ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 847
27 Ιουνίου, 2003
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΙΑΣ ΛΤΔ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
v.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων-Τριτοδιαδίκων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11236)
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αξιολόγηση της μαρτυρίας, σε υπόθεση εργατικού ατυχήματος, αναφορικά με τον επιμερισμό ευθύνης μεταξύ εναγόμενης και τριτοδιάδικης και κατάληξη σε εύρημα ότι αποκλειστική ευθύνη έφερε η εναγόμενη ― Το Εφετείο δεν επενέβη.
Ο ενάγων, υπάλληλος της εφεσείουσας-εναγόμενης 2 εταιρείας, απέκοψε το αριστερό του δάκτυλο κατά την αποκοπή αλουμινίων σε μηχάνημα κοπής αλουμινίων με το οποίο είχε ασχοληθεί για ένα περίπου μήνα προηγουμένως, όταν το αριστερό του χέρι ήλθε σε επαφή με περιστρεφόμενο δίσκο κοπής αλουμινίου. Το πιο πάνω μηχάνημα είχε πωληθεί από την εφεσίβλητη εταιρεία, την τριτοδιάδικη, στην εφεσείουσα λίγους μήνες πριν το ατύχημα.
Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης που αφορά τη διαπίστωση ότι η εφεσίβλητη δεν έφερε καμιά ευθύνη για το ατύχημα. Η εφεσείουσα υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι με βάση τη μαρτυρία που είχε παρουσιασθεί, δεν μπορούσε να καταλήξει σε εύρημα ως προς τις ακριβείς οδηγίες που είχαν δοθεί από την εφεσίβλητη στην εφεσείουσα κατά την παράδοση του μηχανήματος και ότι η εφεσίβλητη διέθεσε ένα μη ασφαλές προϊόν στην αγορά.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η εφεσείουσα είχε το βάρος να αποδείξει τους ισχυρισμούς της ότι η εφεσίβλητη παρέλειψε να την πληροφορήσει αναφορικά με τα χαρακτηριστικά της ασφάλειας του μηχανήματος και ότι η εφεσίβλητη εισήγαγε και πώλησε στην εφεσείουσα ένα ελαττωματικό και/ή ανασφαλές προϊόν.
2. Ο καταμερισμός της ευθύνης μεταξύ συνεναγομένων αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στον καθορισμό ή καταμερισμό της ευθύνης το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να αιτιολογήσει τη μαρτυρία που προσφέρεται από τους διαδίκους και να προχωρήσει στην αξιολόγηση της.
3. Στην παρούσα περίπτωση δεν έχει διαπιστωθεί οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει την απαίτησή της εναντίον της εφεσίβλητης, που θα δικαιολογούσε την παρέμβαση του Εφετείου.
4. Η επιδίκαση εξόδων πρωτοδίκως υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας είναι ορθή.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.
Έφεση.
Έφεση από την εναγόμενη εταιρεία κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 25/10/01 (Αρ. Αγωγής 1586/99) με την οποία κρίθηκε ότι η εναγόμενη εταιρεία ευθύνετο κατά 75% για το εργατικό ατύχημα το οποίο συνέβη στον ενάγοντα ενώ εργοδοτείτο από αυτήν και ότι η τριτοδιάδικη-εφεσίβλητη εταιρεία η οποία πώλησε στην εναγόμενη το μηχάνημα το οποίο προκάλεσε το ατύχημα,δεν έφερε καμιά ευθύνη για το ατύχημα αυτό.
Α. Πολυδώρου, για τους Εφεσείοντες-Εναγόμενους.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσιβλήτους-Τριτοδιάδικους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:
(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση.
Ο δάκτυλος του αριστερού χεριού του ενάγοντος (Νεοκλή Πίσση), που εργοδοτείτο από την εφεσείουσα εταιρεία (ΑΙΑΣ ΛΤΔ), απεκόπη σε εργατικό ατύχημα όταν το αριστερό του χέρι ήλθε σε επαφή με περιστρεφόμενο δίσκο κοπής αλουμινίου. Το πιο πάνω μηχάνημα είχε πωληθεί από την εφεσίβλητη εταιρεία (ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ ΛΤΔ.) στην εφεσείουσα λίγους μήνες πριν από το ατύχημα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι,
(i) Η εφεσείουσα εταιρεία έφερε ευθύνη κατά 75% για το ατύχημα, ενώ ο ενάγων ήταν ένοχος συντρέχουσας αμέλειας κατά 25%,
(ii) Η εφεσίβλητη εταιρεία δεν έφερε καμιά ευθύνη για το ατύχημα.
Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα αμφισβητεί μόνο την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης που αφορά τη διαπίστωση ότι η εφεσίβλητη δεν έφερε καμιά ευθύνη για το ατύχημα. Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι με βάση τη μαρτυρία που είχε παρουσιασθεί, δεν μπορούσε να καταλήξει σε εύρημα ως προς τις ακριβείς οδηγίες που είχαν δοθεί από την εφεσίβλητη στην εφεσείουσα κατά την παράδοση του μηχανήματος και ότι η εφεσίβλητη διέθεσε ένα μη ασφαλές προϊόν στην αγορά.
Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τις συνθήκες του ατυχήματος είναι συνοπτικά οι πιο κάτω:
Ο ενάγων ήταν για τέσσερα χρόνια υπάλληλος της εφεσείουσας που ασχολείτο με την κατασκευή ηλεκτρικών πινακίδων. Στις 26/2/1998 ο ενάγων έλαβε οδηγίες από τον προϊστάμενο του να κόψει 100 αλουμίνια στο μηχάνημα κοπής αλουμινίων με το οποίο είχε ασχοληθεί για ένα περίπου μήνα προηγουμένως. Για την κοπή των αλουμινίων ένας περιστρεφόμενος δίσκος άρχιζε να κατεβαίνει προς τα κάτω και έκοβε τα αλουμίνια που βρίσκονταν τοποθετημένα σε μια σταθερή τράπεζα. Αφού ο ενάγων έκοψε 17-18 τεμάχια αλουμινίου και ο περιστρεφόμενος δίσκος βρισκόταν περίπου 20 εκ. πάνω από τη σταθερή τράπεζα συνεχίζοντας να περιστρέφεται, ενώ προσπαθούσε να μετακινήσει με το χέρι ένα κομμάτι αλουμινίου που είχε κοπεί σε πιο μικρές διαστάσεις από τα άλλα, ο δείχτης του αριστερού του χεριού ήλθε σε επαφή με το περιστρεφόμενο δίσκο με αποτέλεσμα την αποκοπή του δακτύλου του. Το μηχάνημα διέθετε ένα επαναστρεφόμενο πτυσσόμενο προφυλακτήρα, που όμως την ώρα του ατυχήματος δεν κάλυπτε ολόκληρο τον περιστρεφόμενο δίσκο, αφήνοντας ένα μήκος 5 εκ. της περιφέρειας του δίσκου, ακάλυπτο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι ο πτυσσόμενος προφυλακτήρας ήταν πρακτικά εφικτό να ρυθμιστεί σε βαθμό που ο περιστρεφόμενος δίσκος θα μπορούσε να καλυφθεί ολόκληρος χωρίς να επηρεάζεται η λειτουργία του και η παραγωγικότητα του μηχανήματος ή η ασφάλεια του χειριστή.
Αναφορικά με την ευθύνη της εφεσίβλητης έναντι της εφεσείουσας οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν οι ακόλουθες:
Το πιο πάνω μηχάνημα είχε πωληθεί και αγοραστεί ως καινούριο από την εφεσίβλητη στις αρχές Ιανουαρίου 1996 και ακολούθως πωλήθηκε στην εφεσείουσα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, με βάση τη μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί δεν μπορούσε να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα ότι κατά το χρόνο της παράδοσης του μηχανήματος είχαν δοθεί οι απαραίτητες οδηγίες από την εφεσίβλητη αναφορικά με τη ρύθμιση του προφυλακτήρα του δίσκου. Επιπρόσθετα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι υπήρχε επίσης ασάφεια στη μαρτυρία που παρουσιάστηκε από την εφεσείουσα αν φυλλάδιο σχετικά με τη λειτουργία της μηχανής είχε δοθεί από την εφεσίβλητη, ή και αν δόθηκε κατά πόσο περιείχε οδηγίες ως προς τη ρύθμιση του προφυλακτήρα. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην απόρριψη της απαίτησης της εφεσείουσας εναντίον της εφεσίβλητης.
(β) Η έφεση.
Ο βασικός λόγος της έφεσης περιορίζεται στο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε συγκεκριμένη θετική μαρτυρία που θα αποδείκνυε την ευθύνη της εφεσίβλητης. Πιο συγκεκριμένα προσβάλλεται το μέρος εκείνο της απόφασης που αναφέρεται στην έλλειψη συγκεκριμένης μαρτυρίας ότι είχαν δοθεί πράγματι οδηγίες από την εφεσίβλητη στην εφεσείουσα ως προς τη λειτουργία της μηχανής.
Για να αποδείξει την απαίτηση της εναντίον της εφεσίβλητης η εφεσείουσα κάλεσε ένα μόνο μάρτυρα, τον Υπεύθυνο Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Νέων Προϊόντων της εταιρείας, ο οποίος είχε παραλάβει εκ μέρους της εφεσείουσας το μηχάνημα από την εφεσίβλητη. Ο μάρτυς κατά την κυρίως εξέταση του παραδέχθηκε ότι ο πωλητής της εφεσίβλητης του εξήγησε τη λειτουργία του μηχανήματος "όσον αφορά τη χρήση", κατά την αντεξέταση του ανέφερε ότι του επεξηγήθηκε ο χειρισμός αλλά όχι η συγκεκριμένη ασφαλιστική ρύθμιση και λίγο αργότερα ήταν απόλυτα βέβαιος ότι κανένα πρόσωπο δεν του επεξήγησε τη χρήση του μηχανήματος. Εκ μέρους της εφεσίβλητης ο πωλητής της Χριστάκης Χρίστου κατέθεσε ότι παρέδωσε ο ίδιος το μηχάνημα στον Υπεύθυνο Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Νέων Προϊόντων της εφεσείουσας Σάββα Χ''Ξενοφώντος και έδειξε σε 2-3 πρόσωπα που θα το λειτουργούσαν, τη χρήση του με τις διάφορες ρυθμίσεις που χρειάζονταν. Οι ρυθμίσεις συμπεριλάμβαναν την αλλαγή του δίσκου και τη ρύθμιση του προφυλακτήρα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί σημείωσε ότι ο Σάββας Χ''Ξενοφώντος του δημιούργησε καλή εντύπωση ως ειλικρινής μάρτυς και αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ως προς τα γεγονότα του ατυχήματος και την ανάληψη ευθύνης για το ατύχημα. Όμως το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να βασισθεί με ασφάλεια πάνω σε εκείνο το μέρος της μαρτυρίας του που αφορούσε την απαίτηση της εφεσείουσας εναντίον της εφεσίβλητης. Πιο συγκεκριμένα το Δικαστήριο αφού σημείωσε τις διαφορετικές θέσεις που υιοθέτησε ο Σάββας Χ''Ξενοφώντος ως προς τις οδηγίες που είχαν δοθεί από την εφεσίβλητη, όπως επίσης και την ασαφή μαρτυρία αν είχε δοθεί φυλλάδιο οδηγιών (manual) στην εφεσείουσα, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι,
"Τέτοιο εύρημα θα αποτελούσε συμπέρασμα του Δικαστηρίου το οποίο όμως θα παρέμενε ατεκμηρίωτο και μη στηριζόμενο σε μαρτυρία, παρά μόνο σε θεωρητική βάση."
Στην παρούσα περίπτωση η εφεσείουσα είχε το βάρος να αποδείξει τους ισχυρισμούς της ότι η εφεσίβλητη παρέλειψε να την πληροφορήσει αναφορικά με τα χαρακτηριστικά της ασφάλειας του μηχανήματος και ότι η εφεσίβλητη εισήγαγε και πώλησε στην εφεσείουσα ένα ελαττωματικό και/ή μη ασφαλές προϊόν, παραλείποντας να τηρήσει τις νομικές απαιτήσεις για ασφάλεια και πληροφόρηση των καταναλωτών κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του περί Ασφάλειας Καταναλωτικών Προϊόντων Νόμου αρ. 74(Ι)/94 και του Νόμου που Δημιουργεί Αυστηρή Ευθύνη των Παραγωγών για Ζημιά που Προκαλείται από Ελαττωματικά Προϊόντα αρ. 105(Ι)/95.
Ο καταμερισμός της ευθύνης μεταξύ συνεναγομένων αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στον καθορισμό ή καταμερισμό της ευθύνης το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να αιτιολογήσει τη μαρτυρία που προσφέρεται από τους διαδίκους και να προχωρήσει στην αξιολόγηση της.
Στην παρούσα περίπτωση δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει την απαίτηση της εναντίον της εφεσίβλητης, που θα δικαιολογούσε την παρέμβαση μας. Αντίθετα η διαπίστωση ότι δεν είχε παρουσιαστεί εκ μέρους της εφεσείουσας θετική μαρτυρία για την απόδειξη των ισχυρισμών της εναντίον της εφεσίβλητης συνιστά μια σωστή αξιολόγηση της μαρτυρίας που έχει παρουσιασθεί μέσα στο ορθό νομικό πλαίσιο.
Έχοντας υπόψη την αρχή ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, κρίνουμε ότι η επιδίκαση εξόδων πρωτοδίκως υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας είναι ορθή.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.