ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 1 ΑΑΔ 1411

13 Σεπτεμβρίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΑΟΥΤΑΡΗΣ,

Εφεσείων-Ενάγων,

ν.

1.           ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ

   ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΩΝ,

2.           ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΩΝ,

3.           ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10985)

 

Εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων ― Αναβολή ακροάσεως αγωγής ― Διακριτική ευχέρεια ― Κατά πόσο η εκκρεμότητα έφεσης παρόμοιας υπόθεσης με την εκδικαζόμενη αγωγή καθιστούσε αναγκαία την αναβολή της τελευταίας.

Δικαστές ― Εξαίρεση Δικαστή ― Κατά πόσο η εξέταση όμοιων νομικών θεμάτων σε άλλη υπόθεση δημιουργούσε λόγο εξαίρεσης Δικαστή από την εκδίκαση υπόθεσης.

Πολιτική Δικονομία ― Επαναφορά αγωγής ― Προϋποθέσεις ― Δ.33, θ.1 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε.

Ο εφεσείων ήγειρε αγωγή την υπ' αρ. 10782/92 για αποζημιώσεις μετά την εξασφάλιση ακυρωτικής απόφασης εναντίον των εφεσιβλήτων.  Εναντίον των τελευταίων κινήθηκε στο ίδιο δικαστήριο και η αγωγή με αρ. 10781/92 από άλλο ενάγοντα, η οποία εκδικάστηκε και απορρίφθηκε.  Η αγωγή υπ' αρ. 10782/92 ορίστηκε στη συνέχεια για ακρόαση από τον ίδιο δικαστή στις 2.10.00.  Λίγες μέρες πριν την ακρόαση ο εφεσείων, με γραπτή του αίτηση, ζήτησε την αναβολή της υπόθεσης μέχρις ότου γνωσθεί το αποτέλεσμα της έφεσης που στο μεταξύ άσκησε ο ενάγων κατά της απορριπτικής απόφασης στην αγωγή αρ. 10781/92.  Υποβλήθηκε συνάμα και αίτημα εξαίρεσης του δικαστή λόγω της ομοιότητας της υπόθεσης (κοινά νομικά σημεία) με εκείνη την οποία απέρριψε.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τα πιο πάνω αιτήματα και έδωσε την ευχέρεια στον ενάγοντα να αρχίσει την υπόθεσή του.  Η συνήγορός του δήλωσε αδυναμία να ανταποκριθεί και το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με έξοδα.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση υποστηρίζοντας ότι δεν ήταν "ορθό και δίκαιο" να μην εγκριθεί η αναβολή μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση του Εφετείου, αφού υπήρχε ολοκληρωτική ταύτιση γεγονότων και νομικών ζητημάτων και δοθέντος ότι ο δικηγόρος του εφεσιβλήτου δεν είχε αντίρρηση.  Υποστήριξε επίσης ότι με την έκδοση απόφασης ο δικαστής στέρησε τον εφεσείοντα από το δικαίωμά του για επαναφορά της αγωγής.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ορθά ο πρωτόδικος δικαστής δεν αποσύρθηκε από την υπόθεση.  Η εξέταση όμοιων νομικών θεμάτων δε δημιουργεί λόγο εξαίρεσης. Η δε δικηγόρος του εφεσείοντα δεν πρόβαλε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστή, όπως και ο ίδιος σημειώνει, θέμα ταυτοσημίας της πραγματικής βάσης των υποθέσεων.

2.  Δεν γεννάται συμφέρον, ούτε ανακύπτει κώλυμα από την απόφαση Δικαστή πρωτοδίκως ή κατ' έφεση, επί νομικού θέματος.  Άλλωστε η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου επιβάλλει την υιοθέτηση του λόγου προηγούμενων αποφάσεων, ανεξάρτητα από τη σύνθεση του Δικαστηρίου.

3.  Τα δεδομένα της υπόθεσης δεν καθιστούσαν αναγκαία την αναβολή αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι οι δικηγόροι του εφεσείοντα δεν είχαν εκδηλώσει οποιαδήποτε πρόθεση τους να δεσμευθούν από το αποτέλεσμα της.

4.  Στη βάση της Δ.33, θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας η επαναφορά αγωγής είναι δυνατή μόνο όπου και οι δύο διάδικοι δεν εμφανισθούν κατά τη δίκη.  Δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση όπου οι διάδικοι παρέστησαν κατά τη δίκη.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Frangoulides v. Republic (1982) 1 C.L.R. 462,

Εγγλεζάκη κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (1992) 1 Α.Α.Δ. 697,

Κεντρική Τράπεζα ν. Θεοδωρίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 420,

Στυλιανού ν. Χαραλάμπους (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 1969,

Γεωργίου κ.ά. ν. Klohr (2000) 1 A.A.Δ. 93,

Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 256,

Αποστολίδου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2002) 3 Α.Α.Δ. 80.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 3/10/00 (Αρ. Αγωγής 10782/92) με την οποία απέρριψε το αίτημα αναβολής της ακρόασης της υπόθεσής του μέχρις ότου γνωσθεί το αποτέλεσμα έφεσης την οποία άσκησε άλλος διάδικος κατά της απορριπτικής απόφασης όμοιας με την υπό εκδίκαση υπόθεση κρίνοντας ότι δεν υφίστατο κώλυμα εκδίκασής της.

Θ. Σπανού για Λ. Κληρίδη, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Κυριακίδης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  O εφεσείων είναι οδοντίατρος.  Το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Παγκύπριου Οδοντιατρικού Συλλόγου (οι εφεσίβλητοι) τον βρήκε ένοχο στις 11/12/92 σε αριθμό πειθαρχικών κατηγοριών που αντιμετώπιζε.  Και του στέρησε για τρεις εβδομάδες (από 1/3/92 μέχρι 21/3/92) την άδεια άσκησης του επαγγέλματος του. Συγχρόνως τον καταδίκασε στην πληρωμή των εξόδων της πειθαρχικής διαδικασίας, που ανήλθαν σε £714.

Η πειθαρχική αυτή απόφαση αμφισβητήθηκε με την προσφυγή του εφεσείοντα αρ. 261/92.  Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου (με τη συγκατάθεση φαίνεται και των εφεσιβλήτων) την ακύρωσε.  Η επιτυχία της προσφυγής οδήγησε στην κατάθεση της αγωγής αρ. 10782/92 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία ο εφεσείων διεκδίκησε από τους εφεσίβλητους αποζημιώσεις. Ας σημειωθεί ότι εναντίον των τελευταίων κινήθηκε στο ίδιο δικαστήριο και η αγωγή με αρ. 10781/92 από άλλο ενάγοντα.  Η τελευταία εκδικάστηκε πρώτα.  Και απορρίφθηκε.

Η νεώτερη αγωγή, που μας αφορά, ορίστηκε στη συνέχεια για ακρόαση από τον ίδιο δικαστή στις 2/10/00.  Μερικές όμως ημέρες πριν από την ακρόαση ο εφεσείων, με γραπτή του αίτηση, ζήτησε την αναβολή της υπόθεσης μέχρις ότου γνωσθεί το αποτέλεσμα της έφεσης που στο μεταξύ άσκησε ο ενάγων κατά της απορριπτικής απόφασης στην αγωγή αρ. 10781/92.  Υποβλήθηκε συνάμα και αίτημα εξαίρεσης του δικαστή λόγω της ομοιότητας της υπόθεσης (κοινά νομικά σημεία) με εκείνη την οποία απέρριψε.  Προβλήθηκε επίσης ως λόγος αναβολής, χλιαρά όμως, ότι ο δικηγόρος που χειριζόταν προσωπικά την υπόθεση κ. Λ. Κληρίδης ασθενούσε.  Εν τέλει όμως η κα Σπανού, αφού συνεννοήθηκε μαζί του, ουσιαστικά δεν επέμεινε στο λόγο αυτό.

Ο πρωτόδικος δικαστής συμφώνησε ότι ενδεχομένως θα μπορούσε να εγερθούν τα ίδια νομικά θέματα και στην περίπτωση αυτή.  Όμως, αφού, όπως σημειώνει, δεν υπήρξε ισχυρισμός και για ταυτοσημία των γεγονότων, πράγμα που θα προδίκαζε την τύχη της νεώτερης αγωγής, έκρινε πως δεν υπήρχε κώλυμα να την δικάσει.  Περαιτέρω, δε θεώρησε ότι η εκκρεμής έφεση στην άλλη αγωγή συνιστούσε έγκυρο λόγο αναβολής.  Και απέρριψε το σχετικό αίτημα, παρέχοντας την ευχέρεια στον ενάγοντα να αρχίσει την υπόθεση του.  Η κα Σπανού δήλωσε αδυναμία να ανταποκριθεί, ενώ ο αντίδικος της ζήτησε την απόρριψη της αγωγής.  Ο πρωτόδικος δικαστής με απόφαση του, που έδωσε την επομένη, αφού αξιολόγησε το υλικό του φακέλου (τη δικογραφία) και  αναφέρθηκε στις υποθέσεις Frangoulides v. The Republic (1982) 1 C.L.R. 462, Εγγλεζάκη κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (1992) 1 Α.Α.Δ. 697 και Κεντρική Τράπεζα ν. Θεοδωρίδης (1993) 1 Α.Α.Δ. 420, ως προς τις προϋποθέσεις γένεσης δικαιώματος αποζημίωσης από ακυρωτική απόφαση, απέρριψε την αγωγή με έξοδα.

Αμφισβητείται, με τους τρεις λόγους έφεσης, η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου δικαστή να μη δεχθεί την αίτηση αναβολής και μετά να προχωρήσει να απορρίψει την αγωγή, ακολουθώντας τη διαδικασία που έχουμε περιγράψει. Το πρώτο παράπονο είναι πως δεν ήταν "ορθό και δίκαιο" να μην εγκριθεί η αναβολή μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση του Εφετείου, αφού υπήρχε ολοκληρωτική ταύτιση γεγονότων και νομικών ζητημάτων και δοθέντος ότι ο δικηγόρος του εφεσιβλήτου δεν είχε αντίρρηση.  Αποσαφηνίζεται, αναφορικά με το τελευταίο αυτό, ότι η απουσία ένστασης του άλλου διαδίκου δεν αναιρεί την κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου σε θέματα αναβολών  Οι υποθέσεις Δώρος Στυλιανού ν. Παν. Χαραλάμπους (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 1969 και Ανδρέας Γεωργίου κ.ά. ν. Monica Klohr (2000) 1 Α.Α.Δ. 93 ισχυροποιούν τη θέση αυτή.

Περαιτέρω, επικρίνεται ως λανθασμένη η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστή, μετά την άρνηση του να χορηγήσει αναβολή, να καλέσει τους δικηγόρους να προχωρήσουν σε δίκη "εφόσον και οι δύο δικηγόροι είχαν την πεποίθηση ότι ουδέποτε το δικαστήριο θα επροχωρούσε στην εκδίκαση της αγωγής εκκρεμούσης εφέσεως με ταυτόσημα γεγονότα και νομικά σημεία" (δεύτερος λόγος).  Προσβάλλεται, τέλος, η ενέργεια του δικαστή να εκδώσει απόφαση γιατί στέρησε τον εφεσείοντα του δικαιώματος να υποβάλει αίτημα επαναφοράς της αγωγής και τον περιόρισε σε χρήση μόνο του ένδικου μέσου της έφεσης.

Συνεξετάζοντας τους λόγους της έφεσης παρατηρούμε πρώτα ότι ο πρωτόδικος δικαστής ορθά δεν αποσύρθηκε από την υπόθεση.  Η εξέταση όμοιων νομικών θεμάτων δε δημιουργεί λόγο εξαίρεσης.  Η δε δικηγόρος του εφεσείοντα δεν πρόβαλε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστή, όπως και ο ίδιος σημειώνει, θέμα ταυτοσημίας της πραγματικής βάσης των υποθέσεων. Εξετάσαμε θέμα εξαίρεσης και τα εφαρμοζόμενα κριτήρια πρόσφατα στην Δώρος Γεωργιάδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 256 στην οποία και παραπέμπουμε.  Απλώς επισημαίνουμε την κρίση της Ολομέλειας στην Δέσπω Αποστολίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2002) 3 Α.Α.Δ. 80 που υιοθετούμε στην υπόθεση εκείνη, σε σχέση με θέματα που είναι αμιγώς νομικής φύσεως:

"Δε γεννάται συμφέρον, ούτε ανακύπτει κώλυμα από την απόφαση Δικαστή πρωτοδίκως ή κατ' έφεση, επί νομικού θέματος.  Άλλωστε η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου επιβάλλει την υιοθέτηση του λόγου προηγούμενων αποφάσεων, ανεξάρτητα από τη σύνθεση του Δικαστηρίου."

Υπ' αυτές τις συνθήκες ήταν υποχρέωση του δικαστή να εκτελέσει το δικαστικό του καθήκον.  Η εκδίκαση της υπόθεσης, όπως ο ίδιος επισημαίνει, ορίστηκε απρόσωπα, από τον Πρωτοκολλητή, σύμφωνα με την κρατούσα πρακτική.  Και το υπόστρωμα πραγματικών περιστατικών, διέφερε. Άλλος λόγος που συνηγορούσε υπέρ της αποπεράτωσης της, όπως πάλιν υπογραμμίζει η εκκαλούμενη απόφαση, ήταν ότι επρόκειτο για πολύ παλιά υπόθεση και μάλιστα ο ίδιος ο εφεσείων είχε παραπονεθεί εγγράφως στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου για βραδυπορία.  Δεν μπορούμε να διακρίνουμε πώς, υπό το πρίσμα των δεδομένων αυτών, η εκκρεμότης της έφεσης, καθιστούσε αναγκαία την αναβολή, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι οι δικηγόροι του εφεσείοντα δεν είχαν εκδηλώσει οποιαδήποτε πρόθεση τους να δεσμευθούν από το αποτέλεσμα της.

Ούτε ο δεύτερος λόγος ευσταθεί.  Το παρακάτω σχόλιο του δικαστηρίου, χωρίς άλλο δικό μας σχόλιο, δείχνει το αβάσιμο του λόγου αυτού:

"Η απόφαση στην 10781/92 εκδόθηκε στις 21/7/2000. Όπως φαίνεται από το πρακτικό της ημέρας εκείνης, η παρούσα, μετά την απαγγελία της απόφασης αναβλήθηκε για να δοθεί δυνατότητα στους συνήγορους να εξετάσουν τις θέσεις τους.  Μάλιστα, ενόψει των διακοπών τους δόθηκε πολύ μεγάλο χρονικό περιθώριο, μέχρι τις 11.9.2000.  Την ημέρα εκείνη εμφανίστηκαν οι συνήγοροι που και σήμερα εμφανίζονται. Δεν έθεσαν κανένα από τα γεγονότα που τίθενται σήμερα."

Έχοντας υπόψη τα παραπάνω στοιχεία δεν μπορεί να έχει νόημα ο ισχυρισμός ότι ο εφεσείων στερήθηκε του συνταγματικού δικαιώματος ακρόασης.

Το ενδεχόμενο επαναφοράς αγωγής θεσμοθετηθηκε με τη Δ.33, θ. 1 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε (Ε.Ε. 3096 ημερ. 1/11/96). Από μια ματιά στον κανονισμό αυτό είναι κατάδηλο ότι η επαναφορά είναι δυνατή μόνο σε περιπτώσεις που και οι δύο διάδικοι παραλείπουν να εμφανισθούν κατά τη δίκη.  Δεν έχει καμιά εφαρμογή στην κρινόμενη περίπτωση που οι διάδικοι παρέστησαν κατά τη δίκη.

Σαν κατακλείδα μπορεί να λεχθεί ότι ο πρωτόδικος δικαστής ακολούθησε τη σωστή και θεσμοθετημένη δικονομική πορεία, η οποία απέληξε στην έκδοση της απορριπτικής απόφασης.  Όχι μόνο δεν έχει θιγεί η αυθεντία και η υπόληψη του δικαίου, αλλά με το να οδηγηθεί σε πέρας η υπόθεση ενισχύθηκαν αμφότερα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο