ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 1051
14 Ιουλίου, 2003
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΚΑΦΟΥΡΗ,
Εφεσείουσα,
ν.
1. ΚΛΙΝΙΚΗΣ ΝΕΦΕΛΗ ΛΤΔ,
2. ΠΑΝΟΥ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,
3. ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΜΕΝΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10834)
Αστικά αδικήματα — Παράνομη κατακράτηση και παράνομη επίθεση κατά παράβαση των Άρθρων 30(γ) και 27(ε) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, αντίστοιχα — Διά βίας στέρηση δικαιώματος της ενάγουσας να φύγει από ψυχιατρική κλινική - Εσφαλμένα συμπεράσματα πρωτόδικου Δικαστηρίου που είχαν ως άξονα την άποψη ότι η ενάγουσα ήταν ψυχικώς πάσχουσα εντός της έννοιας των πιο πάνω νομοθετικών διατάξεων και ότι για το λόγο αυτό εδικαιολογείτο ο περιορισμός της — Ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης κατ' έφεση.
Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Προσωπικές βλάβες —Παράνομη κατακράτηση και παράνομη επίθεση κατά παράβαση των Άρθρων 30(γ) και 27(ε) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, αντίστοιχα — Επιδικασθείσες γενικές αποζημιώσεις £800 — Επικυρώθηκαν κατ' έφεση.
Η εφεσείουσα κίνησε αγωγή εναντίον των εφεσίβλητων 1, 2 και 3 αξιώνοντας γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για παράνομη κατακράτηση και επίθεση, αφού ενώ νοσηλεύετο στη ψυχιατρική κλινική του 2ου εφεσίβλητου η οποία ανήκε τυπικά στην 1η εφεσίβλητη, το βράδυ της 3ης Ιουλίου 1993 ζήτησε να εξέλθει από αυτή αλλά εμποδίστηκε από δύο νοσοκόμες που εργάζονταν εκεί οι οποίες χρησιμοποίησαν και κάποια βία στην προσπάθεια τους αυτή. Οι νοσοκόμες ενεργούσαν με αυτό τον τρόπο κατόπιν οδηγιών του 2ου εφεσίβλητου που παρακολουθούσε την εφεσείουσα και του 3ου εφεσίβλητου ο οποίος τον αναπλήρωνε. Τελικά η εφεσείουσα εξήλθε της κλινικής το επόμενο πρωϊ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο βασιζόμενο στη μαρτυρία που αποδέχτηκε έκρινε ότι λόγω της κατάστασης της εφεσείουσας η οποία έπασχε από βαριά κατάθλιψη και της θεραπείας που ακολουθούσε δεν είχε το δικαίωμα να εξέλθει της κλινικής χωρίς την άδιεα των ιατρών της αφού αυτό, μεταξύ άλλων, ήταν επικίνδυνο για την ίδια η οποία ήταν ψυχικώς πάσχουσα εντός της έννοιας των Άρθρων 30(γ) (παράνομη κατακράτηση) και 27(ε) (επίθεση) του Κεφ. 148. Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή αλλά προχώρησε στον υπολογισμό των αποζημιώσεων σε περίπτωση επιτυχίας της εφεσείουσας κατ' έφεση στο θέμα της ευθύνης, τις οποίες καθόρισε σε £800 γενικές αποζημιώσεις και £242 ειδικές αποζημιώσεις. Με την έφεση προσβλήθηκε η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης τόσο για το θέμα της ευθύνης όσο και για το ύψος των αποζημιώσεων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Τα ευρήματα γεγονότων του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογούνταν πλήρως από τη μαρτυρία αλλά λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα ήταν ψυχικώς πάσχουσα εντός της έννοιας των Άρθρων 27(3) και 30(γ) του Κεφ. 148. Παρόλο που οι εφεσίβλητοι είχαν ενεργήσει καλόπιστα δεν είχαν δικαίωμα να περιορίσουν την ενάγουσα. Τα αδικήματα της παράνομης κατακράτησης και επίθεσης με πρόκληση σωματικής βλάβης αποδείχθηκαν.
2. Η ευθύνη βάρυνε τους εφεσίβλητους προσωπικά λόγω των γεγονότων αλλά και εκ προστήσεως λόγω των ενεργειών των δύο νοσοκόμων.
3. Δεν τεκμηριώθηκε λόγος επέμβασης στο ύψος των αποζημιώσεων.
Η έφεση επιτράπηκε μερικώς με πλήρη
έξοδα πρωτοδίκως και τα δύο τρίτα των εξόδων της έφεσης εναντίον των εφεσιβλήτων.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
St George's NHS Trust v. S. [1998] 3 All E.R. 673,
Home Secretary v. Robb [1995] 1 All E.R. 677,
F. v. West Berkshire HA [1989] 2 All E.R. 545,
R. v. Bournewood NHS Trust, ex p. L. [1998] 3 All E.R. 289.
Έφεση.
Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 18/5/00 (Αρ. Αγωγής 2610/94) με την οποία απέρριψε την αγωγή της για παράνομη κατακράτηση όπως και πρόκληση σωματικής βλάβης κατά την παραμονή της στη ψυχιατρική κλινική του 2ου εναγόμενου.
Π. Πετρίδης, για την Εφεσείουσα.
Στ. Ερωτοκρίτου, για τους Εφεσίβλητους 1 και 2.
Γ. Καζαντζής, για τον Εφεσίβλητο 3.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Νικολάου, Δ..
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Στις 24 Ιουνίου 1993 η εφεσείουσα, μια σχετικά νέα γυναίκα, εισήχθη στην ψυχιατρική κλινική, Παλλάδιο Ιατρικό Κέντρο, του 2ου εφεσιβλήτου. Κατά τη δική της εκδοχή, πήγε στην κλινική για ξεκούραση γιατί είχε ελαφρά κατάθλιψη. Κατά τον 2ο εφεσίβλητο όμως, η εφεσείουσα έπασχε από βαριάς μορφής κατάθλιψη και βρισκόταν κατά την εισδοχή σε ημιληθαργική κατάσταση, προφανώς ως αποτέλεσμα της υπερβολικής λήψης φαρμάκων σε μια εικονική, όπως συνέβηκε και παλαιότερα, προσπάθεια αυτοκτονίας. Ας σημειωθεί ότι, όπως εξήγησε ο 2ος εφεσίβλητος, δεν ήταν η πρώτη φορά της εφεσείουσας στην κλινική. Αντιμετώπιζε χρονίζον πρόβλημα σε σχέση με το οποίο, από το Μάρτιο του 1987, παρέμενε κατά διαστήματα στην κλινική, για ημέρες ή εβδομάδες μέχρι που να περάσει η κρίση. Δυστυχώς όμως ένεκα και της φύσης του προβλήματος δεν υπήρξε μόνιμη βελτίωση. Η θέση της εφεσείουσας ήταν, σε σχέση και με τις προηγούμενες φορές, πως στην κλινική κατέφευγε βασικά για ξεκούραση.
Κατά την τελευταία παραμονή της στην κλινική η εφεσείουσα υποβλήθηκε σε θεραπεία τύπου «κέταλαρ» και επακόλουθα σε ηλεκτροΰπνωση. Σύμφωνα με τη μαρτυρία, η εν λόγω θεραπεία διενεργείται με τη χορήγηση ενέσιμου φαρμάκου το οποίο έχει ως αποτέλεσμα να αναβιώνει ο ασθενής τραυματικές εμπειρίες οπότε με ψυχανάλυση, που αμέσως ακολουθεί, βοηθείται να καταλάβει κίνητρα που υποσυνειδήτως δημιουργούν το πρόβλημα το οποίο, εφόσον αναδύεται στην επιφάνεια, παρέχεται κάποια δυνατότητα να ξεπεραστεί. Έπειτα γίνεται η ηλεκτροΰπνωση για να καταπραϋνθεί ο ασθενής από τη μεγάλη αναστάτωση που του προκαλείται. Ο 2ος εφεσίβλητος εξήγησε ότι:
«Η εμπειρία συνήθως είναι τραυματική προς το τέλος της θεραπείας, οπότε και η ασθενής η οποία έχει ήδη βιώσει παλιά ψυχολογικά τραύματα μπορεί να έχει και συνήθως έχει κλάματα, οδυρμούς, λειτουργεί έντονα η φαντασίωση για τα γεγονότα που συνέβησαν στο παρελθόν και εκεί ευρίσκεται ο γιατρός να παρακολουθεί και να συζητεί εκείνη τη στιγμή λίγα πράγματα, αλλά και κατόπιν όταν ο ασθενής ηρεμήσει, την επομένη γίνεται συζήτηση των όσων διημείφθησαν εις τη διάρκεια της θεραπείας.»
Γι' αυτό, καθώς πρόσθεσε, ο ασθενής πληροφορείται από πριν για τη φύση της θεραπείας και συνήθως, εφόσον δεχθεί, ηχογραφούνται οι σχετικές συνεδρίες. Στην προκείμενη περίπτωση, αφού εξήγησε στην εφεσείουσα τι σήμαινε η θεραπεία εκείνη συμφώνησε να της γίνει αλλά χωρίς τη μαγνητοφώνηση. Στη διάρκεια δε της θεραπείας ήταν πλήρως συνεργάσιμη. Έγιναν δύο συνεδρίες «κέταλαρ», μια στις 29 Ιουνίου και άλλη την 1 Ιουλίου, με ηλεκτροϋπνώσεις κατά τις αντίστοιχες επόμενες ημερομηνίες όπως και μια ηλεκτροΰπνωση πριν την έναρξη της θεραπείας, στις 28 Ιουνίου. Εκ διαμέτρου αντίθετη ήταν η εκδοχή της εφεσείουσας. Προέβαλε ότι υποβλήθηκε στην εν λόγω δραστική θεραπεία χωρίς να πληροφορηθεί για τη φύση και τις επιπτώσεις, χωρίς να συγκατατεθεί, χωρίς να υπάρχει ανάγκη αφού «ήτο καλά και πάλιν έτοιμη να φύγει», και εν πάση περιπτώσει η θεραπεία δεν έγινε με τον ενδεδειγμένο τρόπο.
Ενωρίς το απόγευμα του Σαββάτου 3 Ιουλίου, με συμπληρωθείσα τη θεραπεία, η εφεσείουσα εξέφρασε προς τον 2ο εφεσίβλητο την επιθυμία να βγει από την κλινική και να μεταβεί στο σπίτι της. Ο 2ος εφεσίβλητος την απέτρεψε. Της υπέδειξε, καθώς είπε, πως θα ήταν επικίνδυνο να βρίσκεται κατά το Σαββατοκυρίακο μόνη στο σπίτι τόσο σύντομα ύστερα από τέτοια θεραπεία. Εκείνη δέχθηκε τότε να παραμείνει στην κλινική, με τη διευθέτηση να έβγαινε μόνη λίγο έξω εκείνο το απόγευμα για να επισκεφθεί κάποια φίλη της και να επέστρεφε μέχρι τις 7.00 μ.μ.. Μεταφέρουμε το σχετικό μέρος της μαρτυρίας του 2ου εφεσιβλήτου:
«Α. Στις 3.7.93 ημέρα Σάββατο θυμούμαι η ίδια ήθελε να πάει στο σπίτι της εφόσον και πράγματι έτσι ήταν είχαν συμπληρωθεί οι θεραπείες. Εισηγήθηκα όπως για να επήγαινε εκτός κλινικής, θα έπρεπε να συνοδεύεται από τους γονείς της στο σπίτι των, όχι στο σπίτι της μόνη, αν ήθελε να φύγει. Ο λόγος για τον οποίο δεν ήθελα προσωπικά να φύγει μόνη της και να παραμείνει μόνη της Σαββατοκυρίακο εις το σπίτι της, ήταν οι κίνδυνοι που δυνητικά υπήρχαν για να προκληθεί οτιδήποτε σε συνάρτηση με άλλες ψυχολογικές εμπειρίες ή απόπειρες να προκληθεί οτιδήποτε και συγκεκριμένα καμιά απόπειρα μέσα στο διαμέρισα της, εννοώντας μόνη της χωρίς την παρουσία άλλων.
Ε. Τι ώρα συζητήσετε στις 3 Ιουλίου;
Α. Ήταν γύρω στις 2.00 με 3.00 το απόγευμα. Μου ζήτησε όπως θα ήθελε να πάει έξω από την κλινική για ένα χρονικό διάστημα και να γυρίσει πίσω και γνωρίζοντας την εντιμότητά της και πράγματι την εντιμότητά της όσον αφορά τις θεραπείες όλες που εκάμαμε και στις σχέσεις που είχαμε σαν θεραπευτής στο πρόσφατο και το απώτατο παρελθόν, συγκατένευσα να πάει το απόγευμα σε κάποιο σπίτι σε κάποια φίλη της κάπου, ήθελε να ξεδώσει να φύγει από την κλινική, αλλά και με τον όρο ότι μέχρι τις 7.00 η ώρα το απόγευμα, οπότε και κλείνουν οι πόρτες της κλινικής να είχε ήδη επιστρέψει εις το χώρο της κλινικής στο δωμάτιό της.»
Επειδή γύρω στις 5.00 μ.μ. ο 2ος εφεσίβλητος θα έφευγε εκτός Λευκωσίας για το Σαββατοκυρίακο, ανέθεσε σε συνάδελφό του ψυχίατρο, τον 3ο εφεσίβλητο, την επίβλεψη της κλινικής. Επικοινώνησε μαζί του τηλεφωνικώς και τον ενημέρωσε για τους ασθενείς και ιδιαίτερα για την εφεσείουσα.
Τα πράγματα δεν πήγαν καλά. Το απόγευμα του Σαββάτου η εφεσείουσα δεν βγήκε όπως είχε διευθετηθεί. Αλλά το βράδυ, γύρω στις 10.00 μ.μ., ενώ κουβέντιαζε φιλικά στη βεράντα με μια άλλη ασθενή, τη μάρτυρα Σ. Τ., της ανήγγειλε ότι θα έφευγε αμέσως. Το τι ακολούθησε, η Σ.Τ. την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως απόλυτα αξιόπιστη, το περιέγραψε στην κύρια εξέταση ως εξής:
«Α. Εγώ τη συμβούλεψα να μείνει μέχρι την άλλη μέρα όταν θα γυρίσει ο γιατρός, εκείνη όμως ήταν αναστατωμένη και έφυγε, κατέβηκε κάτω και τότε εγώ ειδοποίησα τις νοσοκόμες. Κατέβηκα και εγώ μαζί στον πρώτο όροφο στο ισόγειο, προσπαθούσαν οι νοσοκόμες να την καλμάρουν να μην φύγει, αυτή δεν άκουγε, κλείδωσαν την πόρτα και βγήκε από τη συρόμενη πόρτα του διπλανού γραφείου. Τότε άρχισαν να της φωνάζουν οι νοσοκόμες να μείνει με ποιο έντονο τρόπο να μείνει μέσα στην κλινική. Αυτή ήταν πολύ αγριεμένη, της έβαλαν μια ένεση, μετά δυσκολίας να της βάλουν την ένεση, γιατί δεν δεχόταν. Μετά πήγαμε πάνω στο σαλόνι.
Ε. Ποιοι πήγατε στο σαλόνι;
Α. Οι νοσοκόμες εγώ και η κυρία Καφούρη.
Ε. Πείστηκε δηλαδή τότε να μην φύγει;
Α. Όχι. Μετά μου είπε γιατί να την προδώσω, γιατί να πω στις νοσοκόμες ότι έφυγε και εγώ της είπα ότι το θεωρούσα σωστό να μην φύγει τη νύκτα, να περιμένει ως την άλλη μέρα το πρωί που θα ερχόταν ο γιατρός.
Ε. Ακολούθως τι έγινε;
Α. Καθίσαμε πάνω στον καναπέ μιλούσαμε και μετά έτρεξε στο νιπτήρα, πήρε ένα μαχαίρι και είπε ότι θα αυτοκτονήσει.
Ε. Τι έγινε μετά;
Α. Τότε έτρεξαν οι νοσοκόμες επιάσαν την, έπεσε κάτω, τραβούσε ο ένας τον άλλο, ήταν πάρα πολύ αναστατωμένη.
Ε. Φώναζε;
Α. Ναι φώναζε, ήθελε να φύγει και έγινε μια πάλη για να την συνεφέρουν.
Ε. Κρατούσε μαχαίρι;
Α. Ναι.
Ε. Στην πάλη που έγινε, οι νοσοκόμες τι προσπάθησαν να κάμουν;
Α. Να της πάρουν το μαχαίρι να την καλμάρουν να κοιμηθεί.»
Ορισμένες διευκρινίσεις και εξειδικεύσεις στις οποίες η μάρτυρας προέβη κατά την αντεξέταση αφήνουν αμετάβλητη αυτή τη βασική εικόνα. Μια από τις νοσοκόμες τηλεφώνησε στον επί καθήκοντι 3ο εφεσίβλητο δύο φορές και τον ενημέρωσε. Τελικά η εφεσείουσα βγήκε από την κλινική, γύρω στις 9.00 το πρωί της Κυριακής, συνοδευόμενη από τους γονείς της.
Με την αγωγή, από την οποία προέρχεται η παρούσα έφεση, η εφεσείουσα αξίωσε αποζημιώσεις για παράνομη επίθεση και κατακράτηση. Η αγωγή στρεφόταν όχι μόνο κατά των δύο ψυχιάτρων, αλλά και της εταιρείας - 1ης εφεσίβλητης - στην οποία ανήκε τυπικά η κλινική, όπως και των δύο νοσοκόμων που εμπλέκονταν στο επίδικο επεισόδιο. Κατά την εφεσείουσα, οι πρώτοι τρεις εφεσίβλητοι έφεραν ευθύνη όχι μόνο προσωπικά αλλά και εκ προστήσεως που θα είχε σημασία σε περίπτωση κατά την οποία θα φαινόταν ότι εκείνοι δεν είχαν από πριν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εξουσιοδοτήσει τις ενέργειες των νοσοκόμων. Αυτές ήταν αλλοδαπές. Εγκατέλειψαν την Κύπρο και επειδή δεν κατέστη δυνατή η επίδοση, η απαίτηση εναντίον τους αποσύρθηκε.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο δέχθηκε, στη βάση της μαρτυρίας του 2ου εφεσιβλήτου και της Σ. Τ., την εκδοχή της υπεράσπισης αναφορικά τόσο με τις περιστάσεις της εισδοχής και παραμονής της αιτήτριας στην κλινική και της θεραπείας που της έγινε, όσο και του επεισοδίου το βράδυ της 3ης Ιουλίου. Κατέληξε ότι η εφεσείουσα δεν διατηρούσε δικαίωμα να βγει από την κλινική χωρίς την άδεια του ψυχιάτρου της και επομένως ορθά εμποδίστηκε. Το σχετικό μέρος της απόφασης έχει ως εξής:
«..... η Ενάγουσα επιχείρησε να φύγει από την κλινική στις 10 το βράδυ χωρίς την άδεια ή συγκατάθεση του Εναγομένου 2 και παρά τις σαφείς οδηγίες αυτού, όπως η Ενάγουσα παραμείνει και το Σαββατοκυρίακο στην κλινική. Μάλιστα δε, η Ενάγουσα προσπάθησε να φύγει μόνη της από την κλινική αργά το βράδυ και σε ώρα που ο Εναγόμενος 2 δεν βρισκόταν στην κλινική. Η εν λόγω ενέργεια της Ενάγουσας ήταν επομένως αδικαιολόγητη.
Με βάση τα πιο πάνω πραγματικά γεγονότα, πιστεύω ότι οι ως άνω νοσοκόμες, Εναγόμενες 4 και 5 πολύ σωστά έπραξαν και δεν άφησαν την Ενάγουσα να εγκαταλείψει την κλινική την ώρα εκείνη. Είχαν οδηγίες από τους Εναγομένους 2 και 3 να μην επιτρέψουν στην Ενάγουσα να φύγει μόνη της από την κλινική, για τους λόγους που ανέφεραν οι Εναγόμενοι 2 και 3. Αλλά και να μην είχαν τέτοιες οδηγίες και πάλι πολύ ορθά έπραξαν και δεν άφησαν την Ενάγουσα να εγκαταλείψει τέτοια ώρα και μάλιστα μόνη της την κλινική, χωρίς κανονικό εξιτήριο και μάλιστα στην απουσία του Εναγομένου 2 ή του Εναγομένου 3.
................................................................................................................
Στην παρούσα υπόθεση, δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι οι ως άνω νοσοκόμες δεν άφησαν την Ενάγουσα να φύγει από την κλινική, πρωτίστως για προστασία της ιδίας της Ενάγουσας και δεν υπάρχει ούτε ίχνος μαρτυρίας που να δεικνύει οποιονδήποτε άλλο λόγο. Οι προαναφερθείσες νοσοκόμες περιόρισαν την Ενάγουσα μέσα στην κλινική, ενεργώντας καλόπιστα και μέσα στα πλαίσια των οδηγιών και καθηκόντων τους και δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ότι υπήρχεν εκ μέρους των οιαδήποτε κακόβουλη πρόθεση. Ως εκ τούτου, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε σε καμιά περίπτωση, παράνομος κατακράτηση της Ενάγουσας και η απαίτηση της για αποζημιώσεις λόγω παρανόμου κατακρατήσεως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και απορρίπτεται.»
Αντικρίζοντας έτσι τα πράγματα το Επαρχιακό Δικαστήριο θεώρησε πως η κατακράτηση της εφεσείουσας στην κλινική δικαιολογείτο βάσει του άρθρου 30(γ) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 όπου προβλέπεται ότι:
«30. Σε αγωγή που εγείρεται για παράνομη κατακράτηση προσώπου συνιστά υπεράσπιση -
..............................................................................................................
(γ) το ότι ο ενάγοντας δεν είχε σώες τις φρένες ή έπασχε από κάποια πνευματική ή σωματική αναπηρία, και ότι ο περιορισμός ήταν, ή φαινόταν, εύλογα αναγκαίος για προστασία του ιδίου ή άλλων, ασκήθηκε καλή τη πίστει και χωρίς κακόβουλη πρόθεση.»
Κατά τον ίδιο τρόπο το Δικαστήριο θεώρησε πως δεν διενηργήθηκε παράνομη επίθεση εναντίον της εφεσείουσας αφού, κατά το άρθρο 27(ε):
«27. Σε οποιαδήποτε αγωγή που εγείρεται για επίθεση συνιστά υπεράσπιση -
...............................................................................................................
(ε) το ότι ο ενάγων δεν είχε σώες τις φρένες ή έπασχε από κάποια πνευματική ή σωματική αναπηρία και η βία όμως που χρησιμοποιήθηκε ήταν ή φαινόταν εύλογα αναγκαία για προστασία του ιδίου ή άλλων, και ασκήθηκε καλή τη πίστει και χωρίς κακόβουλη πρόθεση.»
Απέρριψε λοιπόν την αγωγή. Προχώρησε ωστόσο, σύμφωνα με την πρακτική, σε εξέταση και του θέματος των αποζημιώσεων για το ενδεχόμενο επικράτησης διαφορετικής άποψης κατ' έφεση στο θέμα της ευθύνης. Κατέληξε, με αναφορά στη μαρτυρία για τις σωματικές βλάβες που η εφεσείουσα υπέστη κατά το εν λόγω επεισόδιο, πως οι γενικές αποζημιώσεις θα ανέρχονταν σε ποσό £800, και καθόρισε την αποδειχθείσα ως ειδική ζημία σε ποσό £242. Σύνολο £1.042,=.
Με την έφεση τίθεται προς έλεγχο η ορθότητα της κάθε πτυχής της πρωτόδικης απόφασης με αναφορά σε ζητήματα δικονομικά, απόδειξης και ουσίας, ζητήματα τα οποία ο συνήγορος της εφεσείουσας ανέπτυξε εκτενώς. Και κατά τον ίδιο τρόπο επιχειρήθηκε η απάντηση σ' αυτά από τους συνηγόρους των εφεσιβλήτων.
Τα πρωτόδικα ευρήματα ότι η εφεσείουσα εισήχθη στην κλινική πάσχουσα από σοβαρή κατάθλιψη. ότι οι περιστάσεις δικαιολογούσαν την παρασχεθείσα θεραπεία. ότι η εφεσείουσα, αφού πληροφορήθηκε, έδωσε τη συγκατάθεση της. και ότι η θεραπεία έγινε κατά τον ενδεδειγμένο τρόπο, δικαιολογούνται πλήρως από τη μαρτυρία την οποία το Δικαστήριο πίστωσε ως αξιόπιστη. Επρόκειτο για τη μαρτυρία του 2ου εφεσιβλήτου και τη συνάδουσα άλλωστε με αυτήν μαρτυρία - στην έκταση που κάλυπτε - του ψυχιάτρου Τ. Ευδόκα τον οποίο κάλεσε η εφεσείουσα. Και δεν διακρίναμε σφάλμα στην αξιολόγηση και αποδοχή αυτής της μαρτυρίας. Σε ό,τι αφορά το επεισόδιο της νύκτας του Σαββάτου 3 Ιουλίου, κατόπιν που η εφεσείουσα δήλωσε την πρόθεσή της να φύγει από την κλινική, και πάλι δεν εντοπίσαμε οποιοδήποτε σφάλμα στο πρωτόδικο βασικό εύρημα ότι τα γεγονότα εκτιλύχθηκαν όπως τα περιέγραψε η μάρτυρας Σ.Τ. Δεν μπορούμε όμως να πούμε το ίδιο και για τα εξαχθέντα πρωτοδίκως συμπεράσματα που είχαν εν προκειμένω ως άξονα την άποψη ότι η εφεσείουσα ήταν ψυχικώς πάσχουσα εντός της έννοιας των άρθρων 27(3) και 30(γ) του Κεφ. 148.
Το κατά πόσο οι εν λόγω διατάξεις, οι οποίες προϋπήρχαν του Συντάγματος συνάδουν σε οποιοδήποτε βαθμό ή υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις με το καθιερωμένο δικαίωμα προσωπικής ελευθερίας και σωματικής ακεραιότητας, δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει. Πάντως πρόσφατες Αγγλικές αποφάσεις δείχνουν πως ακόμα και με το Κοινό Δίκαιο η όποια δυνατότητα παρέμβασης στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης - όπως το χαρακτηρίζουν - εντάσσεται σε πολύ στενά όρια (St George's NHS Trust v. S. [1998] 3 All E.R. 673, Home Secretary v. Robb [1995] 1 All E.R. 677, F. v. West Berkshire HA [1989] 2 All E.R. 545, R. v. Bournewood NHS Trust, ex p L. [1998] 3 All E.R. 289.
Είναι νομίζουμε εν προκειμένω προφανές πως τίποτε δεν δικαιολογούσε την πρωτόδικη άποψη σχετικά με την κατάσταση της υγείας της εφεσείουσας. Τη συμβουλή του ψυχιάτρου της να παραμείνει κατά το Σαββατοκυρίακο στην κλινική θα ήταν για ευνόητους λόγους επιθυμητό να την ακολουθούσε. Διατηρούσε ωστόσο τη δυνατότητα άσκησης δικής της κρίσης, να τη δεχθεί ή να την απορρίψει. Το ίδιο είχε δε ασκήσει τη δική της κρίση σε σχέση με τη συγκατάθεσή της για θεραπεία. Υπενθυμίζουμε, ως ενδεικτικό του επιπέδου ικανότητάς της για την από μέρους της άσκηση κρίσης, τη διευθέτηση με τον 2ο εφεσίβλητο να έβγαινε μόνη της το απόγευμα για επίσκεψη σε φίλη της. Και ενώ βέβαια το να πήγαινε στο σπίτι μόνη το βράδυ του Σαββάτου δεν ήταν το ίδιο με μια έξοδο το απόγευμα, σημασία είχε το ότι μπορούσε να αντιληφθεί και να εκφράσει τη δική της βούληση. Υπό αυτές τις περιστάσεις δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ο περιορισμός της εφεσείουσας για προστασία της κατ' επίκληση ανάγκης η οποία υπό ορισμένες προϋποθέσεις ίσως να παρείχε υπεράσπιση. Όσο κακή και αν εθεωρείτο η απόφαση της εφεσείουσας, η κλινική δεν είχε δικαίωμα να την ελέγξει και να επιβάλει στην εφεσείουσα περιορισμό. Ούτε και ο φόβος - που εν προκειμένω δεν μας φαίνεται να ήταν και τόσο σοβαρός - αναφορικά με την ασφάλεια της εφεσείουσας, δικαιολογούσε τον περιορισμό της. Η κατά το επεισόδιο έξαλλη συμπεριφορά της, μετά τη διά βίας στέρηση του δικαιώματος της να φύγει, δεν ήταν ενδεικτική ανικανότητας από μέρους της να αποφασίσει η ίδια για τον εαυτό της. Το ότι οι εφεσίβλητοι, ενήργησαν καλόπιστα, με γνήσιο ενδιαφέρον και ανησυχία για την ασφάλεια και την ευημερία της δεν θα μπορούσε κανείς ευλόγως να το αμφισβητήσει. Παρόλον που θα πρέπει σε σχέση με αυτό να προσθέσουμε την παρατήρηση πως, ακόμα και από αυτή την οπτική γωνία, ήταν παράλειψη που δεν ειδοποιήθηκαν με την πρώτη ευκαιρία οι γονείς της όπως και ο αδερφός της ο οποίος επίσης ενδιαφερόταν γι' αυτήν. Όμως και οι πιο καλές προθέσεις δεν παρείχαν εδώ υπεράσπιση.
Ως προς το θέμα της ευθύνης, η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν μπορεί να υποστηριχθεί. Γι' αυτό θα υποκατασταθεί με τη δική μας διαπίστωση ότι αποδείχθηκε η παράνομη κατακράτηση της εφεσείουσας, όπως και η πρόκληση σωματικής βλάβης. Η ευθύνη βαρύνει τους εφεσίβλητους προσωπικά ένεκα των χειρισμών που αποτέλεσαν το έρεισμα για τη διάπραξη των εν λόγω αστικών αδικημάτων, αλλά είχαν και εκ προστήσεως ευθύνη για όλες τις επί μέρους σχετικές ενέργειες των δύο νοσοκόμων οι οποίες ακολούθησαν την εντολή προς επίτευξη του βασικού στόχου, στα πλαίσια άσκησης των καθηκόντων τους.
Απομένει το θέμα των γενικών αποζημιώσεων, στο οποίο επίσης εκτείνεται η έφεση. Προβάλλεται ως ατεκμηρίωτος και εσφαλμένος ο καθορισμός του σχετικού ποσού σε £800. Κατά την εφεσείουσα, το εν λόγω ποσό είναι υπερβολικά χαμηλό λαμβανομένης υπόψη της προσβολής βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε συνδυασμό με τις σωματικές βλάβες τις οποίες υπέστη. Δεν υποτιμούμε τη σοβαρότητα πράξεων που στρέφονται κατά της προσωπικής ελευθερίας και της σωματικής ακεραιότητας του πολίτη. Όμως ο καθορισμός των αποζημιώσεων δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με αναφορά στις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε περίπτωσης. Στην προκείμενη περίπτωση δεν τίθεται βέβαια ζήτημα επιδίκασης τιμωρητικών αποζημιώσεων αφού δεν συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις, το δε ύψος των αποζημιώσεων βρίσκεται κατά την άποψή μας σε αρμονία με την ελαφράς μορφής προκληθείσα σωματική βλάβη και τη μικρής διάρκειας ψυχική οδύνη που συνόδευσε και ακολούθησε το συμβάν. Δεν καταδείχθηκε λόγος για επέμβαση μας.
Η έφεση επιτρέπεται μερικώς. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται σε ό,τι αφορά το θέμα της ευθύνης. Εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων αλληλεγγύως και κεχωρισμένως για ποσό £1,042.00 πλέον πλήρη έξοδα πρωτοδίκως και τα δύο τρίτα των εξόδων της έφεσης.
Η�έφεση επιτρέπεται μερικώς με πλήρη έξοδα πρωτοδίκως και τα δύο τρίτα των εξόδων της έφεσης εναντίον των εφεσιβλήτων.