ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 1 ΑΑΔ 1856

16 Δεκεμβρίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στές]

OPEN JOINT STOCK COMPANY "NOVOKUZNETSK

ALUMINIUM PLANT" (ΥΠΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ),

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

ν.

1.  BASE METAL TRADING LTD,

2.  ΜΑΡΙΟΥ ΗΛΙΑΔΗ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 11273, 11289)

 

Διαιτησία ― Συμφωνία διαιτησίας ― Κατά πόσο το ζήτημα του εγκύρου ή ακύρου ή του υπαρκτού ή μη της συμφωνίας διαιτησίας μπορεί να εξεταστεί και να αποφασιστεί από το Δικαστήριο πριν από την περί τούτου απόφανση του διαιτητή ― Άρθρο 16 του περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμου του 1987, Ν. 101/87 ― Εφαρμοστέες αρχές.

Το μοναδικό νομικό ερώτημα που εγείρετο στην παρούσα υπόθεση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν  «Κατά πόσο το ζήτημα του εγκύρου ή ακύρου ή του υπαρκτού ή μη της συμφωνίας διαιτησίας είναι ζήτημα το οποίο το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να εξετάσει και να αποφασίσει πριν από την περί τούτου απόφανση του διαιτητή».  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί των θεραπειών όπως αυτές διατυπώνονταν στην αγωγή, την οποία και εν συνεχεία απέρριψε.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το θέμα που εξετάζεται διέπεται από τις διατάξεις του Άρθρου 16 του περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμου του 1987, Ν. 101/87. Η εισήγηση του δικηγόρου των εφεσειόντων ότι, εφόσον έχει εγερθεί αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, το ζήτημα της δικαιοδοσίας διέπεται από τις διατάξεις του Άρθρου 8 του Νόμου, δεν ευσταθεί.  Η κρίση του πρωτόδικου δικαστή είναι επίσης ορθή και επ' αυτού του νομικού σημείου. Είπε συγκεκριμένα, πως στην αγωγή που καταχώρησαν οι εφεσείοντες δεν εγειρόταν ζήτημα που να αποτελούσε το αντικείμενο της συμφωνίας περί διαιτησίας, δηλαδή την ουσία της διαφοράς που προκύπτει από τη σύμβαση των μερών.  Με την αγωγή αξιώνονταν, αποκλειστικά, η ακύρωση της ίδιας της συμφωνίας για διαιτησία.

2.  Ο Νόμος προβλέπει για προσφυγή στο δικαστήριο, με αίτηση ακυρώσεως της απόφασης του διαιτητή, για λόγους που καθορίζονται στο εδάφιο (2) του Άρθρου 34 του Νόμου.  Και στην παράγραφο (1) του εδαφίου (2) γίνεται ειδική αναφορά σε λόγο που αφορά στην εγκυρότητα της συμφωνίας διαιτησίας, κατά το δίκαιο στο οποίο τα μέλη την έχουν υποβάλει.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν με έξοδα.

Εφέσεις.

Εφέσεις από την ενάγουσα εταιρεία κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 14/1/02 (Αρ. Αγωγής 722/01) με την οποία δέχθηκε την εισήγηση των εναγομένων περί έλλειψης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί της υπόθεσης και απέρριψε την αγωγή της ενάγουσας με την οποία ζητούσε διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται στο διαιτητή-εναγόμενο 2, να εκδικάσει και αποφασίσει τη διαφορά που προέκυψε μεταξύ των διαδίκων, αφού κηρύξει πρώτα ως άκυρη εξ' υπαρχής την επίμαχη συμφωνία διαιτησίας.

Σ. Πίττας, για τους Εφεσείοντες.

A. Αδαμίδης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Οι εφεσείοντες, εταιρεία που εδρεύει στη Ρωσία, καταχώρισαν αγωγή εναντίον των εναγομένων-εφεσιβλήτων, εταιρεία με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, στην οποία ισχυρίζονταν πως η συμφωνία διαιτησίας που υπεγράφη μεταξύ τους, στις 8.12.99, ήταν εξ΄υπαρχής άκυρη, μη υφιστάμενη και παράνομη.  Η αγωγή στρεφόταν και εναντίον του Μάριου Ηλιάδη, δικηγόρου από τη Λευκωσία, ο οποίος διορίστηκε ως διαιτητής, μετά που οι εφεσίβλητοι είχαν καταθέσει και επιδόσει στους εφεσείοντες παράκληση για διαιτησία ενώπιον του.  Η παράκληση είχε επιδοθεί στους εφεσείοντες πριν από την καταχώριση της αγωγής.  Μετά τη λήψη της παράκλησης για διαιτησία οι εφεσείοντες καταχώρισαν την αγωγή 722/01 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στην οποία ζητούσαν διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται στο διαιτητή να εκδικάσει και αποφασίσει τη διαφορά που προέκυψε μεταξύ των διαδίκων, αφού κηρύξει πρώτα ως άκυρη εξ΄υπαρχής την επίμαχη συμφωνία διαιτησίας. Οι εφεσίβλητοι ζήτησαν την απόρριψη της αγωγής γιατί, καθώς εισηγήθηκαν, το δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να της επιληφθεί. Ήταν, και παραμένει η θέση τους, πως αρμόδιος να αποφανθεί επί του προκαταρκτικού ζητήματος, της εγκυρότητας δηλαδή της συμφωνίας για  διαιτησία, είναι ο διορισθείς διαιτητής.  Και τούτο σύμφωνα με το άρθρο 16 του περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμου του 1987, Ν.101/87.

Δεν θα αναφερθούμε με λεπτομέρεια στη διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, γιατί το ζήτημα επικεντρώνεται στο μοναδικό νομικό ερώτημα που οι ίδιοι οι δικηγόροι έθεσαν ενώπιον του. Να σημειώσουμε όμως την ευαρέσκεια μας για τη βοήθεια που οι δικηγόροι πρόσφεραν στο πρωτόδικο δικαστήριο και εδώ, κατά τη συζήτηση του πρωτότυπου αυτού ζητήματος, καθώς και για την προσπάθεια τους να εντοπίσουν και να διατυπώσουν στο Δικαστήριο το νομικό σημείο επί του οποίου ζητούσαν την απόφανση του.  Το νομικό ερώτημα τέθηκε ως εξής:

«Κατά πόσο το ζήτημα του εγκύρου ή ακύρου ή του υπαρκτού ή μη της συμφωνίας διαιτησίας είναι ζήτημα το οποίο το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να εξετάσει και να αποφασίσει πριν από την περί τούτου απόφανση του διαιτητή».

Οι δικηγόροι συμφωνούν πως το ζήτημα διέπεται από τον πιο πάνω Νόμο, γιατί η συμφωνία διαιτησίας καλύπτεται από τις διατάξεις του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο συζήτησε σε έκταση το ζήτημα στην πολυσέλιδη και εμπεριστατωμένη απόφαση του, στην οποία κάνει αναφορά σε όλα τα νομικά επιχειρήματα, αυθεντίες και βεβαίως στις σχετικές διατάξεις του Νόμου.  Η τελική του κρίση ήταν υπέρ της εισήγησης του δικηγόρου των εφεσιβλήτων, ότι δηλαδή το Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί των θεραπειών όπως αυτές διατυπώνονταν στην αγωγή, την οποία και εν συνεχεία απέρριψε.

Η πρωτόδικη απόφαση είναι τόσο εμπεριστατωμένη και διαυγής, με αποτέλεσμα η έκφραση της δικής μας σύμφωνης γνώμης να οδηγεί σε επανάληψη αυτών που είπε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Θα είναι, επομένως, το κείμενο μας σύντομο, χωρίς τούτο να σημαίνει πως δεν εκτιμούμε το έργο του πρωτόδικου δικαστή και τη σοβαρή εργασία των δικηγόρων.

Είμαστε της άποψης πως ο δικηγόρος των εφεσειόντων έχει ένα ανυπέρβλητο κώλυμα, το οποίο ορθώνεται από τις ρητές διατάξεις  του άρθρου 16 του Νόμου και που αφορούν απ' ευθείας στο ζήτημα που μας απασχολεί.  Μολονότι μακροσκελές το άρθρο να μας επιτραπεί να το ενθέσουμε:

«16.-(1)  Το διαιτητικό δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται περί της ιδίας αυτού δικαιοδοσίας και να εξετάζει ζητήματα που αφορούν στην ύπαρξη ή το έγκυρο της συμφωνίας περί διαιτησίας. Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου η ρήτρα διαιτησίας που συνιστά αναπόσπαστο μέρος μιας σύμβασης λογίζεται ως συμφωνία χωριστή από τους άλλους όρους της σύμβασης. Απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου που κηρύσσει τη σύμβαση άκυρη εξ' υπαρχής δεν επάγεται αυτοδικαίως και την ακυρότητα της ρήτρας της διαιτησίας.

(2) Η ένσταση αναρμοδιότητας του διαιτητικού δικαστηρίου προβάλλεται το αργότερο κατά την υποβολή της έκθεσης υπεράσπισης του μέρους που την προβάλλει.  Ο διορισμός διαιτητή ή η συμμετοχή στον ορισμό διαιτητή δε στερεί το μέρος αυτό από το δικαίωμα προς προβολή της ένστασης αναρμοδιότητας.  Η ένσταση υπέρβασης αρμοδιότητας του διαιτητικού δικαστηρίου, προβάλλεται το ταχύτερο αφότου κατά τη διαιτητική διαδικασία δημιουργήθηκε το θέμα που κατ' ισχυρισμό εκφεύγει της αρμοδιότητας του διαιτητικού δικαστηρίου. Σε δικαιολογημένες περιπτώσεις το διαιτητικό δικαστήριο έχει την ευχέρεια να αποδεχθεί ένσταση αναρμοδιότητας ή υπέρβασης αρμοδιότητας που προβάλλεται καθυστερημένα.

(3) Το διαιτητικό δικαστήριο αποφαίνεται επί των κατά το εδάφιο (2) ενστάσεων είτε με παρεμπίπτουσά του απόφαση είτε με την τελική επί της ουσίας απόφασή του. Αν το διαιτητικό δικαστήριο αποφασίσει με παρεμπίπτουσα απόφασή του ότι έχει δικαιοδοσία, οποιοδήποτε των μερών δύναται να προσβάλει την απόφαση ενώπιον του Δικαστηρίου, σε προθεσμία τριάντα ημερών αφότου κοινοποιήθηκε προς αυτό η σχετική παρεμπίπτουσα απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου. Η απόφαση του Δικαστηρίου επί του ζητήματος είναι τελεσίδικη, μη υποκείμενη σε οποιοδήποτε ένδικο μέσο. Εν όσω εκκρεμεί η απόφαση του Δικαστηρίου, το διαιτητικό δικαστήριο δύναται να συνεχίσει τη διαιτησία  μέχρι και της έκδοσης της τελικής του απόφασης επί της ουσίας της διαφοράς.»

Ο δικηγόρος των εφεσειόντων προσπάθησε να υπερκεράσει τις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου με αναφορά σε  πρόσφατα συγγράμματα ειδημόνων πάνω στο διεθνές πρότυπο νομοθέτημα, όπως International Commercial Arbitration in UNCITRAL Model Law Jurisdictions, An International Comparison of the UNCITRAL Model Law on International commercial Arbitration, 1η έκδοση του Dr. Peter Binder, έκδοση 2000, και το σύγγραμμα του Aron Broches "Commentary of the UNCITRAL Model Law on International Commercial Arbitration`". Θα πρέπει όμως να παρατηρήσουμε πως η συζήτηση που γίνεται στα πιο πάνω συγγράμματα είναι βασικά θεωρητική και αναφέρεται κυρίως στις εργασίες των διαφόρων επιτροπών που προηγήθηκαν του καταρτισμού της διεθνούς συμφωνίας, η οποία κυρώθηκε από την πολιτεία μας με το Ν.101/87, καθώς επίσης και στις προσωπικές απόψεις των συγγραφέων. Να επισημάνουμε επιπλέον πως ορισμένες χώρες, και σύμφωνα με τους όρους της ίδιας της Σύμβασης, καταχώρισαν επιφυλάξεις ως προς την εφαρμογή ορισμένων από τα άρθρα της.

Όπως είπαμε πιο πριν οι διατάξεις του άρθρου 16 του Νόμου είναι καθαρές και αυτονόητες.  Ο δικηγόρος των εφεσειόντων επικαλέστηκε επίσης και το άρθρο 8 του Νόμου που λέει τα εξής:

«8.-(1)  Σε περίπτωση που εγείρεται αγωγή για ζήτημα που αποτελεί το αντικείμενο συμφωνίας περί διαιτησίας, το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εγείρεται η αγωγή οφείλει, αν το ζητήσει το ένα των μερών πριν από την υποβολή της πρώτης έκθεσης του επί της ουσίας της διαφοράς, να παραπέμψει τη διαφορά σε διαιτησία, εκτός αν εύρει ότι η συμφωνία είναι άκυρη, ανενεργής, ή μη δεκτική εκτέλεσης.

(2) Η έγερση αγωγής κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1) δεν αποτελεί κώλυμα για την έναρξη ή τη συνέχιση της διαιτητικής διαδικασίας ή την έκδοση τελικής διαιτητικής απόφασης, εν όσω, το επίδικο θέμα εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου.»

Εισηγήθηκε, επί του προκειμένου, πως, εφόσον έχει εγερθεί η αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, η υπό εξέταση δηλαδή, το ζήτημα της δικαιοδοσίας διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού. Έχουμε τη γνώμη πως η κρίση του πρωτόδικου δικαστή είναι επίσης ορθή και επ΄αυτού του νομικού σημείου.  Είπε, συγκεκριμένα, πως στην αγωγή που καταχώρισαν οι εφεσείοντες δεν εγειρόταν ζήτημα που να αποτελούσε το αντικείμενο της συμφωνίας περί διαιτησίας, δηλαδή την ουσία της διαφοράς που προκύπτει από τη σύμβαση των μερών. Με την αγωγή αξιώνονταν, αποκλειστικά, η ακύρωση της ίδιας της συμφωνίας για διαιτησία. 

Τέλος, να αναφέρουμε πως ο Νόμος προβλέπει για προσφυγή στο δικαστήριο, με αίτηση ακυρώσεως της απόφασης του διαιτητή, για λόγους που καθορίζονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 34 του Νόμου.  Και στην παράγραφο (1) του εδαφίου (2) γίνεται ειδική αναφορά σε λόγο που αφορά στην εγκυρότητα της συμφωνίας διαιτησίας, κατά το δίκαιο στο οποίο τα μέλη την έχουν υποβάλει. 

Με την κρίση που εξέφρασε το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά η αγωγή οδηγήθηκε σε απόρριψη. 

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο