ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 266
18 Φεβρουαρίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
J. ARISTODEMOU IDEAL HOUSES LTD,
Εφεσείοντες,
v.
ΓΙΑΓΚΟΥ ΓΛΥΚΗ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11661)
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Επέμβαση Εφετείου ― Έφεση κατά των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα οποία κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας ― Απορρίφθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος επέμβασης στην κρίση του Δικαστηρίου ― Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η κατάληξη σε ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων αποτελεί έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει.
Έξοδα ― Επιδίκαση εξόδων ― Διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ― Κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης.
Συμβάσεις ― Σύμβαση πώλησης αγαθών ― Ο πωλητής δικαιούται να διεκδικήσει το συμφωνηθέν τίμημα πώλησης, εφόσον η σύμβαση δεν τερματίστηκε ή ακυρώθηκε.
Ο εφεσίβλητος-ενάγων (ο εφεσίβλητος) καταχώρησε αγωγή εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων (οι εφεσείοντες) αξιώνοντας ποσό £7.250 ως το συμφωνηθέν τίμημα πωλήσεως τριών αυτοκινήτων, δυνάμει πωλητηρίου εγγράφου, ημερ. 21.11.92. Οι εφεσείοντες παραδέχθηκαν μεν την υπογραφή του πωλητηρίου εγγράφου, ισχυρίστηκαν όμως ότι ο εφεσίβλητος προέβη σε ψευδείς παραστάσεις προς αυτούς αναφορικά με την ιδιοκτησία των επίδικων τριών αυτοκινήτων. Με την ανταπαίτησή τους αξίωσαν την ακύρωση του πωλητηρίου εγγράφου και αποζημιώσεις.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και του μάρτυρά του ως αξιόπιστη και απέρριψε τη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης-εφεσειόντων ως αναξιόπιστη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα ακόλουθα συμπεράσματα: (α) η προαναφερόμενη συμφωνία ήταν έγκυρη συμφωνία πωλήσεως καθορισμένων εμπορευμάτων η οποία διέπετο από το Άρθρο 19 του περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμου, Κεφ. 267 εφόσον κατά τον ουσιώδη χρόνο της αγωγής δεν είχε τεθεί σε ισχύ ο Νόμος 10(Ι)/94, και (β) η επίδικη συμφωνία ουδέποτε τερματίστηκε αλλά εξακολουθούσε να ισχύει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου για £7.150 μόνο εφόσον ο εφεσίβλητος, στη μαρτυρία του, επανειλημμένα ανέφερε ότι αυτό ήταν το ποσό που απαιτούσε. Το Δικαστήριο επίσης επιδίκασε νόμιμο τόκο και έξοδα, στην αγωγή, υπέρ του εφεσίβλητου και απέρριψε την ανταπαίτηση χωρίς διαταγή για έξοδα.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση αμφισβητώντας τις διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων, ήταν και τα ακόλουθα:
1) Ο εφεσίβλητος εδικαιούτο να εισπράξει από τους εφεσειόντες το τίμημα της πώλησης αφού δεν αποδείχθηκε νομική πλάνη αναφορικά με τη φύση της δικαιοπραξίας όπως ισχυρίζονταν οι εφεσείοντες.
2) Η επίδικη συμφωνία ουδέποτε τερματίστηκε.
3) Η επίδικη συμφωνία διέπεται από το Άρθρο 19 του περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμου.
Οι εφεσείοντες ισχυρίσθηκαν επίσης ότι η αξιολόγηση των μαρτύρων των εφεσειόντων ως αναξιόπιστων ήταν παράλογη και αστήρικτη και ότι η διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα ήταν λανθασμένη.
Το Εφετείο αφού ανέφερε ότι η επέμβαση του είναι σπάνια στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι δεν τεκμηριώθηκε οποιοσδήποτε λόγος ο οποίος να δικαιολογεί την επέμβασή του στα εν λόγω ευρήματα, όπως ούτε και στην καταδίκη των εφεσειόντων στα έξοδα της αγωγής. Το Εφετείο παρατήρησε μάλιστα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν καταδίκασε τους εφεσείοντες στα έξοδα της ανταπαίτησης τους, η οποία απορρίφθηκε ως μη τεκμηριωθείσα, όπως θα μπορούσε.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 13/3/03 (Αρ. Αγωγής 814/99) με την οποία δέκτηκε τη μαρτυρία του ενάγοντα και επιδίκασε υπέρ αυτού ποσό £7.250.- ως η αξίωσή του το οποίο, σύμφωνα με την απαίτησή του, αποτελούσε το τίμημα πωλήσεως τριών αυτοκινήτων, δυνάμει πωλητηρίου εγγράφου, ημερ. 21.11.92, στους εναγόμενους και απέρριψε την ανταπαίτηση των εναγομένων για ακύρωση του πωλητηρίου εγγράφου και αποζημιώσεις.
Χρ. Γεωργιάδης, για τους Εφεσείοντες.
Κ. Χ" Ιωάννου για Π. Κουζούπη, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ: Με την αγωγή του ο εφεσίβλητος-ενάγοντας αξίωσε εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων ποσό £7.250.- το οποίο, σύμφωνα με την απαίτηση του, αποτελούσε το τίμημα πωλήσεως τριών αυτοκινήτων, δυνάμει πωλητηρίου εγγράφου, ημερ. 21.11.92. Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι παραδέχτηκαν μεν την υπογραφή του πωλητηρίου εγγράφου, ισχυρίστηκαν όμως ότι ο εφεσίβλητος προέβη σε ψευδείς παραστάσεις προς αυτούς και συγκεκριμένα παρέστησε σ' αυτούς ότι τα επίδικα τρία αυτοκίνητα αποτελούσαν απόλυτη ιδιοκτησία του εφεσίβλητου και ότι αυτός μπορούσε να τους τα μεταβιβάσει ταυτόχρονα με την εξόφληση του τιμήματος πωλήσεως ενώ στην πραγματικότητα τα επίδικα τρία αυτοκίνητα ήταν εγγεγραμμένα και επ' ονόματι χρηματοδοτικών οργανισμών και δεν μπορούσαν να μεταβιβαστούν στους εφεσείοντες. Με την ανταπαίτηση τους οι εφεσείοντες ζήτησαν την ακύρωση του πωλητηρίου εγγράφου και αποζημιώσεις.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε με προσοχή τη μαρτυρία του ενάγοντα και ενός μάρτυρά του καθώς και τη μαρτυρία τριών μαρτύρων υπερασπίσεως. Δέχτηκε τη μαρτυρία του ενάγοντα-εφεσίβλητου και του μάρτυρα του ως αξιόπιστη και απέρριψε την μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης-εφεσειόντων ως αναξιόπιστη.
Βασιζόμενος στα προαναφερόμενα ευρήματα ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής προέβη σε ευρήματα ως προς τα ουσιώδη γεγονότα. Σύμφωνα με αυτά την 21.11.92 υπεγράφη συμφωνία πωλήσεως μεταξύ των διαδίκων αναφορικά με τα προαναφερόμενα τρία αυτοκίνητα. Η συμφωνία κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 1. Ταυτόχρονα με την υπογραφή της συμφωνίας πωλήσεως ο εφεσίβλητος παρέδωσε στους εφεσείοντες τα κλειδιά και τους τίτλους ιδιοκτησίας των τριών αυτοκινήτων και υπέγραψε και σχετικά έντυπα μεταβίβασης της ιδιοκτησίας των αυτοκινήτων τα οποία επίσης παρέδωσε στους εφεσείοντες. Συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι οι εφεσείοντες θα προέβαιναν σε κάποια επιδιόρθωση του ενός από τα τρία αυτοκίνητα, αντί ποσού £150.- το οποίο θα αφαιρείτο από το συμφωνηθέν τίμημα πωλήσεως. Πριν την υπογραφή της προαναφερόμενης συμφωνίας ο εφεσίβλητος ενημέρωσε τους εφεσείοντες και συγκεκριμένα το Διευθυντή κ. Γιαννάκη Αριστοδήμου ότι τα επίδικα αυτοκίνητα ήταν δεσμευμένα, λόγω χρέους, σε τραπεζικούς οργανισμούς οι οποίοι ήταν συνιδιοκτήτες των αυτοκινήτων μαζί με τον εφεσίβλητο. Ως προς αυτό το ζήτημα οι διάδικοι συμφώνησαν ότι η εξόφληση του οφειλόμενου χρέους προς τους εμπλεκόμενους τραπεζικούς οργανισμούς θα γινόταν απευθείας από τους εφεσείοντες και οποιοδήποτε υπόλοιπο του τιμήματος πωλήσεως παρέμενε, οι εφεσείοντες θα το κατέβαλλαν στον εφεσίβλητο. Οι εφεσείοντες δεν πλήρωσαν οποιοδήποτε ποσό ούτε στον εφεσίβλητο αλλά ούτε και στις εμπλεκόμενες τράπεζες μέχρι την ημερομηνία της έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης. Η επίδικη συμφωνία πωλήσεως ουδέποτε τερματίστηκε από τους εφεσείοντες, οι οποίοι, επίσης, ουδέποτε επέστρεψαν τα επίδικα αυτοκίνητα στον εφεσίβλητο. Μετά την ημερομηνία υπογραφής της επίδικης συμφωνίας ο εφεσίβλητος επικοινώνησε επανειλημμένα με τον προαναφερόμενο Διευθυντή της εφεσείουσας εταιρείας ο οποίος καθησύχαζε συνεχώς τον εφεσίβλητο ότι θα διευθετούσε την πληρωμή του τιμήματος πωλήσεως και τον απέτρεπε από του να εγείρει αγωγή. Είναι γι' αυτό το λόγο που ο εφεσίβλητος καθυστέρησε περίπου 7 χρόνια μέχρι να καταχωρήσει την αγωγή του. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν σε θέση να προβεί σε εύρημα ως προς το κατά πόσο τα επίδικα αυτοκίνητα μεταβιβάστηκαν καθ' οιονδήποτε χρόνο επ' ονόματι των εφεσειόντων.
Βασιζόμενο στα προαναφερόμενα ευρήματα του το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προαναφερόμενη συμφωνία ήταν έγκυρη συμφωνία πωλήσεως καθορισμένων εμπορευμάτων η οποία διέπετο από το άρθρο 19 του περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμου, Κεφ. 267, εφόσον κατά τον ουσιώδη χρόνο της αγωγής δεν είχε τεθεί σε ισχύ ο Νόμος 10(Ι)/94. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, επίσης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίδικη συμφωνία ουδέποτε τερματίστηκε από οποιοδήποτε από τους συμβαλλομένους αλλά εξακολουθούσε να ευρίσκεται σε ισχύ και μάλιστα ότι ο εφεσίβλητος βάσισε την απαίτηση του για είσπραξη του τιμήματος πωλήσεως της συμφωνίας, σ' αυτή. Παρά το ότι ο εφεσίβλητος δικαιούτο στο τίμημα πωλήσεως που ανερχόταν στις £7.400.- το οποίο, εφόσον μειώνετο κατά £150.- για να καλυφθούν τα έξοδα επιδιόρθωσης του ενός αυτοκινήτου, τα οποία θα υφίσταντο οι εφεσείοντες, θα περιοριζόταν στις £7.250.-, έδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου για £7.150.- μόνον εφόσον ο εφεσίβλητος, στη μαρτυρία του, επανειλημμένα ανέφερε ότι αυτό ήταν το ποσό που απαιτούσε. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης επιδίκασε νόμιμο τόκο και έξοδα, στην αγωγή, υπέρ του εφεσίβλητου και απέρριψε την ανταπαίτηση των εφεσειόντων χωρίς διαταγή για έξοδα.
ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΕΩΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΞΗΣ:
(1) Η κατάληξη του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος «δικαιούται να εισπράξει από τους εναγόμενους το τίμημα πώλησης» είναι προϊόν νομικής πλάνης επειδή η επίδικη δικαιοπραξία ήταν συμφωνία πωλήσεως και όχι πώληση.
(2) Το συμπέρασμα του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου πως η επίδικη συμφωνία ουδέποτε τερματίστηκε ή αποκηρύχθηκε είναι λανθασμένο νομικά και/ή σε σχέση με τα γεγονότα. Κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων ο τερματισμός μιας συμφωνίας δεν είναι απαραίτητο να γίνει με έγγραφο και ρητό τρόπο.
(3) Η παράλειψη του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου να καταλήξει σε εύρημα αναφορικά με τη μαρτυρία των εφεσειόντων ότι δεν χρησιμοποίησαν τα επίδικα αυτοκίνητα και παρέδωσαν τα κλειδιά και τα έγγραφα τους στην Αστυνομία, ήταν σφάλμα.
(4) Η παράλειψη του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου να καταλήξει σε συμπέρασμα αναφορικά με το κατά πόσο έγινε μεταβίβαση των επιδίκων αυτοκινήτων στους εφεσείοντες επίσης αποτελεί νομικό σφάλμα.
(5) Η κατάληξη ότι η επίδικη συμφωνία διέπεται από το άρθρο 19 του περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμου αποτελεί νομικό και λογικό σφάλμα.
(6) Η αποδοχή από το Πρωτόδικο Δικαστήριο της εκδοχής του εφεσίβλητου ήταν παράλογη και αστήριχτη.
(7) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν ασχολήθηκε με την εισήγηση των εφεσειόντων ότι ο εφεσίβλητος έπρεπε να υποστεί ο ίδιος τις συνέπειες της ολιγωρίας του να μη διεκδικήσει το λαβείν του για 7 χρόνια.
(8) Η αξιολόγηση των μαρτύρων των εφεσειόντων ως αναξιόπιστων ήταν παράλογη και αστήριχτη, και
(9) Η διαταγή του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα ήταν λανθασμένη.
Εξετάσαμε με πολλή προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε λεπτομερή εξέταση της ενώπιον του μαρτυρίας και η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων έγινε μέσα στα πλαίσια της άσκησης των εξουσιών του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου και δεν μπορεί να θεωρηθεί καθ' οιονδήποτε τρόπο ως λανθασμένη. Είναι θεμελιωμένη αρχή ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου. Η προκείμενη περίπτωση δεν είναι τέτοια που να δικαιολογεί τέτοια επέμβαση. Επιπλέον θεωρούμε ότι με βάση τα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων, το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ορθά ευρήματα αναφορικά και με τα ουσιώδη γεγονότα. Κρίνουμε ακόμα ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά εφάρμοσε το Νόμο που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο στα γεγονότα της υπόθεσης και κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα ως προς τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των διαδίκων δυνάμει της προαναφερόμενης συμφωνίας πωλήσεως. Δεν θεωρούμε το γεγονός ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν σε θέση να προβεί σε εύρημα ως προς το κατά πόσο τα επίδικα αυτοκίνητα όντως μεταβιβάστηκαν επ' ονόματι των εφεσειόντων, ως κενό στην πρωτόδικη απόφαση.
Ήταν απόλυτα επιτρεπτό και θεμιτό για το Πρωτόδικο Δικαστήριο να δεχθεί τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και του μάρτυρα του και να απορρίψει τη μαρτυρία που πρόσφεραν οι εφεσείοντες. Είναι επίσης ορθή η κατάληξη του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι εφόσον μια συμφωνία πωλήσεως δεν τερματιστεί ή ακυρωθεί ο πωλητής δικαιούται να διεκδικήσει το συμφωνηθέν τίμημα πωλήσεως, όπως συνέβηκε και στην προκείμενη περίπτωση. Με την απόρριψη της εκδοχής των εφεσειόντων δεν τίθεται οποιοδήποτε ζήτημα ότι οι εφεσείοντες τερμάτισαν ή αποκήρυξαν την προαναφερόμενη συμφωνία πωλήσεως. Επίσης με την απόρριψη της αξιοπιστίας της μαρτυρίας που πρόσφεραν οι εφεσείοντες δεν τίθεται ζήτημα ευρήματος ότι αυτοί παρέδωσαν τα κλειδιά και τα έγγραφα των επιδίκων αυτοκινήτων στην Αστυνομία. Αναφορικά με την καθυστέρηση 7 περίπου χρόνων εκ μέρους του εφεσίβλητου μέχρι να καταχωρήσει την αγωγή του, ο εφεσίβλητος έδωσε ικανοποιητικές εξηγήσεις οι οποίες έγιναν δεκτές από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Όσον αφορά την καταδίκη των εφεσειόντων στα έξοδα της αγωγής θεωρούμε ότι αυτό ήταν απόλυτα επιτρεπτό και ορθό. Παρατηρούμε μάλιστα ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν καταδίκασε τους εφεσείοντες και στα έξοδα της ανταπαίτησης τους, η οποία απορρίφθηκε ως μη τεκμηριωθείσα, όπως θα μπορούσε.
Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.