ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 1 ΑΑΔ 148

8 Φεβρουαρίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΣΙΜΟΣ ΣΙΟΚΟΥΡΟΥ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

ν.

ΗORWARTH P. KALOPETRIDES & CO.,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10924)

 

Συμβάσεις ― Παράνομος τερματισμός σύμβασης ― Επιδίκαση αποζημιώσεων για παράνομο τερματισμό σύμβασης επαγγελματικής συνεργασίας ― Επικυρώθηκε κατ' έφεση.

Μαρτυρία ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Έφεση κατά των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις οποίες κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας ― Απορρίφθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος επέμβασης στην κρίση του Δικαστηρίου.

Ο εφεσείων είναι εγγεγραμμένος λογιστής-ελεγκτής και έχει το γραφείο του στο Παραλίμνι.  Οι εφεσίβλητοι είναι επίσης ελεγκτικός οίκος.  Στην προσπάθειά τους να επεκτείνουν τις εργασίες τους και στο Παραλίμνι, οι εφεσίβλητοι συμφώνησαν να συνεργαστούν με τον εφεσείοντα για αμοιβαίο όφελος.  Η συνεργασία υπεγράφη σε τρεις διαδοχικές συμφωνίες. Ο εφεσείων διέκοψε τη συνεργασία γιατί οι εφεσίβλητοι πρόσφεραν, καθώς διατεινόταν πολύ χαμηλής ποιότητας υπηρεσίες και δεν ακολουθούσαν τα διεθνή πρότυπα στην ετοιμασία των λογιστικών και ελεγκτικών εργασιών.  Γι' αυτό και απέρριπτε οποιαδήποτε απαίτηση των εφεσιβλήτων για αποζημιώσεις από την εκ μέρους του διακοπή της συνεργασίας, που οι πρώτοι διεκδικούσαν από αυτόν.

Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αγωγή και εξασφάλισαν απόφαση εναντίον του εφεσείοντος για αποζημιώσεις ύψους £24.000, γιατί κρίθηκε πως ο εφεσείων τερμάτισε παράνομα τη σύμβαση συνεργασίας του με τους εφεσίβλητους.

Το ουσιαστικό εύρημα του Δικαστηρίου ήταν πως ο εφεσείων σκόπιμα τερμάτισε τη συμφωνία με τους εφεσίβλητους για να καρπούται μόνος του τα εισοδήματα από την πελατεία που ήδη αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια της συνεργασίας.

Με την έφεση του ο εφεσείων επιδιώκει την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης και την απαλλαγή του από οποιαδήποτε ευθύνη προς τους εφεσίβλητους.

Οι λόγοι έφεσης αφορούν (1) την αξιοπιστία των μαρτύρων και τη γενική αξιολόγηση της μαρτυρίας (2) τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι είναι η τρίτη συμφωνία που παραβιάσθηκε, ενώ στην έκθεση απαίτησης οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται πως είναι η δεύτερη συμφωνία που παραβιάσθηκε και (3) τις αποζημιώσεις.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η ανάλυση της προφορικής και γραπτής μαρτυρίας από το πρωτόδικο είναι εμπεριστατωμένη και δεν έχει τεκμηριωθεί λόγος για επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

2.  Στην έκθεση απαίτησης προβάλλεται και ο ισχυρισμός ότι η τρίτη συμφωνία είναι άκυρη, αλλά διαζευκτικά, αν κριθεί, πως είναι νομικά έγκυρη, τότε η παραβίασή της προήλθε από τον εφεσείοντα.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση τα δεδομένα της υπόθεσης, και λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πρώτες δύο συμφωνίες είχαν τροποποιηθεί σε διάστημα δύο ετών η μια από την άλλη, υπολόγισε σ' αυτό το χρονικό διάστημα τη διάρκεια της συμφωνίας για σκοπούς υπολογισμού της αποζημίωσης.  Η αριθμητική πράξη κατέληξε σε £1.000 το μήνα για δύο χρόνια = £24.000, ποσό που επιδικάσθηκε στους εφεσίβλητους ως αποζημίωση για τον παράνομο τερματισμό της σύμβασης από τον εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου που δόθηκε στις 18/9/00 (Αρ. Αγωγής 1166/95) με την οποία έγινε δεκτή η αξίωση των εναγόντων υπέρ των οποίων επιδικάστηκαν αποζημιώσεις £24.000,- επειδή κρίθηκε ότι ο εναγόμενος τερμάτισε παράνομα τη σύμβασή του με τους ενάγοντες.

Γ. Πιττάτζης, για τον Εφεσείοντα.

Μεν. Κυπριανού, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Χρ.Αρτεμίδης.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων-εναγόμενος είναι εγγεγραμμένος λογιστής-ελεγκτής, και το γραφείο του βρίσκεται στο Παραλίμνι. Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες είναι επίσης ελεγκτικός οίκος ενσωματωμένος στο διεθνή οίκο Horwarth, τον οποίο και εκπροσωπούν στην Κύπρο.  Οι εφεσίβλητοι στην προσπάθεια τους να επεκτείνουν τις εργασίες τους και στο Παραλίμνι έκαναν διαπραγματεύσεις με τον εφεσείοντα με σκοπό να συνεργαστούν για αμοιβαίο όφελος.  Αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων ήταν να υπογραφεί στις 26.6.91 συμφωνία βάσει της οποίας ο εφεσείων θα θωρείτο ως εργοδοτούμενος των εφεσιβλήτων με βασικό μισθό £300 το μήνα, για περίοδο 3 χρόνων, με ετήσιες αυξήσεις 10% για κάθε νέο πελάτη που ο ίδιος θα εισήγαγε.  Η συμφωνία πρόβλεπε πως από 1.10.94 ο εφεσείων θα γινόταν πλήρης συνεταίρος του οίκου των εφεσιβλήτων στο Παραλίμνι.  Αυτή ήταν η πρώτη συμφωνία, ακολούθησαν άλλες δύο υπό τις εξής περιστάσεις:  Ο εφεσείων ζήτησε αλλαγή της πιο πάνω συμφωνίας έτσι που να καταστεί ενωρίτερα συνεταίρος, δηλαδή από 1.10.94. Έγινε αποδεκτό από τους εφεσίβλητους.  Υπεγράφη δε νέα συμφωνία στις 10.4.93, βάσει της οποίας ο εφεσείων κατέστη resident manager/partner για τις εργασίες του ελεγκτικού οίκου στο Παραλίμνι.  Προβλεπόταν στη συμφωνία αυτή πως ο εφεσείων θα ήταν υπεύθυνος για ολόκληρη τη λογιστική εργασία των πελατών και θα εισέπραττε την ενδεδειγμένη αμοιβή.  Η ελεγκτική όμως εργασία θα γινόταν από τους εφεσίβλητους.  Στο οικονομικό της μέρος η συμφωνία διελάμβανε πως ο εφεσείων θα εγγυόταν ένα ελάχιστο ποσό αμοιβής στους εφεσίβλητους £1.000 μηνιαίως για το 1994, με αύξηση £100 το μήνα από το 1995 που θα αυξανόταν για κάθε επόμενο έτος μέχρις ότου φθάσει στις £2.000 το μήνα.  Όταν έγινε αυτή, η δεύτερη συμφωνία, ο αριθμός των πελατών στο Παραλίμνι ήταν 105.  Στο οικονομικό μέρος της συμφωνίας περιέχονταν και άλλες λεπτομέρειες σχετικά με τα μη εισπρασσόμενα χρέη, υποχρέωση του εφεσείοντα να αυξήσει την εργασία κατά 10% κ.λπ., στις οποίες δεν χρειάζεται να αναφερθούμε. 

Ο εφεσείων δεν ήταν, προφανώς, ικανοποιημένος και με τη δεύτερη συμφωνία και γι΄αυτό πρότεινε στους εφεσίβλητους την αλλαγή της, διαφορετικά, καθώς ρητά τους ανέφερε, θα τερμάτιζε τη συνεργασία.  Οι εφεσίβλητοι δέχθηκαν τον καταρτισμό νέας συμφωνίας, της τρίτης, στις 24.3.95, η οποία έγινε για απεριόριστο χρονικό διάστημα.  Με αυτή απαλείφθηκαν τα ελάχιστα ποσά είσπραξης που αναφέρονταν στη δεύτερη συμφωνία.

Ο μάρτυρας των εφεσιβλήτων κ.Καλοπετρίδης, εξηγώντας γιατί δέχθηκε την αλλαγή της συμφωνίας είπε πως ο αριθμός των πελατών είχε αυξηθεί σε 130, και λογικά αναμενόταν περαιτέρω σταδιακή αύξηση τους με αποτέλεσμα να υπερβούν τα ελάχιστα ποσά που αναφέρονταν στη δεύτερη συμφωνία.  Ανέφερε επίσης πως δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά μια και ο εφεσείων χειριζόταν τις υποθέσεις των πελατών από το γραφείο του στο Παραλίμνι, και ως εκ τούτου διακοπή της συνεργασίας θα σήμαινε την απώλεια από τον οίκο του των πελατών αυτών.

Μήτε η τρίτη συμφωνία λειτούργησε. Στις 5.6.95 ο εφεσείων ανακοίνωσε χωρίς περιστροφές στους εφεσίβλητους την πρόθεση του να διακόψει τη συνεργασία.  Ακολούθησε ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των διαδίκων.  Η πρώτη, ημερ. 15.6.95, από τους εφεσίβλητους.  Ο εφεσείων απάντησε την επόμενη μέρα και για πρώτη φορά ανέφερε πως διέκοπτε τη συνεργασία γιατί οι εφεσίβλητοι πρόσφεραν, καθώς διατεινόταν, πολύ χαμηλής ποιότητας υπηρεσίες και δεν ακολουθούσαν τα διεθνή πρότυπα στην ετοιμασία των λογιστικών και ελεγκτικών εργασιών. Γι' αυτό και απέρριπτε οποιαδήποτε απαίτηση των εφεσιβλήτων για αποζημιώσεις από την εκ μέρους του διακοπή της συνεργασίας, που οι πρώτοι πρόβαλαν με την αρχική επιστολή τους προς αυτόν.

Η αγωγή των εφεσιβλήτων καταχωρίστηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, που συνεδριάζει στη Λάρνακα, και δικάστηκε από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου ο οποίος και εξέδωσε την απόφαση του στις 18.9.00.  Με την απόφαση δικαιώνονται οι εφεσίβλητοι, υπέρ των οποίων και επιδικάστηκαν £24.000 αποζημιώσεις, γιατί κρίθηκε πως ο εφεσείων τερμάτισε παράνομα τη σύμβαση με τους εφεσίβλητους.  Στην έφεση που συζητήσαμε ο εφεσείων επιδιώκει την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης και την απαλλαγή του από οποιαδήποτε ευθύνη προς τους εφεσίβλητους.

Το υλικό της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου αποτελείτο από προφορική και γραπτή μαρτυρία.  Η προφορική μαρτυρία προήλθε από τον Π.Καλοπετρίδη - διευθύνοντα σύμβουλο του οίκου των εφεσιβλήτων, και τον ίδιο τον εφεσείοντα.  Κατατέθηκαν οι τρεις συμφωνίες, οι επιστολές που αντηλλάγησαν μετά από τερματισμό της τρίτης συμφωνίας, άλλα έγγραφα που αφορούσαν στην εξυπηρέτηση των πελατών, αποδείξεις για έξοδα, οικονομικές καταστάσεις και διάφορες επιστολές των πελατών. 

Στην απόφαση του, που καταλαμβάνει 45 σελίδες, ο Πρόεδρος εξετάζει πρώτα με πολλή επιμέλεια το αποδεικτικό υλικό με σκοπό να διακριβώσει τα πραγματικά γεγονότα, ενόψει των διισταμένων θέσεων που είχε ενώπιον του.  Στο κεφάλαιο αυτό δεν δέχθηκε ως απόλυτα ορθή τη μαρτυρία κανενός των διαδίκων.  Έκρινε όμως πως η μαρτυρία του Καλοπετρίδη, στο σύνολο της, ήταν πολύ πιο αξιόπιστη απ' αυτή του εφεσείοντα την οποία και απέρριψε.  Η κρίση του Προέδρου δεν βασίστηκε μόνο στην εμφάνιση του κ.Καλοπετρίδη ως μάρτυρα ενώπιον του και στο περιεχόμενο της μαρτυρίας του, αλλά, τούτο το τελευταίο, ελέγχθηκε στη βάση του έγγραφου υλικού που είχε ενώπιον του, το οποίο, κατά την άποψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, υποστήριζε την εκδοχή του κ. Καλοπετρίδη.  Το ουσιαστικό εύρημα του ήταν πως ο εφεσείων σκόπιμα τερμάτισε τη συμφωνία με τους εφεσίβλητους για να  καρπούται μόνος του τα εισοδήματα από την πελατεία που ήδη αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια της συνεργασίας. Το Δικαστήριο έκρινε πως οι λόγοι που ο εφεσείων έδωσε, για τη διακοπή της συνεργασίας, ήταν πρόφαση για να επιτύχει το σκοπό του, ο οποίος διεφάνη ευθύς εξ αρχής όταν ζήτησε τρεις φορές να μεταβληθούν οι όροι της συνεργασίας με αποτέλεσμα να υπογραφούν οι τρεις διαδοχικές συμφωνίες.

Το έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου να υπολογίσει τις αποζημιώσεις που δημιουργήθηκαν, λόγω της παράβασης της σύμβασης από τον εφεσείοντα, αποδείκτηκε δύσκολο γιατί ως εκ της φύσεως της υπόθεσης έλειπαν χειροπιαστά στοιχεία που θα βοηθούσαν το Δικαστήριο στο έργο του.  Στην υπό έφεση απόφαση συζητιέται η πτυχή αυτής της υπόθεσης σε έκταση.  Έχουμε τη γνώμη πως η σκέψη που ακολούθησε ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου και η μέθοδος που χρησιμοποίησε για να καταλήξει στο ποσό των αποζημιώσεων ήταν προσεκτική και εύλογη.

Δεν θα ασχοληθούμε ξεχωριστά με τον κάθε λόγο έφεσης.  Θα τους συμπυκνώσουμε σε τρία κεφάλαια, με τα οποία και ουσιαστικά καταπιάνονται. 

Το πρώτο αφορά την αξιοπιστία των μαρτύρων και τη γενική αξιολόγηση της μαρτυρίας. Μολονότι αναγνωρίζει ο δικηγόρος του εφεσείοντα τις εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις στις οποίες το Εφετείο διαφωνεί με την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων, πρόβαλε διάφορους λόγους για να εισηγηθεί πως αυτό ενδείκνυται να γίνει στην υπόθεση που μας απασχολεί. Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση. Έχουμε ήδη εκφράσει παραπάνω την άποψη μας, αλλά ας την συνοψίσουμε πάλι. Η ανάλυση της προφορικής και γραπτής μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι εμπεριστατωμένη. Οι λόγοι που δίδονται για τις διαπιστώσεις του καταγράφονται με περισσή καθαρότητα και δεν υπάρχουν περιθώρια παρεμβολής άλλης σκέψης. Το άλλο τμήμα των λόγων έφεσης, και του περιγράμματος αγόρευσης του δικηγόρου του εφεσείοντα, καλύπτει την εισήγηση πως ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάνθηκε ότι η τρίτη συμφωνία ήταν σε ισχύ και πως είναι αυτή που παραβιάστηκε. Και τούτο, συνεχίζει η εισήγηση, σε πλήρη αντίθεση με την έκθεση απαίτησης των ίδιων των εφεσιβλήτων όπου ισχυρίζονται πως είναι η δεύτερη συμφωνία που παραβιάστηκε. Ο ίδιος δε ο Καλοπετρίδης υποστήριξε στη μαρτυρία του πως η τρίτη συμφωνία δεν λειτούργησε ποτέ. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολείται ειδικά με το πιο  πάνω θέμα. Συμφωνούμε με τις θέσεις που εκφράζονται στην απόφαση του.  Στην έκθεση απαίτησης οι ισχυρισμοί τίθενται διαζευκτικά.  Προβάλλεται και ο ισχυρισμός ότι η τρίτη συμφωνία είναι άκυρη, αλλά διαζευκτικά, αν κριθεί, πως είναι νομικά έγκυρη, τότε η παραβίαση της προήλθε από τον εφεσείοντα. Αναφορικά δε με τη μαρτυρία του Καλοπετρίδη πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο λέγει πως από το σύνολο της αποδεικνύεται η θέση του πως στη συνεργασία που υπεγράφη σε τρεις διαδοχικές συμφωνίες παρενέβαλλε συνεχώς εμπόδια ο εφεσείων, του οποίου ο τελικός σκοπός ήταν να εκμεταλλευθεί αποκλειστικά την πελατεία που δημιουργήθηκε για το δικό του λογιστικό γραφείο, διαλύοντας τη συνεργασία.

Τέλος, στην τρίτη ενότητα των λόγων έφεσης και του μακροσκελούς περιγράμματος αγόρευσης του δικηγόρου του εφεσείοντα, συζητιέται το θέμα των αποζημιώσεων.  Γίνεται κριτική της πρωτόδικης απόφασης, ιδιαίτερα της μεθόδου που χρησιμοποίησε ο Πρόεδρος, αλλά και της βάσης υπολογισμού των αποζημιώσεων, που ήταν τα συμφωνηθέντα στη δεύτερη συμφωνία, μολονότι το Δικαστήριο διαπίστωσε πως ήταν η τρίτη συμφωνία που παραβιάστηκε. Γενικά εισηγήθηκε πως οι εφεσίβλητοι δεν παρουσίασαν καμιά πειστική μαρτυρία που να αποδεικνύει ότι είχαν υποστεί οποιαδήποτε ζημιά.

Θα συμφωνήσουμε και επ΄αυτού του σημείου με τον τρόπο που λειτούργησε ο Πρόεδρος ο οποίος, δίδοντας τη δική του απάντηση στο πιο πάνω επιχείρημα, είπε τα εξής:

«Η βάση της αποζημίωσης θα πρέπει αναγκαστικά και λογικά να αναζητηθεί μέσα από τον τρόπο εργασίας των διαδίκων τα προηγούμενα χρόνια μια και η τρίτη συμφωνία δεν διήρκησε παρά τρεις μήνες.  Η τρίτη συμφωνία με τον όρο 13 προνοούσε ότι οι υφιστάμενοι χρεώστες και η εν εξελίξει εργασία θα συνέχιζε και θα θεωρείτο ως εισόδημα κάτω από τη νέα διευθέτηση.  Πρόδηλα λοιπόν και με πραγματικό δεδομένο ότι η τρίτη συμφωνία λάμβανε υπόψη την προηγούμενη οικονομική σχέση των διαδίκων, θα πρέπει να εξεταστεί το εισόδημα που αναλογούσε στους διαδίκους αμέσως πριν την τρίτη συμφωνία και με γνώμονα ότι δεν δόθηκε από κανένα από αυτούς, ποιά επακριβώς εργασία ήταν υφιστάμενη κατά την τρίτη συμφωνία.

Οι υφιστάμενοι πελάτες κατά την αντικατάσταση της δεύτερης συμφωνίας ανευρίσκονται στο Παράρτημα «Β» του Τεκμ.Β σε συνδυασμό με την παρ.5, η οποία και ρητά προνοούσε ότι το Παράρτημα αποτελούσε τον κατάλογο των υφιστάμενων πελατών, ενώ με την όρο 6 η εργασία που αφορούσε καθαρά λογιστικά θέματα θα ανήκε εξ ολοκλήρου στον εναγόμενο με τις ανάλογες εισπράξεις, το δε εισόδημα από την ελεγκτική εργασία θα μοιράζετο εξ ημισίας.»

Με αυτή τη σκέψη αφού  διεξήλθε με λεπτομέρεια τη συνεργασία των διαδίκων για όσο χρονικό διάστημα διήρκεσε, υπολόγισε τη ζημιά που υπέστησαν οι εφεσίβλητοι χρησιμοποιώντας ως βάση τα ελάχιστα ποσά που είχαν συμφωνηθεί μεταξύ τους στη δεύτερη συμφωνία.  Τα ποσά αυτά είχαν καταγραφεί από τους διάδικους στον όρο 6 της συμφωνίας, τεκμ.Β. Θεμέλιο της ήταν ο κατάλογος των πελατών και τα εισοδήματα που είχε η συνεργασία απ΄αυτούς, μαζί με την ετήσια αναμενόμενη αύξηση. Η ελάχιστη αμοιβή των εφεσιβλήτων είχε καθοριστεί σε £1.000 το μήνα, για το 1994, αυξανόμενη κατά £100 μηνιαίως για κάθε επόμενο έτος.  Το άλλο ερώτημα ήταν: για πόσο χρονικό διάστημα, υποθετικά, θα θεωρείτο πως θα συνεχιζόταν η συνεργασία, ώστε να δοθεί και το ανάλογο ποσό αποζημίωσης.  Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου είχε την άποψη, και πολύ ορθά, πως οι διάδικοι μετά την τροποποίηση της συμφωνίας τρεις φορές απέβλεπαν σε σταθεροποίηση της συνεργασίας τους για αόριστο χρονικό διάστημα.  Η συνεργασία άρχισε από το 1991 και ο εφεσείων  είχε έκτοτε πολλά ωφέλη, δεδομένου ότι σε λιγότερο από δυο χρόνια είχε αναβαθμιστεί  σε συνέταιρο στην περιοχή.  Μ΄αυτά τα δεδομένα, και λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πρώτες δυο συμφωνίες είχαν τροποποιηθεί σε διάστημα δυο ετών η μια από την άλλη, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπολόγισε σ΄αυτό το χρονικό διάστημα τη διάρκεια της συμφωνίας για σκοπούς υπολογισμού της αποζημίωσης.  Η  αριθμητική πράξη κατέληξε £1.000 το μήνα για δυο χρόνια =  £24.000, ποσό που δόθηκε στους εφεσίβλητους ως αποζημίωση για τον παράνομο τερματισμό της σύμβασης από τον εφεσείοντα. 

Κρίνουμε πως η έφεση δεν ευσταθεί, και απορρίπτεται με έξοδα.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο