ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 1 ΑΑΔ 84

28 Ιανουαρίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΣΤΕΛΙΟΣ Α. ΡΗΓΑ ΚΑΙ ΜΕΡΟΠΗ ΚΑΠΝΟΥΛΛΑ ΥΠΟ

ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΠΝΟΥΛΛΑ,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

ν.

1. ΑΝΔΡΕΑ ΣΤΑΥΡΟΥ,

2. ΑΝΔΡΕΑ ΣΟΦΡΩΝΙΟΥ,

3. THΕ MARITIME CO LTD,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11291)

 

Αγωγή ― Αναβολή ακροάσεως αγωγής ― Συνιστά θέμα διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου ―  Η αίτηση για αναβολή συναρτήθηκε προς την ανάγκη τροποποίησης δικογράφου ―  Κατά πόσο η απόρριψη της ήταν ορθή.

Αγωγή ― Απόρριψη αγωγής ― Ο συνήγορος των εναγόντων επέλεξε να μην προσφέρει μαρτυρία, μετά από απόρριψη αιτήματος του για αναβολή της ακρόασης της αγωγής ― Το Δικαστήριο δεν είχε άλλη επιλογή από την απόρριψη της αγωγής.

Εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων εντός ευλόγου χρόνου ― Υποχρέωση του Δικαστηρίου με βάση το Σύνταγμα είναι να επιλαμβάνεται υποθέσεων και να αποφασίζει τα δικαιώματα των διαδίκων σε εύλογο χρόνο.

Το 1990 οι εφεσείοντες οι οποίοι ήταν διαχειριστές της περιουσίας αποβιώσαντος ήγειραν αγωγή εναντίον τριών προσώπων από τα οποία ζητούσαν αποζημιώσεις για το θάνατο του αποβιώσαντος. Το 1994, ενώ είχε αποσυρθεί η αγωγή εναντίον του τρίτου εναγομένου, συμφωνήθηκαν και δηλώθηκαν οι αποζημιώσεις στη βάση πλήρους ευθύνης. Έτσι παρέμεινε για εκδίκαση μόνο το θέμα της ευθύνης.  Στις 30.1.2002 όταν η υπόθεση βρισκόταν ενώπιον του Δικαστηρίου για ακρόαση οι εφεσείοντες υπέβαλαν προφορικό αίτημα για αναβολή με στόχο να προβούν σε τροποποίηση της αγωγής λόγω του ότι είχε αποβιώσει ο δεύτερος εναγόμενος.  Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα για αναβολή υποδεικνύοντας ότι ο θάνατος του εν λόγω εναγομένου επεσυνέβη αρκετά χρόνια πριν και ότι είχε δοθεί αρκετός χρόνος και λήφθηκαν τα αναγκαία μέτρα από το Δικαστήριο για την ετοιμασία της υπόθεσης για ακρόαση, χωρίς όμως αποτέλεσμα.  Κατά την έναρξη της ακρόασης ο συνήγορος των εφεσειόντων δήλωσε ότι δεν θα προσφέρει μαρτυρία.  Το Δικαστήριο μετά από αίτημα της συνηγόρου του εναγομένου 1 απέρριψε την αγωγή.

Η έφεση προσβάλλει τόσο την απόρριψη του αιτήματος για αναβολή όσο και την ακόλουθη απόρριψη της αγωγής.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η τοποθέτηση του Δικαστηρίου επί του αιτήματος για αναβολή ήταν επιτρεπτή στα πλαίσια της διακριτικής του εξουσίας και επίσης ήταν ενδεδειγμένη.  Πέραν του βεβαρημένου της υπόθεσης με μακρά καθυστέρηση στην εκδίκαση της, οι εφεσείοντες είχαν κάθε ευκαιρία να προβούν στα αναγκαία μέτρα για τροποποίηση της αγωγής αφ' ότου πληροφορήθηκαν το θάνατο του δεύτερου εναγομένου το Μάρτιο του 2001.

2.  Εφ' όσον δεν υπήρχε εμφάνιση για το δεύτερο εναγόμενο, ούτε είχε επιδειχθεί ενδιαφέρον εκ μέρους της περιουσίας του για συνέχιση της διαδικασίας από το διαχειριστή της, ουσιαστικά η υπόθεση δεν υπερασπίζετο όσον αφορά τον δεύτερο εναγόμενο.  Η τροποποίηση λοιπόν δεν ήταν καν αναγκαία πριν από την έναρξη της ακρόασης και η ανάγκη γι' αυτή ουδόλως δικαιολογούσε αναβολή της ακρόασης.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, που δόθηκε στις 30/1/02 (Αρ. Αγωγής 620/90), με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα τους για αναβολή της ακρόασης της υπόθεσης και ακολούθως απορρίφθηκε και η αγωγή τους.

Κ. Ευσταθίου, για τους Εφεσείοντες.

Μ. Παπαδοπούλου για Α. Σ. Αγγελίδη, για τον Εφεσίβλητο 1.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Το 1990 οι Εφεσείοντες, διαχειριστές της περιουσίας αποβιώσαντος, ήγειραν αγωγή εναντίον τριών προσώπων από τα οποία ζητούσαν αποζημιώσεις ως ευθυνομένων για το θάνατο του αποβιώσαντος.  Σε κάποιο στάδιο η αγωγή απεσύρθη εναντίον του τρίτου εναγομένου.  Το 1994 συμφωνήθησαν και δηλώθησαν οι αποζημιώσεις στη βάση πλήρους ευθύνης, παραμένοντας έτσι για εκδίκαση μόνο το θέμα της ευθύνης. 

Όταν η υπόθεση ευρίσκετο ενώπιον του δικαστηρίου στις 30.1.2002, η απόφαση του οποίου κατά την εν λόγω ημερομηνία και αποτελεί το αντικείμενο της έφεσης, η ακρόαση δεν είχε καν αρχίσει.  Δεν είναι βεβαίως του παρόντος να κατανεμηθούν ευθύνες για τη συγκλονιστική αυτή καθυστέρηση στην ακρόαση του ενός και μόνο περιορισμένου θέματος που απέμενε. Τονίζουμε όμως τη διάσταση αυτή των πραγμάτων για να υποδείξουμε το πλαίσιο στο οποίο το δικαστήριο, όπως και το ίδιο εξήγησε, ενήργησε στις 30.1.2002 αντιμετωπίζοντας προφορικό αίτημα για αναβολή της υπόθεσης εκ μέρους των Εφεσειόντων.  Το αίτημα συναρτήθηκε προς την ανάγκη τροποποίησης της αγωγής ως εκ του ότι είχε αποβιώσει ο δεύτερος εναγόμενος, σε στήριξη δε του αιτήματος ελέχθη στο δικαστήριο ότι είχε καταχωρηθεί και αίτηση για την εν λόγω τροποποίηση.  Η αίτηση αυτή είχε καταχωρηθεί στις 29.1.2002, δηλαδή μόλις δύο ημέρες πριν, και δεν ήταν καν ενώπιον του δικαστηρίου εφ΄όσον, ούσα βεβαίως δια κλήσεως, είχε ορισθεί στις 5.3.2002.  Το δικαστήριο απέρριψε ευθέως το αίτημα για αναβολή, στο οποίο μάλιστα δεν υπήρχε ένσταση εκ μέρους του Εφεσίβλητου πρώτου εναγόμενου.  Ο ευπαίδευτος δικαστής, απευθυνόμενος στο πιο πάνω ιστορικό της υπόθεσης, συμπλήρωσε την εικόνα υποδεικνύοντας ότι ο θάνατος του δεύτερου εναγόμενου, που όπως πληροφορηθήκαμε κατά την ακρόαση επεσυνέβη αρκετά χρόνια πριν και έκτοτε τουλάχιστον δεν υπήρχε εμφάνιση εκ μέρους του δεύτερου εναγόμενου ή της περιουσίας του, ήταν γνωστός στην πλευρά των Εφεσειόντων από αρκετούς μήνες, συγκεκριμένα, όπως προέκυψε, από το Μάρτιο 2001.  Υπέδειξε περαιτέρω ότι αίτηση των Εφεσειόντων για παραχώρηση γραμμάτων διαχείρησης της περιουσίας του δεύτερου εναγομένου για το συγκεκριμένο σκοπό της αγωγής καθώς και μεταγενέστερη αίτηση για τροποποίηση είχαν αποσυρθεί, όπως πληροφορηθήκαμε, στις 6.12.2001.  Και ότι ο ίδιος, προς το σκοπό εξέτασης όλων των θεμάτων που ήσαν σε εκκρεμότητα και επιτέλους οδήγησης της υπόθεσης σε ακρόαση, είχε ορίσει την υπόθεση για οδηγίες στις αρχές Δεκεμβρίου 2001.  Δόθηκε έτσι, έκρινε, αρκετός χρόνος και λήφθησαν τα αναγκαία μέτρα από το δικαστήριο για την ετοιμασία της υπόθεσης για ακρόαση, χωρίς όμως αποτέλεσμα.  Και κατέληξε:

"Έχω την άποψη ότι η υπόθεση αυτή δεν αντιμετωπίστηκε με τη δέουσα προσοχή αν και είναι αρκετά παλαιά ...... η υποχρέωση του Δικαστηρίου με βάση το Σύνταγμα είναι να επιλαμβάνεται υποθέσεων και να αποφασίζει αναφορικά με τα δικαιώματα των μερών σε εύλογο χρόνο.  Στην περίπτωση τούτη έχω την άποψη ότι ο εύλογος χρόνος έχει, μάλλον, συμπληρωθεί ενώ έχει επίσης δοθεί κάθε ευκαιρία για να εκδικαστεί η υπόθεση, έστω και μετά πάροδο 12 ετών.  Πιστεύω ότι η υπόθεση θα πρέπει να αρχίσει σήμερα και ως εκ τούτου όπως έχω αναφέρει προηγουμένως και για τους λόγους που έχω εκθέσει το αίτημα απορρίπτεται."

Απορρίπτοντας το αίτημα για αναβολή, έταξε ως χρόνο έναρξης της ακρόασης τις 12.15.  Όταν και πάλι συνεδρίασε το δικαστήριο την ώρα εκείνη, ο συνήγορος ο οποίος εμφανίζετο εκ μέρους των Εφεσειόντων δήλωσε τα ακόλουθα:

"Πρόθεση μας είναι να προχωρήσουμε την υπόθεση εναντίον όλων των εναγομένων, δηλαδή 1 και 2 το οποίο θεωρούμε σημαντικό για τον ενάγοντα διότι αν αρχίσουμε την ακρόαση υπό αυτές τις συνθήκες θα αρχίσει μόνο εναντίον του εναγομένου 1 διότι ο εναγόμενος 2 έχει αποβιώσει.

Το λέγω αυτό για να θέσω στο Δικαστήριο τη θέση μας ότι αν προσφέρουμε σήμερα μαρτυρία θα στερήσουμε τα συνταγματικά δικαιώματα του ενάγοντα να αποδείξει την υπόθεση του εναντίον και των δύο εναγομένων που σε περίπτωση που εκδοθεί τέτοια απόφαση να δυνηθεί ο ενάγοντας να την εκτελέσει.  Γι' αυτό συνειδητά επιθυμούμε και αποφασίζουμε να μην προσφέρουμε μαρτυρία εφόσον αυτή θα περιορίζεται εκ των πραγμάτων εναντίον του εναγομένου 1."

Η συνήγορος η οποία εμφανίζετο για τον Εναγόμενο 1 ζήτησε, κατόπιν τούτου, την απόρριψη της αγωγής και το δικαστήριο αποφάσισε ως ακολούθως:

"Με τη δήλωση που έχει καταγραφεί του συνηγόρου δεν αντιλαμβάνομαι κατ' αρχή να γίνεται νέο αίτημα για αναβολή που θα ήταν εκ των πραγμάτων ανεδαφικό εφόσον παρόμοιο αίτημα έχει ήδη απορριφθεί.  Σχολιάζοντας, τη δήλωση του παρατηρώ ότι βασικά είναι εξαιτίας συγκεκριμένων χειρισμών της πλευράς του ενάγοντα όπως φαίνονται στο πρακτικό που δεν μπορεί να προχωρήσει η αγωγή και εναντίον του διαχειριστή της περιουσίας του εναγομένου 2 ο οποίος έχει αποβιώσει παρόλο ότι είχε δοθεί η ευκαιρία προς τούτο.  Εν πάση περιπτώσει, η υπόθεση θα μπορούσε να προχωρήσει εναντίον του εναγομένου 1 για διαπίστωση τυχόν ευθύνης του και δεδομένου ότι το ύψος των αποζημιώσεων έχει προ πολλού καιρού συγκεκριμένα στις 18.11.1994, συμφωνηθεί. Όμως, όπως γίνεται αντιληπτό ούτε και εναντίον του εναγομένου αυτού υπάρχει πρόθεση για τους λόγους που αναφέρονται στη δήλωση του δικηγόρου να προχωρήσει η υπόθεση δηλώνοντας ότι δεν θα προσφέρει μαρτυρία.

Ως εκ τούτου εν όψει και του αιτήματος για απόρριψη εκ μέρους του εναγομένου 1 δεν υπάρχει άλλη επιλογή από την απόρριψη της αγωγής η οποία και απορρίπτεται.  Καμιά διαταγή για έξοδα."

Η έφεση προσβάλλει τόσο την απόρριψη του αιτήματος για αναβολή όσο και την ακόλουθη απόρριψη της αγωγής.  Κατά τη διάρκεια της συζήτησης της έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες έθεσε την έμφαση στο πρώτο σκέλος της έφεσης σε βαθμό που, όπως ανέφερε σε κάποιο στάδιο, δεν θα επέμενε στο δεύτερο.  Ο λόγος έφεσης όμως που αφορά το δεύτερο σκέλος δεν απερρίφθη, σκοπεύουμε δε να ασχοληθούμε και με αυτό εν όψει της διαπλοκής του με τα λοιπά.

Ως προς την απόρριψη του αιτήματος για αναβολή, οι λόγοι έφεσης τονίζουν την ανάγκη για τροποποίηση, χωρίς την οποία η αγωγή δεν θα μπορούσε να προχωρήσει εναντίον του αποβιώσαντος δευτέρου εναγομένου και για προώθηση της οποίας είχε ήδη καταχωρηθεί η αίτηση της 29.1.2002. Το δικαστήριο, λέγεται, αγνόησε τη πτυχή αυτή της υπόθεσης και έτσι στέρησε τους Εφεσείοντες του δικαιώματος τους να παρουσιάσουν αποτελεσματικά την υπόθεσή τους.

Έχουμε την άποψη ότι η τοποθέτηση του δικαστηρίου επί του αιτήματος για αναβολή ήταν όχι μόνο επιτρεπτή στα πλαίσια της διακριτικής εξουσίας του αλλά και η ενδεδειγμένη.  Πέραν του βεβαρημένου της υπόθεσης με μακρά καθυστέρηση στην εκδίκαση της, και μάλιστα από το 1994 που είχαν συμφωνηθεί οι αποζημιώσεις και απέμενε μόνο το θέμα της ευθύνης, οι Εφεσείοντες είχαν κάθε ευκαιρία να προβούν στα αναγκαία μέτρα για τροποποίηση της αγωγής αφ' ότου πληροφορήθησαν το θάνατο του δεύτερου εναγομένου το Μάρτιο του 2001.  Η ευθύνη για την αναποτελεσματικότητα των διαβημάτων που είχαν πάρει προς το σκοπό εκείνο, όπως και η παράλειψη τους να λάβουν έγκαιρα - και όχι μόλις δύο ημέρες πριν από την ακρόαση με την καταχώριση της αίτησης της 29.1.2002 - τα δέοντα μέτρα εβάρυνε τους ιδίους.  Αν η ακρόαση αναβάλλετο διότι είχε καταχωρηθεί η αίτηση εκείνη, ο προγραμματισμός και η διεξαγωγή της δίκης ουσιαστικά θα επαφίετο στη διάθεση των διαδίκων να συμμορφωθούν ή όχι μέχρι την τελευταία στιγμή με τα ευλόγως αναμενόμενα από αυτούς.  Ούτε έχει εξηγηθεί γιατί, στους δύο μήνες που μεσολάβησαν από τις 6.12.2001 που απεσύρθησαν οι προηγούμενες αιτήσεις, δεν κατεχωρήθη η αίτηση για τροποποίηση παρά μόνο δύο ημέρες πριν από την ακρόαση.  Το δικαστήριο είχε δώσει κάθε ευκαιρία ώστε η τροποποίηση να εγίνετο πριν από την ακρόαση και ήταν απόλυτα ορθό στη διαπίστωση του ότι η υπόθεση, αν και αρκετά παλαιά, γεγονός που επέτεινε την ανάγκη επίσπευσης οποιωνδήποτε αναγκαίων δικαστικών διαβημάτων πριν από την καθορισθείσα ημερομηνία ακρόασης, δεν αντιμετωπίσθηκε με τη δέουσα προσοχή.  Και κάτι άλλο ακόμα.  Εφ' όσον βεβαίως δεν υπήρχε εμφάνιση για το δεύτερο εναγόμενο, ούτε είχε επιδειχθεί ενδιαφέρον εκ μέρους της περιουσίας του για συνέχιση της διαδικασίας από το διαχειριστή της, ουσιαστικά η υπόθεση δεν υπερασπίζετο όσον αφορά το δεύτερο εναγόμενο. Η τροποποίηση λοιπόν δεν ήταν καν αναγκαία πριν από την έναρξη της ακρόασης και η ανάγκη για αυτή ουδόλως δικαιολογούσε αναβολή της ακρόασης.  Καταλήγουμε λέγοντας ότι ο ευπαίδευτος δικαστής ενήργησε στα ορθά πλαίσια της διακριτικής εξουσίας του που διέπετο και από τη θεμελιακή υποχρέωση του να διασφαλίσει όχι μόνο ότι η δίκη θα διεξήγετο εντός ευλόγου χρόνου αλλά και ότι στον όλο προγραμματισμό της θα επιδεικνύετο η δέουσα ευθύνη.

Το δεύτερο σκέλος της έφεσης είναι θνησιγενές, οφείλουμε όμως να το σχολιάσουμε σε κάποια έκταση.  Η απόρριψη της αγωγής συναρτάτο ουσιαστικά όχι προς επιλογή του δικαστηρίου αλλά προς το χειρισμό που ο ίδιος ο συνήγορος των Εφεσειόντων επέλεξε να κάνει μετά από την απόρριψη του αιτήματος του για αναβολή, δηλαδή, μη προσφέροντας μαρτυρία, να μην προωθήσει καθόλου την υπόθεσή του εναντίον ακόμα και του πρώτου εναγόμενου.  Κατόπιν τούτου, το δικαστήριο, όπως και το ίδιο παρατήρησε, δεν είχε άλλη επιλογή από του να απορρίψει την αγωγή.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους εφεσείοντες εισηγήθηκε ενώπιον μας ότι η δήλωση του συνηγόρου που εμφανίζετο για του Εφεσείοντες δεν είχε τη σημασία που της εδόθη από το δικαστήριο και δεν εννοούσε αυτά που έλεγε. Να παρατηρήσουμε όμως μόνο ότι ο ίδιος ο συνήγορος έκανε σαφέστατο το τι εννοούσε καταλήγοντας ότι "συνειδητά επιθυμούμε και αποφασίζουμε να μην προσφέρουμε μαρτυρία".  Όπως δε είχε εξηγήσει αμέσως πριν, η απόφαση αυτή βασίσθηκε στο ότι ήταν επιθυμία των Εφεσειόντων να ελάμβαναν απόφαση εναντίον και των δύο εναγομένων, και όχι μόνο εναντίον του πρώτου εναγόμενου, για να μπορούν να την εκτελέσουν, προφανώς θεωρώντας ότι θα μπορούσαν να εισπράξουν εναντίον του δεύτερου εναγόμενου.  Αυτή λοιπόν ήταν και η συνειδητή επιλογή τους, που ισοδυναμούσε με απόσυρση της αγωγής ως εκ της μη προώθησής της.  Ποίο λάθος λοιπόν θα μπορούσε να είχε το δικαστήριο στην ακολούθως και αναποφεύκτως προκύπτουσα απόρριψη της αγωγής λόγω μη προώθησής της;  Και ορθώς υπέδειξε ο ευπαίδευτος δικαστής ότι η απόρριψη του αιτήματος για αναβολή ουδόλως εμπόδιζε τους Εφεσείοντες να προχωρήσουν στην ακρόαση της αγωγής εν πάση περιπτώσει εναντίον του πρώτου εναγόμενου.  Θα συμπληρώναμε δε ότι, όπως παρατηρήσαμε ήδη, η τροποποίηση όσον αφορά το δεύτερο εναγόμενο θα μπορούσε να γίνει και σε μετέπειτα στάδιο, ακόμα δε και ότι, προχωρώντας με την ακρόαση και ασκώντας έφεση εναντίον της απόρριψης του αιτήματος για αναβολή τα δικαιώματα των εφεσειόντων θα διατηρούντο ακέραια από κάθε άποψη.

Αυτά όμως φέρνουν στο προσκήνιο και το ότι η έφεση είναι σε τελευταία ανάλυση οξύμωρη, όπως οξύμωρο είναι και το πραγματικό υπόβαθρο της.  Η αμφισβήτηση της απόφασης για απόρριψη του αιτήματος για αναβολή επέβαλλε την προώθηση της αγωγής για να μπορεί να αμφισβητηθεί η ορθότητα της απόφασης εκείνης.  Η επιλογή των Εφεσειόντων να μην προωθήσουν την αγωγή μετά από την απόρριψη του αιτήματος για αναβολή ήταν στη βάση της τελεσίδικης αποδοχής της απόφασης για απόρριψη του αιτήματος για αναβολή και ουσιαστικά καθιστά την έφεση κατά της απόρριψης του αιτήματος για αναβολή άνευ αντικειμένου.  Στην πραγματικότητα λοιπόν η συνειδητή απόφαση των Εφεσειόντων να μην προσφέρουν μαρτυρία απέληγε να είναι εγκατάλειψη της διαδικασίας λόγω απαρέσκειας τους με την απόφαση του δικαστηρίου.  Αυτό είναι λυπηρό όσο και εναντίον των ιδίων των συμφερόντων τους. 

Η έφεση αποτυγχάνει με έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον των Εφεσειόντων.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο