ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 1868
18 Δεκεμβρίου, 2003
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, XATZHXAMΠΗΣ, Δ/στές]
PALINEX INFORMATION TECHNOLOGY LTD,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
ν.
ΑΧΙΛΛΕΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11324)
Συμβάσεις ― Σύμβαση εργοδότησης ― Τερματισμός εργοδότησης κατά παράβαση της σύμβασης ― Επιδίκαση αποζημιώσεων υπέρ του απολυθέντος εργοδοτουμένου ― Μέτρο αποζημιώσεων η διαφορά μεταξύ των απολαβών που θα εκαρπούτο ο εργοδοτούμενος στη βάση της σύμβασης εργοδότησης και εκείνων που εξασφάλισε στη νέα του εργοδότηση ― Η εισήγηση για άλλα οφέλη, ως περαιτέρω αμοιβή με βάση την προσέγγιση στη Lavarack v. Woods of Colchester, δεν έγινε αποδεκτή.
Ο εφεσίβλητος προσλήφθηκε από την 1.1.98, και για περίοδο τριών χρόνων εκτός αν δεν πετύχαινε ελάχιστο στόχο, ως διευθυντής υποκαταστήματος των εφεσειόντων στη Λεμεσό, δυνάμει γραπτής σύμβασης. Ο εφεσίβλητος απολύθηκε πριν την εκπνοή της πρώτης περιόδου και αξίωσε αποζημιώσεις.
Η απόλυση του εφεσίβλητου είχε ως αιτία μεμπτές ενέργειες που καταλόγιζαν σ' αυτόν οι εφεσείοντες και που θεωρούσαν ότι ενεργοποιούσαν δικαίωμα τερματισμού της εργοδότησης σύμφωνα με ρητή πρόνοια της γραπτής σύμβασης ως "συμπεριφορά που ζημιώνει την αξιοπιστία και τη φήμη ή τα νόμιμα συμφέροντα της εταιρείας". Οι εφεσείοντες είχαν όμως και την άποψη ότι η εργοδότηση τερματίστηκε και επειδή απέτυχε ο εφεσίβλητος, "να πραγματοποιήσει τους ελάχιστους στόχους πωλήσεων που η σχετική συμφωνία προέβλεπε".
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία των εφεσειόντων αποφάνθηκε ότι αυτοί είχαν αποτύχει να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους σε σχέση με τους λόγους κατ' επίκληση των οποίων τερμάτισαν την εργοδότηση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η απόλυση συντελέστηκε κατά παράβαση της σύμβασης και επιδίκασε υπέρ του εφεσίβλητου το ποσό των £22.138 ως η διαφορά μεταξύ των απολαβών που θα εκαρπούντο και εκείνων που εξασφάλισε.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση. Κεντρική θέση των λόγων έφεσης είναι πως "η απόδειξη των ισχυρισμών της εναγομένης περί νόμιμης απόλυσης προέρχεται από την παραδοχή του ενάγοντα ως προς την εσκεμμένη ανυπακοή του ....". Σε σχέση με το ύψος της αποζημίωσης οι λόγοι έφεσης αφορούν το ύψος του μισθού το οποίο, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου του εφεσίβλητου, του κατέβαλλε ο νέος εργοδότης του. Επρόκειτο για εταιρεία που μόλις είχε συσταθεί και στην οποία ήταν μέτοχος ο ίδιος. Οι εφεσείοντες πρόβαλαν το επιχείρημα ότι η αμοιβή του εφεσίβλητου καθορίστηκε να είναι μειωμένη ενόψει της επιλογής του ιδίου και των εταίρων του, αντί της είσπραξης επιπλέον μισθού, να "επενδύσει στην εταιρεία". Επειδή δε δεν είχαν ακόμα ετοιμαστεί οι εξελεγμένοι λογαριασμοί της νέας εταιρείας για την ουσιώδη περίοδο, έλειπαν ουσιώδη στοιχεία για τον προσδιορισμό της ζημιάς του εφεσείοντος. Επικαλέστηκαν ως βάση του επιχειρήματος τους τη Lavarack v. Woods of Colchester [1967] 1 QB 278.
Την πιο πάνω υπόθεση επικαλέσθηκε και ο εφεσίβλητος, ακριβώς για να υποδείξει πως δεν προέκυπτε εδώ πως εκαρπούτο οτιδήποτε ως υποκατάσταστο του μισθού του, όπως αυτός καθορίστηκε.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος για ανατροπή της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ήταν κατά παράβαση της συμφωνίας που οι εφεσείοντες τερμάτισαν την εργοδότηση.
2. Η παρούσα περίπτωση απέχει από όσα θα δικαιολογούσαν με βάση την προσέγγιση Lavarack, την εισήγηση για άλλα οφέλη, ως περαιτέρω αμοιβή. Δεν προκύπτει από τη μαρτυρία του εφεσίβλητου η απαραίτητη διασύνδεση, ότι δηλαδή συμφωνήθηκε χαμηλός μισθός για να κερδίζει με άλλο τρόπο.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Lavarack v. Woods of Colchester [1967] 1 QB 278.
Έφεση.
Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 31/1/02 (Αρ. Αγωγής 5941/98) με την οποία κρίθηκε ότι η απόλυση του ενάγοντα-εφεσίβλητου από την υπηρεσία των εναγομένων συντελέστηκε κατά παράβαση της μεταξύ τους σύμβασης και επιδικάστηκε υπέρ του εφεσίβλητου το ποσό των £22.138, ως η διαφορά μεταξύ των απολαβών που θα εκαρπούτο και εκείνων που εξασφάλισε.
Μ. Πανταζή, για τους Εφεσείοντες.
Π. Κλεοβoύλου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Κωνσταντινίδη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Δυνάμει γραπτής σύμβασης ο εφεσίβλητος προσλήφθηκε, από την 1.1.98, ως διευθυντής υποκαταστήματος των εφεσειόντων στη Λεμεσό. Η διάρκεια της εργοδότησης θα ήταν τρία χρόνια εκτός αν ο εφεσίβλητος δεν πετύχαινε ελάχιστο στόχο. Οι εφεσείοντες ασχολούνται με την πώληση προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών και συγκεκριμενοποιήθηκε, ως ελάχιστος στόχος, πωλήσεις ορισμένου ύψους κατά περίοδο. Ο εφεσίβλητος απολύθηκε πριν την εκπνοή της πρώτης περιόδου και αξίωσε αποζημιώσεις.
Κρίθηκε πρωτοδίκως πως η απόλυση συντελέστηκε κατά παράβαση της σύμβασης και επιδικάστηκε υπέρ του εφεσίβλητου το ποσό των £22.138, ως η διαφορά μεταξύ των απολαβών που θα εκαρπούτο και εκείνων που εξασφάλισε. Ξεχωριστές αξιώσεις για προμήθειες και τιμωρητικές αποζημιώσεις απορρίφθηκαν, η πρώτη ως αναπόδεικτη και η δεύτερη ως αβάσιμη. Ασκήθηκε έφεση μόνο από τη μια πλευρά. Αφορά στο δικαιολογημένο της απόλυσης και στο ύψος των αποζημιώσεων που επιδικάστηκαν.
Η απόλυση γνωστοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 3.3.98 που απηύθυναν οι εφεσείοντες προς τον εφεσίβλητο. Θα την παραθέσουμε ολόκληρη αφού είναι γύρω από το περιεχόμενό της που περιστρέφεται η συζήτηση, εκτός των άλλων και σε σχέση με τα προσδιορισθέντα ως η αιτία της. Σαφώς καταλογίζονται στον εφεσίβλητο μεμπτές ενέργειες που οι εφεσείοντες θεωρούσαν ότι ενεργοποιούσαν δικαίωμα τερματισμού της εργοδότησης σύμφωνα με ρητή πρόνοια της γραπτής σύμβασης ως "συμπεριφορά που ζημιώνει την αξιοπιστία και τη φήμη ή τα νόμιμα συμφέροντα της εταιρείας".
Ήταν της άποψης όμως οι εφεσείοντες πως προέκυπτε από το κείμενο, ιδωμένο ως σύνολο, και επίκληση του ιδιαίτερου όρου υπό τον οποίο η εργοδότηση θα ήταν διαρκείας τριών ετών. Συγκεκριμένα ότι, ανεξάρτητα από τα άλλα, η εργοδότηση τερματίστηκε και επειδή απέτυχε ο εφεσίβλητος, όπως το θέτει η έκθεση υπεράσπισης, "να πραγματοποιήσει τους ελάχιστους στόχους πωλήσεων που η σχετική συμφωνία προέβλεπε". Και αυτό, όπως έχουμε σημειώσει από την αρχή, ενώ απολύθηκε πριν εκπνεύσει η πρώτη περίοδος. Πρωτοδίκως αυτά κρίθηκαν ως εκ των υστέρων σκέψη αφού τίποτε από το περιεχόμενο της επιστολής απόλυσης δεν απεκάλυπτε τέτοιας μορφής αποτυχία ως αιτία της απόλυσης. Με την έφεση, με αναφορά στον Michael Jefferson - Employment Law, Πρώτη Έκδοση, Κεφ. 10 σελ. 185, ενώ γίνεται δεκτό πως μόνο όσα περιλαμβάνονταν στην ειδοποίηση απόλυσης μπορούν να συζητηθούν, υποστηρίζεται πως η μη πραγματοποίηση των ελάχιστων στόχων ως αιτία απόλυσης προκύπτει εμφανώς από την "όλη φιλοσοφία της επιστολής", ανεξάρτητα από τους επιμέρους χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιήθηκαν. Σε συμφωνία με την πρωτόδικη απόφαση καταλήγουμε πως ούτε απομακρυσμένα δεν προκύπτει από το περιεχόμενο της επιστολής επίκληση του αναφερθέντος όρου. Πριν προχωρήσουμε όμως με το κείμενο της επιστολής παρεμβάλλουμε πως η απόρριψη της θέσης των εφεσειόντων "ότι η εργοδότηση ήταν δοκιμαστική" για τους πρώτους 6 μήνες, με απόλυτο δικαίωμα τερματισμού της, δεν αποτελεί αντικείμενο της έφεσης:
"Αναφέρομαι στην εργοδότηση σας με την Palinex Information Technology Ltd και με λύπη μου παρατηρώ ότι βασικοί κανόνες και προϋποθέσεις για την ορθή λειτουργία του υποκαταστήματος της Λεμεσού δεν τηρούνται από εσάς.
Γνωρίζετε ότι το πιο βασικό στοιχείο στον τομέα των πωλήσεων είναι η προσωπική συμβολή του Διευθυντή.
Η δική σας φιλοσοφία "εγώ είμαι Διευθυντής" και δεν ασχολούμαι με τις βασικές καθημερινές διαδικασίες για προώθηση πωλήσεων είναι απαράδεκτη και δεν γίνεται αποδεκτή.
Επίσης δεν είναι αποδεκτό να θεωρείτε σαν δική σας προσφορά την εργατικότητα και ικανότητα συγκεκριμένων ταλαντούχων και πεπειραμένων πωλητών.
Δυστυχώς η δική σας προσφορά σε όλους τους τομείς για προώθηση των πωλήσεων είναι αρνητική η δε συμπεριφορά σας χαρακτηρίζεται από πλήρη αδιαφορία ως προς τα συμφέροντα της Εταιρείας. Αναφέρομαι συγκεκριμένα σε δυο περιπτώσεις όπου υπάλληλος του υποκαταστήματος της Λεμεσού παρουσίασε επιταγή για είσπραξη και επειδή εδόθη η απάντηση ότι "η επιταγή είναι για κατάθεση" εσείς αντί να μας πάρετε τηλέφωνο να σας εξηγήσουμε πως να χειριστείτε το θέμα ενώπιον των πωλητών και άλλων με ύφος ανάρμοστο φωνάζατε και αμφισβητούσατε την αξιοπιστία της Εταιρείας - λόγια όπως δεν έχει μέσα λεφτά ο λογαριασμός κτλ. Επίσης στο πρόσφατο σεμινάριο όλων των πωλητών στο "Apollonia" ενώπιον όλων αμφισβητούσατε συμβουλές και τρόπους προώθησης πωλήσεων του Διευθυντή του τμήματος συμπεριφορά ανάρμοστη που και στις δυο περιπτώσεις σίγουρα αντίκειται ρητά με το συμβόλαιο σας παράρτημα Γ παράγραφος 4/3.
Γνωρίζετε ότι η προώθηση των πωλήσεων των δικών μας προϊόντων έχουν μια ιδιαιτερότητα και δεν γίνεται από το γραφείο αλλά με την συνεχή παρουσία σας στον τόπο εργασίας δίπλα στους πωλητές από σπίτι σε σπίτι.
Όλα τα πιο πάνω και άλλα πολλά είχαν υποδειχθεί και τονισθεί στις κατ' ιδίαν συναντήσεις στην παρουσία των κκ Μιχάλη Αδάμου και Αντρέα Χριστοδουλίδη αλλά δυστυχώς χωρίς κανένα θετικό αποτέλεσμα.
Η Διεύθυνση της Εταιρείας αφού μελέτησε με προσοχή όλα τα δεδομένα δεν έχει άλλη επιλογή παρά να σας πληροφορήσει ότι η συνεργασία μας θα διακοπεί στο δοκιμαστικό αυτό στάδιο από τη λήψη της παρούσης."
Κατέθεσε ο εφεσίβλητος και ήταν απόλυτος στην απόρριψη των ισχυρισμών για οποιασδήποτε μορφής απρεπή συμπεριφορά του. Ιδιαιτέρως για άρνησή του να εκτελέσει εντολές ή για αδιαφορία ή για οτιδήποτε που θα εξέθετε τους εργοδότες του. Ό,τι δέχτηκε ήταν η διατύπωση άποψης κατά τη διάρκεια σεμιναρίου που διοργάνωσαν οι εφεσείοντες που δεν συνέπιπτε με την απόρριψη άλλου, έστω ανώτερού του, αξιωματούχου της εταιρείας. Εκείνος θεωρούσε πως θα έπρεπε να πραγματοποιεί επισκέψεις για προώθηση των πωλήσεων "από πόρτα σε πόρτα" χωρίς προειδοποίηση ενώ η δική του άποψη ήταν πως θα έπρεπε να προηγείται "τηλεφωνικό ραντεβού". Πράγματι αυτή ήταν η τακτική του αλλά ουδέποτε του είχαν δοθεί οδηγίες για το αντίθετο. Όπως το έθεσε, "ούτε για αστείο", όσο και αν διαφωνούσε, θα παράκουε εντολή. Απλώς ήταν διευθυντής, όχι "άβουλο ανθρωπάκι" και διατύπωσε άποψη σε σεμινάριο το οποίο, ας σημειωθεί, διεξάχθηκε κατά το τέλος Φεβρουαρίου 1998, για να ακολουθήσει αμέσως μετά η απόλυσή του. Και αυτό ενώ προηγουμένως, συγκεκριμένα στις 10.2.1998, με γνωστή υποτίθεται τη μεμπτή συμπεριφορά του, όπως παραδέχθηκαν και οι εφεσείοντες, του προτάθηκε αναδρομική επαναρρύθμιση των όρων της εργοδότησής του, επί το δυσμενέστερον μεν αλλά, βεβαίως, με την προφανή προοπτική της συνέχισής της. Συνεπώς, αφ΄εαυτής αναιρετική των ισχυρισμών για ενέργειές του που δικαιολογούσαν απόλυση. Αρνήθηκε ο εφεσίβλητος και τα περί την επιταγή που αναφέρεται στην επιστολή και είχε επ' αυτού και την υποστήριξη υπαλλήλων της εταιρείας που ήταν παρόντες. Δεν είπε ο εναγόμενος οτιδήποτε που να έθιγε την εταιρεία και, όπως βεβαίωσαν οι μάρτυρες, ο εφεσίβλητος ήταν γενικά "άψογος" και "πάντα στο πλευρό τους".
Εξέτασε, επομένως, το πρωτόδικο δικαστήριο τη μαρτυρία των εφεσειόντων. Είχαν κληθεί τρεις μάρτυρες. Η μαρτυρία της λογίστριας Μ. Σιαμμά δεν ήταν σχετική με το θέμα και επ' αυτού δεν υπάρχει αντιγνωμία. Ο Αρχιλογιστής Μ. Αδάμου και ο Διευθυντής των εφεσειόντων Γ. Παλάοντας αναφέρθηκαν σε ζητήματα σχετικά με τη συμπεριφορά του εφεσίβλητου, αλλά:
1. Δεν είχαν προσωπική γνώση και όσα ανέφεραν ήταν εξ ακοής μαρτυρία, απαράδεκτη βεβαίως. Παρόντες κατά το περιστατικό της επιταγής ήταν άλλοι ανώτεροι υπάλληλοι, οι Μ. Χριστοφορίδης και Α. Χριστοδουλίδης οι οποίοι όμως δεν κλήθηκαν ως μάρτυρες. Η συνομιλία δε του Μ. Αδάμου με τον εφεσίβλητο αναφορικά με το θέμα της επιταγής, δεν θεμελιώνει άλλα γεγονότα. Όπως και στην περίπτωση του σεμιναρίου. Παρών ήταν ο Α. Χριστοδουλίδης, μέσω του οποίου υποτίθεται ότι διαβιβάζονταν οι οδηγίες της εταιρείας προς τον εφεσίβλητο.
2. Η μαρτυρία τους αναφορικά με συνομιλίες τους με τον εφεσίβλητο με την οποία επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί πως δεν ήταν απλώς άποψη στο σεμινάριο που εξέφρασε αλλά και πως προηγουμένως του δόθηκαν ρητές οδηγίες για τη μέθοδο προώθησης των προϊόντων, τις οποίες παράκουσε, απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη. Όπως εξήγησε το πρωτόδικο δικαστήριο δεν θα ήταν αναμενόμενο, ενόψει τέτοιων οδηγιών και της παρακοής τους, να αφηνόταν ο εφεσίβλητος να συνεχίζει αλλά και να του προσφέρεται, υπό το δεδομένο της συνέχισης της εργοδότησης του, νέο συμβόλαιο. Περαιτέρω, ακόμα και τα υποτιθέμενα παράπονα κατά του εφεσιβλήτου από κατονομασθέντες άλλους υπαλλήλους, διαψεύσθησαν από τους ίδιους.
Επομένως, όπως κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο, οι εφεσείοντες είχαν αποτύχει να αποδείξουν οποιουσδήποτε από τους ισχυρισμούς σε σχέση με τους λόγους κατ΄επίκληση των οποίων τερμάτισαν την εργοδότηση.
Δεν αμφισβητήθηκε με την έφεση οτιδήποτε από τα πιο πάνω. Οι λόγοι έφεσης δεν αναφέρονται στο θέμα της επιταγής και, ως προς τα υπόλοιπα, η κεντρική θέση είναι πως "η απόδειξη των ισχυρισμών της εναγομένης περί νόμιμης απόλυσης προέρχεται από την παραδοχή του ενάγοντα, ως προς την εσκεμμένη ανυπακοή του ......". Δεν υπάρχει, όμως, τέτοια παραδοχή. Ήταν παραδεκτή η εκδήλωση διαφωνίας στο σεμινάριο και στη βάση της μόνης παραδεκτής μαρτυρίας επ' αυτού, εκείνης του εφεσίβλητου, κάθε άλλο παρά φαινόταν ανυπακοή και, πάντως, οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό να χαρακτηριστεί ως ανάρμοστη συμπεριφορά. Δεν στοιχειοθετείται, λοιπόν, λόγος για ανατροπή της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου πως ήταν κατά παράβαση της σύμβασης που οι εφεσείοντες τερμάτισαν την εργοδότηση.
Σε σχέση με το ύψος της αποζημίωσης τα συγκριτικά μεγέθη ήταν δύο. Από τη μια, το χρηματικό ποσό που θα εκαρπούτο ο εφεσίβλητος μέχρι την κανονική λήξη της εργοδότησής του. Ορισμένοι ισχυρισμοί των εφεσειόντων στο περίγραμμα της αγόρευσής τους αναφορικά με τη χρησιμοποίηση, από μια περίοδο και μετά, αυξημένης αμοιβής στην οποία θα δικαιούτο ο εφεσίβλητος αν πετύχαινε πωλήσεις ορισμένου ύψους, διαπιστώθηκε κατά την ακρόαση πως δεν καλύπτονταν από λόγο έφεσης. Από την άλλη, το χρηματικό ποσό που εξασφάλισε ως αμοιβή ο εφεσίβλητος μετά τον τερματισμό της εργοδότησής του.
Δεν χρειάζεται να εμπλακούμε σε αριθμούς. Δεν είναι σε αυτούς ούτε στο ίδιο το μέτρο της αποζημίωσης που αφορούν οι λόγοι έφεσης. Οι λόγοι έφεσης αφορούν στο ύψος του μισθού το οποίο, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου του εφεσίβλητου, του κατέβαλλε ο νέος εργοδότης του. Επρόκειτο για εταιρεία που μόλις είχε συσταθεί και στην οποία ήταν μέτοχος ο ίδιος. Ξεκαθαρίστηκε πως δεν ήταν υπό συζήτηση το ύψος της αμοιβής από την άποψη των αντικειμενικών δυνατοτήτων για οποιαδήποτε άλλη εργοδότηση ούτε το συναφώς εύλογο, από τη σκοπιά του καθήκοντος προς μείωση της ζημιάς, της εργοδότησής του από την αναφερθείσα εταιρεία. Το επιχείρημα των εφεσειόντων συνίστατο στο ότι η αμοιβή του εφεσίβλητου καθορίστηκε να είναι μειωμένη ενόψει της επιλογής του ίδιου και βεβαίως των εταίρων του, αντί της είσπραξης επιπλέον μισθού, να "επενδύσει" στην εταιρεία. Κατά συνέπεια, συνεχίζει το επιχείρημα, για να ήταν δυνατό να προσδιοριστούν τα οφέλη του από την εταιρεία, ως παραδεκτό βεβαίως συγκριτικά μέγεθος, θα έπρεπε να είχε προσκομιστεί μαρτυρία αναφορικά με την αξία της. Επειδή δε, όπως δέχτηκε ο δεύτερος από τους τρεις μετόχους της νέας εταιρείας, δεν είχαν ακόμα ετοιμαστεί οι εξελεγμένοι λογαριασμοί της για την ουσιώδη περίοδο, έλειπαν ουσιώδη στοιχεία για τον προσδιορισμό της ζημιάς του εφεσείοντα. Επικαλέστηκαν ως τη βάση του επιχειρήματός τους τη Lavarack v. Woods of Colchester [1967] 1 QB 278 και είναι ορθό πως δεν εξαντλείται το συγκριτικό εγχείρημα με τη γυμνή αντιπαραβολή του ενός μισθού προς τον άλλο. Συνυπολογίζονται και παρεμφερή οφέλη και εφόσον, όπως είχε καταφανεί στην πιο πάνω υπόθεση, ο εργοδοτούμενος δέχτηκε μικρό μισθό επειδή είχε αγοράσει το μισό κεφάλαιο των νέων εργοδοτών του οι οποίοι του παραχώρησαν χρόνο για να εργαστεί και να τους διευθύνει ώστε να αυξηθεί η αξία των μετοχών, αυτή η αύξηση της αξίας θα έπρεπε να συνυπολογιστεί αφού, όπως κρίθηκε, συνιστούσε στην πραγματικότητα κρυφή αμοιβή (concealed remuneration). Για να εξηγηθεί όμως, ταυτοχρόνως, πως το ουσιώδες δεν ήταν η επένδυση αυτή καθ' εαυτή που θα μπορούσε να γίνει σε οποιανδήποτε εταιρεία αλλά η διασύνδεση του χαμηλού μισθού προς την επένδυση.
Αυτήν ακριβώς την υπόθεση, όμως, επικαλείται και ο εφεσίβλητος, ακριβώς για να υποδείξει πως δεν προέκυπτε εδώ πως ο εφεσείων εκαρπούτο οτιδήποτε ως υποκατάστατο του μισθού του, όπως αυτός καθορίστηκε.
Ήταν η βάση του επιχειρήματος των εφεσειόντων η ίδια η μαρτυρία του εφεσίβλητου. Συγκεκριμένα, το πιο κάτω απόσπασμα:
"Οταν δημιουργείς μια εμπορική εταιρεία πρώτο σου μέλημα είναι να την κρατήσεις ζωντανή. Δεν είναι να μετατρέψεις τα κεφάλαια και τα πιθανά κέρδη σε όσον αφορά μισθούς και προμήθειες για τους ιδρυτές αλλά να τα επενδύεις μέσα στην εταιρεία.".
Αυτά, όμως, κατά την αντεξέταση του εφεσίβλητου αναφορικά με τα κέρδη της εταιρείας και μερίσματα, τα οποία, κατά τη θέση των εφεσειόντων πράγματι εισέπραξε, για να ακολουθήσει η κάθετη άρνηση του. Η εταιρεία είχε ζημιές και δεν εισέπραξαν οι μέτοχοι οποιαδήποτε μερίσματα. Μόνο το μισθό του είχε και ήταν επειδή εργαζόταν και η σύζυγός του που με δυσκολία καλύπτονταν οι ανάγκες τους. Απέχει η περίπτωση από όσα θα δικαιολογούσαν, με βάση την προσέγγιση στη Lavarack, την εισήγηση για άλλα οφέλη, ως περαιτέρω αμοιβή. Δεν προκύπτει από τη μαρτυρία του εφεσίβλητου η απαραίτητη διασύνδεση, ότι δηλαδή συμφωνήθηκε χαμηλός μισθός για να κερδίζει με άλλο τρόπο.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.