ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 1 ΑΑΔ 820

27 Ιουνίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

SKYRIANIDES HOTELS LTD - FOREST PARK HOTEL,

Εφεσείoντες - Καθ' ων η αίτηση Αρ.1,

v.

1. ΑΝΔΡΕΑ ΠΟΛΥΒΙΟΥ,

2. ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝΤΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Αιτητών.

(Πoλιτική Έφεση Αρ. 11235)

 

Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Τερματισμός απασχολήσεως ― Πλεονασμός ― Πιστωτικές δυσκολίες ― Συνιστούν λόγο πλεονασμού δυνάμει του Άρθρου 18(γ)(iv) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, Ν. 24/67 - 99 ― Έννοια του όρου «πιστωτικές δυσκολίες» στην πιο πάνω νομοθετική διάταξη.

Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Τερματισμός απασχολήσεως ― Πλεονασμός ― Δυσκολία αποπληρωμής δανείων ― Αποτελεί οικονομικό πρόβλημα που από μόνο του και αυτόματα δεν συνιστά λόγο πλεονασμού ― Βάρος αποδείξεως ότι ο τερματισμός απασχολήσεως έγινε λόγω πλεονασμού ― Βρίσκεται στην πλευρά του εργοδότη.

Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα εταιρεία προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στην οποία είχε αποφασιστεί ότι ο τερματισμός υπηρεσιών του εφεσίβλητου 1- αιτητή, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο κατείχε τη θέση του αρχισερβιτόρου στο ξενοδοχείο Forest Park της εφεσείουσας εταιρείας, ήταν άδικος και αδικαιολόγητος και «δεν έλαβε χώρα κάτω από πραγματικές συνθήκες πλεονασμού σύμφωνα με το Άρθρο 5(β) του Νόμου και συγκεκριμένα είτε λόγω μείωσης του κύκλου εργασιών (Αρθρο 18(γ)(vii) είτε λόγω πιστωτικών δυσκολιών (Άρθρο 18(γ)(iv).»

Η αίτηση εναντίον του Ταμείου Πλεονασμού είχε απορριφθεί και επιδικάστηκαν αποζημιώσεις ΛΚ6.887,50 εναντίον της εργοδότριας εταιρείας.

Η εργοδότρια εταιρεία πρόβαλε δύο λόγους έφεσης:

α) Το Δικαστήριο κακώς ερμήνευσε τον όρον «πιστωτικές δυσκολίες» που απαντάται στο Άρθρο 18(γ)(iv) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, Ν. 24/67 - 99.

β) Το Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι η εφεσείουσα εταιρεία έπρεπε να αποδείξει ότι η μείωση των εργασιών της συνδεόταν με τα καθήκοντα του αιτητή, αφού τέτοιος λόγος δεν εγέρθηκε.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «πιστωτικές δυσκολίες» είναι οι δυσκολίες εξεύρεσης χρηματοδότησης ή δανείων από την επιχείρηση και όχι η δυσκολία αποπληρωμής των ήδη συναφθέντων δανείων.  Στην προκείμενη περίπτωση, από τη μαρτυρία της εφεσείουσας εταιρείας, είχε προκύψει ότι οι δυσκολίες αναφέρονταν στην αποπληρωμή δανείων και όχι στην εξασφάλιση πιστώσεων.  Ορθή είναι η θέση του πρωτόδικου Δικαστή ότι η ερμηνεία αυτή συνάδει γενικά με τις προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος, το Άρθρο 18(γ), που σχετίζουν το λόγο πλεονασμού με τις λειτουργίες της επιχείρησης. Έτσι, οι πιστωτικές δυσκολίες αφορούν την εξεύρεση δανειοδότησης, γιατί η εξεύρεση έχει άμεση σχέση και αιτιώδη συνάφεια με τη λειτουργία της επιχείρησης ενώ η δυσκολία αποπληρωμής δανείων έμμεσα μόνο συνδέεται με τη λειτουργία της επιχείρησης, αποτελούσα οικονομικό πρόβλημα που από μόνο του και αυτόματα δεν συνιστά λόγο πλεονασμού.

2.  Σύμφωνα με το Άρθρο 6(1) του Νόμου, ο τερματισμός απασχόλησης τεκμαίρεται ότι δεν έχει γίνει με βάση τους λόγους στο Άρθρο 5 του Νόμου, εκτός αν αποδειχθεί το αντίθετο.  Ήταν ως εκ τούτου το βάρος απόδειξης του αντιθέτου στην πλευρά της εφεσείουσας εταιρείας, το οποίο ορθά, κατά τη διαπίστωση του Δικαστηρίου, δεν απέσεισε.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

Έφεση.

Έφεση από τους καθ' ων η αίτηση κατά της απόφασης του Εργατικού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 18/10/01 (Αρ. Αγωγής 654/00) με την οποία κρίθηκε ότι ο τερματισμός υπηρεσιών του αιτητή ήταν άδικος και αδικαιολόγητος και δεν έλαβε χώρα κάτω από πραγματικές συνθήκες πλεονασμού σύμφωνα με το Άρθρο 5(β) του Νόμου και συγκεκριμένα είτε λόγω μείωσης του κύκλου εργασιών (Άρθρο 18(γ)(vii)) είτε λόγω πιστωτικών δυσκολιών (Άρθρο 18(γ) (iv)) και κατά συνέπεια η αίτηση του αιτητή εναντίον του Ταμείου Πλεονασμού απορρίφθηκε και επιδικάστηκαν αποζημιώσεις Λ.Κ. 6.887,50 εναντίον της εργοδότριας εταιρείας.

Δ. Χατζηνέστορος, για τους Εφεσείοντες.

Ζ. Νικολάου, για τον Εφεσίβλητο 1.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους 2.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:�Η απόφαση θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος 1-αιτητής είχε προσφύγει εναντίον της εφεσείουσας εταιρείας, που ήταν οι εργοδότες του, στο ξενοδοχείο Forest Park, διεκδικώντας αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση και απαιτούσε διαζευκτικά πληρωμή από το Ταμείο Πλεονασμού σε περίπτωση που ο τερματισμός της απασχόλησης του θα αποδεικνυόταν πως οφειλόταν σε λόγους πλεονασμού.

Ο αιτητής κατά τον ουσιώδη χρόνο κατείχε τη θέση του αρχισερβιτόρου, που ιεραρχικά ήταν η επόμενη μετά τον υπεύθυνο εστιατορίου.  Ο τερματισμός των υπηρεσιών του έγινε με επιστολή των εργοδοτών, ημερομηνίας 26.11.1998, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Μετά από διαβουλεύσεις με τις συντεχνίες ΣΕΚ και ΠΕΟ για την αντιμετώπιση του σοβαρότατου προβλήματος που αντιμετωπίζει το ξενοδοχείο μας η διεύθυνση προτίθεται να κηρύξει την θέση την οποία κατέχεις ως πλεονάζουσα.

Ως εκ τούτου ευρισκόμαστε στην δυσάρεστη θέση να σου ανακοινώσουμε ότι οι υπηρεσίες σου προς το ξενοδοχείο Φόρεστ Παρκ θα τερματιστούν την 20 Ιανουαρίου 1999 αφού ληφθεί υπόψιν, η προειδοποίηση των 56 ημερών αρχόμενης από σήμερα βάσει των συλλογικών συμβάσεων μεταξύ Συντεχνιών και Παγκύπριου Συνδέσμου Ξενοδόχων.

Η διεύθυνση του ξενοδοχείου σας εκφράζει τις ευχαριστίες της για την συνεργασίαν σας και σας εύχεται κάθε επιτυχία στα μελλοντικά σας σχέδια.»

Στην απάντησή της η εργοδότρια εταιρεία προβάλλει δύο λόγους, δηλαδή ότι η απόλυση έγινε λόγω (α) μείωσης του κύκλου εργασιών της εταιρείας και (β) ύπαρξης πιστωτικών δυσκολιών.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε την ενώπιον του μαρτυρία και τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και αφού αναφέρθηκε σε αυθεντίες, κατέληξε πως ο τερματισμός υπηρεσιών του αιτητή ήταν άδικος και αδικαιολόγητος και «δεν έλαβε χώρα κάτω από πραγματικές συνθήκες πλεονασμού σύμφωνα με το άρθρο 5(β) του Νόμου και συγκεκριμένα είτε λόγω μείωσης του κύκλου εργασιών (άρθρο 18(γ)(vii)) είτε λόγω πιστωτικών δυσκολιών (άρθρο 18(γ) (iv)).»  Κατά συνέπεια η αίτηση εναντίον του Ταμείου Πλεονασμού απορρίφθηκε και επιδικάστηκαν αποζημιώσεις Λ.Κ. 6.887,50 εναντίον της εργοδότριας εταιρείας.

Με την παρούσα της έφεση η εργοδότρια εταιρεία προβάλλει δύο λόγους έφεσης:

(α)   Ότι το Δικαστήριο κακώς ερμήνευσε τον όρο «πιστωτικές δυσκολίες» που απαντάται στο άρθρο 18(γ) (iv) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, Ν. 24/67 - 99

     και

(β)   εσφαλμένα το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι έπρεπε οι εφεσείοντες να αποδείξουν ότι η μείωση των εργασιών τους συνδεόταν με τα καθήκοντα του αιτητή, αφού τέτοιος λόγος δεν εγέρθηκε.

Είναι γεγονός ότι δύο ήταν οι λόγοι που πρόβαλαν πρωτόδικα οι εφεσείοντες, όπως επισημάναμε πιο πάνω.  Ήταν η μείωση των εργασιών της εταιρείας  (άρθρο 18(γ) (vii) και η ύπαρξη πιστωτικών δυσκολιών  (άρθρο  18(γ)(iv)).

O πρωτόδικος Δικαστής, για να κρίνει και να καταλήξει στο συμπέρασμά του αναφορικά με τις εργασίες της εταιρείας, βασίστηκε στους μάρτυρες των εφεσειόντων, που ήταν ο Διευθυντής και μέτοχός τους Ηρακλής Σκυριανίδης, ο Χριστάκης Ιωάννου, λογιστής της εταιρείας και η κα Κατερίνα Νικολάου, ελεγκτής της εταιρείας.

Από την όλη μαρτυρία προέκυψε και ορθές είναι οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστή επί του προκειμένου, ότι δεν αποδείχθηκε από τους εφεσείοντες, που είχαν το βάρος απόδειξης, ότι υπήρξε μείωση του κύκλου εργασιών πέραν των εποχιακών αυξομειώσεων. Αντίθετα, ορθό είναι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η επιχείρηση, αναφορικά με τον κύκλο εργασιών, όπως προέκυψε από τη μαρτυρία των ιδίων των εφεσειόντων, είχε ανοδική πορεία και ιδιαίτερα κατά το έτος απόλυσης του αιτητή, δηλαδή το 1998. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναπόφευκτα κατέληξε στο μόνο ορθό συμπέρασμα στο οποίο θα μπορούσε να καταλήξει, ότι δηλαδή δεν υπήρξε μείωση των εργασιών των εφεσειόντων. 

Όσον αφορά το λόγο πλεονασμού που αναφέρεται σε πιστωτικές δυσκολίες, το σχετικό άρθρο προνοεί τα ακόλουθα:

«18.  Διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, εργοδοτούμενος είναι πλεονάζων όταν η απασχόλησίς του ετερματίσθη:

(α)  . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

(β)  . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

(γ)  ένεκα οιουδήποτε των ακολούθων άλλων λόγων σχετιζομένων προς την λειτουργίαν της επιχειρήσεως:

(i)     . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

(ii)    . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

(iii)   . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

(iv)   δυσκολιών εις την τοποθέτησιν προϊόντων εις την αγοράν ή πιστωτικών δυσκολιών.

(v)    . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

(vi)   . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

(vii)  . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφερόμενο και σε ερμηνευτικό λεξικό αναφορικά με την έννοια των όρων «πίστωσις» και «πιστωτής», κατέληξε στο συμπέρασμα πως «πιστωτικές δυσκολίες» είναι οι δυσκολίες εξεύρεσης χρηματοδότησης ή δανείων από την επιχείρηση και όχι η δυσκολία αποπληρωμής των ήδη συναφθέντων δανείων.  Στην προκειμένη περίπτωση, από τη μαρτυρία των εφεσειόντων, είχε προκύψει ότι οι δυσκολίες αναφέρονταν στην αποπληρωμή δανείων και όχι στην εξασφάλιση πιστώσεων.  Ορθή είναι η θέση του πρωτόδικου Δικαστή ότι η ερμηνεία αυτή συνάδει γενικά με τις προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος, το άρθρο 18(γ), που σχετίζουν το λόγο πλεονασμού με τις λειτουργίες της επιχείρησης.  Έτσι, οι πιστωτικές δυσκολίες αφορούν την εξεύρεση δανειοδότησης, γιατί η εξεύρεση έχει άμεση σχέση και αιτιώδη συνάφεια με τη λειτουργία της επιχείρησης ενώ η δυσκολία αποπληρωμής δανείων έμμεσα μόνο συνδέεται με τη λειτουργία της επιχείρησης, αποτελούσα οικονομικό πρόβλημα που από μόνο του και αυτόματα δεν συνιστά  λόγο πλεονασμού.

Σύμφωνα με το άρθρο 6(1) του Νόμου, ο τερματισμός απασχόλησης τεκμαίρεται ότι δεν έχει γίνει με βάση τους λόγους που προνοούνται στο άρθρο 5 του Νόμου εκτός αν αποδειχθεί το αντίθετο.  Ήταν ως εκ τούτου το βάρος απόδειξης του αντιθέτου επί των ώμων των εφεσειόντων, το οποίο βάρος ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν απέσεισαν.

Εν όψει των συμπερασμάτων μας,  ο δεύτερος λόγος έφεσης, όπως τον εκθέσαμε πιο πάνω, που προσβάλλει την από το Δικαστήριο συνάρτηση της μείωσης των εργασιών της εταιρείας με τα καθήκοντα του εφεσίβλητου ενώ δεν είχε τεθεί τέτοιο θέμα, χάνει τη σημασία του. 

Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο