ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 1 ΑΑΔ 211

15 Φεβρουαρίου, 2002

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΕΤΡΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

ΝΙΚΟΥ ΛΟΪΖΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10939)

 

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Επιμερισμός ευθύνης ― Αυτοκίνητο κτύπησε πεζό που διασταύρωνε σε ώρα αιχμής πολυσύχναστη λεωφόρο, από δεξιά προς αριστερά σε σχέση με την πορεία του αυτοκινήτου ― Απόδοση ίσης ευθύνης για την πρόκληση του ατυχήματος ― Εσφαλμένη εκτίμηση αναφορικά με θέματα αξιοπιστίας και κατάληξη σε εύρημα που δεν υποστηρίζετο από την προσαχθείσα μαρτυρία ― Διατάχθηκε επανεκδίκαση.

Στις 3.3.1995, ο εφεσείων, ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητό του κατά μήκος της λεωφόρου Λεμεσού με κατεύθυνση προς το κέντρο της Λευκωσίας κτύπησε τον εφεσίβλητο ο οποίος επιχείρησε να διασταυρώσει από τη δεξιά πλευρά προς την αριστερή σε σχέση με την πορεία του εφεσείοντος.  Κάλυψε τις δύο λωρίδες οι οποίες είναι για κίνηση προς τη Λεμεσό, πέρασε τη διαχωριστική νησίδα, κάλυψε την εξωτερική λωρίδα της αντίθετης κατεύθυνσης, αλλά δεν κατόρθωσε να διασχίσει την τελευταία λωρίδα αφού, περίπου ένα μέτρο μέσα, κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο του εφεσείοντος.  Στο χώρο του ατυχήματος υπήρχε διάβαση πεζών, ελεγχόμενη με φώτα τροχαίας.  Η τροχαία κίνηση ήταν πυκνή και το αυτοκίνητο του εφεσείοντος είχε ταχύτητα 40 χ.α.ω.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντος ότι το σημείο σύγκρουσης ήταν έξω από τη διάβαση πεζών, γιατί ο εφεσίβλητος θα έπρεπε, συμπέρανε το Δικαστήριο, να διασταύρωνε τρέχοντας διαγώνια, πράγμα που, κατά το Δικαστήριο, αντιστρατευόταν την κοινή λογική. Το Δικαστήριο απέρριψε και την μαρτυρία του εφεσείοντος ότι εφάρμοσε τα φρένα του αυτοκινήτου του και ότι κινήθηκε αριστερότερα για να αποφύγει τον πεζό.  Το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων επέδειξε αμέλεια ο δε εφεσίβλητος συντρέχουσα αμέλεια.  Καταμέρισε την ευθύνη εξίσου.

Με την έφεση αμφισβητείται: (1) το υπόβαθρο της πρωτόδικης απόφασης πως η μαρτυρία του εφεσείοντος ήταν αναξιόπιστη, (2) η ορθότητα του ευρήματος ότι ο εφεσείων παρέλειψε να φρενάρει και (3) ο καταμερισμός της ευθύνης.

Αποφασίστηκε ότι:

Δεν υπήρχε έρεισμα για το συμπέρασμα ότι αν το σημείο σύγκρουσης ήταν έξω από τη διάβαση ο εφεσίβλητος θα έπρεπε να διασταύρωνε διαγώνια.  Ούτε μπορεί να υποτεθεί ότι όταν οι πεζοί διασταυρώνουν δρόμους με ουρές αυτοκινήτων προχωρούν απαρεγκλίτως κάθετα και ποτέ διαγώνια ή πως με τέτοιες ουρές, δεν διασταυρώνει κανείς τρέχοντας.  Οι εξηγήσεις που το Δικαστήριο έδωσε για την άποψη που σχημάτισε για τον εφεσείοντα δεν ευσταθούν.  Επίσης δεν υπήρχε μαρτυρία που να δικαιολογούσε το εύρημα ότι προ του κινδύνου ο εφεσείων παρέλειψε να φρενάρει.  Όλα τα ανωτέρω οδηγούν το οικοδόμημα της πρωτόδικης απόφασης σε κατάρρευση.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα. Διατάχθηκε επανεκδίκαση από άλλο δικαστή για το θέμα ευθύνης.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 22/9/00 (Αρ.�Αγωγής 7308/95) με την οποία κατέληξε ότι αυτός επέδειξε αμέλεια, ο δε ενάγων συντρέχουσα αμέλεια για το τροχαίο ατύχημα το οποίο επεσυνέβη το πρωΐ της 3ης Μαρτίου 1995 κατά μήκος της λεωφόρου Λεμεσού με κατεύθυνση προς τη Λευκωσία.

Χρ. Θεοδώρου για Λ. Παπαφιλίππου, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Χάσικος με Α. Αθανασιάδου για Μ. Κυπριανού, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Στις 3 Μαρτίου 1995, ενωρίς το πρωΐ, ο εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητό του κατά μήκος της λεωφόρου Λεμεσού με κατεύθυνση προς το κέντρο της Λευκωσίας και πλησίαζε σημείο, παρά τη Σχολή Μελκονιάν, όπου υπήρχε διάβαση πεζών, ελεγχόμενη με φώτα τροχαίας. Ο εφεσίβλητος, που βρισκόταν στην απέναντι πλευρά, επιχείρησε να διασταυρώσει από τη δεξιά πλευρά προς την αριστερή σε σχέση με την πορεία του εφεσείοντος.  Κάλυψε τις δύο λωρίδες οι οποίες είναι για την κίνηση προς τη Λεμεσό, πέρασε τη διαχωριστική νησίδα, πλάτους σχεδόν τεσσάρων μέτρων, προχώρησε και κάλυψε την εξωτερική λωρίδα της αντίθετης κατεύθυνσης αλλά δεν κατόρθωσε να διασχίσει την τελευταία λωρίδα αφού, περίπου ένα μέτρο μέσα, είτε κτυπήθηκε από το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου του εφεσείοντος είτε προσέκρουσε στο αριστερό του πλευρό.  Αναφορικά με τις περιστάσεις υπό τις οποίες συνέβηκε το ατύχημα προβλήθηκαν διαφορετικές εκδοχές οι οποίες στηρίχθηκαν στη μαρτυρία, αντιστοίχως, του εφεσείοντος και του εφεσίβλητου.  Προτού αναφερθούμε σ΄ αυτές σημειώνουμε ότι, πριν από την ακρόαση στην αγωγή του εφεσιβλήτου εναντίον του εφεσείοντος, συμφωνήθηκε η ειδική ζημία και ότι οι γενικές αποζημιώσεις, τις οποίες το Δικαστήριο καθόρισε, δεν αμφισβητήθηκαν με την έφεση η οποία επομένως αφορά μόνο το θέμα της ευθύνης.

Η εκδοχή του εφεσίβλητου ήταν η εξής.  Κατέβηκε από λεωφορείο στη στάση έξω από τη Σχολή Μελκονιάν.  Στο σημείο της νησίδας όπου βρίσκεται η διάβαση πεζών κοίταξε στα δεξιά για την κίνηση προς Λεμεσό και διαπίστωσε πως δεν έρχονταν οχήματα.  Διέσχισε εκείνη την πλευρά της λεωφόρου και βγήκε στη νησίδα όπου περίμενε για μεγάλο χρονικό διάστημα διότι η κίνηση προς Λευκωσία ήταν πυκνή.  Τα φώτα τροχαίας έδειχναν διαρκώς πράσινο και δεν γνώριζε πως διέθεταν για τους πεζούς κουμπί για την αλλαγή χρώματος. Εν τέλει, αυτοκίνητο στην έξω λωρίδα - την πλησιέστερη προς αυτόν - σταμάτησε και του "ένεψε" να περάσει.  Είδε συνάμα το αυτοκίνητο του εφεσείοντος να κινείται με μικρή ταχύτητα, 20-25 μέτρα πιο πίσω, στην ίδια λωρίδα. Παρατήρησε ότι ο οδηγός κοίταξε στο καθρεφτάκι του αυτοκινήτου του και πήρε την εσωτερική λωρίδα. Υπολόγισε ωστόσο ότι ο οδηγός θα τον έβλεπε και θα σταματούσε για να μπορέσει ο ίδιος να συμπληρώσει τη διασταύρωση.  Γι' αυτό προχώρησε.  Κινήθηκε βιαστικά χωρίς να τρέχει.  Το αυτοκίνητο όμως του εφεσείοντος δεν σταμάτησε.  Συνέχισε την πορεία του και, όταν ο ίδιος έφτασε στη μέση του δρόμου, κτυπήθηκε στο πόδι οπότε έγειρε στο καπώ και αμέσως έπεσε ανάσκελα στο δρόμο.  Δεν αντιλήφθηκε ποιό μέρος του αυτοκινήτου τον κτύπησε αλλά εξήγησε ότι ενόψει του σημείου επαφής στο πόδι του, δεν θα μπορούσε να είχε προσκρούσει στη δεξιά μπροστινή πλευρά του αυτοκινήτου, όπως ισχυριζόταν ο εφεσείων.

Συνοψίζουμε εν συνεχεία τις περιστάσεις του συμβάντος κατά την εκδοχή του εφεσείοντος. Κρατούσε εξ αρχής την εσωτερική λωρίδα και προχωρούσε στην ουρά με ταχύτητα 40 χ.α.ω.  Πυκνή κίνηση υπήρχε και στην εξωτερική λωρίδα.  Δεν είχε σταματήσει αυτοκίνητο  στην εξωτερική  λωρίδα για να διασταυρώσει ο πεζός. Είδε τον πεζό από απόσταση 3-5 μέτρα στην εξωτερική λωρίδα, να τρέχει για να διασταυρώσει διαμέσου των κινούμενων αυτοκινήτων.  Δεν μπορούσε να τον δει πιο πριν λόγω των αυτοκινήτων στα δεξιά.  Πάτησε φρένα και σταμάτησε αλλά ο πεζός προχώρησε και κτύπησε στο δεξιό μπροστινό φτερό.

Οι εμπλεκόμενοι υπέδειξαν στον αστυνομικό εξεταστή της υπόθεσης το σημείο της σύγκρουσης: ο εφεσείων την ίδια ημέρα ενώ ο εφεσίβλητος, λόγω του τραυματισμού του, ένα μήνα αργότερα.  Το τοποθέτησαν και οι δύο στην εσωτερική λωρίδα, σε απόσταση ο πρώτος 90 εκ. και ο δεύτερος 80 εκ. από την άκρη της εξωτερικής λωρίδας. Δεν υπήρχε, σε αυτή τη διάσταση, ουσιώδης διαφορά.  Αλλά υπήρχε και μια άλλη διάσταση.  Κατά τον πρώτο, το σημείο ήταν έξω από τη διάβαση πεζών  ενώ κατά τον δεύτερο ήταν εντός.  Όμως η κατά μήκος απόσταση μεταξύ των δύο υποδειχθέντων σημείων δεν διερευνήθηκε και παρέμεινε  άγνωστη.  Ας σημειωθεί ότι το σχέδιο, που ετοίμασε ο εξεταστής και που κατατέθηκε στο Δικαστήριο, δεν ήταν επί κλίμακος.

Το Δικαστήριο σχημάτισε καλή εντύπωση για τον εφεσίβλητο και θεώρησε αξιόπιστη τη μαρτυρία του.  Εξήγησε ότι ο εφεσίβλητος απαντούσε "με φυσικότητα, αυθόρμητα και χωρίς υπεκφυγές" και ότι "δεν δίσταζε να απαντήσει στις ερωτήσεις που τον έθεταν σε δυσμενή θέση όπως π.χ. κατά πόσο πάτησε ή όχι το κουμπί για να ενεργοποιηθεί το σύστημα διάβασης πεζών ή γιατί άρχισε να διασταυρώνει ενώ είδε τον εναγόμενο να έρχεται". 

Για τον εφεσείοντα σχηματίστηκε η εντύπωση ότι αυτός "δεν έλεγε όλη την αλήθεια".  Το Δικαστήριο έδωσε δύο λόγους.  Ο πρώτος ήταν ότι αν γινόταν δεκτή η δική του μαρτυρία για το σημείο σύγκρουσης - το οποίο είχε τοποθετήσει έξω από τη διάβαση - ο εφεσίβλητος θα πρέπει, συμπέρανε το Δικαστήριο, να διασταύρωνε τρέχοντας διαγώνια, πράγμα που, κατά το Δικαστήριο, αντιστρατευόταν την κοινή λογική.  Θεώρησε δηλαδή παράδοξο, "πεζός που θέλει να διασταυρώσει και τις δύο λωρίδες κυκλοφορίας στις οποίες κινούνται ουρές αυτοκινήτων, να διασταυρώνει τρέχοντας διαγώνια και όχι κάθετα".  Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι, κατά το Δικαστήριο, δεν μπορεί να υπήρχαν και στις δύο λωρίδες ουρές αυτοκινήτων που κινούνταν και μολοντούτο ο εφεσίβλητος να διασταύρωνε τρέχοντας.  Ανέφερε επομένως ότι:

"Τα πιο πάνω δημιουργούν αναπόφευκτα πολλά ερωτηματικά και αμφιβολίες στο Δικαστήριο αναφορικά με την αξιοπιστία του εναγομένου και θεωρώ ότι δεν θα ήταν ασφαλές υπόβαθρο να στηριχθώ πάνω στη μαρτυρία του.  Όπου η μαρτυρία του έρχεται σε αντίθεση με αυτή του ενάγοντα, θα προτιμήσω την εκδοχή του τελευταίου."

Με βάση την αποδεχθείσα εκδοχή του εφεσίβλητου και το επιπλέον εύρημα ότι ο εφεσείων "δεν εφάρμοσε τα φρένα του αυτοκινήτου του" ούτε κινήθηκε αριστερότερα για να αποφύγει τον πεζό, το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων επέδειξε αμέλεια, ο δε εφεσίβλητος συντρέχουσα αμέλεια.  Καταμέρισε την ευθύνη εξίσου.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται το υπόβαθρο της πρωτόδικης άποψης πως η μαρτυρία του εφεσείοντος ήταν αναξιόπιστη· με τον δεύτερο προσβάλλεται το εύρημα ότι ο εφεσείων παρέλειψε να φρενάρει· και με τρίτο λόγο έφεσης τίθεται προς εξέταση η πρωτόδικη κρίση ως προς τον καταμερισμό της ευθύνης ακόμα και στη βάση που το Δικαστήριο εξέτασε το θέμα αυτό.

Θεωρούμε τους πρώτους δύο λόγους δικαιολογημένους.  Ενόψει δε τούτου ο τρίτος παύει να έχει αντικείμενο.  Είναι νομίζουμε προφανές πως δεν υπήρχε καθόλου έρεισμα για το συμπέρασμα ότι αν το σημείο σύγκρουσης ήταν έξω από τη διάβαση ο εφεσίβλητος θα έπρεπε να διασταύρωνε διαγώνια, όταν μάλιστα δεν υπήρχε μαρτυρία αναφορικά με την απόσταση του σημείου από τη διάβαση - απόσταση που θα μπορούσε να ήταν τόσο μικρή ώστε να ήταν πρακτικά ασήμαντη - ακόμα και αν το εκλάμβανε κανείς ως δεδομένο ότι ο εφεσίβλητος είχε αρχίσει να διασταυρώνει από σημείο σε άλλη κάθετη ευθεία.  Ούτε νομίζουμε πως μπορεί να υποτεθεί, τόσο κατηγορηματικά μάλιστα, ότι όταν κινούνται αυτοκίνητα σε ουρές, οι πεζοί που διασταυρώνουν προχωρούν απαρεγκλίτως κάθετα και ποτέ διαγώνια ή πως, με τέτοιες ουρές, δεν διασταυρώνει ποτέ κανείς τρέχοντας.  Οι εξηγήσεις λοιπόν που το Δικαστήριο έδωσε για την άποψη που σχημάτισε για τον εφεσείοντα δεν μας φαίνεται να ευσταθούν.  Με αυτή την εξέλιξη, το όλο οικοδόμημα της πρωτόδικης απόφασης καταρρέει. Έπειτα, ως προς τον δεύτερο λόγο έφεσης, δεν υπήρχε μαρτυρία που να δικαιολογούσε το εύρημα ότι προ του κινδύνου ο εφεσείων παρέλειψε να φρενάρει.  Ο ίδιος είχε καταθέσει ότι φρέναρε, επί τούτου δεν αντεξετάστηκε και άλλη αντίθετη μαρτυρία δεν δόθηκε.  Από μόνο το ότι ο εφεσείων δεν μπόρεσε να σταματήσει πιο πριν για να αποφευχθεί το ατύχημα δεν μπορούσε να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι δεν φρέναρε, όπως εξάλλου δεν μπορούσε εν προκειμένω να εξαχθεί συμπέρασμα από το ότι οι τροχοί δεν άφησαν ίχνη τροχοπέδησης αφού δεν υπήρξε μαρτυρία για την όποια σημασία αυτής της πτυχής. 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Διατάσσεται η επανεκδίκαση από άλλο δικαστή για το θέμα ευθύνης.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Διατάσσεται επανεκδίκαση από άλλο δικαστή για το θέμα ευθύνης.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο