ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 1 ΑΑΔ 714
28 Μαΐου, 2002
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΙΟΥΛΙΑ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΕΝΙΖΗ,
Εφεσείουσα-Εναγόμενη Αρ. 1,
ν.
ΑΝΔΡΕΑ ΣΥΜΕΟΥ ΜΙΧΑΗΛ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΟΥ ΤΗΣ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΑ ΑΣΘΕΝΟΥΣ
ΕΛΕΝΗΣ ΜΙΧΑΗΛ ΔΑΜΙΑΝΟΥ Η ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΗΡΑΣ
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10459)
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Έφεση κατά των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε αγωγή για ακύρωση μεταβίβασης ακίνητης περιουσίας από διανοητικά ασθενή ― Απορρίφθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος επέμβασης στην κρίση του Δικαστηρίου.
Ο εφεσίβλητος-ενάγων, διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης Ελένης Μιχαήλ, ήγειρε αγωγή εναντίον της εφεσείουσας-εναγομένης 1 αξιώνοντας την ακύρωση της επ' ονόματί της μεταβίβασης της οικίας της Ελένης Μιχαήλ στο Στρόβολο, μεταξύ άλλων, επειδή η Ελένη Μιχαήλ δεν ήταν ικανή προς δικαιοπραξία όταν της μεταβίβαζε την πιο πάνω οικία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την ιατρική μαρτυρία των ιατρών του εφεσίβλητου-ενάγοντος σύμφωνα με την οποία η Ελένη Μιχαήλ έπασχε από γεροντική άνοια, ήταν κουφή και δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με κανένα και προέβηκε σε ακύρωση της μεταβίβασης και επανεγγραφή του κτήματος στο όνομα της Ελένης Μιχαήλ.
Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας. Συγκεκριμένα η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο:
α) Εσφαλμένα απέρριψε την ιατρική μαρτυρία του ιατρού της και αποδέχθηκε τη μαρτυρία των ιατρών του εφεσίβλητου-ενάγοντος, ως προς τη διανοητική κατάσταση της Ελένης Μιχαήλ, και
β) Εσφαλμένα απέρριψε τη μαρτυρία του πιστοποιούντος υπαλλήλου που πιστοποίησε την υπογραφή της Ελένης Μιχαήλ στα σχετικά έγγραφα, ως αποτέλεσμα των οποίων ήταν η μεταβίβαση της οικίας στο όνομα της εφεσείουσας.
Αποφασίστηκε ότι:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία και κατέληξε στα ορθά ευρήματα και συμπεράσματα και ως εκ τούτου δεν παρέχεται πεδίο για επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.
Έφεση.
Έφεση από την εναγόμενη αρ. 1 κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 21/1/99 (Αρ. Αγωγής 878/95) με την οποία αποδέχθηκε τους ισχυρισμούς του ενάγοντα ως προς τη διανοητική ικανότητα της αποβιώσασας Ελένης Μιχαήλ και ακύρωσε τη μεταβίβαση της οικίας της στην εναγόμενη, δυνάμει δωρεάς, στις 6/7/94.
Α. Μάγος, για την Εφεσείουσα-Εναγόμενη 1.
Α. Πετουφάς, για τον Εφεσίβλητο-Ενάγοντα.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Το ζεύγος Κώστα και Ελένης Μιχαήλ Ερωτοκρίτου (που πιο κάτω θα αποκαλείται ως Ελένη Μιχαήλ) ζούσε σε σπίτι στην οδό Κοραή στο Στρόβολο, που ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα της Ελένης Ερωτοκρίτου. Στις 31/3/92 ο Κώστας Ερωτοκρίτου σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα στη Λ. Αθαλάσσας στο Στρόβολο. Η Ελένη Μιχαήλ μετακινήθηκε στις 8/4/92 στο γηροκομείο ΟΑΣΗ στον Άγιο Δομέτιο. Στις 6/7/94 η Ελένη Μιχαήλ μεταβίβασε το σπίτι της στην Ιουλία Τενίζη δυνάμει δωρεάς. Στις 26/1/95 ο Ανδρέας Συμεού Μιχαήλ διορίσθηκε ως διαχειριστής της περιουσίας της διανοητικά ασθενούς Ελένης Μιχαήλ και με την υπ' αρ. 878/95 αγωγή που καταχωρήθηκε την 1/2/95 ζήτησε την ακύρωση της πιο πάνω μεταβίβασης μεταξύ άλλων επειδή η Ελένη Μιχαήλ δεν ήταν ικανή προς δικαιοπραξία, που αποτελεί και το μόνο θέμα στο οποίο αναφέρονται οι λόγοι έφεσης.
(α) Οι εκδοχές των δύο πλευρών και η πρωτόδικη απόφαση
Η εφεσείουσα κατέθεσε ότι γνώριζε την Ελένη Μιχαήλ και το σύζυγο της από το 1973 όταν αρραβωνιάστηκε. Ήταν γείτονες και ανέπτυξαν φιλικές σχέσεις. Τους θεωρούσε σαν παππού και γιαγιά και τους βοηθούσε με διάφορους τρόπους. Οι φιλικές της σχέσεις με το ζεύγος συνεχίστηκαν ακόμα και όταν η εφεσείουσα μετακινήθηκε σε άλλη περιοχή και ακόμα όταν χώρισε από τον άνδρα της. Ήταν η μόνη που έβλεπε το ζεύγος, που εξέφρασε την επιθυμία να της μεταβιβάσουν το κτήμα πάνω στο οποίο βρισκόταν το σπίτι. Όταν πέθανε ο σύζυγος της Ελένης και η τελευταία μετακινήθηκε σε γηροκομείο, η εφεσείουσα την επισκεπτόταν και την έπαιρνε μαζί της σε διάφορα προσκυνήματα και σε επισκέψεις σε διάφορα φιλικά πρόσωπα. Μεταξύ των φιλικών προσώπων που επισκέπτονταν ήταν και το ζεύγος Παπαναστασίου που διέμενε στο Μιτσερό. Σε μια επίσκεψη τους στο πιο πάνω ζεύγος στο Μιτσερό, η Ελένη εκδήλωσε την επιθυμία της να μεταβιβάσει το σπίτι της στην εφεσείουσα. Κατόπιν τούτου η εφεσείουσα επισκέφθηκε μαζί με τον Παπαναστασίου ένα δικηγόρο που τους ετοίμασε μια Δήλωση πρόθεσης μεταβίβασης της περιουσίας λόγω του ότι η Ιουλία δεν ήταν συγγενής της, και ένα πληρεξούσιο για το διορισμό του Παπαναστασίου ως αντιπροσώπου της για τη μεταβίβαση της οικίας. Ακολούθως επισκέφθηκαν το Δρα Τάκη Ευδόκα. Μετά τη διαπίστωση του τελευταίου ότι η Ελένη Μιχαήλ είχε σώας τας φρένας, η τελευταία υπέγραψε ενώπιον του πιστοποιούντος υπαλλήλου Μιχαήλ Κολοκοτρώνη τα σχετικά έγγραφα, ως αποτέλεσμα των οποίων ήταν η μεταβίβαση της οικίας στο όνομα της εφεσείουσας.
Η εκδοχή του διαχειριστή της περιουσίας της Ελένης Μιχαήλ ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη. Σύμφωνα με την ιατρική μαρτυρία που παρουσιάσθηκε η Ελένη Μιχαήλ έπασχε από γεροντική άνοια, ήταν κουφή και δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με κανένα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αποδέχθηκε τους ισχυρισμούς του διαχειριστή της περιουσίας της Ελένης Μιχαήλ ως προς τη διανοητική της ικανότητα, προέβηκε στην ακύρωση της μεταβίβασης και επανεγραφή του κτήματος στο όνομα της Ελένης Μιχαήλ.
Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε λανθασμένη αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας. Πιο συγκεκριμένα η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο,
(i) Εσφαλμένα απέρριψε τη μαρτυρία του Δρος Τάκη Ευδόκα και αποδέχθηκε τη μαρτυρία των γιατρών του εφεσιβλήτου Ιακωβίδη, Διογένους και Μικελλίδη, και
(ii) Εσφαλμένα απέρριψε τη μαρτυρία του μάρτυρος Μιχαήλ Κολοκοτρώνη που πιστοποίησε την υπογραφή της Ελένης Ερωτοκρίτου.
(β) Η απόρριψη της μαρτυρίας του Δρα Τάκη Ευδόκα και η αποδοχή της μαρτυρίας των γιατρών Ιακωβίδη, Διογένους και Μικελλίδη
Αναφορικά με τη διανοητική κατάσταση της Ελένης Μιχαήλ κατέθεσε εκ μέρους της εφεσείουσας ο Δρ. Τάκης Ευδόκας και εκ μέρους του διαχειριστή της περιουσίας της οι γιατροί Ιακωβίδης, Διογένους και Μικελλίδης.
Ο Δρ. Ευδόκας, Νευρολόγος-Ψυχίατρος, εξέτασε την Ελένη Μιχαήλ στις 9/6/94 και στις 28/6/94 στο γραφείο του όπου την οδήγησε η Ιουλία Τενίζη. Επειδή η Ελένη Μιχαήλ ήταν κουφή, ο Δρ. Ευδόκας υπέβαλλε τις ερωτήσεις του μέσω της Ιουλίας Τενίζη, που με τα χείλη μετέφερε την ερώτηση στην Ελένη Μιχαήλ. Η τελευταία απαντούσε δυνατά και ο γιατρός άκουε την απάντηση της. Με αυτή τη διαδικασία ο Δρ. Ευδόκας κατέθεσε ότι από την πρώτη συνάντηση, διαπίστωσε ότι η Ελένη Μιχαήλ γνώριζε πότε πέθανε ο άντρας της, πόσα πρόσωπα είχαν πάει στην κηδεία του, διάφορες λεπτομέρειες από τη ζωή του, όπως επίσης και ότι η ίδια ήταν ιδιοκτήτρια του οικοπέδου πάνω στο οποίο βρισκόταν το σπίτι της και ότι είχε ένα άλλο οικόπεδο στη Δευτερά. Από τη δεύτερη συνάντηση τους στις 28/6/94 ο Δρ. Ευδόκας διαπίστωσε ότι η Ελένη Μιχαήλ γνώριζε ότι όταν την είδε ήταν καλοκαίρι (χωρίς να μπορεί όμως να προσδιορίσει το μήνα), πόσων χρονών ήταν, την ημερομηνία του γάμου της και ποιά ήταν η Ιουλία Αλέκου (Τενίζη). Όταν την ρώτησε γιατί ήθελε να δώσει το σπίτι της στην Ιουλίου Αλέκου του απάντησε "εμένα είναι σαν κόρη μου. Τόσα χρόνια με εξυπηρετεί και θέλω να της το δώσω". Ακολούθως αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ψυχική της αντίδραση ήταν καθόλα φυσιολογική, της ανέφερε μέσω της Ιουλίας Τενίζη ότι με την υπογραφή του πληρεξούσιου εγγράφου δώριζε το σπίτι της σε μια γυναίκα που δεν ήταν συγγενής της, του απάντησε "ναι το ξέρω, αυτή η κοπέλα είναι παραπάνω από κόρη μου". Ακολούθως η Ελένη Μιχαήλ υπέγραψε τα έγγραφα. Σύμφωνα με το Δρα Ευδόκα η Ελένη Μιχαήλ δεν έπαιρνε φάρμακα ούτε εξετάστηκε προηγουμένως από οποιοδήποτε γιατρό και ο ίδιος δεν το θεώρησε καλό να της δώσει οποιαδήποτε φάρμακα.
Ο Δρ. Ρένος Ιακωβίδης, Ειδικός Παθολόγος, εξέτασε την Ελένη Μιχαήλ για πρώτη φορά στο γηροκομείο στις αρχές Απριλίου του 1992 και συνέχισε να την βλέπει για τέσσερα χρόνια μέχρι το 1996, δύο φορές το μήνα. Μετρούσε την πίεση και το σφυγμό. Η επικοινωνία μαζί της ήταν αδύνατη και δεν μπορούσε να πάρει απαντήσεις σε ερωτήσεις που της υπέβαλλε. Όταν τον έβλεπε τον αναγνώριζε αλλά από τις αντιδράσεις της έπρεπε να τον άκουε. Διαπίστωσε ότι υπέφερε από γεροντική άνοια, που είναι φυσιολογική φθορά του οργανισμού που ανάγεται κυρίως στην ειδικότητα της παθολογίας και μετά της νευρολογίας. Ο μάρτυς συμπλήρωσε ότι ένα πρόσωπο που πάσχει από γεροντική άνοια δεν μπορεί να προβαίνει σε ενσυνείδητες σοβαρές πράξεις.
Ο Δρ. Ανδρέας Διογένους, που ήταν και αυτός Ειδικός Παθολόγος, γνώρισε την Ελένη όταν αυτή εισάχθηκε στο γηροκομείο το 1992 και την έβλεπε καθημερινά όταν πήγαινε για να επισκεφθεί τον αδελφό του που ήταν τρόφιμος του Ιδρύματος, μέχρι το 1994. Ο μάρτυς δεν εξέτασε την Ελένη ιατρικά αλλά ερχόταν σε επαφή μαζί της, όπως και με τους άλλους τροφίμους, αφιλοκερδώς. Η Ελένη δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί του και με κανένα. Επικοινωνούσε με νοήματα και ασυνάρτητα και η κατάσταση της παρέμενε η ίδια από το 1992. Ο μάρτυς πρόσθεσε ότι χωρίς να είναι ψυχίατρος θα μπορούσε να πει από τους χιλιάδες ασθενείς που έχει δει ότι η όλη συμπεριφορά της ήταν ψυχωτική.
Ο Γιάγκος Μικελλίδης που είναι Ειδικός Ψυχίατρος, εξέτασε την Ελένη μια φορά στις 20/2/98, δηλαδή τέσσερα χρόνια μετά τον ουσιώδη χρόνο της μεταβίβασης. Από την πιο πάνω εξέταση ο μάρτυς διαπίστωσε ότι η Ελένη ήταν κουφή και έπασχε από σχιζοφρένεια που οφειλόταν σε πρώιμη άνοια, με αποτέλεσμα να ζει στο δικό της κόσμο και να μην έχει καμιά σχέση με το περιβάλλον. Η ίδια δεχόταν οπτικά και ακουστικά μηνύματα, αλλά τα παρερμήνευε σύμφωνα με το δικό της κωδικό σύστημα. Η κατάσταση αυτή έχει μια διάρκεια 35-40 χρόνων. Ο μάρτυς κατά τη διάρκεια της περαιτέρω κύριας εξέτασης του ανέφερε ότι η περίοδος των 35-40 χρόνων μπορούσε να ήταν και 25 χρόνια. Αργότερα σε άλλη υποβολή ότι αν την εξέταζε ένας άλλος ψυχίατρος πριν από πέντε χρόνια, ο ψυχίατρος αυτός θα έπρεπε να ήταν σε καλύτερη θέση από το μάρτυρα να εκφέρει άποψη ως προς την κατάσταση της, ο Δρ. Μικελλίδης απάντησε "θα έπρεπε".
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία των τριών γιατρών που κλήθηκαν από τον εφεσίβλητο σαν πλέον αξιόπιστη και επιστημονικά τεκμηριωμένη και απέρριψε την εκδοχή του Δρα Ευδόκα. Η απόρριψη της μαρτυρίας του Δρα Ευδόκα οφειλόταν στο ότι "αφού πίστευε ότι το πρόβλημα δεν ήταν ψυχιατρικό αλλά πρόβλημα επικοινωνίας λόγω κωφότητας, είναι απορίας άξιον γιατί δέχθηκε να υποβάλει την Ελένη για έλεγχο της πνευματικής της κατάστασης μέσον προσώπου που δεν ήταν ειδική να συνεννοείται με κουφούς και μάλιστα μέσον του προσώπου που γνώριζε ότι είχε συμφέρον από την έκβαση της εξέτασης". Επιπρόσθετα το Δικαστήριο σημείωσε ότι υπήρχε μια σοβαρή αντίφαση μεταξύ του Δρα Ευδόκα και της εφεσείουσας, που επηρέαζε την αποδοχή της εκδοχής της εφεσείουσας. Το Δικαστήριο αφού ανέφερε ότι ο Δρ. Ευδόκας είχε πει στη μαρτυρία του ότι οι απαντήσεις της Ελένης Μιχαήλ προέρχονταν από την ίδια την Ελένη Μιχαήλ και όχι μέσω της Ιουλίας, σημείωσε τα ακόλουθα: "Η Ιουλία όμως αντεξεταζόμενη είπε ότι οι απαντήσεις έρχονταν με τη δική της βοήθεια. Υπάρχει σ' αυτό το σημείο και μια άλλη αντίφαση μεταξύ γιατρού και Ιουλίας. Ο πρώτος είπε ότι άκουε ο ίδιος την απάντηση της Ελένης. Η Ιουλία είπε ότι η Ελένη έδειχνε με τα χέρια της τι ήθελε να πει και ο γιατρός σαν ειδικός έβγαζε τα συμπεράσματα του".
Έχουμε εξετάσει την εισήγηση της εφεσείουσας και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού προέβηκε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που είχε παρουσιασθεί, αποδέχθηκε τη μαρτυρία των τριών ιατρών που κατέθεσαν εκ μέρους του εφεσιβλήτου, αφού βρήκε ότι η μαρτυρία τους ήταν αξιόπιστη και επιστημονικά τεκμηριωμένη. Στη σχετική απόφαση σημειώνεται ότι η μαρτυρία των ιατρών Ιακωβίδη και Διογένους γινόταν δεχτή με την επιφύλαξη ότι δεν ήταν Ειδικοί Ψυχίατροι. Όμως η μαρτυρία τους συνήδε με τη μαρτυρία του Δρα Μικελλίδη που ήταν Ειδικός Ψυχίατρος.
Έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας ότι άνκαι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά τα πρώτα στάδια της κατάθεσης του Δρα Ρένου Ιακωβίδη είχε σημειώσει ότι θα αποφάσιζε στο τέλος της διαδικασίας αν ο πιο πάνω μάρτυς ήταν σε θέση να καταθέσει από επιστημονικής άποψης, εντούτοις το Δικαστήριο παρέλειψε στην απόφαση του να προβεί σε σχετικό εύρημα. Η εισήγηση αυτή δεν μπορεί να επηρεάσει την εγκυρότητα της διαδικασίας. Και τούτο γιατί άνκαι στην απόφαση δεν υπάρχει ρητή αναφορά αν η μαρτυρία του πιο πάνω μάρτυρος θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από επιστημονικής άποψης, εντούτοις από την αξιολόγηση της μαρτυρίας και την αποδοχή της μαρτυρίας του, εξάγεται το συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποδεχθεί τη μαρτυρία του με την επιφύλαξη ότι δεν ήταν Ειδικός Ψυχίατρος.
Συνακόλουθα η εισήγηση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε λανθασμένη εκτίμηση της μαρτυρίας και σε εσφαλμένη καθοδήγηση ως προς τα ευρήματα αξιοπιστίας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
(γ) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη μαρτυρία του Μιχαήλ Κολοκοτρώνη (ΜΥ 2) που πιστοποίησε την υπογραφή της Ελένης Μιχαήλ
Σύμφωνα με την εκδοχή της εφεσείουσας το Τεκμήριο 7 (Έκφραση της πρόθεσης της Ελένης Μιχαήλ να μεταβιβάσει το σπίτι της στην εφεσείουσα) και το Τεκμήριο 8 (πληρεξούσιο από την Ελένη Μιχαήλ στον Παπαναστασίου για να μεταβιβάσει το σπίτι στην εφεσείουσα), υπογράφτηκαν από την Ελένη Μιχαήλ ενώπιον του πιστοποιούντος υπαλλήλου Μιχαήλ Κολοκοτρώνη (ΜΥ 2). Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αποφάνθηκε ότι η Ελένη Μιχαήλ δεν μπορούσε να αντιληφθεί τι υπέγραφε λόγω της διανοητικής της κατάστασης, προχώρησε να σημειώσει ότι το περιεχόμενο των εγγράφων δεν εξηγήθηκε στην Ελένη Μιχαήλ προτού υπογράψει. Και τούτο γιατί ο πιστοποιών υπάλληλος Μιχαήλ Κολοκοτρώνης ανέφερε ότι το περιεχόμενο των εγγράφων εξηγήθηκε σε αυτή από το Δρα Ευδόκα, ενώ ο Δρ. Ευδόκας κατέθεσε ότι η εξήγηση δόθηκε από το Μιχαήλ Κολοκοτρώνη.
Έχουμε ήδη καταλήξει σε συμπέρασμα ότι η Ελένη Μιχαήλ δεν είχε τη διανοητική ικανότητα να αντιλαμβάνεται τα επακόλουθα των πράξεων της και έτσι η επεξήγηση από τον πιστοποιούντα υπάλληλο καθίσταται χωρίς σημασία. Ούτε όμως και επί του προκειμένου διαπιστώνουμε λάθος στην πρωτόδικη απόφαση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.