ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 1205
24 Σεπτεμβρίου, 2003
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
1. ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
2. ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΥΡΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
3. ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Εφεσείοντες,
v.
ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11334)
Συμβάσεις — Παράβαση σύμβασης — Αντιπαροχή — Συνιστά προϋπόθεση για την εγκυρότητα σύμβασης — Σύμβαση για απαλλαγή ενυποθήκων κτημάτων από υποθήκη υπό την προϋπόθεση κατάθεσης των ποσών που αναφέρονταν στη σύμβαση και επίσης υπό την προϋπόθεση τήρησης των σχετικών επί του θέματος διατάξεων του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου (Ν. 9/65).
Υποθήκες — Ο περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμος (Ν. 9/65), Άρθρο 34 — Εφαρμοστέες αρχές αναφορικά με την απαλλαγή ακινήτου από υποθήκη.
Οι εφεσείοντες-ενάγοντες είναι αδέλφια. Οι εφεσείοντες 2 και 3, η μητέρα τους και η αδελφή τους Δέσποινα Γρηγορίου είναι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες ανά 1/4 μερίδιο κτημάτων στην Επαρχία Λάρνακας. Στις 18.2.1994 εκδόθηκαν εκ συμφώνου αποφάσεις εναντίον όλων των πιο πάνω και άλλων υπέρ της εφεσίβλητης τράπεζας για ποσά που ξεπερνούσαν συνολικά τις £600.000. Εκδόθηκαν επίσης διατάγματα εκποίησης υποθήκης ημερ. 9.1.88 που ενεγράφη επί των πιο πάνω κτημάτων προς όφελος των εφεσιβλήτων.
Με επιστολή τους ημερ. 1.3.96 οι εφεσίβλητοι πληροφόρησαν τον εφεσείοντα 1 πως ήταν έτοιμοι να δεχθούν πληρωμή των ποσών ως αναγράφονται στη «συμφωνία» ημερ. 18.2.1994 και συμφώνησαν ουσιαστικά ότι η πληρωμή μπορούσε να γίνει και μετά τη λήξη της αναστολής, αλλά ανέφεραν ότι ήταν απαραίτητο να εξασφαλίσουν τη συγκατάθεση της αδελφής τους Δέσποινας Γεωργίου και ζητούσαν συνεργασία για εξασφάλιση της συγκατάθεσης και αποδέσμευσης της περιουσίας από τις υποθήκες. Οι εφεσείοντες απάντησαν ότι η συγκατάθεση της Δέσποινας ήταν θέμα που αφορούσε αποκλειστικά τους εφεσίβλητους.
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων στη βάση σύμβασης μεταξύ των διαδίκων ημερ. 18.2.94 (τεκμήριο 8). Οι εφεσείοντες ισχυρίσθηκαν ότι το περιεχόμενο επιστολής ημερ. 18.2.94, η οποία είχε αποσταλεί από τους εφεσίβλητους προς τους δικηγόρους των εφεσειόντων, αποτελούσε δεσμευτική συμφωνία μεταξύ των ιδίων και των εφεσιβλήτων και ότι οι τελευταίοι, διά των πράξεων και/ή παραλείψεών τους παρέβησαν την εν λόγω συμφωνία με αποτέλεσμα οι εφεσείοντες να υποστούν ζημιά. Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι η επιστολή ημερ. 18.2.94 δεν αποτελεί ούτε ενσωματώνει οποιαδήποτε δεσμευτική συμφωνία.
Οι εφεσείοντες αξίωναν, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες θεραπείες:
1) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία που εμπεριέχεται σε επιστολή των εναγομένων 18.2.1994 και που αφορά την εξόφληση και απάλειψη υποθηκών σε περιουσία των εναγόντων προς όφελος των εναγομένων, είναι νομική και δεσμευτική.
2) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι ενάγοντες δυνάμει της ως άνω συμφωνίας έχουν δικαίωμα να πληρώσουν και/ή διευθετήσουν την διά λογαριασμό τους πληρωμή στους εναγομένους ποσών ίσων προς το μερίδιο τους με αντάλλαγμα την απαλλαγή του αντίστοιχου μεριδίου από την υποθήκη από τους εναγομένους.
3) Αποζημιώσεις για παράβαση της πιο πάνω συμφωνίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή αφού προέβη στις ακόλουθες διαπιστώσεις:
1) Σε αντάλλαγμα του χρόνου που παραχώρησε η Τράπεζα στους εφεσείοντες για αποπληρωμή, οι τελευταίοι, δέχθηκαν να εκδοθεί απόφαση εναντίον τους. Η Τράπεζα ανέλαβε επίσης την υποχρέωση να διευκολύνει την τμηματική απαλλαγή των κτημάτων από την υποθήκη.
2) Οι εφεσείοντες δεν ήταν έτοιμοι να εκπληρώσουν τους όρους της διευθέτησης με πληρωμή εντός της προθεσμίας αναστολής.
3) Η απαλλαγή των κτημάτων από την υποθήκη διά της παραχώρησης της συγκατάθεσης της Δέσποινας Γρηγορίου δεν ήταν όρος που βάρυνε τους εφεσίβλητους και επομένως αυτοί δεν είναι υπαίτιοι παραβίασης οποιουδήποτε όρου του εγγράφου ημερ. 18.2.94.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση. Οι λόγοι έφεσης στρέφονται εναντίον των διαπιστώσεων και συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Προϋπόθεση για την απαλλαγή των ενυποθήκων κτημάτων ή των αντίστοιχων μεριδίων των εφεσειόντων από την υποθήκη ήταν - όπως προκύπτει από το τεκμήριο 8 - η κατάθεση των ποσών που αναφέρονται στο εν λόγω τεκμήριο. Παράλληλη, πλην όμως εξυπακουόμενη προϋπόθεση, ήταν και η τήρηση των σχετικών επί του θέματος διατάξεων του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου αρ. 9/65 τις οποίες είχαν υπόψη οι διάδικοι καθώς αυτό επιμαρτυρείται από την κοινή δήλωση που έκαμαν κατά τη διάρκεια της ακρόασης γεγονός που επισημαίνεται στην εκκαλούμενη απόφαση. Σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις, για την απαλλαγή μεριδίων ενυποθήκων κτημάτων ήταν αναγκαία η συγκατάθεση όλων των συνιδιοκτητών/ενυπόθηκων οφειλετών. Οι εφεσείοντες δεν είχαν εξασφαλίσει, ως όφειλαν, τη συγκατάθεση της συνιδιοκτήτριας του 1/4 μεριδίου Δέσποινας Γρηγορίου.
2. Οι εφεσείοντες δεν εκπλήρωσαν την υποχρέωση τους για πληρωμή εντός της περιόδου αναστολής, υποχρέωση που αποτελούσε προϋπόθεση της άρσης της υποθήκης και αυτό ανεξαρτήτως της ύπαρξης του άλλου νομικού κωλύματος του οποίου δεν κατέστη δυνατή η υπέρβαση.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 13/2/02 (Αρ. Αγωγής 5837/96) με την οποία απέρριψε την εισήγησή τους ότι η ενάγουσα-εφεσίβλητη Τράπεζα με την άρνησή της να άρει τις υποθήκες οι οποίες ενεγράφησαν επί κτημάτων τους προς όφελός της παρέβη τη συμφωνία ημερομηνίας 18/2/94 και απέρριψε την αγωγή τους για αποζημιώσεις λόγω ζημίας την οποία υπέστησαν.
Χρ. Κληρίδης, για τους Εφεσείοντες.
Στ. Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες είναι αδέλφια. Οι εφεσείοντες 2 και 3, η μητέρα τους Χριστίνα Χριστοφόρου και η αδελφή τους Δέσποινα Γρηγορίου είναι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες ανά ένα τέταρτο μερίδιο ο καθένας των κτημάτων με αριθμούς εγγραφής 6949, 5683, 1898, 7117 και 6977 στην Επαρχία Λάρνακας. Κατά το χρόνο που ενδιαφέρει, ο εφεσείων 1, ενεργούσε ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της μητέρας του.
Οι εφεσείοντες, η μητέρα τους Χριστίνα και η αδελφή τους Δέσποινα, δέχθηκαν να εκδοθούν και εκδόθηκαν (18.2.1994) αποφάσεις εναντίον τους στις αγωγές των εφεσιβλήτων με αριθμούς 7438/91, 7439/91 και 3049/92 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Συνεναγόμενοι στις πιο πάνω αγωγές ήταν και άλλα πρόσωπα που επίσης δέχθηκαν την έκδοση αποφάσεων εναντίον τους. Τα ποσά για τα οποία εκδόθηκαν οι εκ συμφώνου αποφάσεις, ξεπερνούσαν συνολικά τις £600.000 πλέον οι τόκοι και τα έξοδα. Εκδόθηκαν επίσης διατάγματα εκποίησης της υποθήκης ΑΥ 27/88 ημερ. 9.1.88 που ενεγράφη επί των πιο πάνω κτημάτων προς όφελος των εφεσιβλήτων.
Οι εφεσίβλητοι απέστειλαν προς τους δικηγόρους των εφεσειόντων την πιο κάτω επιστολή ημερ. 18.2.94 (τεκμήριο 8):
«Διά της παρούσης βεβαιούμε ότι κατά τη διάρκεια ισχύος της αναστολής εκτέλεσης των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σήμερα στις πιο πάνω αγωγές, τα ενυπόθηκα κτήματα ιδιοκτησίας των Χριστάκη, Μαρίας και Μιχάλη Χριστοφόρου ανά 1/4 μερίδιο θα απαλλάσσονται από τις υποθήκες έναντι κατάθεσης από τους ίδιους ή από τρίτο πρόσωπο (νομικό ή φυσικό) για λογαριασμό τους, των ακόλουθων ποσών για κάθε κτήμα.
Κτήμα αρ. εγγραφής 6949 μερίδια 3/4 ΛΚ 123.000
Κτήμα αρ. εγγραφής 5683 μερίδια 3/4 ΛΚ295.000.
Κτήμα αρ. εγγραφής 1898 μερίδια 3/4 ΛΚ 36.000.
Κτήμα αρ. εγγραφής 7117 μερίδια 3/4 ΛΚ 22.000.
Κτήμα αρ. εγγραφής 6977 μερίδια 3/4 ΛΚ 24.000.
Νοείται ότι τα πιο πάνω ποσά θα αυξάνονται κατά 9% από σήμερα.
Νοείται περαιτέρω ότι αν πληρωθεί από τους Χριστάκη, Μαρία και Μιχάλη Χριστοφόρου ή για λογαριασμό τους ποσό ίσο προς το μερίδιο οποιουδήποτε των πιο πάνω, θα απαλλάττεται από την υποθήκη το αντίστοιχο μερίδιο.»
Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι το περιεχόμενο της επιστολής ημερ. 18.2.94 (ανωτέρω) αποτελεί δεσμευτική συμφωνία μεταξύ των ιδίων και των εφεσιβλήτων και ότι οι τελευταίοι, διά των πράξεων και/ή παραλείψεων τους, παρέβησαν την εν λόγω συμφωνία με αποτέλεσμα να υποστούν (οι εφεσείοντες) ζημιά. Αντίθετη επί του προκειμένου ήταν η θέση των εφεσιβλήτων οι οποίοι, ισχυρίστηκαν ότι η επιστολή ημερ. 18.2.94 δεν αποτελεί ούτε ενσωματώνει οποιαδήποτε δεσμευτική συμφωνία.
Όμως, ας δούμε σε αδρές γραμμές τα γεγονότα που επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες και αποτέλεσαν το πραγματικό υπόβαθρο των ισχυρισμών και αξιώσεών τους.
Περί το Δεκέμβριο 1995 ο εφεσείων 1 Χρ. Χριστοφόρου, πληροφόρησε γραπτώς τους εφεσίβλητους ότι θα ήταν σε θέση να αρχίσει την πληρωμή των υποθηκών και τους κάλεσε όπως είναι έτοιμοι να άρουν τις υποθήκες περί τα μέσα Ιανουαρίου 1996. Τον Ιανουάριο 1996, πρότεινε στους εφεσίβλητους ότι θα εξοφλούσε τα ποσά των υποθηκών επί των κτημάτων με αριθμούς εγγραφής 1717, 6977, 5683 και 6949 και υποσχέθηκε ότι μέχρι τις 15.2.96 θα πλήρωνε £36.000 πλέον τόκους προς 9% για απαλλαγή της υποθήκης επί του κτήματος με αρ. εγγραφής 1898. Στις 6.2.96 επανέλαβε προς τους εφεσίβλητους ότι ήταν έτοιμος και πρόθυμος να εξοφλήσει ώστε να αρθούν οι υποθήκες συμφώνως προς τα διαλαμβανόμενα στην επιστολή ημερ. 18.2.1994 (ανωτέρω). Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι οι εφεσίβλητοι κωλυσιέργησαν και σκόπιμα δεν έδωσαν απάντηση. Ωστόσο, κατόπιν πιέσεων, με επιστολή τους ημερ. 1.3.96, πληροφόρησαν τον εφεσείοντα πως ήταν έτοιμοι να δεχθούν πληρωμή των ποσών ως αναγράφονται στη «συμφωνία» ημερ. 18.2.94 και συμφώνησαν ουσιαστικά ότι η πληρωμή μπορούσε να γίνει και μετά τη λήξη της αναστολής αλλά ανέφεραν ότι ήταν απαραίτητο να εξασφαλίσουν οι εφεσείοντες τη συγκατάθεση της αδελφής τους Δέσποινας Γρηγορίου (συνεναγόμενης στις αγωγές της Τράπεζας κατά των εφεσειόντων και άλλων) και ζητούσαν συνεργασία για εξασφάλιση της συγκατάθεσης και αποδέσμευσης της περιουσίας από τις υποθήκες. Οι δικηγόροι των εφεσειόντων με επιστολή τους ημερ. 5.3.96 προς το δικηγόρο των εφεσιβλήτων, ανέφεραν ότι ο εφεσείων 1 ήταν έτοιμος να εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις του και ότι οι συγκαταθέσεις της Δέσποινας Γρηγορίου ήταν θέμα που αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τους εφεσίβλητους.
Η θέση των εφεσειόντων επί του προκειμένου είναι ότι οι εφεσίβλητοι αδυνατούσαν να υλοποιήσουν τα συμφωνηθέντα και ότι με τη στάση τους γενικά και την άρνηση τους να άρουν τις υποθήκες, παρέβησαν τη συμφωνία ημερ. 18.2.94.Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι σαν αποτέλεσμα των πράξεων και/ή παραλείψεων των εφεσιβλήτων υπέστησαν ζημιά και αξίωσαν τις πιο κάτω θεραπείες:
«Α. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι οι μεταξύ των διαδίκων συμφωνία που εμπεριέχεται σε επιστολή των Εναγομένων 18/2/1994 και που αφορά την εξόφληση και απάλειψη υποθηκών σε περιουσία των Εναγόντων προς όφελος των Εναγομένων, είναι νόμιμη και καθ' όλα δεσμευτική.
Β. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι οι Ενάγοντες δυνάμει της ως άνω συμφωνίας και/ή συμφωνίας 1/3/96 έχουν δικαίωμα να πληρώσουν ή να διευθετήσουν την δια λογαριασμόν τους πληρωμή στους Εναγομένους ποσών ίσων προς το μερίδιο τους ως κατωτέρω με αντάλλαγμα την απαλλαγή του αντίστοιχου μεριδίου από την υποθήκη από τους Εναγομένους.
1. Κτήμα αρ. εγγραφής 6949 μερίδια 3/4 ΛΚ 123.000
2. Κτήμα αρ. εγγραφής 5683 μερίδια 3/4 ΛΚ295.000.
3. Κτήμα αρ. εγγραφής 1898 μερίδια 3/4 ΛΚ 36.000.
4. Κτήμα αρ. εγγραφής 7117 μερίδια 3/4 ΛΚ 22.000.
5. Κτήμα αρ. εγγραφής 6977 μερίδια 3/4 ΛΚ 24.000.
Πλέον τόκος προς 9% από 18/2/1994.
Γ. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι οι Ενάγοντες έχουν δικαίωμα να πληρώσουν ή να εξασφαλίσουν πληρωμή για λογαριασμό τους ποσού ίσου προς το μερίδιο οποιουδήποτε εξ αυτών και να απαλλαγεί από την υποθήκη το αντίστοιχο μερίδιο.
Δ. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι οι Εναγόμενοι έχουν υποχρέωση να λάβουν κάθε απαραίτητο μέτρο και εξασφαλίσουν κάθε απαραίτητη συγκατάθεση συμπεριλαμβανομένης και της συγκατάθεσης των άλλων συνιδιοκτητών κατά 1/4 μερίδιο στα πιο πάνω τεμάχια και εκ μέρους τους υπογραφής κάθε εγγράφου και υπογράψουν κάθε σχετικό έγγραφο για να απαλλάξουν από την υποθήκη κάθε μερίδιο ως ανωτέρω, με την πληρωμή ως ανωτέρω από τους Ενάγοντες ή για λογαριασμό τους τα πιο πάνω ποσά.
Ε. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι οι Εναγόμενοι δεν δικαιούνται να χρεώνουν οποιοδήποτε επιτόκιο μετά την 6/2/96 και ή ως το Δικαστήριο ήθελε αποφασίσει τους Ενάγοντες.
ΣΤ. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι οι Εναγόμενοι δεν δικαιούνται να προχωρούν με την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων σε βάρος των Εναγόντων και/ή της Χριστίνας Στ. Χριστοφόρου στις αγωγές 7438/91, 7439/91 και 3049/92.
Ζ. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η υποχρέωση των Εναγόντων και της Χριστίνας Χριστοφόρου προς όφελος των Εναγομένων περιορίζεται στα ποσά τα οποία διαλαμβάνονται στην Συμφωνία 18/2/94 και ότι οι Εναγόμενοι εμποδίζονται από του να διεκδικούν οποιοδήποτε ποσό πέραν των όσων διαλαμβάνονται στην εν λόγω συμφωνία δυνάμει των πιο πάνω δικαστικών αποφάσεων και/ή άλλως πως και ότι περαιτέρω εμποδίζονται από το να διεκδικούν οποιοδήποτε ποσό ή εκποίηση δυνάμει των πιο πάνω δικαστικών αποφάσεων σε βάρος των Εναγόντων και/ή της Χριστίνας Στ. Χριστοφόρου.
Η. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι οι Ενάγοντες δικαιούνται να αποζημιωθούν λόγω παράβασης από τους Εναγόμενους των πιο πάνω συμφωνηθέντων και/ή σε κάθε νόμιμη θεραπεία.
Θ. Αποζημιώσεις για παράβαση της πιο πάνω συμφωνίας ημερομηνίας κατά ή περί την 18/2/1994 η οποία παράβαση έλαβεν χώρα κατά ή περί την περίοδον Δεκεμβρίου 1995 - Ιουλίου 1996.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προκειμένου να αποφασίσει κατά πόσο υπήρξε μεταξύ των μερών δεσμευτική συμφωνία με βάση την επιστολή ημερ. 18.2.94 (ανωτέρω), έκρινε πως έπρεπε να δοθεί απάντηση στα πιο κάτω ερωτήματα:
«(α) Υπήρξε αντάλλαγμα οπότε υπάρχει δεσμευτική συμφωνία;
(β) Αν απάντηση στο πιο πάνω είναι καταφατική υπάρχει νομική ή πραγματική αδυναμία εκτέλεσης της συμφωνίας οπότε είναι άκυρη;
(γ) Αν η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα είναι αρνητική και η συμφωνία ισχύει ήταν οι ενάγοντες έτοιμοι και πρόθυμοι να εκτελέσουν τη συμφωνία;»
Το δικαστήριο με αναφορά σε αγγλικές αυθεντίες, πραγματεύθηκε πρώτα το θέμα του ανταλλάγματος (consideration), την έννοια και νομική σημασία του όρου, ως στοιχείου έγκυρης συμφωνίας και ακολούθως, διαπίστωσε ότι σε αντάλλαγμα του χρόνου που παραχώρησε η Τράπεζα στους εφεσείοντες για αποπληρωμή, οι τελευταίοι, δέχθηκαν να εκδοθεί απόφαση εναντίον τους. Η Τράπεζα ανέλαβε επίσης την υποχρέωση να διευκολύνει την τμηματική απαλλαγή των κτημάτων από την υποθήκη. Στην εκκαλούμενη απόφαση αναφέρονται συναφώς τα εξής:
«Ηταν αυτή τη διευκόλυνση που ενσωματώνει το τεκμήριο 8 σαν μια επί μέρους διευθέτηση ενδεχομένως και συμφωνία μεταξύ των μερών. Είναι εδώ που έχει τη σημασία της η εκ συμφώνου δήλωση των μερών την οποία έκαμαν στη διάρκεια της ακρόασης της υπόθεσης η οποία έχει ως εξής:
«Καθόλο τον ουσιώδη χρόνο όσο και σήμερα το Κτηματολόγιο δεν αποδέχεται αποδέσμευση κτημάτων από υποθήκη χωρίς τη συγκατάθεση όλων των συνιδιοκτητών. Εν ολίγοις δεν μπορεί να αποδεχθεί τμηματική αποδέσμευση μεριδίων από υποθήκη χωρίς τη συγκατάθεση των συνιδιοκτητών και ενυπόθηκων οφειλετών.»»
Αποτελεί κοινό έδαφος ότι η πιο πάνω εκ συμφώνου δήλωση των μερών, που το πρωτόδικο δικαστήριο μνημονεύει στην εκκαλούμενη απόφαση, έγινε με αναφορά στις πρόνοιες του άρθρου 34 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου αρ. 9/65. Οι πρόνοιες του εν λόγω άρθρου, στο βαθμό που ενδιαφέρουν, έχουν ως εξής:
«34-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), οιαδήποτε μερίς ακινήτου ήτις είναι μικροτέρα του συμφέροντος του ενυποθήκου οφειλέτου επί του περιλαμβανομένου εν τινι υποθήκη τοιούτου ακινήτου ή, εν τη περιπτώσει δύο ή πλείονα ακίνητα περιλαμβάνονται εν τινι υποθήκη, οιονδήποτε των τοιούτων ακινήτων δύναται κατά πάντα χρόνον να απαλλαγή της υποθήκης υπό του ενυποθήκου δανειστού, είτε έναντι μερικής πληρωμής γενομένης υπό του ενυποθήκου οφειλέτου είτε δι' έτερον τινα λόγον:
Νοείται ότι προσάγεται τω αρμοδίω υπαλλήλω ή περί την τοιαύτην απαλλαγήν έγγραφος συναίνεσις του ενυποθήκου οφειλέτου και παντός εγγυητού αυτού, ομού μετά του εν εδαφίω (3) καθοριζομένου εγγράφου.
(2) Προς άρσιν οιασδήποτε αμφιβολίας, καθίσταται δήλον ότι οσάκις δύο ή πλείοντα πρόσωπα ενέχονται αλληλεγγύως και κεχωρισμένως διά την πληρωμήν οιουδήποτε ποσού εξασφαλιζομένου δι' υποθήκης, ως προνοείται εη τω εν εδαφίω (2) του άρθρου 4 διαλαμβανομένη επιφυλάξει, η εν εδαφίω (1) επιφύλαξις τυγχάνει εφαρμογής εφ' απάντων των προσώπων τούτων, και εάν έτι το απαλλαχθησόμενον της υποθήκης ακίνητον ανήκη εις εν μόνον εξ αυτών.»
Σχετικές είναι επίσης οι πρόνοιες του άρθρου 4 του νόμου στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 34.
«4(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος και παντός ετέρου εκάστοτε εν ισχύϊ Νόμου, ο κύριος ακινήτου δύναται να μεταβιβάση ή υποθηκεύση τούτο ή οιανδήποτε εξ αδιαιρέτου ιδανικήν μερίδα επ' αυτού εις έτερον πρόσωπον ή πρόσωπα.
(2) Αι διατάξεις του εδαφίου (1) τυγχάνουσιν εφαρμογής επί δύο ή πλειόντων κυρίων δύο ή πλειόντων ακινήτων, και επί δύο ή πλειόνων συγκυρίων οιουδήποτε ακινήτου:
Νοείται ότι επί υποθήκης οι ως άνω κύριοι ή συγκύριοι ακινήτου ενέχονται τόσον αλληλεγγύως όσον και κεχωρισμένως δια την πληρωμήν του ενυποθήκου χρέους, εν τω τρόπω τω καθοριζομένω εν τη συμβάσει της υποθήκης ή τω προνοουμένω εν ταις διατάξεσι του παρόντος Νόμου.»
Ο πρωτόδικος δικαστής με αναφορά στις πιο πάνω διατάξεις κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μέρη όφειλαν να γνωρίζουν ότι η τμηματική απαλλαγή των ενυπόθηκων κτημάτων με τον τρόπο που προβλέπεται στο τεκμήριο 8 δεν θα ήταν δυνατή χωρίς τη συγκατάθεση της τέταρτης συνιδιοκτήτριας, ζήτημα που έπρεπε να είχε απασχολήσει περισσότερο τους εφεσείοντες παρά τους εφεσίβλητους εφόσον δεν έγινε εδική μνεία στην επιστολή ημερ. 18.2.94 (τεκμ. 8) αναφορικά με το ποιος είχε υποχρέωση εξασφάλισης της συγκατάθεσης αυτής.
Η πιο κάτω περικοπή από την εκκαλούμενη απόφαση ενσωματώνει την κατάληξη επί του θέματος:
«Αυτό επομένως που μπορεί να λεχθεί είναι ότι το τεκμήριο 8 ενσωματώνει μια επιμέρους μεταξύ των μερών διευθέτηση - συμφωνία με εκατέρωθεν ευθύνες και υποσχέσεις όπως αυτές έχουν πιο πάνω καθορισθεί. Ότι δηλαδή με την πληρωμή από πλευράς εναγόντων εντός της περιόδου αναστολής συγκεκριμένων ποσών η τράπεζα είχε υποχρέωση να απαλλάξει συγκεκριμένο κτήμα ή μερίδιο του αναλόγως. Η υποχρέωση υπόσχεση της τράπεζας εξαντλείτο μέχρις εδώ. Είναι εν κατακλείδι η απόφασή μου ότι η απαλλαγή των κτημάτων διά της παραχώρησης της συγκατάθεσης της Δέσποινας Γρηγορίου δεν ήταν όρος που βάρυνε την τράπεζα και επομένως η εναγόμενη τράπεζα δεν παραβίασε οποιοδήποτε όρο του τεκμηρίου 8. Η αγωγή επομένως πρέπει να απορριφθεί.»
Το Δικαστήριο, κατόπιν αξιολόγησης της μαρτυρίας, διαπίστωσε παραλλήλως ότι οι εφεσείοντες δεν ήταν έτοιμοι να εκπληρώσουν τους όρους της διευθέτησης με πληρωμή εντός της προθεσμίας αναστολής. Σύμφωνα με το σκεπτικό, αν οι εφεσείοντες ήταν όντως έτοιμοι να πληρώσουν θα έδειχναν χωρίς περιστροφές και με τρόπους άμεσους και πρακτικούς την ετοιμότητά τους για πληρωμή, πράγμα που δεν έπραξαν.
Για τους πιο πάνω λόγους η αγωγή των εφεσειόντων απορρίφθηκε με έξοδα. Με την υπό κρίση έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 3 έχουν ως αντικείμενό τους διαπίστωση του δικάσαντος δικαστηρίου ότι η απαλλαγή των κτημάτων διά της παραχώρησης της συγκατάθεσης της Δέσποινας Γρηγορίου δεν ήταν όρος που βάρυνε τους εφεσίβλητους και επομένως οι εφεσίβλητοι δεν είναι υπαίτιοι παραβίασης οποιουδήποτε όρου του εγγράφου ημερ. 18.2.94 (τεκμ. 8). Ο τέταρτος λόγος έφεσης αναφέρεται στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες δεν ήταν έτοιμοι να εκπληρώσουν τους όρους της συμφωνίας με πληρωμή εντός της περιόδου αναστολής.
Προκύπτει από το περιεχόμενο του επίμαχου εγγράφου ημερ. 18.2.94 (τεκμ. 8) ότι προϋπόθεση για την απαλλαγή των ενυπόθηκων κτημάτων ή των αντίστοιχων μεριδίων των εφεσειόντων από την υποθήκη ήταν η κατάθεσή των ποσών που αναφέρονται στο εν λόγω τεκμήριο. Στο έγγραφο αναφέρεται ότι τα κτήματα κλπ « ..... θα απαλλάσσονται από τις υποθήκες έναντι κατάθεσης .......... των ακόλουθων ποσών για κάθε κτήμα». Παράλληλη, πλην όμως εξυπακουόμενη προϋπόθεση, ήταν και η τήρηση των σχετικών επί του θέματος διατάξεων του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου (ανωτέρω) τις οποίες είχαν υπόψη οι διάδικοι καθώς τούτο επιμαρτυρείται από την κοινή δήλωση που έκαμαν κατά τη διάρκεια της ακρόασης γεγονός που το δικαστήριο επισημαίνει στην εκκαλούμενη απόφαση. Ηταν λοιπόν γνωστό στους εφεσείοντες ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την απαλλαγή μεριδίων ενυπόθηκων κτημάτων ήταν η συγκατάθεση όλων των συνιδιοκτητών / ενυπόθηκων οφειλετών και ότι το Κτηματολόγιο δεν αποδεχόταν την αποδέσμευση μεριδίων από υποθήκη χωρίς τη συγκατάθεση όλων των συνιδιοκτητών. Το γεγονός ότι καθ΄ όλο τον ουσιώδη χρόνο εκπρόσωπούσε τους εφεσείοντες δικηγόρος, καθιστά ακλόνητο το συμπέρασμα ότι αυτοί γνώριζαν και τις όποιες συνέπειες ένεκα της μη εξασφάλισης της συγκατάθεσης της συνιδιοκτήτριας Δέσποινας Γρηγορίου για την άρση της υποθήκης. Σχετική είναι ακόμα και η επιστολή των εφεσιβλήτων προς τον εφεσείοντα (βλ. τεκμ. 18) όπου οι εφεσίβλητοι δηλώνουν την ετοιμότητά τους να άρουν την υποθήκη από τα κτήματα της Χριστίνας και των εφεσείοντων 2 και 3 έναντι πληρωμής των ποσών που αναγράφονται στο έγγραφο τεκμήριο 8 και προσθέτουν ότι για να αποδεχθεί το Κτηματολόγιο την αποδέσμευση των κτημάτων των πιο πάνω οφειλετών, χρειαζόταν η συγκατάθεση της συνιδιοκτήτριας του 1/4 μεριδίου Δέσποινας Γρηγορίου.
Το πρωτόδικο δικαστήριο συνεκτιμώντας τα γεγονότα κατέληξε στο ορθό συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητοι δεν ανέλαβαν υποχρέωση έναντι των εφεσειόντων για εξασφάλιση της συγκατάθεσης της συνιδιοκτήτριας Δέσποινας Γρηγορίου . Αυτό που προκύπτει μέσα από τα γεγονότα είναι ότι οι διάδικοι, προτού εκδοθεί η εκ συμφώνου απόφαση, γνώριζαν περί της νομικής υποχρέωσης για εξασφάλιση της συγκατάθεσης της Δέσποινας Γρηγορίου αλλά, κανένας δεν ανέλαβε ευθύνη ενέργειας προς αυτή την κατεύθυνση.
Οι εφεσείοντες εκτός από απλή εκδήλωση πρόθεσης για κατάθεση χρημάτων δεν φαίνεται ότι ενήργησαν προς υλοποίηση της πρόθεσης τους έτσι ώστε να καταδεικνύεται εμπράκτως η ετοιμότητα τους για πληρωμή μέσα στην καθορισθείσα προθεσμία. Χαρακτηριστική επί του προκειμένου είναι η φράση «I believe that I will be in a position to begin payment of the mortgages by the end of January 1996» η οποία περιέχεται σε μια από τις επιστολές του εφεσείοντα 1 προς τους εφεσίβλητους (βλ. τεκμήριο 11).
Από το περιεχόμενο του εγγράφου ημερ. 18.2.94 (τεκμ. 8) προκύπτει ότι η υποχρέωση των εφεσιβλήτων για αποδέσμευση των κτημάτων/μεριδίων από την υποθήκη, ήταν άμεσα συναρτημένη προς την πληρωμή ή πληρωμές που θα εγίνοντο από πλευράς εφεσειόντων όπως καθορίζονται στο πιο πάνω έγγραφο και εντός της προβλεπόμενης περιόδου αναστολής που έληγε στις 17.2.96. Ωστόσο, αποτελεί γεγονός αναντίλεκτο ότι κατά την πιο πάνω χρονική περίοδο δεν έγινε οποιαδήποτε κατάθεση χρημάτων από τους εφεσείοντες και συνεπώς ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν οποιαδήποτε νομική ή άλλη υποχρέωση για άρση της υποθήκης. Συνάγεται από το έγγραφο ημερ. 18.2.94 ότι η υποχρέωση των εφεσειόντων για πληρωμή/πληρωμές εντός της περιόδου αναστολής επροηγείτο της υποχρέωσης των εφεσιβλήτων για άρση της υποθήκης. Εν ολίγοις η υποχρέωση των εφεσειόντων για κατάθεση των χρημάτων, αποτελούσε προϋπόθεση της άρσης της υποθήκης και αυτό ανεξαρτήτως της ύπαρξης του άλλου νομικού κωλύματος του οποίου δεν κατέστη δυνατή η υπέρβαση.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.