ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 1 ΑΑΔ 771
7 Ιουνίου, 2002
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΥΛΛΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ κ.ά.,
Εφεσείοντες,
ν.
ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝΤΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10805)
Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Τερματισμός απασχολήσεως ― Πλεονασμός ― Τερματισμός απασχολήσεως λόγω πλεονασμού ― Απουσία προειδοποίησης ― Καταβολή δεδουλευμένων ημερομισθίων και άλλων ωφελημάτων μέχρι την ημερομηνία τερματισμού της απασχολήσεως ― Κατά πόσο η παράλειψη του εργοδότη να συμμορφωθεί με το Άρθρο 9(5) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967, Ν. 24/67, για παροχή γραπτής προειδοποίησης στους εργοδοτούμενούς του, μετέθετε την ημερομηνία τερματισμού απασχόλησής τους σε μεταγενέστερη ημερομηνία ούτως ώστε τα ποσά που τους καταβλήθηκαν να έπρεπε να υπολογιστούν στη βάση του περί Τερματισμού Απασχολήσεως (Τροποποιητικού) Νόμου του 1994, Ν. 52(Ι)/94.
Οι εφεσείοντες, των οποίων η απασχόλησή τους έληξε στις 19.12.1994, έλαβαν από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού, τα ποσά που τους αναλογούσαν για τερματισμό της απασχόλησής τους λόγω πλεονασμού. Ο εργοδότης δεν έδωσε σε κανένα από τους εφεσείοντες την απαιτούμενη από το Άρθρο 9 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967, Ν. 24/67 προειδοποίηση.
Την 1.8.1996 οι εφεσείοντες καταχώρησαν εναντίον του Ταμείου αιτήσεις διεκδικώντας καταβολή επιπλέον ποσού με τον ισχυρισμό ότι η απασχόλησή τους έληγε εντός του 1995 και συνεπώς το ποσό που δικαιούνταν θα έπρεπε να υπολογιστεί με βάση το ανώτατο όριο το οποίο από την 1.1.1995 που τέθηκε σε ισχύ ο περί Τερματισμού Απασχολήσεως (Τροποποιητικός) Νόμος του 1994, Ν. 52(Ι)/94, αυξήθηκε σε £194,80 από £118, στη βάση του οποίου υπολογίστηκε το ποσό που τους είχε ήδη καταβληθεί.
Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών απέρριψε τις αιτήσεις. Έκρινε ότι η θέση των εφεσειόντων ότι η προειδοποίηση που όφειλε να τους δώσει ο εργοδότης έπρεπε να δοθεί σε τέτοιο χρόνο εντός του 1994, ούτως ώστε να λήγει εντός του 1995, με αποτέλεσμα ο υπολογισμός της πληρωμής τους από το Ταμείο να γίνει με βάση το Νόμο 52(Ι)/94 δεν υποστηριζόταν από μαρτυρία.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:
1) Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι αιτιολογημένη, αφού παραλείπει να προβεί σε αναφορά ή αξιολόγηση της κατάθεσης των δύο μαρτύρων που κατάθεσαν υπέρ των εφεσειόντων.
2) Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντίκειται προς τις διαπιστώσεις του.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι πιο πάνω μάρτυρες δεν ανέφεραν ότι η απασχόληση των εφεσειόντων τερματίστηκε το 1995. Η παράλειψη του εργοδότη να δώσει γραπτή προειδοποίηση δεν μεταθέτει την ημερομηνία τερματισμού απασχόλησης σε κάποια ημερομηνία εντός του 1995.
2. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους είναι ορθό και η πρωτόδικη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά διαπιστώνει τη ρητή πρόνοια του Νόμου για παροχή από τον εργοδότη γραπτής προειδοποίησης. Όμως η παράλειψη συμμόρφωσης με την πρόνοια αυτή δεν αποδεικνύει ότι ο τερματισμός απασχόλησης των εφεσειόντων έγινε σε ημερομηνία που τους βολεύει. Εξάλλου οι ίδιοι οι εφεσείοντες αποδέχθηκαν τον τερματισμό της απασχόλησής τους και προσέφυγαν στο Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού, θεωρώντας ως ημερομηνία τερματισμού της απασχόλησής τους την 19.12.1994. Οι εφεσείοντες ακόμα θεώρησαν ότι είχαν ήδη απολυθεί από τις 19.12.1994 και από την επόμενη ημέρα ενεγράφησαν ως άνεργοι.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Έφεση.
Έφεση από τους αιτητές κατά της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών που δόθηκε στις 31/3/00 (Αρ. Αίτησης 418/96 κ.ά.) με την οποία απέρριψε την αξίωσή τους για υπολογισμό της καταβολής σ' αυτούς των ποσών τα οποία εδικαιούντο για τερματισμό της απασχόλησής τους λόγω πλεονασμού με βάση τις πρόνοιες του Ν. 52(Ι)/94.
Κ. Χ" Κωστής, για τους Εφεσείοντες.
Στ. Χούρρη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο μέλη του προσωπικού του ξενοδοχείου Aπολλώνια. Εργοδότης τους ήταν εταιρεία που διαχειριζόταν το ξενοδοχείο, το οποίο είχε ενοικιάσει από τους ιδιοκτήτες του, την Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου. Λόγω διαφορών που προέκυψαν ως προς το ύψος του ενοικίου μεταξύ των ιδιοκτητών και της ενοικιάστριας εταιρείας, η τελευταία (στο εξής «ο εργοδότης»), αναγκάστηκε να διακόψει τη λειτουργία του ξενοδοχείου στις 19.11.1994. Από την πιο πάνω ημερομηνία οι εφεσείοντες σταμάτησαν να προσέρχονται προς εργασία, ενώ τους καταβλήθηκαν τα μέχρι τότε δεδουλευμένα ημερομίσθια και τα άλλα τους ωφελήματα.
Ο εργοδότης συνέχισε τις διαβουλεύσεις με συντεχνιακούς εκπροσώπους των εφεσειόντων με αντικείμενο το ενδεχόμενο επαναπασχόλησης του προσωπικού στην περίπτωση ανανέωσης της μίσθωσης του ξενοδοχείου, προοπτική η οποία ναυάγησε εντελώς στις 19.12.1994.
Οι εφεσείοντες προσέφυγαν στο Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού αξιώνοντας καταβολή των ποσών που δικαιούνταν για τερματισμό της απασχόλησής τους λόγω πλεονασμού. Το αίτημά τους έγινε δεκτό και το Ταμείο κατέβαλε στον καθένα το ποσό που του αναλογούσε. Ως ημερομηνία λήξης της απασχόλησής τους θεωρήθηκε η 19.12.1994, ημερομηνία την οποία ο εργοδότης δήλωσε στο ερωτηματολόγιο που συμπληρώθηκε. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε κανένα από τους εφεσείοντες δεν δόθηκε από τον εργοδότη η απαιτούμενη από το άρθρο 9 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967, Ν.24/67 προειδοποίηση.
Το ποσό που καταβλήθηκε στους εφεσείοντες υπολογίστηκε με βάση το ανώτατο όριο των £118 εβδομαδιαίως, ενώ από την 1.1.1995 που τέθηκε σε ισχύ ο περί Τερματισμού Απασχολήσεως (Τροποποιητικός) Νόμος του 1994, Ν.52(Ι)/94, το ανώτατο ποσό αυξήθηκε σε £194.80.
Την 1.8.1996 οι εφεσείοντες καταχώρησαν εναντίον του Ταμείου τις αιτήσεις που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, διεκδικώντας καταβολή επιπλέον ποσού με τον ισχυρισμό ότι η απασχόλησή τους έληγε εντός του 1995 και συνεπώς το ποσό που δικαιούνταν θα έπρεπε να είχε υπολογιστεί με βάση το ανώτερο ποσό που προνοείτο από το Νόμο 52(Ι)/94.
Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών κατέληξε ότι η απαίτηση των εφεσειόντων δεν ευσταθούσε και απέρριψε τις αιτήσεις. Έκρινε ότι η θέση των εφεσειόντων ότι η προειδοποίηση που όφειλε να τους δώσει ο εργοδότης έπρεπε να δοθεί σε τέτοιο χρόνο εντός του 1994, ούτως ώστε να λήγει εντός του 1995, με αποτέλεσμα ο υπολογισμός της πληρωμής τους από το Ταμείο να γίνει με βάση το Νόμο 52(Ι)/94 δεν υποστηριζόταν από μαρτυρία. Αντίθετα, με βάση την ενώπιόν του μαρτυρία, δέκτηκε ότι η ημερομηνία λήξης της απασχόλησής τους ήταν η ημερομηνία διακοπής της λειτουργίας του ξενοδοχείου. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν την ακριβή ημερομηνία λήξης της απασχόλησής τους, ενώ το μόνο αδιαμφισβήτητο σταθερό γεγονός ήταν η πραγματική διακοπή λειτουργίας του ξενοδοχείου και η κατά συνέπεια διακοπή της απασχόλησής τους, που έγινε στις 19.11.1994.
Οι εφεσείοντες προβάλλουν το επιχείρημα ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι αιτιολογημένη, αφού παραλείπει να προβεί σε αναφορά ή αξιολόγηση της κατάθεσης δύο μαρτύρων που κατάθεσαν υπέρ των εφεσειόντων. Όμως, στο περίγραμμα αγόρευσής τους δεν προβαίνουν σε οποιανδήποτε ανάλυση του πιο πάνω ισχυρισμού. Ούτε καν αναφέρονται τα ονόματα των δύο μαρτύρων των οποίων την κατάθεση επικαλούνται.
Οι δύο αυτοί μάρτυρες είναι προφανώς ο Δημήτρης Βασιλείου, κατά τον ουσιώδη χρόνο διευθύνων σύμβουλος της εργοδότριας εταιρείας και ο Δημήτρης Μιχαήλ, υπάλληλος της Συντεχνίας ΣΕΚ στον Κλάδο Ξενοδοχείων. Η μαρτυρία τους, που ας σημειωθεί προσήχθη από τους ίδιους τους εφεσείοντες, αναφέρει ότι η λειτουργία του ξενοδοχείου σταμάτησε στις 19.11.1994. Τα μέχρι τότε δεδουλευμένα ημερομίσθια και άλλα ωφελήματα καταβλήθηκαν στους αιτητές. Καμιά μαρτυρία δεν υποστηρίζει τον ισχυρισμό ότι η απασχόλησή τους τερματίστηκε το 1995. Πράγματι, κατ' αντίθεση προς την κείμενη νομοθεσία, δεν δόθηκε στους εφεσείοντες γραπτή προειδοποίηση. Την υποχρέωση αυτή φέρει ο εργοδότης. Στο νόμο δεν αναφέρεται οποιαδήποτε συνέπεια για την παράλειψη συμμόρφωσης προς την πρόνοια αυτή. Αναμφίβολα όμως η παράλειψη αυτή του εργοδότη δεν μεταθέτει την ημερομηνία τερματισμού απασχόλησης σε κάποια ημερομηνία εντός του 1995. Χαρακτηριστικά θα πρέπει να αναφερθεί ότι ούτε και οι εφεσείοντες ανέφεραν οποιαδήποτε ημερομηνία που οι ίδιοι θεωρούν ως ημερομηνία τερματισμού της απασχόλησής τους. Περιορίστηκαν στο γενικό και ουσιαστικά ατεκμηρίωτο ισχυρισμό, ότι η απασχόλησή τους τερματίστηκε σε κάποιο χρόνο μέσα στο 1995.
Το πρωτόδικο δικαστήριο βασίστηκε στα γεγονότα όπως εκτέθηκαν ενώπιόν του από τους μάρτυρες των εφεσειόντων, αλλά και στα παραδεκτά γεγονότα και τις δηλώσεις του δικηγόρου των εφεσειόντων πριν καταλήξει στο ορθό συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους.
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι το Εφετείο δεν μπορεί να υπεισέλθει στην αξιολόγηση των γεγονότων και στις σχετικές διαπιστώσεις του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών. Θεωρούμε το επιχείρημα ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη ως εντελώς αβάσιμο.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι παρόμοιος. Οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου βρίσκεται σε αντίθεση με τις διαπιστώσεις του. Ισχυρίζονται ότι το Δικαστήριο παραγνώρισε, παραβίασε ή παρερμήνευσε τις πρόνοιες του άρθρου 9(5) του Νόμου.
Βάση στο παραπόνο έδωσε το πράγματι εντελώς αχρείαστο σχόλιο του Δικαστηρίου ότι δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, ο εργοδότης, από τη στιγμή που ανέκυψε η διαφορά του με την Αρχιεπισκοπή, να προειδοποίησε προφορικά τους εφεσείοντες ότι μέχρι την 19.11.1994 θα διέκοπτε τη λειτουργία του ξενοδοχείου και θα τους απέλυε.
Οι εφεσείοντες θεωρούν ότι το Δικαστήριο εντελώς αυθαίρετα και κατά παράβαση της επιταγής του άρθρου 9(5) αναγνώριζε δικαίωμα στον εργοδότη να δώσει προφορική και όχι γραπτή προειδοποίηση στους εργοδοτούμενούς του.
Θα πρέπει να επαναλάβουμε ότι το Δικαστήριο κατέληξε στη διαπίστωση ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποσείσουν από τους ώμους τους το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών τους. Συνεπώς παραμένει ως αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο τερματισμός απασχόλησης των εφεσειόντων έγινε μέσα στο 1995. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά διαπιστώνει τη ρητή πρόνοια του Νόμου για παροχή από τον εργοδότη γραπτής προειδοποίησης. Όμως, όπως είπαμε και προηγουμένως, η παράλειψη συμμόρφωσης με την πρόνοια αυτή δεν αποδεικνύει ότι ο τερματισμός απασχόλησης των εφεσειόντων έγινε σε ημερομηνία που τους βολεύει. Εξάλλου οι ίδιοι οι εφεσείοντες αποδέχθηκαν τον τερματισμό της απασχόλησής τους και προσέφυγαν στο Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού, θεωρώντας ως ημερομηνία τερματισμού της απασχόλησής τους την 19.12.1994. Οι εφεσείοντες ακόμα θεώρησαν ότι είχαν ήδη απολυθεί από τις 19.12.1994 και από την επόμενη ημέρα ενεγράφησαν ως άνεργοι.
Το συγκεκριμένο απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης δεν συνιστά διαπίστωση επί των γεγονότων, ούτε και έχει οποιαδήποτε σημασία στην όλη αιτιολογία. Αποτελεί μια αχρείαστη, αβάσιμη σκέψη του Δικαστηρίου που σε τίποτε δεν εξυπηρετεί, αλλά και που καθόλου δεν επηρεάζει το αποτέλεσμα.
Δεν βρίσκουμε κανένα λόγο να επέμβουμε στην απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.