκον να σεβαστεί το δικαίωμα αυτό και να δώσει προτεραιότητα στον εφεσίβλητο αναφορικά με τη χρήση εκείνου του μέρους του δρόμου. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν υπόλογος για συντρέχουσα αμέλεια εφόσον δεν είχε παραλείψει να λάβει οποιαδήποτε προληπτικά μέτρα για την ασφάλεια του. Κατά συνέπεια το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αποκλειστική ευθύνη για την πρόκληση του ατυχήματος και των ζημιών του εφεσίβλητου έφερε ο εφεσείων ο οποίος είχε παραβεί το καθήκον που αναμενόταν απ' αυτόν να ελέγχει επαρκώς το δρόμο. Αναφορικά με το ζήτημα του ότι ο εφεσίβλητος δεν αντέδρασε καθ' οιονδήποτε τρόπο προς αποφυγή της σύγκρουσης, το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, ότι κάτω από τις συνθήκες του δυστυχήματος, αυτό ήταν δικαιολογημένο εφόσον τον κίνδυνο δημιούργησε ο εφεσείων σε χρόνο που η απόσταση μεταξύ των δύο οχημάτων ήταν μικρή και ως εκ τούτου δεν παρείχετο ευκαιρία στον εφεσίβλητο να αντιδράσει. Επίσης το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία ενώπιον του πως ο εφεσίβλητος οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα ή καθ' οιονδήποτε άλλο μεμπτό τρόπο.
Ενώπιον του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου συμφωνήθηκαν κάποιες ειδικές ζημιές του εφεσίβλητου ανερχόμενες στο ποσό των £398.- και τα υπόλοιπα επίδικα θέματα παρέμειναν για να αποφασιστούν από το Δικαστήριο.
Μετά από προσεκτική ανάλυση της μαρτυρίας και των σχετικών αρχών το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο ότι ο εφεσίβλητος δικαιούτο σε γενικές αποζημιώσεις ύψους £12.000.- και ως εκ τούτου εκδόθηκε απόφαση υπέρ του και εις βάρος του εφεσείοντα για το συνολικό ποσό των £12.398.- με τόκο και έξοδα. Η απαίτηση του εφεσίβλητου για ποσό £1.280.- που, κατά τον ισχυρισμό του, συνιστούσε απώλειες ημερομισθίων, απορρίφθηκε. Επίσης απορρίφθηκε η αγωγή εναντίον της εναγόμενης 2, ιδιοκτήτριας του αυτοκινήτου που οδηγούσε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο εφεσείων-εναγόμενος 1 καθότι δεν αποδείχθηκε εκ προστήσεως ευθύνη.
Οι λόγοι εφέσεως είναι τρεις. Ο πρώτος λόγος είναι ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την αξιοπιστία των μαρτύρων. Συγκεκριμένα λανθασμένα έκρινε ως αξιόπιστους τους μάρτυρες ενάγοντος 1 και 4 και τον ενάγοντα-εφεσίβλητο και λανθασμένα απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα αναφορικά με το γεγονός ότι η μοτοσυκλέτα που οδηγούσε ο εφεσίβλητος κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν έφερε (μπροστινό) φως. Ο δεύτερος λόγος εφέσεως είναι ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα χειρίστηκε την παραδοχή του εφεσείοντα στην ποινική υπόθεση και/ή ότι παρέλειψε να τη συσχετίσει με την υπόλοιπη μαρτυρία. Ο τρίτος λόγος εφέσεως είναι ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν πίστεψε τον εφεσείοντα.
Υπάρχει πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με το πότε επεμβαίνει το Εφετείο στα ευρήματα αξιοπιστίας του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου. Στην προκείμενη περίπτωση εξετάσαμε με προσοχή τη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου, τα τεκμήρια που κατατέθηκαν καθώς και τα ευρήματα αξιοπιστίας και τα συμπεράσματα του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου. Καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως ο ευπαίδευτος Πρωτόδικος Δικαστής ενήργησε μέσα στα καθορισμένα πλαίσια, προέβη σε ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων τα οποία ήταν δικαιολογημένα και κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα. Τόσο ο ίδιος ο εφεσίβλητος-ενάγων όσο και ο ανεξάρτητος Μ.Ε. 4 ήταν θετικοί και καλοί μάρτυρες, των οποίων τη μαρτυρία το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε εξ ολοκλήρου ως αξιόπιστη και δεν βλέπουμε οποιοδήποτε λόγο επέμβασης σ' αυτό το εύρημα. Βρήκε επίσης, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι και ο Αστυνομικός-Εξεταστής (Μ.Ε. 1) ήταν αξιόπιστος μάρτυρας και δεν βρίσκουμε οποιοδήποτε λόγο επέμβασης και σ' αυτό το εύρημα. Δεν θεωρούμε ότι υπάρχει οποιαδήποτε ουσιαστική διαφορά στη μαρτυρία των τριών αυτών μαρτύρων δύο από τους οποίους (εφεσίβλητος-ενάγων και Μ.Ε. 4) ήταν αυτόπτες μάρτυρες ενώ ο Μ.Ε. 1 έφθασε στη σκηνή του δυστυχήματος λίγο αργότερα. Συγκεκριμένα ως προς το ζήτημα του ποιοί βρίσκονταν στη σκηνή του δυστυχήματος όταν έφθασε εκεί ο Αστυνομικός-Εξεταστής (Μ.Ε. 1) δεν θεωρούμε ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ των μαρτυριών του Μ.Ε. 1 και του Μ.Ε. 4.
Όσον αφορά το ζήτημα της παραδοχής του εφεσείοντα στην Ποινική Υπόθεση 951/97 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, στην οποία ο εφεσείων κατηγορείτο για αμελή οδήγηση, παρατηρούμε ότι ενώ ο εφεσείων, μετά την παραδοχή του, ανέφερε στο Δικαστήριο ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε φώτα και δεν τον είδε, στη συνέχεια συμφώνησε με τα γεγονότα, όπως τα εξέθεσε η Κατηγορούσα Αρχή, σύμφωνα με τα οποία η μοτοσυκλέτα του εφεσίβλητου δεν είχε πισινά φώτα. Ο ευπαίδευτος Πρωτόδικος Δικαστής στην απόφαση του, αφού αναφέρθηκε στις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η παραδοχή του εφεσείοντα στην προαναφερόμενη ποινική υπόθεση, παρατήρησε ότι η παραδοχή θα έπρεπε να αποτιμηθεί σε συνάρτηση προς τα γεγονότα που θεωρήθηκαν ότι στοιχειοθετούν το αδίκημα ώστε να αξιολογηθεί η αποδεικτική της αξίας στην αστική δίκη. Κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο εφεσείων, στην ποινική υπόθεση, παραδέχθηκε γεγονότα που συνιστούσαν στοιχείο αμέλειας στην αστική αγωγή και ότι επομένως δεν μπορούσε να αγνοήσει την παραδοχή του εφεσείοντα στην ποινική δίκη γιατί σχετιζόταν άμεσα με την αξιοπιστία της υπόλοιπης μαρτυρίας του και με το βάρος που έπρεπε να αποδοθεί σ' αυτή. Θεώρησε, ο Πρωτόδικος Δικαστής, ότι η θέση του εφεσείοντα ότι δεν είδε την μοτοσυκλέτα του εφεσίβλητου γιατί δεν είχε μπροστινό φως καταρρίπτεται από την παραδοχή του εφεσείοντα στην ποινική δίκη για αμελή οδήγηση. Όμως αυτό δεν ήταν το μόνο στοιχείο που έλαβε υπόψη του το Πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων δεν ήταν αξιόπιστος μάρτυρας. Τα άλλα στοιχεία που έλαβε υπόψη του αναφέρονται στις σελ. 11 και 12 της πρωτόδικης απόφασης και μεταξύ άλλων είναι:
(α) Ότι παρόλο που η σύγκρουση έγινε στο μπροστινό δεξιό φανάρι του αυτοκινήτου του εφεσείοντα, ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι δεν είδε τίποτε πριν τη σύγκρουση αλλά άκουσε μόνο το θόρυβο από αυτή.
(β) Έστω και αν η μοτοσυκλέτα του εφεσίβλητου δεν είχε μπροστινό φως ο εφεσείοντας θα έπρεπε να την είχε επισημάνει τη στιγμή τουλάχιστο που η μοτοσυκλέτα πέρασε μέσα από τη δέσμη των φώτων του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο εφεσείοντας, δεδομένου πως το αυτοκίνητο είχε ήδη πάρει κλίση προς τα δεξιά όταν έγινε η σύγκρουση, και
(γ) Το ότι θα ήταν πολύ δύσκολο για τον εφεσίβλητο να οδηγεί τη μοτοσυκλέτα χωρίς φώτα σε ένα δρόμο σκοτεινό, κατά τη διάρκεια της νύκτας.
Με όλα τα ενώπιον μας στοιχεία εκτιμούμε πως τόσο το ζήτημα της παραδοχής του εφεσείοντα στην προαναφερόμενη ποινική υπόθεση όσο και το ζήτημα της κρίσης της αξιοπιστίας ολόκληρης της μαρτυρίας του εφεσείοντα, εξετάστηκαν και αποφασίστηκαν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο μέσα σε ορθά πλαίσια και επομένως ότι δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβαση από το παρόν Δικαστήριο.
Ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει οποιοδήποτε από τους λόγους εφέσεως και ως εκ τούτου η έφεση του απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.