ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 1 ΑΑΔ 803

25 Ιουνίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

 

1. ΤΑΣΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,

2. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ Μ. ΦΟΡΗΣ,

Εφεσείοντες,

ν.

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11309)

 

Συμβάσεις ― Σχέσεις που προσομοιάζουν με τις συμβατικές ― Υποχρέωση προσώπου που προσπορίζεται όφελος από μη χαριστική πράξη ― Άρθρο 70 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 ― Απαραίτητη προϋπόθεση συνιστά η νομιμότητα της πράξης, η οποία κρίνεται κατά το χρόνο κατά τον οποίο αυτή γίνεται.

Η Αρχή Αδειών αποφάσισε όπως η μεταφορά μαθητών - η οποία είχε επιδοτηθεί από το Υπουργείο Παιδείας - από το Απλίκι στο Δημοτικό Σχολείο Παλαιχωρίου για τα έτη 1992-1994 γίνεται με δεκατρία αδειούχα αγροτικά λεωφορεία πέντε από τα οποία ανήκαν στους εφεσείοντες και οκτώ σε άλλα πρόσωπα στην αναλογία ανά 5 εβδομάδες από τους εφεσείοντες και ανά 8 εβδομάδες από τα άλλα πρόσωπα, στην αναλογία δηλαδή του αριθμού των λεωφορείων τους, τούτο δε κατέστη και όρος των αδειών των λεωφορείων.  Οι εφεσείοντες δεν τήρησαν την αναλογία αυτή και παράλληλα καταχώρησαν ιεραρχικές προσφυγές εναντίον των εν λόγω αποφάσεων της Αρχής Αδειών, η οποία αποφάνθηκε ότι, καθ' όσον η μεταφορά είχε γίνει αποκλειστικά από τους εφεσείοντες οι αποφάσεις της Αρχής Αδειών έπρεπε να ακυρωθούν και το αρμόδιο τμήμα να καταβάλει τα κόμιστρα στους εφεσείοντες.  Το Υπουργείο Παιδείας όμως αρνήθηκε να πληρώσει τα κόμιστρα και οι εφεσείοντες ήγειραν αγωγή απαιτώντας αυτά.  Στην πορεία η απαίτησή τους περιορίστηκε στο ποσό που αντιπροσώπευε τις μεταφορές στην αναλογία του 8:13, έχοντας πληρωθεί το ποσό των μεταφορών στην αναλογία του 5:13.

Οι εφεσείοντες υποστήριξαν στην αγωγή τους ότι η μεταφορά είχε γίνει κατ' εντολή της Αρχής Αδειών, με την ακύρωση δε της αναλογίας του 5:13 και 8:13, αυτοί εδικαιούντο να πληρωθούν για όλες τις μεταφορές.  Κατά την ακρόαση δέχθηκαν ότι δεν υπήρχε συμβατική σχέση στην οποία μπορούσε να θεμελιωθεί η απαίτηση, κάλεσαν όμως το Δικαστήριο να εφαρμόσει το Άρθρο 70 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, ισχυριζόμενοι ότι διενήργησαν τη μεταφορά χωρίς πρόθεση να πράξουν τούτο χαριστικά για λογαριασμό του Υπουργείου Παιδείας, το οποίο και, έχοντας προσπορισθεί ανάλογο όφελος, υποχρεούτο να πληρώσει.  Η Δημοκρατία υποστήριξε ότι οι μεταφορές ήταν παράνομες, ως καθ' υπέρβαση των όρων άδειας των λεωφορείων, δεν ικανοποιείτο η πρόνοια του Άρθρου 70 ότι η πράξη έπρεπε να γίνει νόμιμα, έστω και αν η ρύθμιση της Αρχής Αδειών ακυρώθηκε εκ των υστέρων με τις αποφάσεις της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών.  Οι εφεσείοντες απάντησαν ότι η έστω εκ των υστέρων ακύρωση της ρύθμισης της Αρχής Αδειών νομιμοποιούσε τις μεταφορές.

Το Δικαστήριο δέχθηκε τη θέση της Δημοκρατίας, κρίνοντας ότι η νομιμότητα της πράξης κρίνεται κατά το χρόνο κατά τον οποίο αυτή γίνεται.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

Το γεγονός ότι έγιναν οι μεταφορές δεν δημιουργεί υποχρέωση της Δημοκρατίας να καταβάλει την πληρωμή τους.  Το πρόβλημα δε σε αυτή τη βάση είναι ευρύτερο της προϋπόθεσης ότι η πράξη πρέπει να έγινε νόμιμα για να τυγχάνει εφαρμογής το Άρθρο 70.  Καθοριστικής σημασίας παραμένει το γεγονός ότι όχι μόνο οι εφεσείοντες ενέργησαν παράνομα κατά παράβαση των όρων των αδειών τους αλλά και η παρανομία τους καθιστούσε ελλιπή την όλη βάση της προσδοκίας τους να πληρωθούν εφ' όσον εγνώριζαν ότι η προσδοκία αυτή μπορούσε νόμιμα να υπάρχει μόνο ως προς την αναλογία του 5:13.  Η ανατροπή της αναλογίας εκείνης με τις μετέπειτα αποφάσεις της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, και αν ακόμα αυτές είχαν τη συνέπεια να εξαφανίσουν τις ακυρωθείσες αναλογικές ρυθμίσεις της Αρχής Αδειών, δεν μπορούσε να διαφοροποιήσει την προσδοκία εκείνη που μόνο με τα δεδομένα του χρόνου τέλεσης της πράξης μπορεί να κριθεί.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 18/1/02 (Αρ. Αγωγής 37/96) με την οποία απορρίφθηκε η απαίτησή τους για καταβολή σ'αυτούς ποσού το οποίο αντιπροσώπευε μεταφορές μαθητών με λεωφορεία τους αντί με άλλα αδειούχα λεωφορεία, στην αναλογία του 8:13, δηλαδή πέραν της αναλογίας η οποία τους δόθηκε από την Αρχή Αδειών.

Α. Χάσικος, για τους Εφεσείοντες.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Δεκατρία αδειούχα αγροτικά λεωφορεία εξυπηρετούσαν κατά το σχετικό προς την έφεση χρόνο τη διαδρομή Παλαιχωρίου-Λευκωσίας που περιλάμβανε και το Απλίκι.  Πέντε από αυτά ανήκαν στους Εφεσείοντες και οκτώ ανήκαν σε άλλα πρόσωπα.  Το Υπουργείο Παιδείας είχε σχέδιο επιδότησης της μεταφοράς μαθητών από το Απλίκι στο Δημοτικό Σχολείο Παλαιχωρίου.  Στις 3.9.1992 και στις 10.3.1993 η Αρχή Αδειών αποφάσισε όπως η μεταφορά των εν λόγω μαθητών για τη σχολική χρονιά 1992-1993 γίνεται από τους Εφεσείοντες και τα άλλα πρόσωπα στην αναλογία ανά 5 εβδομάδες από τους Εφεσείοντες και ανά 8 εβδομάδες από τα άλλα πρόσωπα, στην αναλογία δηλαδή του αριθμού των λεωφορείων τους, τούτο κατέστη δε και όρος των αδειών των λεωφορείων.  Η ίδια απόφαση ελήφθη στις 6.10.1993 από την Αρχή Αδειών και για τη σχολική χρονιά 1993-1994. Οι Εφεσείοντες όμως δεν ετήρησαν την αναλογία αυτή και μετάφεραν μόνο οι ίδιοι τους μαθητές και για τις δύο σχολικές χρονιές, όπως φαίνεται να ήταν και απαίτηση των γονέων των μαθητών οι οποίοι δεν ήσαν ικανοποιημένοι από τις υπηρεσίες των άλλων προσώπων.  Παράλληλα καταχώρησαν ιεραρχικές προσφυγές εναντίον των εν λόγω αποφάσεων της Αρχής Αδειών οι οποίες είχαν αίσια κατάληξη για τους ίδιους αφού η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών η οποία επελήφθη αυτών, με αποφάσεις της ημερομηνίας 28.8.1994, απεφάνθη ότι, καθ΄όσον η μεταφορά είχε γίνει αποκλειστικά από τους Εφεσείοντες, οι αποφάσεις της Αρχής Αδειών έπρεπε να ακυρωθούν.  Παρακαλείτο δε το αρμόδιο τμήμα να καταβάλει τα κόμιστρα στους Εφεσείοντες. Το Υπουργείο Παιδείας όμως αρνήθηκε να πληρώσει τα κόμιστρα και οι Εφεσείοντες ήγειραν αγωγή κατά της Δημοκρατίας απαιτώντας αυτά.  Αργότερα περιόρισαν την απαίτησή τους, έχοντας πληρωθεί το ποσό που αντιπροσώπευε τις μεταφορές που είχαν κάνει στην αναλογία του 5:13 και διεκδικώντας το ποσό που αντιπροσώπευε τις υπόλοιπες μεταφορές στην αναλογία του 8:13. 

Η αγωγή βασίσθηκε στη θέση ότι η μεταφορά είχε γίνει κατ' εντολή της Αρχής Αδειών, με την ακύρωση δε της αναλογίας του 5:13 και 8:13 οι Εφεσείοντες εδικαιούντο να πληρωθούν για όλες τις μεταφορές.  Η υπεράσπιση της Δημοκρατίας συνίστατο ουσιαστικά στη θέση ότι, καθ΄όσον η μεταφορά μαθητών από τους Εφεσείοντες πέραν της αναλογίας 5:13 ήταν αντίθετη με τους όρους αδείας των λεωφορείων τους, δεν υπήρχε υποχρέωση πληρωμής των κομίστρων από τη Δημοκρατία.  Κατά την ακρόαση οι Εφεσείοντες εδέχθησαν ότι δεν υπήρχε συμβατική σχέση στην οποία να μπορούσε να θεμελιωθεί η απαίτηση, κάλεσαν όμως το δικαστήριο να εφαρμόσει το άρθρο 70 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφάλαιο 149, ισχυριζόμενοι ότι διενήργησαν τη μεταφορά χωρίς πρόθεση να πράξουν τούτο χαριστικά για λογαριασμό του Υπουργείου Παιδείας το οποίο και, έχοντας προσπορισθεί ανάλογο όφελος, υποχρεούτο να πληρώσει.  Η Δημοκρατία είχε τη θέση ότι καθ΄ όσον, όταν διενεργήθησαν οι μεταφορές, αυτές ήσαν παράνομες ως καθ΄υπέρβαση των όρων αδείας των λεωφορείων, δεν ικανοποιείτο η πρόνοια του άρθρου 70 ότι η πράξη πρέπει να έγινε νόμιμα, έστω και αν η ρύθμιση της Αρχής Αδειών ακυρώθηκε εκ των υστέρων με τις αποφάσεις της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών.  Η απάντηση των Εφεσειόντων σε αυτό ήταν ότι η έστω και εκ των υστέρων ακύρωση της ρύθμισης της Αρχής Αδειών νομιμοποιούσε τις μεταφορές.

Το Δικαστήριο εδέχθη τη θέση της Δημοκρατίας, κρίνοντας ότι το νόμιμο της πράξης κρίνεται κατά το χρόνο κατά τον οποίο αυτή γίνεται.  Οι μετέπειτα ακυρωτικές αποφάσεις της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, παρατήρησε, δεν νομιμοποιούσαν αναδρομικά τις μεταφορές όταν αυτές έγιναν, τοσούτο μάλλον αφού η απόφαση εβασίσθη όχι στο τρωτό των αποφάσεων της Αρχής Αδειών αλλά στο ότι μόνο οι Εφεσείοντες είχαν διενεργήσει τις μεταφορές.  Είναι αυτή την κατάληξη που προσβάλλει η έφεση, εισηγούμενη ότι η οποιαδήποτε παρανομία που προέκυπτε ως εκ της παράβασης των όρων αδείας των λεωφορείων είχε μόνο ποινικές συνέπειες και δεν επηρέαζε το νόμιμο των μεταφορών αυτών καθ΄αυτών για τις οποίες οι Εφεσείοντες είχαν άδεια μεταφοράς επιβατών ως προς την εν λόγω διαδρομή.  Και ακόμα ότι οι εκ των υστέρων αποφάσεις της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών νομιμοποιούσαν εν πάση περιπτώσει τις μεταφορές αναδρομικά.

Δεν έχουν τεθεί ενώπιον μας επιχειρήματα ή αυθεντίες που να δικαιολογούν την έφεση.  Το ότι θα ήταν άδικο, από τη δική τους άποψη, να μην πληρωθούν οι Εφεσείοντες έχοντας διενεργήσει τις μεταφορές δεν αναιρεί την ανάγκη να ικανοποιηθούν οι συνθήκες για την ευθύνη της Δημοκρατίας να καταβάλει τέτοια πληρωμή.  Το πρόβλημα δε σε αυτή τη βάση είναι ευρύτερο της προϋπόθεσης ότι η πράξη πρέπει να έγινε νόμιμα για να τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 70.  Καθοριστικής σημασίας παραμένει το γεγονός ότι όχι μόνο οι Εφεσείοντες ενέργησαν παράνομα κατά παράβαση των όρων των αδειών τους αλλά και η παρανομία τους καθιστούσε ελλιπή την όλη βάση της προσδοκίας τους να πληρωθούν εφόσον εγνώριζαν ότι η προσδοκία αυτή μπορούσε νόμιμα να υπάρχει μόνο ως προς την αναλογία του 5:13.  Η ανατροπή της αναλογίας εκείνης με τις μετέπειτα αποφάσεις της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, και αν ακόμα αυτές είχαν τη συνέπεια να εξαφανίσουν τις ακυρωθείσες αναλογικές ρυθμίσεις της Αρχής Αδειών, δεν μπορούσε να διαφοροποιήσει την προσδοκία εκείνη που μόνο με τα δεδομένα του χρόνου τέλεσης της πράξης μπορεί να κριθεί.  Με τα δεδομένα δε εκείνα, δηλαδή την υφιστάμενη ρύθμιση 5:13 και 8:13, οι Εφεσείοντες δεν θα μπορούσαν νόμιμα να αναμένουν ότι θα επληρώνοντο πέραν της αναλογίας του 5:13 και εγνώριζαν ότι διενεργώντας μεταφορές πέραν της αναλογίας εκείνης ενεργούσαν ιδίω κινδύνω ως προς την πληρωμή τους.  Η κατάρρευση της αναλογίας 5:13 και 8:13 με τις μετέπειτα αποφάσεις της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, και αν ακόμα αναχθεί στο χρόνο των ρυθμίσεων, θα είχε το αποτέλεσμα όχι της παροχής άδειας για διενέργεια των μεταφορών εξ ολοκλήρου στους Εφεσείοντες, που να θεμελίωνε την προσδοκία τους για πληρωμή, αλλά την ανυπαρξία οποιασδήποτε βάσης για ανάληψη μεταφορών επί την προσδοκία πληρωμής από τους Εφεσείοντες που να συνδέετο προς το σχέδιο επιδότησης του Υπουργείου Παιδείας.

Η έφεση λοιπόν αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον των Εφεσειόντων.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο