ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 1 ΑΑΔ 1012
9 Ιουλίου, 2002
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΙΛΛΙΔΗΣ,
Εφεσείων-Εναγόμενος Αρ. 1,
ν.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΣ ΣΙΜΙΛΛΙΔΗ,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11001)
Δεδικασμένο ― Απόφαση Δικαστηρίου η οποία εκδίδεται εκ συμφώνου, δημιουργεί δεδικασμένο και οδηγεί στην εφαρμογή του κωλύματος (estoppel), που αποκλείει την εκ δευτέρου δικαστική εξέταση ζητήματος λυθέντος στην προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου μεταξύ των ιδίων διαδίκων.
Έξοδα ― Διάταγμα Δικαστηρίου με το οποίο δεν εκδόθηκε οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας ― Απόκλιση Δικαστηρίου από τον κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης, κρίθηκε εσφαλμένη λόγω απουσίας αποχρώντος λόγου που να τη δικαιολογεί.
Στην υπόθεση αυτή η εφεσίβλητη-ενάγουσα είχε εγγυηθεί, μαζί με τους εφεσίβλητους 2 και 3, τον σύζυγό της, εφεσείοντα, στην εταιρεία Lombard Natwest Limited για την ενοικιαγορά επίπλων. Ο εφεσείων δεν κατέβαλλε τις οφειλόμενες δόσεις στην Lombard Natwest Limited και η τελευταία με την αγωγή υπ' αρ. 3702/93 που καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον του εφεσείοντος, της συζύγου του και των εφεσιβλήτων 2 και 3 εξασφάλισε απόφαση εκ συμφώνου εναντίον όλων των πιο πάνω για το ποσό των £4.931,88 πλέον τόκους και έξοδα. Η εφεσίβλητη κατέβαλε το ποσό των £5.585,00 πλέον έξοδα προς πλήρη εξόφληση της δικαστικής απόφασης και με αγωγή της διεκδίκησε από το σύζυγό της και τους άλλους δύο εφεσίβλητους τη συνεισφορά τους για το χρέος που είχε δημιουργηθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αποδέχθηκε την αξίωση της εφεσίβλητης εξέδωσε απόφαση προς όφελος της και εναντίον του συζύγου της για £5.585,00 πλέον τόκους, χωρίς οποιοδήποτε διάταγμα για έξοδα. Ταυτόχρονα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ανταπαίτηση του εφεσείοντος, χωρίς έξοδα.
Στη σχετική απόφασή του το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η εικονικότητα της ενοικιαγοράς έπρεπε να είχε εγερθεί από τους διαδίκους κατά τη διάρκεια της εξέτασης της αγωγής 3702/93. Όμως κανένας από τους διαδίκους δεν ήγειρε το θέμα που θα οδηγούσε σε εξέταση κατά πόσο η συμφωνία ήταν έγκυρη ή παράνομη. Με την αποδοχή έκδοσης απόφασης σε βάρος τους οι διάδικοι εγκατέλειψαν το δικαίωμα που είχαν να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα της συναλλαγής της ενοικιαγοράς και έτσι η σχετική συμφωνία της ενοικιαγοράς μετασχηματίσθηκε σε δικαστική απόφαση. Η πιο πάνω συμπεριφορά των διαδίκων οδηγούσε στην εφαρμογή του κανόνα του κωλύματος (estoppel) με αποτέλεσμα ο εφεσείων να μην μπορεί να επικαλεσθεί τώρα την εικονικότητα της συναλλαγής. Όπως έθεσε το θέμα το πρωτόδικο Δικαστήριο, "Οι διάδικοι, αποδεχόμενοι εκ συμφώνου απόφαση, ουσιαστικά απεκδύονται οποιουδήποτε ελαττώματος ή παρανομίας της εν λόγω συμφωνίας εφόσον το θέμα θα έπρεπε να τεθεί και αποφασισθεί στα πλαίσια εκείνης της αγωγής στην οποία και οι δύο υπήρξαν διάδικοι".
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέδωσε οποιαδήποτε διαταγή για τα έξοδα γιατί και οι δύο διάδικοι με τη δικονομική τους συμπεριφορά επιβάρυναν τη διαδικασία.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση ισχυριζόμενος ότι το Δικαστήριο λανθασμένα αρνήθηκε να εξετάσει αν η συμφωνία ενοικιαγοράς ήταν παράνομη. Ο συνήγορος του εισηγήθηκε ότι ο κανόνας του κωλύματος δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στην αγωγή της χρηματοδοτικής εταιρείας, γιατί η παρανομία αφορούσε τους συζύγους και όχι τη χρηματοδοτική εταιρεία.
Η εφεσίβλητη, με αντέφεσή της, ισχυρίσθηκε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάσισε το θέμα των εξόδων με γνώμονα το αποτέλεσμα της δίκης και ότι δεν συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούσαν απόκλιση από τον κανόνα "ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης".
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι εισηγήσεις του εφεσείοντος δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Η αναγνώριση της εγκυρότητας της συμφωνίας ενοικιαγοράς από τους δικηγόρους των διαδίκων και η μετέπειτα αποδοχή της εκ συμφώνου έκδοσης απόφασης εναντίον τους που στηρίχτηκε πάνω στην εκ μέρους τους αποδοχή της νομιμότητας της πιο πάνω συμφωνίας, δεσμεύει και τους δύο διαδίκους. Σημειωτέον ότι το θέμα θα μπορούσε να εγερθεί από τον εφεσείοντα κατά τα στάδια της πρώτης δικαστικής διαδικασίας σύμφωνα με τις πρόνοιες της Διαταγής 10, θεσμού 12.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς αποστέρησε την εφεσίβλητη από τα έξοδα αφού αυτή δεν επιβάρυνε με τη δικονομική της συμπεριφορά τη διαδικασία ούτε ήταν αυτή που ήγειρε το θέμα της ύπαρξης παρανομίας.
Η έφεση απορρίφθηκε. Η αντέφεση επιτράπηκε. Εκδόθηκε διαταγή για έξοδα εναντίον του εφεσείοντος τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.
Έφεση και Αντέφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο 1 κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 12/12/00 (Αρ. Αγωγής 4741/96) με την οποία αποδέχθηκε την αξίωση της ενάγουσας και εξέδωσε απόφαση υπέρ αυτής και εναντίον του συζύγου της για ποσό £5.585,- το οποίο κατέβαλε η ενάγουσα προς εξόφληση της δικαστικής απόφασης η οποία εκδόθηκε εναντίον του συζύγου της, αυτής και δύο εγγυητών δυνάμει χρέους από συμβόλαιο ενοικιαγοράς το οποίο συνήψε ο σύζυγός της για αγορά επίπλων και απέρριψε χωρίς έξοδα, την ανταπαίτηση του εναγομένου 1.
Αντέφεση από την ενάγουσα κατά της πιο πάνω απόφασης με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάσισε το θέμα των εξόδων με γνώμονα το αποτέλεσμα της δίκης και ότι δεν συνέτρεχαν ικανοί λόγοι που δικαιολογούσαν την απόκλιση από τον κανόνα ότι "τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της απόφασης".
Ε. Πουργουρίδης με Χ. Ιωάννου για Λεμή, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Αριστείδου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Στις 13/6/91 η εφεσίβλητη Κωνσταντία Σιμιλλίδη εγγυήθηκε, μαζί με τους εφεσιβλήτους 2 και 3, το σύζυγο της Ανδρέα Σιμιλλίδη (εφεσείοντα) στην εταιρεία Lombard Natwest Limited για την ενοικιαγορά διαφόρων επίπλων που βρίσκονταν στο σπίτι της, υπογράφοντας προς τούτο το σχετικό συμβόλαιο ενοικιαγοράς. Όταν η Κωνσταντία Σιμιλλίδη παρέλαβε την επιταγή των £6.000 που αντιπροσώπευε την αξία των επίπλων, την παρέδωσε στον εφεσείοντα. Όμως ως αποτέλεσμα οικογενειακών διαφορών που προέκυψαν έξι μήνες αργότερα μεταξύ της εφεσίβλητης και του συζύγου της και της παράλειψης εκ μέρους του συζύγου καταβολής των οφειλόμενων δόσεων στην Lombard Natwest Limited, η πιο πάνω χρηματοδοτική εταιρεία καταχώρησε την υπ' αριθμό 3702/93 αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον του εφεσείοντος, της συζύγου του και των εφεσιβλήτων 2 και 3, αξιώνοντας το συνολικό ποσό των £5.631,88. Σε δύο διαφορετικά στάδια εκδόθηκε απόφαση εκ συμφώνου εναντίον όλων των πιο πάνω αναφερομένων για το ποσό των £4.931,88 πλέον τόκους και έξοδα. Μετά την παράλειψη του εφεσείοντος να καταβάλει το εξ αποφάσεως χρέος και τη λήψη μέτρων εκ μέρους της χρηματοδοτικής εταιρείας εναντίον της εφεσίβλητης, η τελευταία, αφού κατέβαλε το ποσό των £5.585,00 πλέον έξοδα προς πλήρη εξόφληση της πιο πάνω δικαστικής απόφασης, προχώρησε δικαστικώς με την καταχώριση της παρούσας αγωγής εναντίον του συζύγου της και των άλλων δύο εφεσιβλήτων, αξιώνοντας τη συνεισφορά τους για το χρέος που είχε δημιουργηθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αποδέχθηκε την αξίωση της εφεσίβλητης εξέδωσε απόφαση προς όφελος της και εναντίον του συζύγου της για £5.585,00 πλέον τόκους, χωρίς οποιοδήποτε διάταγμα για έξοδα. Ταυτόχρονα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ανταπαίτηση του εφεσείοντος, χωρίς έξοδα.
Στη σχετική απόφασή του το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η εικονικότητα της ενοικιαγοράς έπρεπε να είχε εγερθεί από τους διαδίκους κατά τη διάρκεια της εξέτασης της αγωγής 3702/93. Όμως κανένας από τους διαδίκους δεν ήγειρε το θέμα που θα οδηγούσε σε εξέταση κατά πόσο η συμφωνία ήταν έγκυρη ή παράνομη. Με την αποδοχή έκδοσης απόφασης σε βάρος τους οι διάδικοι εγκατέλειψαν το δικαίωμα που είχαν να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα της συναλλαγής της ενοικιαγοράς και έτσι η σχετική συμφωνία της ενοικιαγοράς μετασχηματίσθηκε σε δικαστική απόφαση. Η πιο πάνω συμπεριφορά των διαδίκων οδηγούσε στην εφαρμογή του κανόνα του κωλύματος (estoppel) με αποτέλεσμα ο εφεσείων να μην μπορεί να επικαλεσθεί τώρα την εικονικότητα της συναλλαγής. Όπως έθεσε το θέμα το πρωτόδικο Δικαστήριο, "Οι διάδικοι, αποδεχόμενοι εκ συμφώνου απόφαση, ουσιαστικά απεκδύονται οποιουδήποτε ελαττώματος ή παρανομίας της εν λόγω συμφωνίας εφόσον το θέμα θα έπρεπε να τεθεί και αποφασισθεί στα πλαίσια εκείνης της αγωγής στην οποία και οι δύο υπήρξαν διάδικοι".
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ισχυριζόμενος ότι λανθασμένα το Δικαστήριο αρνήθηκε να εξετάσει αν η συμφωνία ενοικιαγοράς ήταν παράνομη. Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η συμφωνία ενοικιαγοράς ήταν παράνομη αφού τα έπιπλα βρίσκονταν κατά την ώρα της πώλησης τους στο οικογενειακό σπίτι και ότι η σύναψη της συμφωνίας ενοικιαγοράς που ήταν εικονική, έγινε για να διευκολυνθεί οικονομικά ο ίδιος.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι ο κανόνας του κωλύματος δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί στην αγωγή που είχε εγείρει η χρηματοδοτική εταιρεία, γιατί η παρανομία αφορούσε τους δύο συζύγους και όχι τη χρηματοδοτική εταιρεία. Η μη προβολή του ισχυρισμού για την ύπαρξη παρανομίας εκ μέρους των διαδίκων στην πρώτη διαδικασία δεν μπορούσε να οδηγήσει στην εφαρμογή του κανόνα του κωλύματος, γιατί δεν είχαν ικανοποιηθεί οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του κανόνα μεταξύ συνεναγομένων. Επιπρόσθετα οι διάδικοι δεν μπορούσαν να εγείρουν το θέμα στην πρώτη αγωγή γιατί η χρηματοδοτική εταιρεία δεν συμμετείχε στην παρανομία των δύο διαδίκων.
Οι εισηγήσεις του εφεσείοντος δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Και οι δύο διάδικοι δέχθηκαν την εγκυρότητα της συμφωνίας στην υπ' αρ. 3702/93 αγωγή που είχε καταχωρηθεί εναντίον τους από τη χρηματοδοτική εταιρεία, χωρίς να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα παρανομίας. Η αναγνώριση της εγκυρότητας της συμφωνίας ενοικιαγοράς από τους δικηγόρους των διαδίκων και η μετέπειτα αποδοχή της εκ συμφώνου έκδοσης απόφασης εναντίον τους που στηρίχτηκε πάνω στην εκ μέρους τους αποδοχή της νομιμότητας της πιο πάνω συμφωνίας, δεσμεύει και τους δύο διαδίκους. Σημειώνουμε ότι το θέμα θα μπορούσε να εγερθεί από τον εφεσείοντα κατά τα στάδια της πρώτης δικαστικής διαδικασίας σύμφωνα με τις πρόνοιες της Διαταγής 10, θεσμού 12.
Το Ανώτατο Δικαστήριο μέσα στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας δεν μπορεί να παραγνωρίσει την ορθότητα της πρώτης δικαστικής απόφασης και να υπεισέλθει σε νομικά θέματα με τα οποία αμφισβητείται η εγκυρότητα της, αφού οι ίδιοι οι διάδικοι είχαν αποδεχθεί την εγκυρότητα της συμφωνίας στην προηγούμενη δικαστική διαδικασία.
Ο εφεσίβλητος με την αντέφεση που έχει καταχωρίσει ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάσισε το θέμα των εξόδων με γνώμονα το αποτέλεσμα της δίκης και ότι δεν συνέτρεχαν ικανοί λόγοι που δικαιολογούσαν την απόκλιση από τον κανόνα ότι "τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της απόφασης". Σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε να μην εκδώσει οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα γιατί και οι δύο διάδικοι "διά της δικονομικής τους συμπεριφοράς απομακρυνόμενοι από τα επίδικα θέματα επιβάρυναν τη διαδικασία".
Η πιο πάνω θέση δεν είναι ορθή. Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου η ακροαματική διαδικασία άρχισε στις 15/11/2000 και συμπληρώθηκε στις 30/11/2000, χωρίς η εφεσίβλητη να έχει οποιαδήποτε ευθύνη για την αναβολή. Ακολούθως η υπόθεση ορίσθηκε για αγορεύσεις την 1/12/2000. Παρατηρούμε ότι για την απόδειξη των ισχυρισμών της η εφεσίβλητη περιορίστηκε στη δική της προφορική κατάθεση και κάλεσε επιπρόσθετα την Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού για να καταθέσει το φάκελο της αγωγής αρ. 3702/93, το περιεχόμενο του οποίου ήταν απαραίτητο για να αποδείξει τις θέσεις της. Επιπρόσθετα θα πρέπει να τονισθεί ότι το θέμα της ύπαρξης παρανομίας δεν προβλήθηκε από την εφεσίβλητη αλλά από τον εφεσείοντα.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται. Με βάση τα ιδιάζοντα περιστατικά της υπόθεσης και ιδιαίτερα τη δικονομική συμπεριφορά της εφεσίβλητης που δεν επιβάρυνε τη διαδικασία και το ότι το θέμα της ύπαρξης παρανομίας προβλήθηκε από τον εφεσείοντα, κρίνουμε ότι η αντέφεση αναφορικά με τα έξοδα θα πρέπει να επιτύχει. Ο εφεσείων καταδικάζεται όπως καταβάλει τα έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.
Η�έφεση απορρίπτεται. Η αντέφεση επιτρέπεται. Εκδίδεται διαταγή για έξοδα εναντίον του εφεσείοντος τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.