ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 1 ΑΑΔ 296

18 Φεβρουαρίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

1. ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,

2. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

v.

1. ALPHA BANK LTD,

2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

3. ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥ

   ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11934)

 

Αποφάσεις και διατάγματα ― Προσωρινό διάταγμα το οποίο εκδόθηκε με μονομερή αίτηση ― Υποχρέωση για πλήρη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων ― Αποτελεί προϋπόθεση για εξασφάλιση του διατάγματος χωρίς ειδοποίηση στον αντίδικο.

Οι εφεσείοντες-ενάγοντες (οι εφεσείοντες) ενήγαγαν τους εφεσίβλητους-εναγόμενους (οι εφεσίβλητοι) αξιώνοντας αποζημιώσεις για δόλο, απάτη, ψευδείς παραστάσεις και παράνομες ενέργειες τους, καθώς και ακύρωση του πλειστηριασμού που πραγματοποιήθηκε στις 2.11.2003 κατά τον οποίο πωλήθηκε ακίνητο του εφεσείοντος 1 στο πλαίσιο εκτέλεσης δικαστικής απόφασης στην αγωγή 4343/96 που είχε εκδοθεί εναντίον του και υπέρ των εφεσιβλήτων στις 12.5.1997.  Αγοραστής του ακινήτου ήταν η τράπεζα εφεσίβλητη 1. Με την καταχώρηση της αγωγής οι εφεσείοντες εξασφάλισαν, στη βάση μονομερούς αίτησης, προσωρινό διάταγμα με το οποίο παρεμποδιζόταν η μεταβίβαση του επίδικου κτήματος μέχρις ότου προχωρήσει η αίτηση σε συζήτηση αφού επιδοθεί στην άλλη πλευρά.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από ακρόαση, ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα για το βασικό λόγο της μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων στην ένορκη δήλωση που καταχωρήθηκε προς υποστήριξη του, που άπτονταν άμεσα στην κρίση του Δικαστηρίου, κατά πόσο δηλαδή θα εκδιδόταν ή όχι το διάταγμα στην απουσία αυτών που θα αφορούσε, δηλαδή τους εφεσίβλητους. Τα γεγονότα αυτά αφορούσαν τις αποφάσεις στην αγωγή 4343/96 και στην αγωγή 695/98 που οι εφεσίβλητοι είχαν εξασφαλίσει εναντίον των εφεσειόντων.  Οι πιο πάνω δύο αποφάσεις δεν έχουν προσβληθεί.

Η έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία είχε ακυρωθεί το προσωρινό διάταγμα.

Αποφασίστηκε ότι:

Τα γεγονότα που δεν αποκαλύφθηκαν στην ένορκη δήλωση άπτονταν στην ουσία ολόκληρης της υπόθεσης.  Από αυτά προκύπτει ότι οι εφεσείοντες γνώριζαν τις αποφάσεις εναντίον τους, περίμεναν όμως την τελευταία στιγμή για να προσβάλουν τον πλειστηριασμό, ο οποίος έχει ήδη διενεργηθεί.

Per Curiam: Το επίδικο κτήμα έχει ήδη εγγραφεί και είναι τώρα ιδιοκτησία της εφεσίβλητης τράπεζας 1.  Σε περίπτωση που οι εφεσείοντες επιτύχουν στην αγωγή τους, η όποια απόφαση του Δικαστηρίου ασφαλώς αναμένεται πως θα ικανοποιηθεί από την εφεσίβλητη τράπεζα 1.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 23/12/03 (Αρ. Αγωγής 4409/03) με την οποία ακυρώθηκε το προσωρινό διάταγμα το οποίο εκδόθηκε κατόπιν μονομερούς αίτησης των εναγόντων στα πλαίσια αγωγής τους για ακύρωση του δημόσιου πλειστηριασμού ακινήτου στη Λάρνακα προς εκτέλεση δικαστικής απόφασης με αγοραστή την εναγόμενη 1, Τράπεζα, με το οποίο παρεμποδιζόταν η μεταβίβαση του επίδικου κτήματος, μέχρις ότου προχωρήσει η αίτηση σε συζήτηση αφού επιδοθεί στην άλλη πλευρά.

Αλ. Μαρκίδης, για τους Εφεσείοντες.

Α. Ζαχαρίου, για την Εφεσίβλητη 1.

Δ. Κούσιου , για τους Εφεσίβλητους 2.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Οι εφεσείοντες είναι ενάγοντες στην αγωγή 4409/2003, που καταχωρίστηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας. Στην οπισθογράφηση της απαίτησης τους αξιώνουν από τους εφεσίβλητους/εναγόμενους αποζημιώσεις για δόλο, απάτη, ψευδείς παραστάσεις και παράνομες ενέργειες τους, καθώς και ακύρωση του πλειστηριασμού που πραγματοποιήθηκε στις 2.11.2003, στον οποίο πωλήθηκε το ακίνητο, με αριθμό εγγραφής C562 Φ.Σχ.ΧL1/41.W.II τμήμα C, τεμάχιο 538 ενορία Χρυσοπολίτισσα Λάρνακα. Ο δημόσιος πλειστηριασμός έγινε σε εκτέλεση δικαστικής απόφασης με σχετικό διάταγμα που εκδόθηκε στις 12.5.1997 στην αγωγή 4343/96. Αγοραστής του ακινήτου κατά τον δημόσιο πλειστηριασμό ήταν η τράπεζα εφεσίβλητη 1. Με την καταχώριση της αγωγής, και στη βάση μονομερούς αίτησης των εφεσειόντων ημερ. 1.12.2003, το Δικαστήριο εξέδωσε προσωρινό διάταγμα με το οποίο παρεμποδιζόταν η μεταβίβαση του επίδικου κτήματος, μέχρις ότου προχωρήσει η αίτηση σε συζήτηση αφού επιδοθεί στην άλλη πλευρά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε και τις δύο πλευρές στις 23.12.2003 και ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα που είχε εκδώσει. Η ακύρωση του διατάγματος είναι το αντικείμενο της ενώπιον μας έφεσης.

Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ασχολήθηκε στην απόφαση του με όλα τα ζητήματα που ηγέρθησαν, ώστε η αιτιολογική σκέψη που υιοθέτησε να είναι ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε περίπτωση έφεσης εφ' όλης της ύλης. Ο βασικός λόγος για τον οποίο ο Πρόεδρος ακύρωσε το διάταγμα που εξέδωσε, είναι γιατί, στην ένορκη δήλωση που καταχωρίστηκε προς υποστήριξη του προσωρινού διατάγματος δεν αποκαλύπτονταν ουσιώδη γεγονότα που άπτονταν άμεσα στην κρίση του Δικαστηρίου, κατά πόσο δηλαδή θα εκδιδόταν ή όχι το διάταγμα στην απουσία αυτών που θα αφορούσε, δηλαδή τους εφεσίβλητους.

Τα γεγονότα που δεν αποκαλύφθηκαν στην πιο πάνω ένορκη δήλωση, άπτονταν, κατά τη γνώμη μας, στην ουσία ολόκληρης της υπόθεσης, όπως θα υποδειχθεί παρακάτω. Έχουμε ήδη πει πως ο δημόσιος πλειστηριασμός πραγματοποιήθηκε στις 2.11.2003 σε εκτέλεση της δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε πάνω από έξι χρόνια προηγουμένως, την 12.5.1997, στην αγωγή 4343/96.  Οι εφεσείοντες ισχυρίζονταν στην ένορκη τους δήλωση, και είναι η βάση της αγωγής τους με την οποία ζητούν ακύρωση του πλειστηριασμού, πως η αγωγή, στην οποία εκδόθηκε η απόφαση το 1997, δεν τους είχε νομότυπα επιδοθεί. Φαίνεται όμως από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι.

Η πιο πάνω αγωγή στρεφόταν εναντίον του εφεσείοντος 1 ως πρωτοφειλέτη και του εφεσείοντος 2 ως εγγυητή. Η αγωγή δεν επιδόθηκε στον εφεσείοντα 2 μέσα σε ένα έτος από την έκδοση του κλητηρίου γιατί δεν ανευρέθη. Στις 12.5.97, όπως είπαμε ήδη πιο πάνω, εκδόθηκε απόφαση και διάταγμα για εκποίηση της επίδικης περιουσίας εναντίον του εφεσείοντα 1. Καταχωρίστηκε άλλη αγωγή εναντίον του εφεσείοντα 2, η 695/98, στην οποία και εκδόθηκε απόφαση εναντίον του στις 12.4.02. Οι πιο πάνω δύο αποφάσεις δεν έχουν προσβληθεί. Ο εφεσείων 2 απέκρυψε από το Δικαστήριο πως στην αγωγή 695/98 εξεδόθη απόφαση στις 23.2.99, η οποία όμως παραμερίστηκε μετά από αίτηση του ιδίου. Τελικά το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση και εναντίον του εφεσείοντα 2, στις 12.4.02. Ο ίδιος ο εφεσείων 2 σε ένορκη δήλωση του, ημερ. 12.10.99, ανέφερε, μεταξύ άλλων, πως γνώριζε ότι ο εφεσείων 1 είχε προβεί σε ενέργειες για την ακύρωση της απόφασης στην αγωγή 4343/96. Είναι έκδηλο πως οι εφεσείοντες γνώριζαν τις αποφάσεις εναντίον τους, περίμεναν όμως την τελευταία στιγμή για να προσβάλουν τον πλειστηριασμό, ο οποίος είχε ήδη διενεργηθεί.

Δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε με όλους τους λόγους που σωρευτικά υιοθέτησε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει στην κρίση του, μήτε βέβαια και με όλους τους λόγους που προβάλλονται στην έφεση. Η ορθότητα του πιο πάνω λόγου, που υιοθετήθηκε πρωτοδίκως, και που αναπτύσσουμε πιο πάνω, οριοθετεί και την έκβαση της έφεσης. Να προσθέσουμε όμως ακόμη ένα.  Το επίδικο κτήμα έχει ήδη εγγραφεί και είναι τώρα ιδιοκτησία της εφεσίβλητης τράπεζας 1. Σε περίπτωση που οι εφεσείοντες θα επιτύχουν στην αγωγή τους, για τους λόγους που επικαλούνται σ' αυτή, η όποια απόφαση του Δικαστηρίου ασφαλώς αναμένεται πως θα ικανοποιηθεί από την εφεσίβλητη τράπεζα 1.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο