ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 1 ΑΑΔ 945

28 Ιουνίου, 2002

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΥΕΜΕΝΗΣ

ΔΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΥΕΜΕΝΗΣ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

ν.

COMPAGNIE D΄ENTERPRISES CFE, S.A.,

Εφεσίβλητης-Καθ΄ης η αίτηση,

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ ΜΕΤΑΞΥ COMPAGNIE

D΄ENTERPRISES CFE, S.A. ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΥΕΜΕΝΗΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 7748/BGD/OLG ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ,

ΚΑΙ

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ

ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΝΟΜΟ 101/1987.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10717)

 

Διαιτησία ― Διαιτησία του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου ― Αίτηση για ακύρωση απόφασης επί θεμάτων κρατικής διαδοχής και ανάληψης συμβατικής υποχρέωσης από το διάδοχο κράτος ― Κατά πόσο η νέα Δημοκρατία της Υεμένης ήταν ή όχι διάδικος στις συμβατικές υποχρεώσεις και τα δικαιώματα της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Υεμένης.

Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο ― Κρατική διαδοχή ― Εφαρμοστέες αρχές αναφορικά με το θέμα της κρατικής διαδοχής ― Η επικρατούσα άποψη είναι ότι αν το νέο κράτος ωφελήθηκε από τα έργα του προηγούμενου κράτους, τότε πρέπει να έχει και την ευθύνη γι' αυτά.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα νόμου ― Αρμοδιότητα Κυπριακού Δικαστηρίου να κρίνει τη συνταγματικότητα αλλοδαπού νόμου όταν υπάρχει επίμαχο ζήτημα το οποίο απαιτείται να κριθεί από το δικαστήριο ― Η αποδοχή της εγκυρότητας του αλλοδαπού νόμου δεν είναι δεδομένη όταν ο εν λόγω νόμος καταστεί μέρος των παραδεκτών γεγονότων.

Στις 16.12.81, στο Άδεν της Λαϊκής Δημοκρατίας της Υεμένης, η Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης, εκπροσωπούμενη από την Αρχή Λιμένων της Υεμένης και η εφεσίβλητη, κατάρτισαν συμβόλαιο για την κατασκευή έργων επέκτασης λιμανιού της Νότιας Υεμένης.  Επειδή προέκυψαν διαφορές, η υπόθεση παραπέμφθηκε σε διαιτησία και ορίσθηκε η Λευκωσία ως τόπος διεξαγωγής της.  Ο όρος 76 του συμβολαίου προνοούσε ότι ο ουσιαστικός νόμος που θα διήπε τις δοσοληψίες των μερών ήταν ο Υεμενικός νόμος, ενώ με βάση τον όρο 67 οι διαφορές που θα προέκυπταν θα παραπέμπονταν σε διαιτησία με βάση τους Κανονισμούς Συμφιλίωσης και Διαιτησίας του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου.

Η απόφαση του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου μέσω του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου να ορίσει τη Λευκωσία ως τον τόπο διεξαγωγής της διαιτησίας σήμαινε ότι το δίκαιο που διήπε τη διαιτησία ήταν ο Κυπριακός νόμος.

Στις 19.11.93, στη Λευκωσία, συμφωνήθηκαν οι Όροι Εντολής του διαιτητή.  Σ' αυτούς συμφωνήθηκε όπως η ταυτότητα της εφεσείουσας η οποία στην Παράκληση όπως και στο συμβόλαιο περιγραφόταν ως "The Government of the People's Democratic Republic of Yemen", θα ήταν εφεξής "The Government of the Republic of Yemen, comprising inter alia the former Government of the People's Democratic Republic of Yemen".  Αυτό έγινε γιατί πριν την έναρξη της διαιτησίας και την αποστολή της Παράκλησης, το κράτος της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Υεμένης ενώθηκε με το κράτος της Αραβικής Δημοκρατίας της Υεμένης.  Δημιουργήθηκε έτσι ένα νέο κράτος, γνωστό ως Δημοκρατία της Υεμένης, με διεθνή αναγνώριση.

Ο διαιτητής, με ενδιάμεση απόφασή του, δικαίωσε τις θέσεις της εφεσίβλητης ότι η νέα Δημοκρατία της Υεμένης ήταν διάδικος στις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας σε σχέση με το συμβόλαιο.  Η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Υεμένης εξασφάλισε την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης από δευτεροβάθμιο δικαστήριο του Άδεν.

Κατά τη διαδικασία της διαιτησίας η μεν εφεσίβλητη ισχυρίσθηκε ότι το Εφετείο του Άδεν δεν είχε δικαιοδοσία στο ζήτημα, η δε εφεσείουσα ότι ουδέποτε εκπροσωπήθηκε νόμιμα στη μέχρι τότε διαδικασία.

Μετά την απόφαση του Εφετείου του Άδεν στις 24.10.96 η Υεμένη δεν εμφανίστηκε στη διαδικασία επί της ουσίας παρόλο που είχε ειδοποιηθεί δεόντως από το διαιτητή.  Το τελικό πόρισμα εκδόθηκε στις 26.9.97. Κρίθηκε ότι η εφεσείουσα έπρεπε να πληρώσει στην εφεσίβλητη το ποσό των 32.500,000.00 Δ.Α. και τόκο 98,054.73 Βελγικών Φράγκων στη βάση των συμβατικών της υποχρεώσεων.

Ο διαιτητής έκρινε ότι η διαιτητική διαδικασία ορθά άρχισε εναντίον ης Λαϊκής Δημοκρατίας της Υεμένης.  Στη συνέχεια αντικαταστάθηκε το όνομα του καθ' ου η αίτηση στη διαιτησία με τη Δημοκρατία της Υεμένης, ως του διάδοχου κράτους στα δικαιώματα και υποχρεώσεις της Λαϊκής Δημοκρατίας που πηγάζουν από το συμβόλαιο.

Η εφεσείουσα κατέθεσε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για ακύρωση της διαιτητικής απόφασης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι:

1.  Η απόφαση του διαιτητή στο ζήτημα της διαδοχής ήταν απόλυτα ορθή με βάση τις αρχές του διεθνούς δικαίου περί της διαδοχής των κρατών.

2.  Το δικαίωμα της εφεσίβλητης να προσφύγει σε διαιτησία ήταν ένα "acquired right" που προερχόταν από το συμβόλαιο και δεν μπορούσε να αποκλεισθεί από την Υεμένη ως διάδοχο κράτος.

3.  Τα "acquired rights" παραμένουν σε ισχύ άσχετα από την επικρατούσα νομική κατάσταση στο διάδοχο κράτος.  Τα δικαιώματα αυτά μεταφέρονται στο νέο κράτος, όταν το κράτος το οποίο δημιούργησε τη συμβατική υποχρέωση εξακολουθεί να υπάρχει ή τουλάχιστο διατηρεί την κυριαρχία στο γεωγραφικό χώρο όπου δόθηκε, ή αφορούσε το συμβατικό δικαίωμα, και όπου λήφθηκε ήδη από το συμβαλλόμενο κράτος το όφελος της εκτέλεσης της σύμβασης, ιδιαίτερα όταν έχουν γίνει έργα στην επικράτειά του που παραμένουν γεωγραφικά στον ίδιο χώρο, έστω και αν άλλαξε η πολιτική κατάσταση ή η κυβέρνηση ή το κράτος μετεξελίχθηκε σε νέα οντότητα στο διεθνές δίκαιο.

4.  Δεν υπήρξε οποιαδήποτε αλλαγή στη γεωγραφία του χώρου που κάλυπταν οι δύο προηγούμενες χώρες, ούτε άλλαξε το πολιτειακό σύστημα ριζικά, ώστε να μπορούσε να λεχθεί ότι η Λαϊκή Δημοκρατία είχε υποχρεωθεί στη σύναψη του συμβολαίου.  Το νέο κράτος δημιουργήθηκε σε συνθήκες ηρεμίας και ειρήνης, κατόπιν συμφωνίας των δύο προηγούμενων κρατών για σύμπτυξη σε μια πλήρη ένωση, όπου οι διεθνείς προσωπικότητες των προηγούμενων κρατών ενσωματώθηκαν σε μια διεθνή οντότητα, τη Δημοκρατία της Υεμένης.  Η τελευταία ωφελήθηκε από τα έργα τα οποία έγιναν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης, τα οποία τώρα έχει η ίδια.

5.  Η επιλογή της εφεσίβλητης να κατονομάσει ως εναγόμενη τη Λαϊκή Δημοκρατία δεν είχε τίποτε το πονηρό.  Η εφεσίβλητη μέσω συγκεκριμένου δικηγορικού οίκου προσπάθησε απεγνωσμένα να διαπιστώσει την ύπαρξη του σχετικού πληρεξουσίου από τους εναγόμενους προς το Δικηγορικό Οίκο Fox & Gibbons για να διευκρινιστεί ποιός ήταν ο εναγόμενος.

6.  Οι εσωτερικές διαφορές εντός της Υεμένης, παρατυπίες ή κακές συνεννοήσεις ως προς τους εμπλεκόμενους φορείς, δεν μπορούσαν να επηρεάσουν τη νομότυπη θέση που προσπαθούσε η εφεσίβλητη να προωθήσει, διεκδικώντας την επίλυση της διαφοράς της.

7.  Ο εσωτερικός Νόμος της Υεμένης (Ν. 26/92) δεν δικαιολογεί την εκ μέρους της Υεμένης επίκληση εκ των υστέρων αναρμοδιότητας της Αρχής Λιμένων της Υεμένης (η οποία εκπροσωπούσε τη Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης) να επιληφθεί της διαφοράς της διαιτησίας.

8.  Δεν ευθύνεται η εφεσίβλητη ή το Διαιτητικό Δικαστήριο για την εσωτερική συνεννόηση μεταξύ των διαφόρων κυβερνητικών τμημάτων της Υεμένης. (Το Δικαστήριο παρέπεμψε στην αρχή του εταιρικού δικαίου ότι οι σχέσεις της εταιρείας με τρίτους καλύπτονται από το μανδύα της νομιμότητας και δεν ενδιαφέρει τον καλόπιστο τρίτο η οποιαδήποτε ενδοεταιρική παρατυπία ή η μη τήρηση εσωτερικών κανονισμών και αποφάνθηκε ότι το ίδιο συμβαίνει και εδώ).

9.  Ο Νόμος 26/92 προνοεί ρητά ότι η Αρχή Λιμένων της Υεμένης έπρεπε να στείλει όλα τα έγγραφα της Παράκλησης στο Υπουργείο Νομικών Υποθέσεων το οποίο εκπροσωπεί την κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Υεμένης στις δικαστικές υποθέσεις.

10.  Από τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για τη θέσπιση του πιο πάνω Νόμου προκύπτει αμφιβολία αν πρέπει να θεωρείται ότι ήταν σε ισχύ κατά το χρόνο έναρξης της διαιτητικής διαδικασίας.

11.  Η εφεσείουσα παρέλειψε να προσφέρει μαρτυρία ή παρουσίασε μη ικανή μαρτυρία για να αντικρούσει τις θέσεις της εταιρείας.  Η εφεσείουσα είχε το βάρος να αποδείξει - και δεν το έπραξε - ένα ή περισσότερους από τους ισχυρισμούς της για να επιτύχει η αίτησή της, δεδομένου ότι αυτή επιδιώκει την ακύρωση διαιτητικής απόφασης.

12.  Όλες οι επιστολές που στάληκαν από το Διαιτητικό Δικαστήριο παραλήφθηκαν από την Υεμένη και η Υεμένη δεν αντέδρασε αρνούμενη το γεγονός.

13.  Αφού δεν ακολουθήθηκε η νενομισμένη διαδικασία που καθορίζει το Άρθρο 16(3) του περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμου του 1987 (Ν. 101/87), σύμφωνα με το οποίο η ενδιάμεση απόφαση έπρεπε να προσβληθεί στην Κύπρο και όχι στο Άδεν, η τελευταία κατέστη τελεσίδικη και δεν είναι δυνατή η επανεξέτασή της στο στάδιο αυτό.

14.  Η κρινόμενη περίπτωση αφορά περίπτωση κρατικής διαδοχής μέσα από την ελεύθερη ενοποίηση δύο προηγουμένως αυτόνομων χωρών και γι' αυτό δεν ήταν αναγκαίο να δοθεί ειδοποίηση και από τον εκδοχέα προς το αντισυμβαλλόμενο μέρος ότι υπήρξε μεταβίβαση και να είχε γίνει αποδοχή της διαδικασίας διαιτησίας, γιατί ο εκδοχέας καθίσταται αυτόματα διάδικος σε εκκρεμούσα διαδικασία.  Η κρινόμενη περίπτωση δεν αφορά εκδοχή στο ιδιωτικό δίκαιο ούτε απλή αποδοχή της διαιτησίας.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση.

Το βασικό παράπονο της εφεσείουσας, στο οποίο βασίζει σχεδόν όλους τους λόγους έφεσης, είναι ότι η διαιτησία ξεκίνησε εναντίον της Λαϊκής Δημοκρατίας της Υεμένης η οποία ήταν ανύπαρκτη κατά την έναρξη της Διαιτησίας που έγινε με την κατάθεση της Παράκλησης Διαιτησίας στις 9.12.92.  Είναι η θέση της ότι δεν ήταν ο ορθός διάδικος και δεν είχε σχέση με το συμβόλαιο, αφού αυτό υπογράφτηκε από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν διαπίστωσε οποιοδήποτε λόγο που να δικαιολογεί την επέμβασή του στις διαπιστώσεις και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και απέρριψε την έφεση.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Dubai Bank Ltd v. Galadari a.o., 26.6.90 UK: Times Law Report,

Baytur SA v. Finagro Hodling SA [1991] 4 All E.R. 129.

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια�Δημοκρατία της Υεμένης κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 30/12/99 (Γεν. Αίτηση 35/98) με την οποία απέρριψε την αίτηση της Λευκωσίας για ακύρωση της διαιτητικής απόφασης που εκδόθηκε εναντίον της να πληρώσει στην εφεσίβλητη κατά το Σεπτέμβρη 1997 το ποσό των 32.500,000.00 Δολαρίων Αμερικής και τόκο 98,054.73 Βελγικών Φράγκων που θα έπρεπε να καταβάλλεται ημερήσια μέχρι την τελική πληρωμή και εξόφληση.

Γ. Κορφιώτης με Κούσιου, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Κακογιάννης με Α. Θωμά και Α. Κακογιάννη, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Θα αναφερθούμε στα βασικά γεγονότα που οδήγησαν στην κατάθεση αίτησης από την εφεσείουσα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, για ακύρωση της διαιτητικής απόφασης που εκδόθηκε εναντίον της να πληρώσει στην εφεσίβλητη κατά το Σεπτέμβρη 1997 το ποσό των 32.500,000.00 Δολλαρίων  Αμερικής και τόκο 98,054.73 Βελγικών Φράγκων που θα έπρεπε να καταβάλλεται ημερήσια μέχρι την τελική πληρωμή και εξόφληση.

Υπογράφτηκε στις 16.12.81 στο Άδεν της Λαϊκής Δημοκρατίας της Υεμένης συμβόλαιο μεταξύ της Λαϊκής Δημοκρατίας της Υεμένης, εκπροσωπούμενης από την Αρχή Λιμένων της Υεμένης, και της Compagnie d' Enterprises CFE, S.A  από το Βέλγιο για την κατασκευή έργων προς επέκταση του λιμανιού στην Al Mukalla της Νότιας Υεμένης.

Προέκυψαν διαφορές μεταξύ των συμβαλλομένων και υποβλήθηκε στις 9.12.92 Αίτηση-Παράκληση από την εφεσίβλητη στο Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο για παραπομπή σε διαιτησία. Ορίσθηκε η Λευκωσία ως τόπος διεξαγωγής της.

Με βάση τον όρο 76 του Συμβολαίου ο ουσιαστικός νόμος που θα διήπε τις δοσοληψίες των μερών ήταν ο Υεμενικός νόμος, ενώ με βάση τον όρο 67 οι διαφορές που θα προέκυπταν θα παραπέμπονταν σε διαιτησία με βάση τους Κανονισμούς Συμφιλίωσης και Διαιτησίας του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου.

Η απόφαση του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου μέσω του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου να ορίσει τη Λευκωσία ως τον τόπο διεξαγωγής της διαιτησίας σήμαινε ότι το δίκαιο που διήπε τη διαιτησία ήταν ο Κυπριακός νόμος.

Το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο απέστειλε τις σχετικές ειδοποιήσεις προς τα δύο μέρη που αντιπροσωπεύθηκαν, η μεν εφεσίβλητη εταιρεία ως απαιτητές από το Δικηγορικό Οίκο White & Case, η δε εφεσείουσα ως καθ΄ης η αίτηση από το Δικηγορικό Οίκο Fox & Gibbons.  Ακολούθησε στις 19.11.93 συνάντηση στη Λευκωσία όπου συζητήθηκαν και συμφωνήθηκαν οι Όροι Εντολής του Διαιτητή.  Σ΄αυτούς συμφωνήθηκε όπως η ταυτότητα της εφεσείουσας η οποία στην Παράκληση όπως και στο συμβόλαιο περιγραφόταν ως «The Government of the People's Democratic Republic of Yemen", θα ήταν εφεξής «The Government of the Republic of Yemen, comprising inter alia the former Government of the People's Democratic Republic of Yemen."  Αυτό έγινε γιατί στις 22.5.90  πριν την έναρξη της διαιτησίας και την αποστολή της Παράκλησης, το κράτος της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Υεμένης ενώθηκε με το κράτος της Αραβικής Δημοκρατίας της Υεμένης. Δημιουργήθηκε ένα νέο κράτος, γνωστό ως Δημοκρατία της Υεμένης, που έχει διεθνή αναγνώριση.

Ο Διαιτητής άκουσε τα επιχειρήματα των μερών σε ορισμένα προκαταρκτικά ζητήματα, μεταξύ των οποίων και το βασικό ζήτημα κατά πόσο η νέα Δημοκρατία της Υεμένης ήταν ή όχι διάδικος στις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας σε σχέση με το συμβόλαιο.  Εκδόθηκε ενδιάμεση απόφαση στις 30.6.95 δικαιώνοντας πλήρως τις θέσεις της εταιρείας στο ζήτημα αυτό.  Στις 22.10.95 η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Υεμένης προσέφυγε μέσω του Υπουργείου Νομικών Υποθέσεων σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο του Άδεν προσβάλλοντας την ενδιάμεση αυτή απόφαση, η οποία ακυρώθηκε στις 24.10.96.

Είχε ζητηθεί από το Διαιτητή να αναστείλει την περαιτέρω διαιτητική διαδικασία. Αυτός αποφάσισε όμως, όπως προχωρήσει τη διαιτησία αφού του κοινοποιήθηκε από το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο ότι το ζήτημα επαφιόταν στην κρίση του και αφού προηγουμένως άκουσε τις απόψεις των μερών.  Η μεν εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι το Εφετείο του Άδεν δεν είχε καμιά απολύτως δικαιοδοσία στο ζήτημα, η δε εφεσείουσα ότι ουδέποτε εκπροσωπήθηκε νόμιμα στη μέχρι τότε διαδικασία.  Στήριξε τον ισχυρισμό της αυτό στο ότι οι δικηγόροι Fox & Gibbons δεν ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένοι, διότι ο Νόμος της Υεμένης αρ. 26/92 ημερομηνίας 3.4.92, προνοούσε ότι μόνο το Υπουργείο Νομικών Υποθέσεων μπορούσε να εκπροσωπεί την Υεμένη σε δικαστικές διαφορές, το οποίο ουδέποτε έδωσε τέτοια εξουσιοδότηση στους δικηγόρους αυτούς.

Ο Διαιτητής είχε συμφωνήσει με τους δικηγόρους που εκπροσωπούσαν τα δύο μέρη, στις 29.9.95 πριν την καταχώρηση της Αίτησης της Υεμένης στο Εφετείο του Άδεν, και προδιαγράψει το χρονοδιάγραμμα επί της ουσιαστικής εξέτασης της διαφοράς.  Μετά την απόφαση του Εφετείου του Άδεν  στις 24.10.96, δεν εμφανίστηκε κανένας εκ μέρους της Υεμένης στη διαδικασία επί της ουσίας, παρά το ότι ο διαιτητής είχε κατ΄επανάληψη ζητήσει από την Υεμένη την υποβολή πρόσθετων επιχειρημάτων μετά που η εφεσίβλητη υπέβαλε τη δική της επιχειρηματολογία με καταθέσεις μαρτύρων και γνωματεύσεων.  Το τελικό στάδιο της διαιτησίας έγινε στην Κύπρο μεταξύ 4 - 7.11.96.  Η Υεμένη δεν εμφανίσθηκε, παρόλο που είχε δεόντως ειδοποιηθεί από το Διαιτητή.  Το τελικό πόρισμα εκδόθηκε στις 26.9.97 και παραδόθηκε στο Υπουργείο Νομικών Υποθέσεων της Υεμένης στις 20.10.97.  Κρίθηκε ότι η εφεσείουσα έπρεπε να πληρώσει στην εφεσίβλητη το ποσό και τον τόκο που αναφέρθηκε ανωτέρω.

Το βασικό παράπονο της εφεσείουσας, στο οποίο βασίζει σχεδόν όλους τους λόγους έφεσης, είναι ότι η διαιτησία ξεκίνησε εναντίον της Λαϊκής Δημοκρατίας της Υεμένης η οποία ήταν ανύπαρκτη κατά την έναρξη της Διαιτησίας που έγινε με  την κατάθεση της Παράκλησης Διαιτησίας στις 9.12.92.  Είναι η θέση της ότι δεν ήταν ο ορθός διάδικος και δεν είχε σχέση με το συμβόλαιο, αφού αυτό υπογράφτηκε από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης.

Τα θέματα της κρατικής διαδοχής και της ανάληψης της υποχρέωσης που προέκυπτε από το συμβόλαιο από το νέο κράτος που δημιουργήθηκε, καθώς και το όνομα του καθ΄ου η αίτηση στη διαιτησία, απασχόλησαν το διαιτητή, όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, και δόθηκε γι΄αυτά εκτενής μαρτυρία.  Όπως λέχθηκε πιο πάνω, στην ενδιάμεση απόφασή του αποφάσισε τα προκαταρκτικά αυτά θέματα υπέρ της εταιρείας.  Έκρινε ότι η διαιτητική διαδικασία ορθά άρχισε εναντίον της Λαϊκής Δημοκρατίας της Υεμένης.  Στη συνέχεια αντικαταστάθηκε το όνομα του καθ΄ου η αίτηση στη διαιτησία με τη Δημοκρατία της Υεμένης, ως του  διάδοχου κράτους στα δικαιώματα και υποχρεώσεις της Λαϊκής Δημοκρατίας που πηγάζουν από το συμβόλαιο.

Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε την απόφαση του διαιτητή στο ζήτημα της διαδοχής ως απόλυτα ορθή με βάση τις αρχές που έχουν καθιερωθεί στο διεθνές δίκαιο περί της διαδοχής των κρατών. Παρέπεμψε στο σύγγραμμα International Law του D.W. Greig σελ. 468 επ., όπου γίνεται αναφορά στη θεωρία των "acquired rights", τα οποία παραμένουν σε ισχύ, άσχετα με την επικρατούσα νομική κατάσταση στο διάδοχο κράτος.  Ανέφερε ο πρωτόδικος δικαστής και είναι απόλυτα ορθή η θέση του, ότι τα δικαιώματα αυτά μεταφέρονται στο νέο κράτος, όταν το κράτος το οποίο δημιούργησε τη συμβατική υποχρέωση εξακολουθεί να υπάρχει ή τουλάχιστον διατηρεί την κυριαρχία στο γεωγραφικό χώρο όπου δόθηκε, ή αφορούσε το συμβατικό δικαίωμα, και όπου λήφθηκε ήδη από το συμβαλλόμενο κράτος το όφελος της εκτέλεσης της σύμβασης, ιδιαίτερα όταν έχουν γίνει έργα στην επικράτειά του που παραμένουν γεωγραφικά στον ίδιο χώρο, έστω και αν άλλαξε η πολιτική κατάσταση ή η κυβέρνηση ή το κράτος μετεξελίχθηκε σε νέα οντότητα στο διεθνές δίκαιο.

Ορθά έκρινε ότι το δικαίωμα της εφεσίβλητης να προσφύγει σε διαιτησία ήταν ένα "acquired right" που προερχόταν από το συμβόλαιο και δε μπορούσε να αποκλεισθεί από την Υεμένη ως διάδοχο κράτος, που δημιουργήθηκε από τη συνένωση των δύο προηγούμενων υφιστάμενων κρατών και τη δημιουργία μιας νέας οντότητας στο διεθνές δίκαιο.  Είναι αξιοσημείωτο το σχόλιο του πρωτόδικου δικαστή και συμφωνούμε απόλυτα ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε αλλαγή στη γεωγραφία του χώρου που κάλυπταν οι δύο προηγούμενες χώρες, ούτε άλλαξε το πολιτειακό σύστημα ριζικά, ώστε να μπορούσε να λεχθεί ότι η Λαϊκή Δημοκρατία είχε υποχρεωθεί στη σύναψη του συμβολαίου.  Το νέο κράτος δημιουργήθηκε σε συνθήκες απόλυτης ηρεμίας και ειρήνης, κατόπιν συμφωνίας των δύο προηγούμενων κρατών για σύμπτυξη σε μια πλήρη ένωση, όπου οι διεθνείς προσωπικότητες των προηγούμενων κρατών ενσωματώθηκαν σε μια διεθνή οντότητα, τη Δημοκρατία της Υεμένης.  Η τελευταία ωφελήθηκε από τα έργα τα οποία έγιναν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης, τα οποία τώρα έχει η ίδια.

Παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα του Max Sorensen, "Manual of Public International Law», σελ. 292 και 294, στο οποίο  παρέπεμψε το πρωτόδικο δικαστήριο όπου τονίζεται η επικρατούσα άποψη ότι, αν το νέο κράτος ωφελήθηκε από τα έργα του προηγούμενου κράτους, τότε πρέπει να έχει και την ευθύνη γι΄αυτά.

"These continue until altered by the new sovereign. They are binding on the new sovereign however, if at the time of the change-over they are vested or acquired. Thus a title to property or a claim to liquidated damages will pass. Damages are liquidated when the issue out of which they arose has been adjudicated and the amount fixed by a competent tribunal.

Some writers consider that any such payments made by the new state in respect of the public debt of its predecessor, are ex gratia; others claim such payments to be due by the operation of the rule res transit cum suo onere which is held to apply even if no benefit to the territory exists at all.  The better view is that he who takes the benefit must take the burden. So where an identifiable region has benefited by public expenditure to an ascertainable extent, then whoever takes over that part of the territory takes over part of the public debt which corresponds to the benefit.  The corollary to this is that no debt is assumed if no benefit attaches, even if the territory is expressly charged with the debt."

Συνεπώς ο λόγος έφεσης που αφορούσε τον ισχυρισμό πως η πρωτόδικη απόφαση έσφαλε ως προς την κρίση ότι ο διαιτητής εξέτασε διεξοδικά το ζήτημα της κρατικής διαδοχής απορρίπτεται.  Καθώς και ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τις αρχές σχετικά με το θέμα της κρατικής διαδοχής.

Ο δικηγόρος της εφεσείουσας πρόβαλε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε στην αποδοχή της μαρτυρίας του κ. Stephen Bond, για το λόγο που οδήγησε την εφεσίβλητη να κατονομάσει ως εναγόμενο εκείνο τον αντισυμβαλλόμενο που ονομαζόταν στο συμβόλαιο παρά τη διαδοχή και ύπαρξη του νέου κράτους καθώς και στην κρίση ότι η επιλογή της εφεσίβλητης να κινήσει τη διαιτητική διαδικασία εναντίον της Λαϊκής Δημοκρατίας δεν είχε τίποτε το πονηρό.

Ο μάρτυρας κ. Stephen Bond, δικηγόρος στο Δικηγορικό Οίκο White & Case, στο Τμήμα Διαιτησίας, εκπροσώπησε την εφεσίβλητη.  Κατέθεσε για το δίλημμα που είχαν αν στρέφονταν άμεσα εναντίον της Δημοκρατίας της Υεμένης.  Πρόβαλε ότι θα ήταν αντιμέτωποι με την ένσταση ότι δεν ήταν η Δημοκρατία της Υεμένης που είχε υπογράψει το συμβόλαιο και θα έπρεπε να είχαν αποδείξει τη διαδοχή του κράτους στις συμβατικές υποχρεώσεις της Λαϊκής Δημοκρατίας της Υεμένης.  Κατέληξαν στην επιλογή της κυβέρνησης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Υεμένης ως εναγόμενης, αναμένοντας ότι η κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Υεμένης θα παρουσιαζόταν ως εναγόμενη.

Ο δικηγόρος της εφεσείουσας έχουμε τη γνώμη ότι πρόβαλε αόριστα το λόγο αυτό.  Δεν μας έπεισε γιατί το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έπρεπε να δεχθεί ως παραδεκτή τη μαρτυρία του Stephen Bond.  Δεν έχουμε διαπιστώσει, έχοντας υπόψη τις αρχές περί της διαδοχής των κρατών που αναπτύχθηκαν, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του Stephen Bond, έσφαλε με οποιοδήποτε τρόπο ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Δικαστηρίου.

Το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η επιλογή της εφεσίβλητης να κατονομάσει ως εναγόμενη τη Λαϊκή Δημοκρατία δεν είχε τίποτε το πονηρό ήταν ορθό.  Κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό από το γεγονός ότι η εφεσίβλητη ζητούσε σε κάθε επιστολή της διευκρίνιση της πραγματικής έκτασης της εμφάνισης των εναγομένων στο στάδιο της Παράκλησης και επιδιώκοντας την ουσιαστική εμφάνιση εκ μέρους της ίδιας της Υεμένης.  Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου σε επιστολές οι οποίες κατατέθηκαν ως τεκμήρια, από τις οποίες προκύπτει ότι η εφεσίβλητη, μέσω του Δικηγορικού Οίκου White & Case, προσπαθούσε απεγνωσμένα να διαπιστώσει την ύπαρξη του σχετικού πληρεξουσίου από τους εναγόμενους προς το Δικηγορικό Οίκο Fox & Gibbons για να διευκρινιστεί ποιός  ήταν ο εναγόμενος.

Στη συνέχεια ο δικηγόρος της εφεσείουσας στράφηκε κατά του πληρεξουσίου με το οποίο ανατέθηκε η υπόθεση από τον τότε αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή της Αρχής Λιμένων της Υεμένης, Mohamed Ahmed Ali, στους Δικηγόρους Fox & Gibbons. Ισχυρίστηκε ότι έσφαλε το εύρημα το πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το λεκτικό του πληρεξουσίου δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι υπογράφτηκε από και εκ μέρους της Υεμένης δεδομένου ότι αρχίζει με τη φράση «We, (the Government of the Republic of Yemen, comprising inter alia the former Government of the People's Democratic Republic of Yemen) represented by the Yemen Ports Authority . . . .» Το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε ότι ο υπογράφων περιγράφει εαυτόν ως «Chairman of the Board of Directors and Director General and duly authorized signatory on behalf of the Yemen Ports Authority, representing The Government of the Republic of Yemen (comprising inter alia the former Government of the People's Democratic Republic of Yemen)".

To πληρεξούσιο το οποίο είχε ημερομηνία 10.4.93 γράφτηκε σε επιστολόχαρτο του Υπουργείου Μεταφορών και τέθηκε σ΄αυτό η σφραγίδα της Αρχής Λιμένων.

Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι μόνο η Δημοκρατία της Υεμένης μπορούσε να διορίσει δικηγόρους να την εκπροσωπήσουν σε μια διαιτητική διαδικασία στην οποία ήταν εναγόμενη η ίδια.

Το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε ότι αποδοχή των θέσεων της Υεμένης θα σήμαινε ότι τυχαία δόθηκε η πληρεξουσιοδότηση και ότι αφέθηκε ολόκληρη η διαιτησία να προχωρεί πάνω σε μια άτυπη βάση ή χωρίς η Υεμένη να ενδιαφερόταν για την Παράκληση και τη διαιτησία.  Είναι σωστή η παρατήρηση του πρωτόδικου δικαστή ότι εσωτερικές εντός της Υεμένης διαφορές, παρατυπίες ή κακές συνεννοήσεις ως προς τους εμπλεκόμενους φορείς, δε μπορούσαν να επηρεάσουν την νομότυπη θέση που προσπαθούσε η εφεσίβλητη να προωθήσει, διεκδικώντας την επίλυση της διαφοράς της.

Η Αρχή Λιμένων πήρε μέρος στη διαιτησία μέχρι την έκδοση της ενδιάμεσης διαιτητικής απόφασης.  Στη συνέχεια πληροφόρησε το Υπουργείο Μεταφορών για την πορεία της υπόθεσης το οποίο ειδοποίησε στη συνέχεια το Υπουργείο Νομικών Υποθέσεων.  Το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ορθά ότι ήταν ανεύθυνο ή εγκληματικά αδιάφορο εκ μέρους της Αρχής Λιμένων να μη πληροφορούσε το Υπουργείο Νομικών Υποθέσεων προγενέστερα, αν έπρεπε να το κάνει με βάση τον εσωτερικό Νόμο της Υεμένης (Ν. αρ. 26/92).  Ορθή είναι και η παρατήρησή του ότι η προσπάθεια της Υεμένης μετά την πληροφόρησή της από το Υπουργείο Νομικών Υποθέσεων ήταν να απεμπλακεί από την όλη ανάμειξη της στη διαιτησία, προφασιζόμενη μη ορθή και επαρκή εξουσιοδότηση των Fox & Gibbons από την Αρχή Λιμένων. Και αυτά, παρόλον ότι είχαν ήδη γίνει διαδικασίες ενώπιον του διαιτητή και θεωρήθηκε από το Διαιτητικό Δικαστήριο ότι όλα ήταν σε πλήρη τάξη και ότι το πληρεξούσιο ήταν γνήσιο και αντιπροσώπευε την Υεμένη.

Άλλος λόγος έφεσης που πρόβαλε η εφεσείουσα αφορούσε το Νόμο της Υεμένης αρ. 26/92.  Πρόβαλε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε λανθασμένη ερμηνεία.  Καθώς και ότι το εύρημα του ότι ο εν λόγω νόμος δε δικαιολογεί την εκ μέρους της Υεμένης επίκληση εκ των υστέρων αναρμοδιότητας της Αρχής Λιμένων να επιληφθεί της διαφοράς της διαιτησίας, είναι λανθασμένο.

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξήγησε πως δεν ευθύνεται η εφεσίβλητη ή το Διαιτητικό Δικαστήριο για την εσωτερική συνεννόηση μεταξύ των διαφόρων κυβερνητικών τμημάτων της Υεμένης.  Παρέπεμψε στην αρχή του εταιρικού δικαίου ότι οι σχέσεις της εταιρείας με τρίτους καλύπτονται από το μανδύα της νομιμότητας και δεν ενδιαφέρει τον καλόπιστο τρίτο η οποιαδήποτε ενδοεταιρική παρατυπία ή η μη τήρηση εσωτερικών κανονισμών. Το ίδιο συμβαίνει και εδώ.  Η εφεσίβλητη δε μπορούσε να γνώριζε τους εσωτερικούς νόμους της Υεμένης ως είχαν αλλάξει και όφειλε η Υεμένη να διευθετούσε τις εσωτερικές της υποθέσεις κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην υπήρχε αμφισβήτηση της νομότυπης εκπροσώπησης της ενώπιον του διαιτητή.  Ορθή η παρατήρηση ότι αυτό ήταν βασική υποχρέωση της Αρχής Λιμένων για την οποία ο Al-Noumi, Υφυπουργός Νομικών και Κοινοβουλευτικών Υποθέσεων της Δημοκρατίας της Υεμένης, δέχθηκε ότι ήταν σε σχέση με το Υπουργείο Νομικών Υποθέσεων, "concerned agency". Ο Νόμος αυτός έπρεπε να ήταν γνωστός πρώτα στην ίδια την Αρχή Λιμένων για να τον εφαρμόσει.

Από τη μαρτυρία που δόθηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο προκύπτει ότι η κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Υεμένης εκπροσωπείται από το Υπουργείο Νομικών Υποθέσεων στις δικαστικές υποθέσεις. Η θέση  της Υεμένης είναι ότι, με βάση το Νόμο αυτό, η εφεσίβλητη έπρεπε να λάμβανε τα αναγκαία διαβήματα για να επιδοθεί η Παράκληση κατ΄ευθείαν στο Υπουργείο Νομικών Υποθέσεων ή να ανέμενε να ήταν εξουσιοδοτημένο το πληρεξούσιο από το Υπουργείο Νομικών Υποθέσεων.

Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε, με βάση τη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιόν του, ότι ο ίδιος ο Νόμος 26/92 προνοεί ρητά ότι η Αρχή Λιμένων έπρεπε να στείλει όλα τα έγγραφα της Παράκλησης στο Υπουργείο Νομικών Υποθέσεων.

Παραπέμπουμε στην πρωτόδικη απόφαση και υιοθετούμε τις σκέψεις του πρωτόδικου δικαστή ότι από τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για τη θέσπιση του Νόμου αυτού προκύπτει αμφιβολία αν πρέπει να θεωρείται ότι ήταν σε ισχύ κατά το χρόνο της έναρξης της διαιτητικής διαδικασίας. Η θέση της εφεσείουσας ότι ο Νόμος 26/92 ήταν μέρος των παραδεκτών γεγονότων και ότι η ημερομηνία έκδοσής του και δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της Υεμένης είχε κατατεθεί ως τεκμήριο, πρέπει να απορριφθεί. Είναι σωστή η θέση του δικηγόρου της εφεσίβλητης, ότι με το να γίνει ο εν λόγω νόμος μέρος των παραδεκτών γεγονότων, δε σημαίνει κατ΄ανάγκη ότι έγινε και αποδοχή της εγκυρότητας και της έκτασης της εφαρμογής του. Παρομοίως πρέπει να απορριφθεί και η θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ήταν αρμόδιο να εξετάσει τη συνταγματικότητα του Νόμου προς το Υεμενικό Σύνταγμα. Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης παραπέμπει στην Dubai Bank Ltd v. Galadari and Others , 26.6.90 UK: Times Law Report, στην οποία κρίθηκε ότι τα αγγλικά δικαστήρια μπορούσαν να κρίνουν τη συνταγματικότητα αλλοδαπού νόμου όταν υπήρχε επίμαχο ζήτημα το οποίο απαιτούσε να κριθεί από το δικαστήριο.

Υποστηρίχθηκε πως είναι λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα παρέλειψε να προσφέρει μαρτυρία ή παρουσίασε μη ικανή μαρτυρία για να αντικρούσει τις θέσεις της εταιρείας.  Η εφεσείσουσα είχε το βάρος να αποδείξει ένα ή περισσότερους από τους ισχυρισμούς της για να επιτύχει η αίτησή της, δεδομένου ότι αυτή επιδιώκει την ακύρωση της διαιτητικής απόφασης. Ο διάδικος που έχει το βάρος απόδειξης πρέπει να αποδείξει τους ισχυρισμούς του, όπου αντικρούονται από την άλλη πλευρά. Ο πρωτόδικος δικαστής εξέτασε με την πλείστη προσοχή τις καταθέσεις των μαρτύρων. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όπου οι θέσεις των διαδίκων διαφέρουν, προτιμητέα είναι η μαρτυρία της εφεσίβλητης, ως προερχόμενη από πλέον αξιόπιστους μάρτυρες και ως επιβεβαιωμένη από σωρεία εγγράφων. Το συμπέρασμα αυτό προσβλήθηκε με λόγο έφεσης ο οποίος δεν αναπτύχθηκε καθόλου στο περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας, γι΄αυτό θεωρούμε ότι εγκαταλείφθηκε.

Ο δικηγόρος της εφεσείουσας πρόβαλε στη συνέχεια ότι, το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι όλες οι επιστολές που στάληκαν από το Διαιτητικό Δικαστήριο παραλήφθηκαν και ότι η Υεμένη δεν αντέδρασε αρνούμενη το γεγονός, είναι λανθασμένο.  Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέκτηκε με ενδιάμεση απόφασή του την αποστολή των ειδοποιήσεων και εξέτασε στη συνέχεια το θέμα της βαρύτητας που θα απέδιδε στη μαρτυρία της κ. Lagace-Glain, δικηγόρου, η οποία εργάζεται στη Γραμματεία του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου και κατέθεσε για το πώς ενεργεί η Γραμματεία και γενικά το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο σε σχέση με τις παραδόσεις εγγράφων σε διάφορες χώρες του κόσμου, και, μεταξύ άλλων, ότι για την αποστολή εγγράφων το Δικαστήριο χρησιμοποιεί διάφορους τρόπους επικοινωνίας, μεταξύ των οποίων την εταιρεία γνωστή ως DHL.  Ο δικηγόρος της εφεσείουσας ισχυρίστηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 5Α του περί Αποδείξεως Νόμου, τόσο στην ενδιάμεση απόφασή του όσο και στην τελική.

Όπως λέχθηκε, ο πρωτόδικος δικαστής στην ενδιάμεση απόφαση αποδέκτηκε ότι οι επιστολές παραλήφθηκαν από την Υεμένη.  Από τη μελέτη της απόφασης αυτής διαπιστώσαμε την επιμέλεια με την οποία ο πρωτόδικος δικαστής μελέτησε τη μαρτυρία και κατέληξε στο πιο πάνω συμπέρασμα, στηρίζοντάς το σε αυθεντίες.  Υιοθετούμε πλήρως την απόφαση αυτή.  Οποιαδήποτε ενασχόληση του Εφετείου με το θέμα περιττεύει.  Το ίδιο συμβαίνει και στην τελική απόφαση στην οποία κρίθηκε αξιόπιστη η μαρτυρία.  Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο.  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία. Δεν έχουμε διαπιστώσει, έχοντας υπόψη τα σημεία που υπέδειξε ο δικηγόρος της εφεσείουσας, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία της Lagace-Glain, έσφαλε με οποιοδήποτε τρόπο ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου.

Μένει ακόμα να εξετάσουμε δύο λόγους έφεσης που προβλήθηκαν. Ο ένας αφορούσε την ενδιάμεση απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου.  Προσβάλλεται η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι, αφού δεν ακολουθήθηκε η νενομισμένη διαδικασία που καθορίζει το άρθρο 16(3) του περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμου του 1987 (Ν. 101/87), σύμφωνα με το οποίο η ενδιάμεση απόφαση έπρεπε να προσβληθεί στην Κύπρο και όχι στο Άδεν, η τελευταία κατέστη τελεσίδικη και δεν είναι δυνατή η επανεξέτασή της στο στάδιο αυτό. Παραπέμπουμε σε όσα λέχθηκαν από τον πρωτόδικο δικαστή και συμφωνούμε απόλυτα με τη θέση του ότι το Υπουργείο Νομικών Υποθέσεων μπορούσε να μάθει ότι έπρεπε να προσβάλει στην Κύπρο την ενδιάμεση απόφαση.  Είναι σωστή η παρατήρηση του ότι ο κ. Fakhri, Μηχανικός - Ανώτερος Υπάλληλος στην Αρχή Λιμένων της Υεμένης γνώριζε για την όλη διαιτησία, έδωσε κατάθεση σ΄αυτήν και αντεξετάστηκε για τα προδικαστικά ζητήματα που προέκυψαν στη διαιτησία, πριν ακόμη εκδοθεί η ενδιάμεση απόφαση που προσβλήθηκε με την έφεση στο Άδεν. Ακόμα από τα παραδεκτά γεγονότα προκύπτει ότι ο κ. Fakhri ήταν παρών στη συνεδρία κατά την οποία συζητήθηκαν και συμφωνήθηκαν οι Όροι Εντολής που πράγματι ήταν όπως τους αποκαλεί ο πρωτόδικος δικαστής μια πολύ σημαντική φάση στην όλη Διαιτησία. Συνεπώς  η θέση του πρωτόδικου δικαστή είναι ορθή.  Αφού δεν τηρήθηκε ο μηχανισμός του σχετικού άρθρου για την έφεση - προσβολή της ενδιάμεσης απόφασης του διαιτητικού δικαστηρίου, η τελευταία κατέστη τελεσίδικη και δεν είναι εφικτή η επανεξέτασή της στο στάδιο αυτό.  Ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται. Πρέπει να λεχθεί ότι στο περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας δεν αναφέρεται τίποτα για το λόγο αυτό πέραν των όσων αναφέρονται στην προβολή του στην ειδοποίηση έφεσης.

Υποστηρίχθηκε, τέλος, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να αποδώσει τη δέουσα σημασία στο γεγονός ότι η ταυτότητα του εναγόμενου άλλαξε κατά τη διάρκεια της διαιτησίας χωρίς να ειδοποιηθεί περί τούτου ο νέος εναγόμενος.

Ο δικηγόρος της εφεσείουσας παρέπεμψε στην υπόθεση Baytur SA v. Finagro Hodling SA [1991] 4 All E.R. 129.  Ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η υπόθεση αυτή αφορούσε «equitable assignment" με βάση το Γαλλικό Νόμο περί εταιρειών. Κρίθηκε σ΄αυτή ότι έπρεπε να είχε δοθεί ειδοποίηση και από τον εκδοχέα προς το αντισυμβαλλόμενο μέρος ότι υπήρξε μεταβίβαση και να είχε γίνει αποδοχή της διαδικασίας της διαιτησίας, γιατί ο εκδοχέας δεν καθίσταται αυτόματα διάδικος σε εκκρεμούσα διαδικασία.  Η κρινόμενη περίπτωση δεν αφορά εκδοχή στο ιδιωτικό δίκαιο ούτε απλή αποδοχή της διαιτησίας. Συμφωνούμε απόλυτα με τον πρωτόδικο δικαστή ότι πρόκειται περί κρατικής διαδοχής μέσα από την ελεύθερη ενοποίηση δύο προηγουμένως αυτόνομων χωρών.  Στο σύγγραμμα Oppenheim's International Law, 9η έκδοση σελ. 214-215 καθορίζεται:

«Τhere is also a genuine succession with regard to the fiscal property and the fiscal funds of the extinct state. They both, like physical property of the extinct state, accrue to the absorbing state ipso facto by the absorption of the extinct state. The international public debts of the extinct state are also taken over by the absorbing state. . ."

Ο ισχυρισμός του δικηγόρου της εφεσείουσας ότι η φύση της διαιτητικής διαδικασίας δεν επιτρέπει την προσθήκη νέων διαδίκων όπως στις δικαστικές διαδικασίες πρέπει να απορριφθεί.

Αντί οποιωνδήποτε άλλων σχολίων παραθέτουμε αυτούσιο το σχόλιο του πρωτόδικου δικαστή:

«. . . . το σημαντικό, και ταυτόχρονα παράδοξο εκ μέρους της Υεμένης είναι άλλο: Αφού ήγειραν ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, όπως η ορθή αντιπροσώπευση της ίδιας της Υεμένης ως διαδόχου κράτους και ότι αυτή έπρεπε να ήταν ο ορθός εναγόμενος, θα ήταν πραγματικά πολύ εύκολο και ορθό εκ μέρους της, να απαντούσε ευθύς εξ αρχής στο ICC και την εταιρεία, ότι λανθασμένα είχε αποσταλεί η Παράκληση στη Λαϊκή Δημοκρατία ή την ΑΛΥ ως εκπρόσωπό της, και να ζητήσει να αποσταλεί στην ίδια ώστε να αναλάβει τις ευθύνες της ως κυρίαρχο κράτος, μη αφήνοντας τις όποιες διεθνείς υποχρεώσεις της στην τύχη ή να καλύπτεται πίσω από εγχώριους τεχνικούς νόμους.»

Για τους λόγους που παραθέσαμε και αναλύσαμε πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται.  Επιδικάζονται έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο