ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 1 ΑΑΔ 167

19 Φεβρουαρίου, 2003

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΣΑΒΒΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

COMMERCIAL UNION ASSURANCE (CYPRUS) LIMITED,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10981)

 

Ευρήματα Δικαστηρίου — Αξιοπιστία μαρτύρων — Εκτιμήσεις αναφορικά με το θέμα της αξιοπιστίας των μαρτύρων — Συνιστά κατ' εξοχήν θέμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου — Το Εφετείο δεν εδικαιολογείτο να επέμβει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Η αγωγή των εφεσιβλήτων για παράβαση γραπτής σύμβασης ημερομηνίας 16.4.86, δυνάμει της οποίας ο εφεσείων λειτούργησε ως ασφαλιστικός αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας έγινε δεκτή και ο εφεσείων διατάχθηκε να καταβάλει το ποσό των £1.260,51 στο οποίο ενσωματώθηκαν και δεδουλευμένοι τόκοι.  Την ίδια ημέρα της σύμβασης ο εφεσείων είχε προσυπογράψει επιστολή της εφεσίβλητης με την οποία καθορίζετο ο τρόπος λειτουργίας της συνεργασίας τους. Το ποσό το οποίο επιδικάσθηκε εναντίον του εφεσείοντος ήταν το χρεωστικό υπόλοιπο το οποίο ήταν πληρωτέο από τον εφεσείοντα προς τους εφεσίβλητους στη βάση κατάστασης λογαριασμού η οποία του αποστέλλετο από τους εφεσίβλητους, σύμφωνα με τον καθορισθέντα τρόπο λειτουργίας της συνεργασίας τους. Η υπεράσπιση του εφεσείοντος ήταν ότι το εμφανιζόμενο ως δικό του χρεωστικό υπόλοιπο αφορούσε συμβόλαια, την ευθύνη των οποίων δεν είχε ο ίδιος αλλά τρίτοι, τότε υπάλληλοι του. Αυτό, δυνάμει προφορικής συμφωνίας με την εφεσίβλητη στο πλαίσιο της οποίας οι τρίτοι, που δεν ήταν υποαντιπρόσωποι του, θα εξασφάλιζαν πελάτες και θα εισέπρατταν ασφάλιστρα που θα διοχέτευαν προς την εφεσίβλητη, χωρίς τη δική του ανάμειξη ή υποχρέωση.  Τα ποσά που προβάλλονταν ως δικό του χρεωστικό υπόλοιπο αντιστοιχούσαν προς συμβόλαια που δεν ήταν «δικά» του. Ανταξίωσε ποσό £6.607,94 το οποίο όμως διαφοροποίησε κατά τη δίκη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και απέρριψε την ανταπαίτηση.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση αμφισβητώντας την ορθότητα του τρόπου με τον οποίο αξιολογήθηκε η μαρτυρία.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η εκτίμηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν ήταν αξιόπιστος, ήταν ορθή ενόψει:

α) Της παράλειψης του να αμφισβητήσει κατά τη διάρκεια της συνεργασίας του με τους εφεσίβλητους τα έγγραφα που του αποστέλλονταν ως προσδιοριστικά της οφειλής του.

β) Της διαφοροποίησης του ποσού της ανταπαίτησης κατά τη δίκη.

γ)  Της μη σύναψης γραπτής σύμβασης των μαρτύρων του, όμοιας με τη δική του, όπως έγινε αργότερα.

2.  Δεν συντρέχει λόγος που να δικαιολογεί την παρέμβαση του Εφετείου σε σχέση με τις εκτιμήσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το κατ' εξοχήν δικό του θέμα της αξιοπιστίας των μαρτύρων.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 14/12/00 (Αρ. Αγωγής 3408/96), με την οποία επεδίκασε υπέρ της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας τα αξιούμενα από αυτήν ποσά τα οποία ο εναγόμενος, ως ασφαλιστικός της αντιπρόσωπος, ώφειλε να της είχε καταβάλει, δυνάμει συμφωνίας ημερομηνίας 16/4/86.

Α. Κουρίδης, για τον Εφεσείοντα.

Αθ. Νικολάου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερομηνίας 16.4.86, ο εφεσείων λειτούργησε ως ασφαλιστικός αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας.  Στο πλαίσιό της, σε σχέση με ασφάλειες μηχανοκινήτων οχημάτων, ο εφεσείων θα εξέδιδε καλυπτικά σημειώματα και, με την αποδοχή της κάθε πρότασης και την εν τέλει ασφάλιση του πελάτη, ο εφεσείων θα δικαιούτο σε προμήθεια.  Οι δε εφεσίβλητοι στα ποσά που αντιστοιχούσαν στα ασφάλιστρα.

Επιστολή από την εφεσίβλητη, την οποία προσυπέγραψε ο εφεσείων την ίδια μέρα της σύμβασης, καθόριζε περαιτέρω τον τρόπο λειτουργίας της συνεργασίας τους.  Κατά την έναρξη κάθε μήνα η εφεσίβλητη θα απέστελλε στον εφεσείοντα κατάσταση του λογαριασμού του για τον προηγούμενο μήνα και το χρεωστικό υπόλοιπο που θα έδειχνε  αυτή η κατάσταση θα ήταν πληρωτέο από τον εφεσείοντα μέσα σε τρεις μήνες.  Διαφορετικά θα έφερε τόκο προς 9% ετησίως.

Η εφεσίβλητη, όπως ήταν η υπόθεσή της, εξέδιδε ασφαλιστικά συμβόλαια τα οποία, μαζί με ανάλογη χρεωστική σημείωση, απέστελλε στον εφεσείοντα.  Επίσης του απέστελλε τις καταστάσεις σύμφωνα με τα πιο πάνω, αντίγραφα των οποίων και προσκόμισε ως τεκμήρια. Ο εφεσείων ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε αλλά προέβαινε σε διάφορες πληρωμές.  Προέκυψε ζήτημα όταν τερματίστηκε η συνεργασία εργασίας τους στις 13.12.93.  Κατά την εφεσίβλητη (ενάγουσα) υπήρχε τότε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους £4,445.51 και ο εφεσείων, όπως παραδέχτηκε τελικά και ο ίδιος, συνέχισε να καταβάλλει ποσά έναντί του, αφού παρέλαβε την επιστολή τερματισμού της συνεργασίας τους, μεταξύ άλλων, ακριβώς επειδή, όπως αναφερόταν σ' αυτή, δεν πλήρωνε τα ασφάλιστρα.  Η τελευταία πληρωμή έγινε στις 20.3.95 δηλαδή 15 περίπου μήνες μετά  τον τερματισμό και η αγωγή αφορούσε στο υπόλοιπο.  Κατά την υπόθεση της εφεσίβλητης ανερχόταν σε £985.21σ και αξίωσε £1,260.51σ, ενσωματώνοντας σ' αυτό και τους ως τότε δεδουλευμένους τόκους.

Η ουσία της υπεράσπισης του εφεσείοντα μπορεί να συνοψιστεί ως ακολούθως: Ό,τι εμφανιζόταν ως δικό του χρεωστικό υπόλοιπο αφορούσε σε συμβόλαια, την ευθύνη για τα οποία δεν είχε εκείνος αλλά τρίτοι, τότε υπαλληλοί του.  Αυτό, δυνάμει προφορικής συμφωνίας  με την εφεσίβλητη στο πλαίσιο της οποίας οι τρίτοι, που δεν ήταν υποαντιπρόσωποί του, θα εξασφάλιζαν πελάτες και θα εισέπρατταν ασφάλιστρα που θα διοχέτευαν προς την εφεσίβλητη, χωρίς επί του προκειμένου δική του ανάμειξη ή υποχρέωση.  Ο ίδιος απλώς δέχτηκε να διευκολύνει αυτή τη διευθέτηση υπογράφοντας καλυπτικά σημειώματα ως ο εξουσιοδοτημένος, μέχρι τότε, ασφαλιστικός αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης.  Τα ποσά που προβάλλονταν ως δικό του χρεωστικό υπόλοιπο αντιστοιχούσαν προς συμβόλαια που δεν ήταν "δικά" του.  Η εφεσίβλητη του έστελλε καταστάσεις λογαριασμών ελλιπείς και όχι με τακτικό τρόπο.  Επίσης δεν θυμόταν αν μαζί με κάθε συμβόλαιο η εφεσίβλητη του απέστελλε και χρεωστική σημείωση.  Διαπίστωσε, εν τέλει, πως είχε καταβάλει και σοβαρό ποσό πέραν εκείνων που όφειλε.  Ανταξίωσε, επομένως, το ποσό των £6.607,94σ για να το διαφοροποιήσει όμως κατά τη δίκη.  Στην κύρια εξέταση του αναφέρθηκε σε £7.000 και κατά την αντεξέτασή του σε £8.000 - £9.000.

Οι θέσεις της εφεσίβλητης προωθήθηκαν με τη μαρτυρία του Ν. Πετρίδη, διευθυντή του γραφείου τους στη Λεμεσό και του Κ. Πέτρου, διευθυντή του λογιστηρίου της.  Επίσης, με την προσαγωγή σειράς τεκμηρίων που περιλάμβαναν τη γραπτή σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, την επιστολή που προσυπογράφηκε την ίδια μέρα, την επιστολή τερματισμού της συνεργασίας τους, τέσσερις επιστολές αξίωσης του υπολοίπου και αντίγραφα χρεωστικών σημειώσεων και καταστάσεων λογαριασμών που αποστέλλονταν στον εφεσείοντα.  Από την άλλη πλευρά κατέθεσε ο εφεσείων, δυο από τους τρίτους στους οποίους έγινε αναφορά (Α. Ζαχαρίου και Μ. Ονησιφόρου) και η Μ. Λεωνίδου, όλοι υφιστάμενοί του κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε αναξιόπιστους τον εφεσείοντα και τους μάρτυρές του.  Επομένως, όλο το βάθρο του ισχυρισμού για προφορική συμφωνία της φύσης που υποστηρίχτηκε, κατέρρευσε.  Αφού δέχτηκε δε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία για την εφεσίβλητη, ενόψει της γραπτής σύμβασης και της επιστολής της ίδιας μέρας που δέχτηκε ότι δέσμευε τον εφεσείοντα,  εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και απέρριψε την ανταπαίτηση. Όπως έκρινε, η όποια σχέση του εφεσείοντα με τους συνεργάτες του ήταν θέμα δικό τους και απέρριψε την εκδοχή για ιδιαίτερη συμβατική τους σχέση με την εφεσίβλητη.

Με την έφεση, με ευρεία αναφορά στις αρχές που διέπουν την παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις εκτιμήσεις πρωτοδίκων δικαστηρίων σε σχέση με την αξιοπιστία μαρτύρων, αμφισβητείται η ορθότητα του τρόπου με τον οποίο αξιολογήθηκε η μαρτυρία.  Θεωρεί ο εφεσείων ότι δεν συσχετίστηκε ούτε αντιπαραβλήθηκε ή διερευνήθηκε η μαρτυρία "με την αντικειμενική υπόσταση της θέσεως των διαδίκων". Και πως "η αξιολόγηση της μαρτυρίας του κ. Πετρίδη ήταν λανθασμένη από το πρωτόδικο δικαστήριο καθ' οτι έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στη μαρτυρία αυτού του μάρτυρα και αγνόησε παντελώς τη μαρτυρία των μαρτύρων υπερασπίσεως". Και ότι "τα ευρήματα αξιοπιστίας ...... προσκρούουν στη κοινή λογική και την ακολουθούμενη πρακτική".

Αυτά, όμως, ουσιαστικά κατά εκ νέου επίκληση της εκδοχής του, ως εάν αυτή να αποτελούσε τον αντικειμενικό γνώμονα της αλήθειας και χωρίς αναφορά σε όσα συνέθεταν τη ρητή αιτιολόγηση που συνόδευσε την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως και ο εφεσείων και οι μάρτυρές του ήταν αναξιόπιστοι και πως δεν χρειάζονταν άλλα έγγραφα για τη στοιχειοθέτηση της απαίτησης αφού δεν ήταν η υπογραφή του εφεσείοντα επί των καλυπτικών σημειωμάτων που αμφισβητείτο αλλά η ιδιότητα με την οποία τα υπέγραφε και η επακόλουθη ευθύνη για όσα προέκυπταν στη συνέχεια, αναλόγως.

Το πρωτόδικο δικαστήριο επισήμανε την παράλειψη του εφεσείοντα να αμφισβητήσει οτιδήποτε από τα έγγραφα που του αποστέλλονταν ως προσδιοριστικά της οφειλής του.  Για να παραπονεθεί μόνο μετά τον τερματισμό της συνεργασίας του αφού στο μεταξύ προέβη και σε άλλες πληρωμές. Όπως και το γεγονός ότι, ενώ αμφισβητούσε τη σημασία της υπογραφής του στην αναφερθείσα επιστολή, δεν εξήγησε το γιατί προέβαινε σε πληρωμές στη βάση της.  Και περαιτέρω, με αναφορά σε ασάφειες, γενικότητες και αοριστίες, όλως ιδιαιτέρως σε σχέση με την ίδια τη δική του ανταπαίτηση, το ύψος της οποίας διαφοροποιήθηκε τρεις φορές. Ως προς τους μάρτυρές του δε, με επισήμανση του γεγονότος ότι σε σχέση με τις ασφαλίσεις για τις οποίες εκείνοι ήταν, υποτίθεται, υπεύθυνοι, ήταν ο εφεσείων που πιστωνόταν με την αντίστοιχη προμήθεια χωρίς δική τους διαμαρτυρία.  Ενώ, παραλλήλως, παρέμενε ως "ερώτημα" και το γιατί δεν είχαν συνάψει έκτοτε γραπτή σύμβαση, όμοια με εκείνη του εφεσείοντα, όπως έκαμαν αργότερα.

Δεν διακρίνουμε λόγο που να δικαιολογεί παρέμβασή μας σε σχέση με τις εκτιμήσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με το κατ' εξοχήν δικό του θέμα της αξιοπιστίας των μαρτύρων.  Επειδή περιλήφθηκε δε στους λόγους έφεσης και ο γενικός, χωρίς δηλαδή κάποια ανάπτυξη, ισχυρισμός πως ο εφεσείων "ουδεμία συμβατική υποχρέωση είχε για την είσπραξη οιουδήποτε ασφαλίστρου, γεγονός το οποίο και πάλιν το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε παντελώς", σημειώνουμε την παραπομπή από το πρωτόδικο δικαστήριο στην επιστολή που υπέγραψε ο εφεσείων που ορθά κρίθηκε, στο πλαίσιο των περιστάσεων και της γραπτής σύμβασης, πως τον δέσμευε.  Προσθέτουμε πως ιδιαίτερα επιχειρήματα με αναφορά σ' αυτή, ή σε σχέση με την εναλλακτική παραπομπή στον Bowstead on Agency 15η έκδοση, σελ. 197 στη βάση της οποίας αφού είχε παρέλθει εύλογος χρόνος θα ήταν εν πάση περιπτώσει θέμα του εφεσείοντα να δείξει πως δεν εισέπραξε τα ασφάλιστρα, δεν αναπτύχθηκαν.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο