ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 1 ΑΑΔ 1694

26 Νοεμβρίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στές]

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

ν.

SEVERIS & ATHIENITIS SECURITIES LTD,

Eφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11537)

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για παραμερισμό απόφασης η οποία εκδόθηκε στην απουσία του εναγομένου ― Ο αιτητής οφείλει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση ― Όμως η χωρίς λόγο παράλειψη του αιτητή να εμφανισθεί και η αδικαιολόγητη καθυστέρησή του να λάβει έγκαιρα μέτρα προς ακύρωση της απόφασης συνιστούν λόγο για απόρριψη της αίτησης.

Η εφεσίβλητη-ενάγουσα ήγειρε αγωγή εναντίον του εφεσείοντος-εναγομένου για ποσό £11.445,35 πλέον τόκους σαν υπόλοιπο λογαριασμού για προσφερθείσες χρηματιστηριακές υπηρεσίες.  Η αγωγή επιδόθηκε στις 3.4.01.  Ο εφεσείων καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης στις 23.4.01 αλλ' όχι υπεράσπιση μέσα στην νενομισμένη προθεσμία.  Στις 3.6.01 η εφεσίβλητη καταχώρησε αίτηση διά κλήσεως για την έκδοση απόφασης η οποία ορίστηκε στις 10.10.01.  Την ίδια μέρα ορίστηκε και μονομερής αίτηση εναντίον του εφεσείοντος για έκδοση απόφασης και η οποία οδήγησε στην έκδοση απόφασης ως η απαίτηση πλέον έξοδα.

Στις 4.4.02 ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση για παραμερισμό της απόφασης η οποία απορρίφθηκε.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η άνευ αποχρώντος λόγου παράλειψη του εναγομένου να εμφανισθεί και η αδικαιολόγητη καθυστέρησή του να αποταθεί για τον παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης μπορεί βάσιμα να αποτελέσουν λόγο για την απόρριψη του αιτήματός του.  Το Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης ότι ο προβαλλόμενος ισχυρισμός του εφεσείοντος περί εξόφλησης του οφειλομένου ποσού δεν ήταν πειστικός.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά τις σχετικές αρχές στα γεγονότα της υπόθεσης και η διακριτική του ευχέρεια ασκήθηκε ορθά.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που δόθηκε στις 26/11/02 (Αρ. Αγωγής 2702/01) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του ημερ. 4/4/02 για παραμερισμό της απόφασης η οποία εκδόθηκε εναντίον του, ως η απαίτηση της ενάγουσας εταιρείας για ποσό £11.445,35 ως υπόλοιπο λογαριασμού για προσφερθείσες από αυτήν προς τον εναγόμενο χρηματιστηριακές υπηρεσίες.

Χρ. Θεοδώρου, για τον Εφεσείοντα.

Λ. Παπαφιλίππου, για την Εφεσίβλητη.

Ex tempore

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Αρέστης.

ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ.:  Ο εφεσείων ήταν ο εναγόμενος στην αγωγή 2702/01 την οποία η ενάγουσα/εφεσίβλητη ήγειρε εναντίον του για ποσό £11,445.35 πλέον τόκους σαν υπόλοιπο λογαριασμού, για προσφερθείσες χρηματιστηριακές υπηρεσίες.  Η αγωγή επιδόθηκε στις 3/4/01.  Ο εφεσείων καταχώρησε προσωπικά σημείωμα εμφάνισης στις 23/4/01 αλλ' όχι υπεράσπιση μέσα στην από τους θεσμούς προβλεπόμενη προθεσμία.  Στις 3/6/01 η εφεσίβλητη καταχώρησε αίτηση διά κλήσεως για την έκδοση απόφασης η οποία λόγω μη επίδοσης ορίστηκε τελικά στις 10/10/01.  Την ίδια μέρα ορίστηκε και μονομερής αίτηση εναντίον του για έκδοση απόφασης που καταχωρίστηκε στις 22/8/01 και η οποία οδήγησε στην έκδοση απόφασης ως η απαίτηση πλέον έξοδα.

Ο εφεσείων στις 4/4/02 καταχώρησε αίτηση για παραμερισμό της απόφασης η οποία όμως απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο.  Αφού το δικαστήριο με αναφορά σε σχετικές αποφάσεις καθόρισε τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας καταλήγει ως εξής αναφορικά με τον παράγοντα του χρόνου που μεσολαβεί από την απόφαση μέχρι την αίτηση παραμερισμού αλλά και την πάροδο των προθεσμιών και του χρόνου πριν την απόφαση:

«Η νομολογία υποστηρίζει ότι μπορεί να απορριφθεί η αίτηση, παρά την αποκάλυψη συζητήσιμης υπεράσπισης, εφόσον διαπιστωθεί ότι ο εναγόμενος επέδειξε αδιαφορία για την αγωγή, η οποία προσλαμβάνει τη μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου. Με την ένορκη δήλωση του αιτητή δεν αποκαλύφθηκε οποιοδήποτε στοιχείο, το οποίο να μετριάζει την αδιαφορία του για την τύχη της αγωγής.  Το ενδιαφέρον του ζωοπυρώθηκε όταν ήλθεν αντιμέτωπος με την εκτέλεση της απόφασης.  Τότε είναι που αποτάθηκε για τον παραμερισμό της.  Κέντρισμα αποτέλεσε η επιθυμία για την αποφυγή των συνεπειών της εκτέλεσης.  Η αγωγή καταχωρήθηκε στις 20/3/01, καταχώρησε μετά από μικρή καθυστέρηση σημείωμα εμφάνισης στις 23/4/01.  Εκδόθηκε απόφαση συνεπεία της παράλειψης του να καταχωρήσει υπεράσπιση, στις 10/10/01 και καταχώρησε την παρούσα αίτηση για ακύρωση της απόφασης στις 4.4.02.  Η απόφαση εκδόθηκε μετά από 6 ½ μήνες από της καταχώρησης σημειώματος εμφανίσεως και καταχώρισε την αίτηση παραμερισμού ένα χρόνο μετά την καταχώριση σημειώματος εμφάνισης και έξι μήνες μετά την έκδοση της απόφασης.  Στην ένορκη του δήλωση ημερ. 4/4/02 δεν δίδει οποιαδήποτε δικαιολογία για την καθυστέρηση αυτή.  Ούτε καν αναφορά κάμνει στην καθυστέρηση αυτή.  Καμιά εξήγηση δόθηκε από τον Αιτητή για την παράλειψη του να καταχωρήσει υπεράσπιση.

............................................................................................................

Η άνευ αποχρώντος λόγου παράλειψη του εναγομένου να εμφανιστεί και η αδικαιολόγητη καθυστέρηση του να αποταθεί για τον παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης, μπορεί βάσιμα να αποτελέσουν λόγο για την απόρριψη του αιτήματος του.  Διαφορετικά, η πορεία της δικαστικής διαδικασίας και τα αποτελέσματα της θα αφήνονταν αιωρούμενα μέχρι την εκδήλωση της θέσης του εναγομένου, σε σχέση με την εναντίον του αγωγή.»

Βρίσκουμε την πιο πάνω κρίση του πρωτόδικου δικαστή απόλυτα ορθή και δεν χρειάζεται να πούμε τίποτε περισσότερο.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως και η νομολογία επιτάσσει, προχώρησε στην εξέταση και του άλλου παράγοντα που δυνατόν ν' ασκήσει επίδραση στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου.  Αυτόν της ύπαρξης καλής εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης. Ο πρωτόδικος δικαστής αναλύει τη σχετική μαρτυρία επί του θέματος και καταλήγει ως εξής:

«Δοσμένης της κανονικής έκδοσης της απόφασης, ο εναγόμενος-αιτητής απαιτείται να δείξει σοβαρούς λόγους γιατί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για ακύρωση της θα πρέπει να ασκηθεί υπέρ του.  Η απόφαση θα πρέπει να εξακολουθεί ισχύουσα εκτός αν αποδειχθεί ότι η υπεράσπιση είναι τόσο ουσιαστική που να δικαιολογεί επανάνοιξη της διαδικασίας.  Ο αιτητής είχε καθήκον να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση που είναι η μία από τις δύο προϋποθέσεις για να επιτύχει ακύρωση της ερήμην εκδοθείσας εναντίον του απόφασης πράγμα το οποίο απέτυχε.»

Σημειώνουμε ότι το δικαστήριο είχε αναλύσει τη με βάση τις ένορκες δηλώσεις μαρτυρία που είχε ενώπιον του και διαπίστωσε ότι ο προβαλλόμενος ισχυρισμός του εφεσείοντα περί εξόφλησης του οφειλομένου ποσού δεν ήταν πειστικός.

Δε διαπιστώνουμε σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση.  Εφαρμόστηκαν ορθά οι σχετικές αρχές στα γεγονότα της υπόθεσης και η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου ασκήθηκε ορθά.

Η έφεση ως εκ τούτου απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο