ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 1 ΑΑΔ 1265

29 Σεπτεμβρίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

1. STAFO FURNITURE LTD,

2. ΠΕΥΚΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ,

Εφεσείοντες,

ν.

1. ΛΟΥΚΗ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

2. ΝΙΚΗΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11298)

 

Συμφωνία επί Δικαστηρίω — Δέσμευση διαδίκων — Διάδικοι συμφώνησαν στην επίλυση εκκρεμούσας διαφοράς τους με την ανάθεση σε πραγματογνώμονες μελέτης και υποβολή πορίσματος —Διάδικοι δεσμεύονται από το πόρισμα — Σε ποιες περιπτώσεις το Δικαστήριο δεν εφαρμόζει συμφωνία που έγινε ενώπιόν του.

Πραγματογνώμονες — Εξουσιοδότηση πραγματογνωμόνων για επίλυση εκκρεμούσας διαφοράς μεταξύ διαδίκων — Τερματισμός εξουσιοδότησής τους με την έκδοση έγκυρης απόφασης.

Οι διάδικοι είχαν διαφορές σε σχέση με ξυλουργικές εργασίες στην οικία των εναγόντων-εφεσιβλήτων τις οποίες οι τελευταίοι είχαν αναθέσει για εκτέλεση στους εφεσείοντες 1 - εναγόμενους 1, υπό την επίβλεψη του εφεσείοντος 2 - εναγόμενου 2.  Ισχυρίζονταν ακόμα ότι πλήρωσαν προς τους εφεσείοντες την πληρωμή διατακτικού ύψους £3.456 για δεύτερη φορά και ότι ο εφεσείων 2, εργασία ύψους £1.100 εκ λάθους χρέωσε ως επιπλέον εργασία.

Μετά τη συμπλήρωση της υπόθεσης των εναγόντων οι διάδικοι κατέληξαν σε διευθέτηση σε σχέση με μερικές από τις ξυλουργικές εργασίες και ορίστηκε τριμελής ομάδα αρχιτεκτόνων (πραγματογνωμόνων), για να αποφασίσουν τελεσίδικα: (α) την διαφορά αναφορικά με τις άλλες ξυλουργικές εργασίες και (β) την κατ' ισχυρισμό πληρωμή αχρεωστήτως βάσει του διατακτικού. Η διαφορά θα αποτελούσε το ύψος των αποζημιώσεων που θα καταβαλλόταν από τους εφεσείοντες 1 προς τους εφεσίβλητους και οι εφεσείοντες 1 θα συναινούσαν στην έκδοση ανάλογης απόφασης εναντίον τους. Οι συνήγοροι των διαδίκων δήλωσαν ότι συμφωνούσαν και δεσμεύονταν να τηρήσουν τα συμφωνηθέντα μέσα στην περίοδο που είχε ορισθεί. Στις 30.10.2001 οι πραγματογνώμονες κατέληξαν σε τελική απόφαση την οποία και γνωστοποίησαν στους διαδίκους.

Οι εφεσείοντες 1 δέκτηκαν απόφαση εναντίον τους για ποσό £4.750 στο οποίο οι τρεις πραγματογνώμονες είχαν καταλήξει σε συμφωνία αναφορικά με το μέρος εκείνο της διαφοράς της αξίας του ξύλου.  Τα μέρη διαφωνούσαν ως προς την αξίωση των εφεσιβλήτων για την κατ' ισχυρισμό διπλή πληρωμή του ποσού των £3.456 και έτσι το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για περαιτέρω ακρόαση.

Στις 3.12.2001 συνήλθαν οι πραγματογνώμονες και συνέταξαν πρακτικό το οποίο υπέγραψαν σύμφωνα με το οποίο η παράγραφος 2 των πρακτικών ημερ. 30.10.2001 δεν ίσχυε και το θέμα επαφιόταν στην κρίση του Δικαστηρίου.

Κατά τη δικάσιμο οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι η απόφαση των πραγματογνωμόνων ημερ. 30.10.2001 δεν ήταν τελεσίδικη, αλλά ότι υπήρχε δεύτερη συμφωνία που αναιρούσε μέρος της πρώτης και επομένως τα γεγονότα δεν ήταν αποσαφηνισμένα.

Το Δικαστήριο κατέληξε ότι η έκθεση των πραγματογνωμόνων ημερ. 30.10.2001 και όχι η απόφασή τους ημερ. 3.12.2001 δέσμευε τα μέρη.  Κατά συνέπεια έκδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων 1, για περαιτέρω ποσό £2.464,56.

Οι εφεσείοντες υποστήριξαν κατ' έφεση ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η μόνη απόφαση που εξέδωσαν οι πραγματογνώμονες είναι εκείνη της 30.10.2001, είναι εσφαλμένη.  Υποστήριξαν επίσης ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα και εκτός των πλαισίων των εξουσιών του έκρινε την απόφαση των πραγματογνωμόνων και αντικατέστησε την απόφασή τους με δική του.

Αποφασίστηκε ότι:

Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι απόλυτα ορθή και αιτιολογημένη.  Οι πραγματογνώμονες κατέληξαν σε τελική απόφαση στις 30.10.2001 την οποία και γνωστοποίησαν στους διαδίκους.  Συνεπώς δεν μπορούσαν να αναιρέσουν μέρος της για τους ακόλουθους λόγους:

1.  Η διατύπωση της απόφασης των πραγματογνωμόνων αναφέρει σαφώς ότι για την εκτελεσθείσα εργασία προκύπτει διαφορά προς όφελος του ιδιοκτήτη για το ποσό των £2.282 πλέον Φ.Π.Α. και ότι το ποσό αυτό θα επιστραφεί στους εφεσίβλητους από τους εφεσείοντες 1.

2.  Οι πραγματογνώμονες ενεργώντας, στην ουσία, ως διαιτητές, στις 30.10.2001 κατέληξαν σε μια έγκυρη απόφαση.  Με την έκδοσή της, η εξουσιοδότησή τους τερματίστηκε και οι ίδιοι κατέστησαν functus officio.

3.  Όταν οι διάδικοι συμφωνούν στην επίλυση εκκρεμούσας διαφοράς τους με την ανάθεση σε τρίτο πρόσωπο μελέτης και υποβολής πορίσματος γι' αυτή, δεσμεύονται από το πόρισμα.  Το Δικαστήριο τότε μόνο δεν θα εφαρμόσει τη συμφωνία αν ο διορισθείς ειδικός, αποδεδειγμένεα ενήργησε μεροληπτικά ή με δόλο, ή όπου διαπιστώθηκε παρέκκλιση από τους όρους εντολής του.

4.  Το Δικαστήριο με βάση την απόφαση των πραγματογνωμόνων προχώρησε και ασκώντας τις εξουσίες του εξέδωσε απόφαση.  Δεν έχει αντικαταστήσει την απόφαση των πραγματογνωμόνων με τη δική του απόφαση.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Αναφορικά με τη Διαιτησία μεταξύ της Τσιμεντοποιίας Βασιλικού Λτδ ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2001) 1 Α.Α.Δ. 23,

Καζαντιάν κ.ά. ν. Ελληνίδη κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 591.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 29/1/02 (Αρ. Αγωγής 13882/97) με την οποία έκρινε ότι τελεσίδικη απόφαση των τριών αρχιτεκτόνων-εμπειρογνωμόνων οι οποίοι διορίστηκαν για την επίλυση της διαφοράς μεταξύ εναγόντων και εναγομένων κατά την εκτέλεση ξυλουργικών εργασιών από τους εναγόμενους σε οικίες των εναγόντων ήταν αυτή της 30/10/01 και εξέδωσε απόφαση υπέρ των εναγόντων για ποσό £2.464,56.

Χρ. Κιτρομηλίδης, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Αμπίζας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι είχαν αναθέσει στους εφεσείοντες 1 την εκτέλεση ξυλουργικών εργασιών σε δύο οικίες ιδιοκτησίας τους, με βάση σχέδια του εφεσείοντα 2 και υπό την επίβλεψή του.

Kατά την εξέλιξη των εργασιών προέκυψαν προβλήματα και οι εφεσίβλητοι απέδωσαν ευθύνες στον εφεσείοντα 2, γιατί δεν άσκησε τη δέουσα επίβλεψη των εργασιών, με αποτέλεσμα, από τη μια, τη μη εκτέλεση της ανατεθείσας εργασίας και τη χρησιμοποίηση από τους εφεσείοντες 1 μικρότερης αξίας ξυλείας και από την άλλη, την πληρωμή προς αυτούς διατακτικού ύψους £3.456, για δεύτερη φορά. Οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ακόμα ότι ο εφεσείων 2, εργασία ύψους £1.100 που περιλαμβανόταν στο ποσό της αρχικής συμφωνίας, εκ λάθους χρέωσε ως επιπλέον εργασία.

Μετά τη συμπλήρωση της υπόθεσης των εναγόντων, οι εφεσίβλητοι και οι εφεσείοντες 1 κατέληξαν σε διευθέτηση σύμφωνα με την οποία πέντε εξωτερικές θύρες θα αντικαθίσταντο με άλλες, ενώ προς εξέταση ισχυρισμών σε σχέση με άλλες ξυλουργικές εργασίες, όπως εσωτερικές θύρες, βιβλιοθήκη κλπ, ορίστηκε τριμελής ομάδα αρχιτεκτόνων αποτελούμενη από τον εφεσείοντα 2, το Χρίστο Μίτσιγγα που εκπροσωπούσε τους εφεσιβλήτους και τον Ανδρέα Κωνσταντίνου, που εκπροσωπούσε τους εφεσείοντες 1. Οι τρεις αρχιτέκτονες, τους οποίους στο εξής θα αναφέρουμε ως «οι πραγματογνώμονες» θα αποφάσιζαν τη διαφορά της αξίας των θυρών από συμπαγές ξύλο οξιάς και εκείνης με επένδυση οξιάς. Η διαφορά θα αποτελούσε το ύψος των αποζημιώσεων που θα καταβαλλόταν από τους εφεσείοντες 1 προς τους εφεσιβλήτους. Συμφωνήθηκε όπως το ποσό στο οποίο θα κατέληγαν οι τρεις πραγματογνώμονες θα ήταν αποδεκτό και από τις δύο πλευρές και οι εφεσείοντες 1, τότε εναγόμενοι 1, θα συναινούσαν στην έκδοση ανάλογης απόφασης εναντίον τους. Το θέμα της κατ' ισχυρισμόν πληρωμής διατακτικού αχρεωστήτως θα αποφασιζόταν τελεσίδικα από τους πραγματογνώμονες. Αν αυτοί κατέληγαν ότι το ποσό οφειλόταν, συμφωνήθηκε ότι θα εκδιδόταν ανάλογη απόφαση εναντίον των εναγομένων/εφεσειόντων 1. Οι ίδιοι θα κατέβαλλαν και τα έξοδα στην ανάλογη κλίμακα.

Προς υλοποίηση των συμφωνηθέντων, δόθηκε αναβολή ενός μηνός, ενώ οι συνήγοροι δήλωσαν ότι συμφωνούσαν και δεσμεύονταν να τηρήσουν τα συμφωνηθέντα μέσα στην περίοδο που είχε οριστεί.

Στις 3.7.2001 που η υπόθεση είχε οριστεί για συνέχιση της ακρόασης, δηλώθηκε και από τις τρεις πλευρές ότι μέρος της συμφωνίας είχε ήδη υλοποιηθεί και ότι οι αρχιτέκτονες εργάζονταν πάνω στα υπόλοιπα θέματα. Η υπόθεση αναβλήθηκε και πάλι άλλες δύο φορές, αφού οι διάδικοι δήλωναν ότι υλοποιείτο η συμφωνία στην οποία είχαν καταλήξει και απαιτείτο κάποιος χρόνος για ολοκλήρωσή της.

Στις 2.11.2001, δηλώθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η διαιτησία ολοκληρώθηκε και οι τρεις αρχιτέκτονες είχαν καταλήξει. Ζητήθηκε να οριστεί η αγωγή για οδηγίες ούτως ώστε, εν όψει του αποτελέσματος της απόφασης των τριών αρχιτεκτόνων, να ολοκληρωθούν οι διευθετήσεις.

Θα πρέπει να λεχθεί ότι την πιο πάνω δήλωση έκαμε στο Δικαστήριο ο κ. Αμπίζας, δικηγόρος των εφεσιβλήτων-εναγόντων, στην παρουσία των δικηγόρων των άλλων δύο πλευρών. Η κα Κουντουρή εκ μέρους του εναγόμενου/εφεσείοντα 2, δήλωσε ότι συμφωνεί, ενώ η κα Γεωργίου που εμφανιζόταν για τον κ. Κιτρομηλίδη που εκπροσωπούσε τους εφεσείοντες 1, δεν προέβη σε οποιαδήποτε δήλωση.

Στις 26.11.2001 ημερομηνία κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για μια ακόμα φορά, ο κ. Κιτρομηλίδης προέβη στην ακόλουθη δήλωση:

«Αντιλαμβάνομαι ότι έχει υπογραφεί μια συμφωνία των ατόμων τα οποία διορίστηκαν ως διαιτητές κάποιων προβλημάτων. Παρόλο που η συμφωνία αυτή έχει υπογραφεί από τις 30.10. μόλις σήμερα έχει περιέλθει εις γνώση μας αυτό το πράγμα. Δεν μας είχαν ειδοποιήσει. Η συμφωνία ήταν μεταξύ του Πεύκιου Γεωργιάδη, ο Χρίστος Μίτσιγγας και ο Α. Κωνσταντίνου εκ μέρους της εναγομένης 1. Ζητώ, αντιλαμβάνομαι είναι καθαρά θέμα να το δούμε και με τον πελάτη μας, μια εβδομάδα αναβολή. Τα δεδομένα μιλούν από μόνα τους όσον αφορά το θέμα της συμφωνίας και τη δήλωση που έχει γίνει. Είναι θέμα καθαρά τυπικό.» (*)

Η υπόθεση αναβλήθηκε και πάλι και στη νέα δικάσιμο διαφάνηκε ότι η πλευρά των εφεσειόντων 1 συμφωνούσε όσον αφορούσε το μέρος εκείνο της διαφοράς στο οποίο οι τρεις πραγματογνώμονες είχαν καταλήξει σε συμφωνία, δηλαδή στη διαφορά της αξίας του ξύλου. Έτσι, δέκτηκαν απόφαση εναντίον τους για ποσό £4.750. Φάνηκε ότι τα μέρη διαφωνούσαν όσον αφορά την αξίωση των εναγόντων-εφεσιβλήτων για την κατ' ισχυρισμόν διπλή πληρωμή του ποσού των £3.456 και έτσι το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για περαιτέρω ακρόαση.

Στις 3.12.2001 ο εφεσείων 2 απέστειλε επιστολή στους άλλους δύο πραγματογνώμονες με αποτέλεσμα οι τρεις να συνέλθουν την ίδια μέρα, στην παρουσία αρχιτέκτονα συνεργαζόμενου με το γραφείο  του εφεσείοντα 2. Συνέταξαν πρακτικό το οποίο υπέγραψαν και οι τρεις, σύμφωνα με το οποίο η παραγρ. 2 των πρακτικών ημερ. 30.10.2001 δεν ίσχυε και το θέμα επαφιόταν στην κρίση του Δικαστηρίου.

Στη νέα δικάσιμο υποβλήθηκε από το δικηγόρο των εφεσιβλήτων ότι οι διαφορές των μερών είχαν επιλυθεί με την ομόφωνη συμφωνία των πραγματογνωμόνων και θα έπρεπε να εκδοθεί ανάλογη απόφαση του Δικαστηρίου. Αντίθετα, η θέση του δικηγόρου των εναγομένων-εφεσειόντων 1, ήταν ότι υπήρχε δεύτερη συμφωνία των πραγματογνωμόνων που αναιρούσε μέρος της πρώτης και επομένως τα γεγονότα δεν ήταν αποσαφηνισμένα.

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου συνεχίστηκε. Κατατέθηκε εκ συμφώνου αριθμός εγγράφων που είχαν σχέση με την εργασία και τις συμφωνίες των πραγματογνωμόνων. Οι συνήγοροι των διαδίκων αγόρευσαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τόσο σε σχέση με τη φύση της συμφωνίας τους ενώπιον του Δικαστηρίου στις 28.5.2001, όσο και με το ποια από τις δύο συμφωνίες των πραγματογνωμόνων ήταν δεσμευτική.

Τελικά το Δικαστήριο κατέληξε ότι η έκθεση των πραγματογνωμόνων ημερ. 30.10.2001 και όχι η απόφασή τους ημερ. 30.12.2001, δέσμευε τα μέρη. Κατά συνέπεια εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων 1, για περαιτέρω ποσό £2.464,56. Το θέμα των εξόδων επιφυλάχθηκε.

Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η μόνη απόφαση που εξέδωσαν οι πραγματογνώμονες είναι εκείνη της 30.10.2001, είναι εσφαλμένη. Υποστηρίζουν ακόμα ότι εσφαλμένα και εκτός των πλαισίων των εξουσιών του έκρινε την απόφαση των πραγματογνωμόνων και αντικατέστησε την απόφασή τους με δική του.

Στο περίγραμμα αγόρευσής τους υποστηρίζουν ότι η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου σε σχέση με την ουσία της διαφοράς τερματίστηκε με την έκδοση της απόφασης των πραγματογνωμόνων και ο μόνος λόγος που η υπόθεση είχε παραμείνει σε εκκρεμοδικία ήταν για να εκδοθεί απόφαση με βάση την απόφαση των πραγματογνωμόνων. Έτσι λανθασμένα το Δικαστήριο υπερέβη τις εξουσίες του και προχώρησε να κρίνει και αποφασίσει ποια από τις δύο αποφάσεις των πραγματογνωμόνων ήταν η ορθή.

Η θέση των εφεσειόντων ήταν ότι δεν εκδόθηκαν δύο αποφάσεις, αλλά μία σε δύο στάδια. Τελεσίδικη απόφαση των πραγματογνωμόνων ήταν εκείνη της 3.12.2001. Υποστηρίζουν ακόμα ότι στους τρεις πραγματογνώμονες δεν δόθηκαν όροι εντολής, αλλά αφέθηκαν ελεύθεροι να αποφασίσουν τα θέματα με τον τρόπο που οι ίδιοι θα επέλεγαν.

Η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί. Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι απόλυτα ορθή και αιτιολογημένη. Στις 28.5.2001 οι διάδικοι και πιο συγκεκριμένα οι εφεσίβλητοι και οι εφεσείοντες 1 συμφώνησαν, προς επίλυση των διαφορών τους στην παρούσα αγωγή, όπως οι εφεσείοντες 1 αντικαταστήσουν πέντε θύρες, υποχρέωση την οποία εξεπλήρωσαν. Περαιτέρω συμφώνησαν όπως οριστεί τριμελής ομάδα πραγματογνωμόνων για επίλυση των δύο άλλων επιδίκων θεμάτων. Το πρώτο ήταν η διαφορά της αξίας συγκεκριμένης εργασίας που έγινε. Το ποσό της διαφοράς θα αποτελούσε το ύψος των αποζημιώσεων το οποίο θα καταβαλλόταν από τους εφεσείοντες 1 στους εφεσιβλήτους. Οι εφεσείοντες συνήνεσαν να δεκτούν ανάλογη απόφαση, πράγμα που έγινε στη συνέχεια.

Το δεύτερο θέμα που τα μέρη συμφώνησαν να αποφασιστεί τελεσίδικα από τους πραγματογνώμονες ήταν αυτό της κατ΄ ισχυρισμόν πληρωμής αχρεωστήτως βάσει του διατακτικού 6. Δέκτηκαν ότι η απόφαση θα ήταν δεσμευτική και ότι τα μέρη θα ήσαν υποχρεωμένα να συμμορφωθούν με όλους τους όρους της.

Είμαστε της γνώμης ότι οι πραγματογνώμονες κατέληξαν σε τελική απόφαση στις 30.10.2001 την οποία και γνωστοποίησαν στους διαδίκους. Συνεπώς, για τους λόγους που θα εξηγήσουμε στη συνέχεια, δεν μπορούσαν να αναιρέσουν μέρος της.

Η διατύπωση της απόφασης των πραγματογνωμόνων ημερ. 30.10.2001 δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης. Σαφώς αναφέρει ότι από τις πληρωμές που έγιναν στον υπεργολάβο και λαμβάνοντας υπ΄ όψιν την τελική εκτίμηση του αρχιτέκτονα για την εκτελεσθείσα εργασία προκύπτει μια διαφορά προς όφελος του ιδιοκτήτη για το ποσό των £2.282 πλέον Φ.Π.Α., δηλαδή £2.463,56.  Το ποσό αυτό, συνεχίζει η ίδια απόφαση των πραγματογνωμόνων, μαζί με τους τόκους που θα αποφασίσει το Δικαστήριο, θα επιστραφεί στους εφεσιβλήτους από τους εφεσείοντες 1.

Στο πρακτικό που υπογράφτηκε και πάλι από τους τρεις πραγματογνώμονες στις 3.12.2001, γίνεται προσπάθεια αναίρεσης των πιο πάνω. Αναφέρεται ότι οι πραγματογνωμόνες συνήλθαν και επανεξέτασαν αίτημα του εφεσείοντα 1 για την «τελική εκτίμηση» της εκτελεσθείσας και πληρωθείσας εργασίας. Η χρήση των λέξεων «τελική εκτίμηση» έγινε για να υπονοηθεί, ανεπιτυχώς θα λέγαμε, ότι η προηγούμενη απόφαση δεν αποτελούσε και την οριστική κατάληξή τους. Δεν είναι νοητό, μετά την έκδοση της απόφασης ημερ. 30.10.2001 στην οποία γίνεται σαφής αναφορά στο ποσό που θα πρέπει να επιστραφεί στον ιδιοκτήτη, να θεωρήσουμε ότι η απόφαση δεν αποτελούσε την τελική τους κρίση, αλλά μια προκαταρκτική θεώρηση.

Οι πραγματογνώμονες ενεργώντας, στην ουσία, ως διαιτητές, στις 30.10.2001 κατέληξαν σε μια έγκυρη απόφαση. Με την έκδοσή της η εξουσιοδότησή τους τερματίστηκε και οι ίδιοι κατέστησαν functus officio. Στην υπόθεση Αναφορικά με τη Διαιτησία μεταξύ της Τσιμεντοποιΐας Βασιλικού Λτδ ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2001) 1 Α.Α.Δ. 23 γίνεται αναφορά στις σελ. 356, 357 του συγγράμματος των Μustill and Boyd, Commercial Arbitration in England και επισημαίνεται ότι κατάλοιπο εξουσίας του διαιτητή υπάρχει μόνο αν η απόφασή του δεν είναι τελική, οπόταν διατηρεί ακόμα την εξουσία σε σχέση με τα θέματα που ανέλαβε, ενώ θεωρείται functus officio για όσα από αυτά αποφάσισε. Ακόμα, αν η απόφαση αναπέμφθηκε στο διαιτητή από το πολιτειακό δικαστήριο, αυτός έχει εξουσία να χειριστεί τα θέματα της αναπομπής και να εκδώσει νέα απόφαση. Τέλος, αν η απόφαση έχει τη μορφή ειδικής υπόθεσης, μετά την επίλυση των θεμάτων από το δικαστήριο, ο διαιτητής μπορεί να εξετάσει τα θέματα που παραπέμφθηκαν υπό το πρίσμα της δικαστικής απόφασης. Στο ίδιο σύγγραμμα συμπεραίνεται ότι εκτός των τριών πιο πάνω περιπτώσεων, καμιά πράξη του διαιτητή μετά την έκδοση της απόφασής του δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίδραση επί των δικαιωμάτων των διαδίκων.

Όταν οι διάδικοι συμφωνούν στην επίλυση εκκρεμούσας διαφοράς τους με την ανάθεση σε τρίτο πρόσωπο μελέτης και υποβολής πορίσματος γι΄ αυτή, δεσμεύονται από το πόρισμα (Καζαντιάν κ.ά. ν. Ελληνίδη κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 591, 595). Το δικαστήριο τότε μόνο δεν θα εφαρμόσει τη συμφωνία αν ο διορισθείς ειδικός, αποδεδειγμένα ενήργησε μεροληπτικά ή με δόλο. Η συμφωνία δεν εφαρμόζεται ακόμα αν η έκθεση ήταν τόσο εσφαλμένη που θα ήταν άδικο να εφαρμοστεί, γιατί τούτο θα ισοδυναμούσε με παράβαση των όρων εντολής του. Και βέβαια, περαίνει η απόφαση Καζαντιάν, η συμφωνία δεν θα εφαρμοστεί αν διαπιστωθεί παρέκκλιση από τους όρους εντολής, σε βαθμό που παραβιάζονται ουσιαστικά οι πρόνοιές της.

Τίποτε από όλα αυτά δεν συνέβη στην παρούσα υπόθεση. Συνεπώς το Δικαστήριο δεν είχε κανένα λόγο να μην εφαρμόσει τη συμφωνία των διαδίκων.

Ούτε όμως και ο δεύτερος λόγος έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο το Δικαστήριο εσφαλμένα και εκτός των πλαισίων των εξουσιών του έκρινε την απόφαση των πραγματογνωμόνων και αντικατέστησε την απόφασή τους με δική του, ευσταθεί. Λανθασμένα οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδικάσει την υπόθεση τερματίστηκε με την ανάθεση των θεμάτων στους πραγματογνώμονες.

Δεν θα πρέπει να ξεχνούμε ότι με την αρχική συμφωνία που έγινε μεταξύ των διαδίκων και η οποία φαίνεται στη δήλωση του κ. Κιτρομηλίδη, δικηγόρου των εφεσειόντων 1, οι διάδικοι είχαν δηλώσει ότι το ποσό στο οποίο θα κατέληγαν οι πραγματογνώμονες, θα ήταν αποδεκτό και από τις δύο πλευρές, οι δε εφεσείοντες-εναγόμενοι 1 θα συναινούσαν σε ανάλογη απόφαση. Το Δικαστήριο με βάση την απόφαση των πραγματογνωμόνων προχώρησε και ασκώντας τις εξουσίες του εξέδωσε απόφαση. Δεν έχει, όπως είδαμε πιο πάνω, αντικαταστήσει την απόφαση των πραγματογνωμόνων με τη δική του απόφαση.

Ούτε και ο τρίτος λόγος έφεσης ευσταθεί. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι η θέση των εφεσειόντων 1 ήταν ότι η τελική απόφαση των πραγματογνωμόνων είναι η απόφαση της 3.12.2001. Δεν προκύπτει από το κείμενο της απόφασης κάτι τέτοιο.  Είναι σαφές ότι οι εφεσείοντες υποστήριζαν πάντοτε ότι η απόφαση των πραγματογνωμόνων ήταν αυτή που πήγαζε από τα δύο πρακτικά μαζί, δηλαδή της 30.10.2001 και της 3.12.2001, θέση την οποία όμως δεν δέκτηκε το Δικαστήριο, αφού θεώρησε ότι η αρμοδιότητα και αποστολή των πραγματογνωμόνων είχε συμπληρωθεί με την έκδοση της απόφασής τους ημερ. 30.10.2001. Όσο για το επιχείρημα ότι οι πραγματογνώμονες είχαν δικαίωμα να θεωρήσουν ότι η απόφασή τους ημερ. 30.10.2001 δεν ήταν τελική, να επανεξετάσουν το θέμα και να αναιρέσουν μέρος της απόφασης, έχουμε ήδη σαφώς καταλήξει ότι δεν μπορούσε να ευσταθήσει.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο